Joel Robison
Πλάτωνα Πρωταγόρας –
Λεξιλογικές Ασκήσεις (Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε.)
Ενότητα 2η Η
αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου
1. πῦρ, γῆ: Να
χρησιμοποιήσετε τα ουσιαστικά ως πρώτο συνθετικό σε δέκα σύνθετα (βλ. Γραμματική
της αρχαίας ελληνικής, ΟΕΔΒ, § 414).
πῦρ: (αρχαιοελληνικές λέξεις)
πυρφόρος
(αυτός που μεταφέρει φωτιά)
πυροειδής
(αυτός που μοιάζει σαν φωτιά, φλογερός)
πυρόμαντις
(αυτός που μαντεύει δια της φωτιάς)
πυρίκαυστος
(αυτός που έχει καεί στη φωτιά)
πυριφλεγής
(αυτός που καίει σαν φωτιά, φλογερός)
πυρίπνους
(αυτός που αποπνέει φωτιά, πύρινος)
πυριήκης
(αυτός που έχει ακονιστεί και σκληρυνθεί στη φωτιά)
πυρικοίτης
(αυτός που περιέχει φωτιά)
πυριλαμπής
(αυτός που λάμπει από τη φωτιά ή σαν φωτιά)
πυρίβλητος
(αυτός που έχει κτυπηθεί με φωτιά)
πῦρ: (νεοελληνικές λέξεις)
πῦρ: (νεοελληνικές λέξεις)
πυροβόλο
πυροδότης
πυρολάτρης
πυροπαθής
πυρόπληκτος
πυρόσβεση
πυροτέχνης
πυρπόληση
πυρομαντεία
πυρομανής
γῆ:
γηγενής
γήλοφος
γήπεδον
γεωγράφος
γεωδαίτης
(αυτός που μοιράζει τη γη)
γεώλοφος
/ γήλοφος
γεωμέτρης
γεωργός
γεωτομία
γεωμαντεία
2. Να αντιστοιχίσετε
τις λέξεις της στήλης Α με τις συνώνυμές τους που δίνονται στη στήλη Β.
Α Β
κατάγειος ἀποδίδωμι
κεράννυμι ἱκετεύω, παρακαλῶ
νέμω ἀμφιέννυμι
προσάπτω ὑπόγειος
ἀμπίσχω μείγνυμι
ἰσχύς μερίζω
μηχανῶμαι ἰσχυρός, πυκνός
παραιτοῦμαι δύναμις, σθένος
στερεός ἐπινοῶ
κατάγειος→
ὑπόγειος
κεράννυμι→
μείγνυμι
νέμω
→ μερίζω
προσάπτω
→ ἀποδίδωμι
ἀμπίσχω
→ ἀμφιέννυμι
ἰσχύς → δύναμις, σθένος
μηχανῶμαι
→ ἐπινοῶ
παραιτοῦμαι→
ἱκετεύω, παρακαλῶ
στερεός
→ ἰσχυρός, πυκνός
3. κατευνάζω, κατανάλωση,
εκδορά, αμπέχονο, αυτάρκεια, σαρκοβόρο, καταβροχθίζω, περιδέραιο: Να εντοπίσετε
στο κείμενο τις ομόρριζες των λέξεων που σας δίνονται
(μερικές από αυτές αναφέρονται στην ίδια λέξη του κειμένου).
κατευνάζω
(κατά + εὐνάζω = βάζω στο κρεβάτι, κοιμίζω < εὐνή) → εὐνή (εὐνάς)
κατανάλωση
(κατά + ἀναλίσκω) → ἀναλισκόμενος (ἀναλισκομένοις)
εκδορά (ἐκ
+ δέρω = γδέρνω, σχίζω) → δέρμα
(δέρμασιν) < δέρω
αμπέχονο
(ἀμφί + ἐχω) → ἤμπισχον (ἤμπισχεν)
αυτάρκεια
(αὐτό + ἀρκῶ) → ἐπαρκέω-ῶ (ἐπήρκεσε)
σαρκοβόρο
(σαρξ + βόρος < βορά) → βορά (βοράν)
καταβροχθίζω
(κατά + βρόχθος = λαιμός) → βορά
(βοράν)
περιδέραιο
(περί + δέραιος < δέρη = λαιμός) → βορά
(βοράν)
4. παραιτοῦμαι: Να γράψετε
ποια σημασία έχει το ρήμα στο κείμενο και ποια έχει σήμερα.
παραιτέομαι-οῦμαι:
αιτούμαι, ζητώ κάτι ως χάρη από κάποιον
παραιτούμαι:
υποβάλλω την παραίτησή μου, εγκαταλείπω εκουσίως θέση, αξίωμα ή δικαίωμα που
έχω / χάνω το ενδιαφέρον μου, τη διάθεση για συμμετοχή και δραστηριοποίηση σε
κάτι, αποδέχομαι μια κατάσταση με ηττοπάθεια
Το Λεξιλόγιο της
Ενότητας
εἱμαρμένος
(<μείρομαι [από τη ρίζα ΜΕΡ παράγονται επίσης οι λέξεις μέρος, μερίς,
μερίζω, μόρος, μοῖρα, μόρσιμος]): αυτός που δίνεται από τη μοίρα· εἱμαρμένη: η
μοίρα, ό,τι έχει δοθεί στον άνθρωπο από τη μοίρα
τυπόω-ῶ:
σχηματίζω με πίεση, σφραγίζω, πλάθω
κεράννυται·
κεράννυμι: αναμιγνύω· ὅσα
κεράννυται: η φωτιά με τον αέρα και το νερό με το χώμα.
παραιτέομαι-οῦμαι:
αιτούμαι, ζητώ κάτι ως χάρη από κάποιον
νεῖμαι·
νέμω: διανέμω, μοιράζω
ἐπίσκεψαι·
ἐπισκοπέω-ῶ: παρατηρώ, εξετάζω,
προσέχω, μελετώ
προσῆπτεν·
προσάπτω: παρέχω, δίνω, χορηγώ,
αποδίδω σε κάποιον
δύναμις:
εδώ, με την έννοια της ικανότητας, της ιδιότητας
ἤμπισχεν·
ἀμπέχω ή ἀμπίσχω (ἀμφί + ἔχω ή ἀμφί + ἴσχω), ἄμπεχον, ἀμφέξω, ἤμπισχον:
περιβάλλω, καλύπτω [στη μέση φωνή: περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ]
πτηνὸς φυγή:
φυγή πουλιού, δηλαδή φυγή με φτερά, πέταγμα (πρόκειται για σχήμα μετωνυμίας)
κατάγειος:
α) μέσα στη γη, κάτω από τη γη, υπόγειος· β) ισόγειος, πάνω στο έδαφος
ἐπανισῶν·
ἐπανισόω-ῶ: εξισώνω, καθιστώ κάτι
ίσο με κάτι άλλο
εὐλάβεια:
από το επίθετο εὐλαβής (<εὖ + λαβεῖν: κρατώ καλά): αυτός που προσέχει, που
λαμβάνει προφυλάξεις. Εὐλάβεια είναι η ιδιότητα του εὐλαβοῦς, δηλαδή η μεγάλη
προσοχή, η διάκριση, η πρόβλεψη
ἀϊστωθείη·
ἀϊστόω-ῶ: εξαφανίζω, καταστρέφω,
αφανίζω
ἀλληλοφθοριῶν·
ἀλληλοφθορία (παρασύνθετο από το επίθετο ἀλληλοφθόροι: οἱ φθείροντες ἀλλήλους):
αμοιβαία φθορά, καταστροφή
ἐπήρκεσε·
ἐπαρκέω-ῶ: χορηγώ, παρέχω κάτι σε
ικανοποιητικό βαθμό
εὐμάρεια
(<εὖ + μάρη: χέρι): ευχέρεια, ευκολία, επιδεξιότητα, ανάπαυση,
προσαρμοστικότητα
εὐνή:
η κλίνη, το κρεββάτι
στρωμνή:
το στρωμένο κρεβάτι, το στρώμα και το σκέπασμα
ὑποδῶν·
ὑποδέω-ῶ: δένω από κάτω, δένω τα
πόδια μου, τα περιδένω με σανδάλια
ἀναίμοις·
ὁ, ἡ ἄναιμος, τὸ ἄναιμον: ο χωρίς αίμα, σε αντίθεση με το ἔναιμος· εδώ, για τα
έμβια όντα που δεν έχουν αίμα
βοτάνη:
η τροφή των ζώων, το χορτάρι
ἔστι δ’ οἷς:
σε ορισμένα από αυτά
βορά
(<βιβρώσκω): τροφή, κυρίως δε η
τροφή των σαρκοβόρων ζώων (στον ποιητικό λόγο χρησιμοποιείται και για να
δηλώσει την τροφή των ανθρώπων)
ὀλιγογονία:
μικρή γονιμότητα, το να γεννά ένα ζωικό είδος λίγα μικρά σε κάθε τοκετό
πολυγονία:
μεγάλη γονιμότητα
πορίζω:
παρέχω, δίνω, επινοώ, εφευρίσκω
εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν
= όταν πηγαίνουν στις φωλιές τους (ἰοῦσιν < εἶμι)
στρωμνὴ οἰκεία
= στρώμα και σκέπασμα ταιριαστό
τοὐντεῦθεν =
από κει και πέρα, ακόμη, ύστερα από αυτό