Μύκονος
Ερωτήσεις ΚΕΕ Πρωταγόρας Ενότητα 2η
ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν -τυποῦσιν αὐτὰ θεοί: Νομίζετε ότι οι απόψεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με τη θέση του Πρωταγόρα περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὔθ’ ὡς εἰσὶν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰσὶν οὔθ’ ὁποῖοί τινες ἰδέαν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα εἰδέναι ἥ τ’ ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὢν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου; (Να συμβουλευτείτε και την εισαγωγή του βιβλίου σας σ. 25).
[Μερικοί θεωρούν ότι υπάρχει αντίθεση. Όμως πρόκειται για μύθο, στον οποίο η παρουσία των θεών έχει αλληγορική έννοια. Ο Δίας είναι ο λόγος, η λογική, δηλ. η νομοτέλεια που διέπει τη φύση, οι άλλοι θεοί είναι τα όργανα της νομοτέλειας, η οποία ρυθμίζει τις σχέσεις των όντων, εξισορροπεί τις ελλείψεις τους. Έπειτα, όπως φαίνεται και από τη συνέχεια του μύθου, ο Πρωταγόρας ενδιαφέρεται μάλλον για την εξήγηση της γένεσης του θρησκευτικού συναισθήματος παρά για το θέμα της ύπαρξης των θεών. Πάντως δεν υποστηρίζει ότι οι θεοί είναι αιώνιοι, αντίθετα, όπως αφήνει να εννοηθεί, δημιουργήθηκαν και αυτοί (καὶ τούτοις) και απλώς υπήρχαν πριν από τα θνητά γένη.
Ο W. K. C. Guthrie χαρακτηρίζει τον Πρωταγόρα «κλασική περίπτωση αγνωστικιστή» και παραπέμπει στον Θεαίτητο (162 d), όπου ο μεγάλος Σοφιστής αρνείται να συζητήσει το θέμα των θεών. Αν η θέση του Πρωταγόρα χαρακτηριστεί στην ίδια την ερώτηση ως αγνωστικιστική, θα πρέπει να προηγηθεί η εξήγηση του όρου (αγνωστικισμός: η θεωρία σύμφωνα με την οποία η γνώση της ουσίας των πραγμάτων είναι αδύνατη· ο αγνωστικιστής παίρνει επιφυλακτική ή ουδέτερη στάση απέναντι στα μεταφυσικά προβλήματα, όπως το πρόβλημα του θεού).]
[Ο Πρωταγόρας στο βιβλίο του Περί θεῶν έγραφε το εξής: Για τους θεούς, δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση∙ το γεγονός ότι πολλά πράγματα είναι άδηλα και δεν φαίνονται και η συντομία της ανθρώπινης ζωής.
Προφανώς, ο Πρωταγόρας δεν ήταν άθεος, αλλά θεωρούσε πως ούτε οι αισθήσεις επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τα άδηλα (αυτά που δεν προσεγγίζουν δηλαδή οι αισθήσεις) ούτε ο νους (αφού η συντομία της ανθρώπινης ζωής δεν προσφέρει στον άνθρωπο τον αναγκαίο χρόνο για να εμβαθύνει σε τέτοια θέματα). Έτσι, ο Πρωταγόρας κατέληγε σε έναν σχετικισμό: η γνώση του ανθρώπου για τα πράγματα είναι σχετική, εξαρτάται δηλαδή από τα μέσα του και τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της ζωής του.]
Ο Πρωταγόρας αναφέρεται στους θεούς ως δημιουργούς των θνητών όντων, όχι γιατί πίστευε ή τουλάχιστον γιατί ήταν βέβαιος για την ύπαρξή τους, αλλά γιατί δεν γνώριζε επί της ουσίας πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν τα θνητά όντα. Εκείνο που γνώριζε ήταν πως η δημιουργία των ζώων και των ανθρώπων προέκυψε ως αποτέλεσμα αλλαγών και εξελίξεων που συντελούνται στη φύση και οι οποίες ακολουθούν μια δική τους απαρέγκλιτη νομοτέλεια.
Επειδή, όμως, στην προκειμένη περίπτωση το θέμα που τον ενδιαφέρει δεν είναι η δημιουργία των ανθρώπων, αλλά η εξελικτική τους πορεία, υποκαθιστά, στα πλαίσια του αλληγορικού μύθου, τη νομοτέλεια της φύσης με τους θεούς. Με τον τρόπο αυτό η προσοχή των ακροατών του μετατίθεται στα σημεία που ενδιαφέρουν το σοφιστή και δεν εγκλωβίζεται στο δυσερμήνευτο σημείο της δημιουργίας.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο Πρωταγόρας ήταν αγνωστικιστής, το γεγονός δηλαδή ότι δήλωνε αβέβαιος για την ύπαρξη των θεών, δεν δημιουργεί αντίφαση με την αναφορά που κάνει σ’ αυτόν τον μύθο στους θεούς, καθώς ο σκοπός της μυθικής του διήγησης είναι να αναδείξει τις συνθήκες εκείνες που επέτρεψαν την υιοθέτηση της πολιτικής αρετής, προκειμένου να επιτευχθεί η αρμονική συγκρότηση κοινωνιών. Οι θεοί, επομένως, λειτουργούν ως αλληγορικές αναφορές στη νομοτέλεια της φύσης και όχι κυριολεκτικά ως δημιουργοί της ζωής.
Ο σοφιστής μάλιστα, έχοντας υπόψη του τις πεποιθήσεις των ανθρώπων πως ακόμη και οι θεοί δημιουργήθηκαν, φροντίζει να το υπαινιχθεί: «᾿Επειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως...», λέγοντας πως ήρθε «και γι’ αυτά», τα θνητά όντα δηλαδή, ο καθορισμένος από τη μοίρα χρόνος για τη γέννησή του, όπως παλιότερα, εννοείται, ότι είχε έρθει και για τους θεούς.
Ο Πρωταγόρας, πάντως, δεν αποδίδει ολοκληρωτικά στους θεούς τη δημιουργία των θνητών όντων, αλλά τους παρουσιάζει να λειτουργούν ως όργανα μιας ανώτερης δύναμης, της ειμαρμένης. Οι θεοί, λέει ο σοφιστής, δημιούργησαν τους ανθρώπους γιατί έφτασε η ώρα που είχε καθοριστεί από τη μοίρα. Έτσι, ο Πρωταγόρας μας επιτρέπει να αποκωδικοποιήσουμε καλύτερα την αλληγορία του μύθου, αναγνωρίζοντας πως πίσω από τους θεούς βρίσκεται μια δύναμη που ωθεί τις αλλαγές που συντελούνται στη φύση. Η δύναμη αυτή, η ειμαρμένη, μπορεί να ερμηνευθεί ως η ανάγκη.
Η αλληγορική απόδοση της δημιουργίας των θνητών όντων στους θεούς, μας παραπέμπει άλλωστε και στη χριστιανική παράδοση, όπου ο Θεός παρουσιάζεται να δημιουργεί τους πρωτόπλαστους. Όπως οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης καταφεύγουν σε μιαν αλληγορία για να εξηγήσουν το πώς δημιουργήθηκε ο άνθρωπος (στο βιβλίο της Γένεσης), έτσι και ο Πρωταγόρας επιλέγει τον εύληπτο τρόπο ενός μύθου, που ακολουθεί άλλωστε και τη θρησκευτική αντίληψη των ακροατών του.
Δείτε επίσης:
Ερωτήσεις ΚΕΕ Διονύσιος Σολωμός "Ο Κρητικός"
Ερωτήσεις ΚΕΕ Διονύσιος Σολωμός "Ο Κρητικός"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου