Jane Davies
Αρχαία
Ελληνικά: Κλίση ανώμαλων ουσιαστικών
ΑΝΩΜΑΛΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
Μερικά ουσιαστικά της αρχαίας ελληνικής
δεν κλίνονται ομαλά. Τα ουσιαστικά αυτά λέγονται ανώμαλα ουσιαστικά.
Τα ανώμαλα ουσιαστικά κατά το είδος της
ανωμαλίας που παρουσιάζουν είναι 1) ανώμαλα κατά το γένος, 2) ετερόκλιτα,
3) μεταπλαστά, 4) ιδιόκλιτα, 5) άκλιτα και
6) ελλειπτικά.
1. Ανώμαλα κατά το γένος
Μερικά ουσιαστικά έχουν στον πληθυντικό
αριθμό διαφορετικό γένος απ’ ό,τι στον ενικό ή εκτός από το βασικό γένος έχουν
συγχρόνως και ένα άλλο.
Ενικός
αριθμός
ὁ λύχνος - τοῦ λύχνου - τῷ λύχνῳ - τόν λύχνον - (ὦ) λύχνε
Πληθυντικός
αριθμός
τά λύχνα - τῶν λύχνων - τοῖς λύχνοις - τά λύχνα - (ὦ) λύχνα
Ενικός
αριθμός
ὁ σῖτος - τοῦ σίτου - τῷ σίτῳ - τόν σῖτον - (ὦ) σῖτε
Πληθυντικός
αριθμός
τά σῖτα - τῶν σίτων - τοῖς σίτοις - τά σῖτα - (ὦ) σῖτα
Ενικός
αριθμός
ὁ δεσμός - τοῦ δεσμοῦ - τῷ δεσμῷ - τόν δεσμόν - (ὦ) δεσμέ
Πληθυντικός
αριθμός
οἱ δεσμοί - τῶν δεσμῶν - τοῖς δεσμοῖς - τούς δεσμούς - (ὦ) δεσμοί
τά δεσμά - τῶν δεσμῶν - τοῖς δεσμοῖς - τά δεσμά - (ὦ) δεσμά
Ενικός
αριθμός
ὁ σταθμός - τοῦ σταθμοῦ - τῷ σταθμῷ - τόν σταθμόν - (ὦ) σταθμέ
Πληθυντικός
αριθμός
οἱ σταθμοί - τῶν σταθμῶν - τοῖς σταθμοῖς - τούς σταθμούς - (ὦ) σταθμοί
τά σταθμά - τῶν σταθμῶν - τοῖς σταθμοῖς - τά σταθμά - ὦ) σταθμά
Ενικός
αριθμός
τό στάδιον - τοῦ σταδίου - τῷ σταδίῳ - τό στάδιον - (ὦ) στάδιον
Πληθυντικός
αριθμός
τά στάδια - τῶν σταδίων - τοῖς σταδίοις - τά στάδια - (ὦ) στάδια
οἱ στάδιοι - τῶν σταδίων - τοῖς σταδίοις - τούς σταδίους - (ὦ) στάδιοι
Μερικά
ουσιαστικά έχουν στον ενικό αριθμό δύο γένη:
Ενικός
αριθμός
ὁ ζυγός - τοῦ ζυγοῦ - τῷ ζυγῷ - τόν ζυγόν - (ὦ) ζυγέ
τό ζυγόν - τοῦ ζυγοῦ - τῷ ζυγῷ - τό ζυγόν - (ὦ) ζυγόν
Πληθυντικός
αριθμός
τά ζυγά - τῶν ζυγῶν - τοῖς ζυγοῖς - τά ζυγά - (ὦ) ζυγά
Ενικός
αριθμός
ὁ νῶτος - τοῦ νώτου - τῷ νώτῳ - τόν νῶτον - (ὦ) νῶτε
τό νῶτον - τοῦ νώτου - τῷ νώτῳ - τό νῶτον - (ὦ) νῶτον
Πληθυντικός
αριθμός
τά νῶτα - τῶν νώτων - τοῖς νώτοις - τά νῶτα - (ὦ) νῶτα
2. Ετερόκλιτα
Ετερόκλιτα λέγονται μερικά ουσιαστικά που
σχηματίζονται στον πληθυντικό ή σε μερικές πτώσεις κατά διαφορετική κλίση ή
συγχρόνως κατά την ίδια και κατά διαφορετική κλίση· π.χ.
1) ὁ ἀμνός, τοῦ ἀμνοῦ κτλ.
(κατά τη β΄ κλίση) και τοῦ ἀρνός, τῷ ἀρνί, τὸν ἄρνα - οἱ ἄρνες, τῶν ἀρνῶν, τοῖς ἀρνάσι, τοὺς ἄρνας (κατά τα συγκοπτόμενα της γ΄
κλίσης, από θ. ἀρεν-, ἀρν- του
σπάνιου ονόμ. ὁ ἀρήν)·
Ενικός
αριθμός
ὁ ἀμνός - τοῦ ἀμνοῦ / ἀρνός - τῷ ἀμνῷ / ἀρνί - τόν ἀμνόν / ἄρνα - (ὦ) ἀμνέ
Πληθυντικός
αριθμός
οἱ ἀμνοί - τῶν ἀμνῶν - τοῖς ἀμνοῖς - τούς ἀμνούς - (ὦ) ἀμνοί
οἱ ἄρνες - τῶν ἀρνῶν - τοῖς ἀρνάσι(ν) - τούς ἄρνας - (ὦ) ἄρνες
2) ὁ Ἄρης, τοῦ Ἄρεως (από το Ἄρηος με
αντιμεταχώρηση), τῷ Ἄρει, τὸν Ἄρη, ὦ Ἄρες (κατά την γ΄ κλίση) και
αιτ. τὸν Ἄρην (κατά την α΄ κλίση)·
Ενικός
αριθμός
ὁ Ἄρης - τοῦ Ἄρεως - τῷ Ἄρει - τόν Ἄρη / Ἄρην - (ὦ) Ἄρες
3) ἡ γυνὴ (κατά την α΄ κλίση), τῆς γυναικός, τῇ γυναικί, τὴν γυναῖκα, ὦ γύναι - αἱ γυναῖκες, τῶν γυναικῶν, ταῖς γυναιξί, τὰς γυναῖκας, ὦ γυναῖκες (κατά την γ΄ κλίση)·
Ενικός
αριθμός
ἡ γυνή - τῆς γυναικός - τῇ γυναικί - τήν γυναῖκα - (ὦ) γύναι
Πληθυντικός
αριθμός
αἱ γυναῖκες - τῶν γυναικῶν - ταῖς γυναιξί - τάς γυναῖκας - (ὦ) γυναῖκες
4) τὸ δάκρυον, τοῦ δακρύου κτλ. (κατά τη β΄ κλίση) - και
ονομ., αιτ. και κλητ. δάκρυ (κατά
την γ΄ κλίση)·
Ενικός
αριθμός
τό δάκρυ / δάκρυον - τοῦ δακρύου - τῷ δακρύῳ - τό δάκρυ / δάκρυον - (ὦ) δάκρυ / δάκρυον
Πληθυντικός
αριθμός
τά δάκρυα - τῶν δακρύων - τοῖς δακρύοις / δάκρυσι(ν) - τά δάκρυα - (ὦ) δάκρυα
5) ὁ Θαλῆς (από το Θαλέης), τοῦ Θαλοῦ, τῷ Θαλῇ, τὸν Θαλῆν (κατά
τα συνηρημένα της α΄ κλίσης) - γεν. και τοῦ Θάλεω (κατά τα αττικόκλιτα) - και τοῦ Θάλητος, τῷ Θάλητι, τὸν Θάλητα (κατά
την γ΄ κλίση)·
Ενικός
αριθμός
ὁ Θαλῆς - τοῦ Θαλοῦ / Θάλεω / Θάλητος - τῷ Θαλῇ / Θάλητι - τόν Θαλῆν / Θάλητα - (ὦ) Θαλῆ
6) ὁ Οἰδίπους, τοῦ Οἰδίποδος, τῷ Οἰδίποδι, ὦ Οἰδίπου (κατά την γ΄ κλ.) - και τοῦ Οἰδίπου, τὸν Οἰδίπουν (κατά τα συνηρημένα της β΄
κλίσης, όπως τοῦ περίπλου, τὸν περίπλουν)·
Ενικός
αριθμός
ὁ Οἰδίπους - τοῦ Οἰδίποδος / Οἰδίπου - τῷ Οἰδίποδι - τόν Οἰδίποδα / Οἰδίπουν - (ὦ) Οἰδίπου / Οἰδίπους
7) ὁ ὄνειρος και τὸ ὄνειρον, τοῦ ὀνείρου κτλ.
(κατά τη β΄ κλίση), τοῦ ὀνείρατος, τῷ ὀνείρατι - τὰ ὀνείρατα, τῶν ὀνειράτων, τοῖς ὀνείρασι (κατά την γ΄ κλίση)·
Ενικός
αριθμός
ὁ ὄνειρος - τοῦ ὀνείρου - τῷ ὀνείρῳ - τόν ὄνειρον - (ὦ) ὄνειρε
τό ὄνειρον - τοῦ ὀνείρατος - τῷ ὀνείρατι - τό ὄνειρον - (ὦ) ὄνειρον
Πληθυντικός
αριθμός
τά ὀνείρατα - τῶν ὀνειράτων - τοῖς ὀνείρασι - τά ὀνείρατα - (ὦ) ὀνείρατα
8) ὁ πρεσβευτής, τοῦ πρεσβευτοῦ, τῷ πρεσβευτῇ κτλ.
(κατά την α΄ κλίση) - oἱ πρέσβεις (= οἱ
πρεσβευταί), τῶν πρέσβεων, τοῖς πρέσβεσι κτλ.) (κατά την γ΄ κλίση), από το
ποιητ. όν. ὁ πρέσβυς (=ὁ γέρων), που οι πεζογράφοι το έλεγαν πρεσβύτης·
Ενικός
αριθμός
ὁ πρεσβευτής - τοῦ πρεσβευτοῦ - τῷ πρεσβευτῇ - τόν πρεσβευτήν - (ὦ) πρεσβευτά
Πληθυντικός
αριθμός
οἱ πρέσβεις - τῶν πρέσβεων - τοῖς πρέσβεσι(ν) - τούς πρέσβεις - (ὦ) πρέσβεις
9) τὸ πῦρ, τοῦ πυρός, τῷ πυρὶ κτλ. (κατά την γ΄ κλίση) - τὰ πυρά, τῶν πυρῶν, τοῖς πυροῖς κτλ. (κατά τη β΄ κλίση)·
Ενικός
αριθμός
τό πῦρ - τοῦ πυρός - τῷ πυρί - τό πῦρ - (ὦ) πῦρ
Πληθυντικός
αριθμός
τά πυρά - τῶν πυρῶν - τοῖς πυροῖς - τά πυρά - (ὦ) πυρά
10) ὁ υἱός, τοῦ υἱοῦ, τῷ υἱῷ κτλ.
(κατά τη β΄ κλίση) - και τοῦ υἱέος, τῷ υἱεῖ - οἱ υἱεῖς, τῶν υἱέων, τοῖς υἱέσι, τοὺς υἱεῖς κτλ.
(κατά τη γ΄ κλίση)·
Ενικός
αριθμός
ὁ υἱός - τοῦ υἱοῦ / υἱέος - τῷ υἱεῖ / υἱῷ - τόν υἱόν - (ὦ) υἱέ
Πληθυντικός
αριθμός
οἱ υἱεῖς - τῶν υἱέων - τοῖς υἱεῦσι - τούς υἱεῖς - (ὦ) υἱεῖς
οἱ υἱοὶ - τῶν υἱῶν - τοῖς υἱοῖς - τοὺς υἱοὺς / υἱέας - (ὦ) υἱοὶ
11) ὁ χρὼς (= δέρμα, έπιδερμίδα), τοῦ χρωτός, τῷ χρωτί, τὸν χρῶτα (κατά την γ΄ κλίση) - αλλά δοτ.
και χρῷ (κατά
τα αττικόκλιτα, στη φράση ἐν χρῷ =
ως το δέρμα).
Ενικός
αριθμός
ὁ χρώς - τοῦ χρωτός - τῷ χρωτί / χρῷ
- τόν χρῶτα - [(ὦ) χρώς]
3. Μεταπλαστά
Μεταπλαστά λέγονται μερικά ουσιαστικά που
κλίνονται κατά μία ορισμένη κλίση σε όλες τις πτώσεις, αλλά το θέμα τους
(μεταπλάσσεται, δηλ.) μεταβάλλεται σε ορισμένες πτώσεις· π.χ.
1) ὁ Ἀπόλλων (θ. Ἀπολλων-, Ἀπολλω-,
Απολλον)·
Ενικός
αριθμός
ὁ Ἀπόλλων - τοῦ Ἀπόλλωνος - τῷ Ἀπόλλωνι - τόν Ἀπόλλω / Ἀπόλλωνα - (ὦ) Ἄπολλον
2) τὸ γόνυ (θ. γονυ-,
γονατ-)·
Ενικός
αριθμός
τό γόνυ - τοῦ γόνατος - τῷ γόνατι - τό γόνυ - (ὦ) γόνυ
Πληθυντικός
αριθμός
τά γόνατα - τῶν γονάτων - τοῖς γόνασι(ν) - τά γόνατα - (ὦ) γόνατα
3) τὸ δέλεαρ (= δόλωμα) (θ. δελεαρ-, δελεατ-)·
Ενικός
αριθμός
τό δέλεαρ - τοῦ δελέατος - τῷ δελέατι - τό δέλεαρ - (ὦ) δέλεαρ
4) τὸ δόρυ (θ. δορυ-,
δορατ-)·
Ενικός αριθμός
τό δόρυ - τοῦ δόρατος - τῷ δόρατι - τό
δόρυ - (ὦ) δόρυ
Πληθυντικός αριθμός
τά δόρατα - τῶν δοράτων - τοῖς δόρασι(ν) -
τά δόρατα - (ὦ) δόρατα
5) ὁ Ζεύς (θ. Ζευ-, Δι-)·
Ενικός αριθμός
ὁ Ζεύς - τοῦ Διός - τῷ Διί - τόν Δία - (ὦ) Ζεῦ
6) τὸ ἧπαρ (= συκώτι) (θ. ἡπαρ-, ἡπατ-)·
Ενικός αριθμός
τό ἧπαρ - τοῦ ἥπατος - τῷ ἥπατι - τό ἧπαρ - (ὦ) ἧπαρ
Πληθυντικός αριθμός
τά ἥπατα - τῶν ἡπάτων - τοῖς ἥπασι(ν) - τά ἥπατα - (ὦ) ἥπατα
7) ἡ κλείς (θ. κλειδ-,
κλει-)·
Ενικός αριθμός
ἡ κλείς - τῆς κλειδός - τῇ κλειδί - τήν κλεῖδα / κλεῖν - (ὦ) κλείς
Πληθυντικός αριθμός
αἱ κλεῖδες - τῶν κλειδῶν - ταῖς κλεισί(ν) - τάς κλεῖδας / κλεῖς - (ὦ) κλεῖδες
8) τὸ κνέφας (=
σκοτάδι) χωρίς πληθ. (θ. κνεφασ- και κνεφεσ-)·
Ενικός αριθμός
τό κνέφας - τοῦ κνέφους - τῷ κνέφει /
κνέφᾳ - τό
κνέφας - (ὦ) κνέφας
9) ὁ, ἡ κύων (θ. κυων-,
κυον-, κυν-)·
Ενικός αριθμός
ὁ/ἡ κύων - τοῦ/τῆς κυνός - τῷ/τῇ κυνί - τόν/τήν κύνα - (ὦ) κύον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ/αἱ κύνες - τῶν κυνῶν - τοῖς/ταῖς κυσί(ν) -
τούς/
τάς κύνας - (ὦ) κύνες
10) ὁ μάρτυς (θ. μαρτυ-,
μαρτυρ-)·
Ενικός αριθμός
ὁ μάρτυς - τοῦ μάρτυρος - τῷ μάρτυρι - τόν μάρτυρα - (ὦ) μάρτυς
Πληθυντικός αριθμός
οἱ μάρτυρες - τῶν μαρτύρων - τοῖς μάρτυσι(ν) - τούς μάρτυρας - (ὦ) μάρτυρες
11) ἡ ναῦς (= πλοίο) (θ. ναυ-, νη-,
νε-)·
Ενικός αριθμός
ἡ ναῦς - τῆς νεώς - τῇ νηί - τήν ναῦν - (ὦ) ναῦ
Πληθυντικός αριθμός
αἱ νῆες - τῶν νεῶν - ταῖς ναυσί(ν) - τάς ναῦς - (ὦ) νῆες
12) τὸ οὖς (θ. οὐσ-, ὠτ-)·
Ενικός αριθμός
τό οὖς - τοῦ ὠτός - τῷ ὠτί - τό οὖς - (ὦ) οὖς
Πληθυντικός αριθμός
τά ὦτα - τῶν ὤτων - τοῖς ὠσί(ν) - τά ὦτα - (ὦ) ὦτα
13) ὁ Ποσειδῶν (από το Ποσειδάων) (θ. Ποσειδαων- =
Ποσειδων-, Ποσειδω-, Ποσειδον-)·
Ενικός αριθμός
ὁ Ποσειδῶν - τοῦ Ποσειδῶνος - τῷ Ποσειδῶνι - τόν
Ποσειδῶ / Ποσειδῶνα - (ὦ) Πόσειδον
14) ἡ Πνύξ (θ. Πνυκ-,
Πυκν-)·
Ενικός αριθμός
ἡ Πνύξ - τῆς Πυκνός - τῇ Πυκνί - τήν Πύκνα - (ὦ) Πνύξ
15) ὁ σὴς (= σκόρος) (θ. σησ-, σεσ-,
σητ-)·
Ενικός αριθμός
ὁ σής - τοῦ σεός / σητός
- τῷ σητί - τόν σῆτα - (ὦ) σής
Πληθυντικός αριθμός
οἱ σέες / σῆτες - τῶν σητῶν / σέων - τοῖς σησί(ν) - τούς σέας / σῆτας - (ὦ) σέες / σῆτες
16) τὸ στέαρ (=
λίπος) (θ. στεαρ- στεατ-)·
Ενικός αριθμός
τό στέαρ - τοῦ στέατος - τῷ στέατι - τό
στέαρ - (ὦ) στέαρ
Πληθυντικός αριθμός
τά στέατα - τῶν στεάτων - τοῖς στέασι(ν) -
τά στέατα - (ὦ) στέατα
17) τὸ ὕδωρ (θ. ὑδωρ-, ὑδατ-)·
Ενικός αριθμός
τό ὕδωρ - τοῦ ὕδατος - τῷ ὕδατι - τό ὕδωρ - (ὦ) ὕδωρ
Πληθυντικός αριθμός
τά ὕδατα - τῶν ὑδάτων - τοῖς ὕδασι(ν) - τά ὕδατα - (ὦ) ὕδατα
18) τὸ φρέαρ (= πηγάδι) (θ. φρεαρ-, φρεατ-)·
Ενικός αριθμός
τό φρέαρ - τοῦ φρέατος - τῷ φρέατι - τό φρέαρ - (ὦ) φρέαρ
Πληθυντικός αριθμός
τά φρέατα - τῶν φρεάτων - τοῖς φρέασι(ν) - τά φρέατα - (ὦ) φρέατα
19) ἡ χείρ (θ. χειρ-,
χερ-).
Ενικός αριθμός
ἡ χείρ - τῆς χειρός - τῇ χειρί - τήν χεῖρα - (ὦ) χείρ
Πληθυντικός αριθμός
αἱ χεῖρες - τῶν χειρῶν - ταῖς χερσί(ν) - τάς χεῖρας - (ὦ) χεῖρες
4. Ιδιόκλιτα
Ιδιόκλιτα ουσιαστικά λέγονται όσα δεν
κλίνονται σύμφωνα με μία από τις τρεις κλίσεις, παρά ακολουθούν δικό τους
σχηματισμό, δηλ. κλίνονται με ιδιαίτερο τρόπο. Τέτοια είναι μερικά κύρια
ονόματα α) ελληνικά με συντομότερο τύπο, δηλ. με αφαίρεση συλλαβών, και β) ξενικά·
π.χ.
Ἀλεξᾶς (από το Ἀλέξανδρος)
Ενικός αριθμός
ὁ Ἀλεξᾶς - τοῦ Ἀλεξᾶ - τῷ Ἀλεξᾷ - τόν Ἀλεξᾶν - (ὦ) Ἀλεξᾶ
Μητρᾶς (από το Μητρόδωρος)
Ενικός αριθμός
ὁ Μητρᾶς - τοῦ Μητρᾶ - τῷ Μητρᾷ - τόν Μητρᾶν - (ὦ) Μητρᾶ
Φιλῆς (από το Φιλήμων)
Ενικός αριθμός
ὁ Φιλῆς - τοῦ Φιλῆ - τῷ Φιλῇ - τόν Φιλῆν - (ὦ) Φιλῆ
Διονῦς (από το Διονύσιος)
Ενικός αριθμός
ὁ Διονῦς - τοῦ Διονῦ - τῷ Διονῦ - τόν Διονῦν - (ὦ) Διονῦ
Ἰησοῦς (εβραϊκό όνομα)
Ενικός αριθμός
ὁ Ἰησοῦς - τοῦ Ἰησοῦ - τῷ Ἰησοῦ - τόν Ἰησοῦν - (ὦ) Ἰησοῦ
Νεκῶς (αιγυπτ. όνομα)
Ενικός αριθμός
ὁ Νεκῶς - τοῦ Νεκῶ - τῷ Νεκῷ - τόν Νεκῶν - (ὦ) Νεκῶ
Ιδιόκλιτα είναι και μερικά προσηγορικά
σε -ᾶς: ὁ φαγᾶς, ὁ καταφαγᾶς (= αυτός που τρώει αρπαχτικά), ὁ τρεσᾶς (= άνθρωπος που τρέπεται σε φυγή
από φόβο, δειλός) κ.ά.
Τα ιδιόκλιτα συνηθίζονται μόνο στον
ενικό.
Ενικός αριθμός
ὁ φαγᾶς - τοῦ φαγᾶ - τῷ φαγᾷ - τόν φαγᾶν - (ὦ) φαγᾶ
ὁ καταφαγᾶς - τοῦ καταφαγᾶ - τῷ καταφαγᾷ - τόν καταφαγᾶν - (ὦ) καταφαγᾶ
ὁ τρεσᾶς - τοῦ τρεσᾶ - τῷ τρεσᾷ - τόν τρεσᾶν - (ὦ) τρεσᾶ
5. Άκλιτα
Άκλιτα ουσιαστικά λέγονται όσα δεν
κλίνονται, δηλ. όσα διατηρούν σε όλες τις πτώσεις τον ίδιο τύπο. Τέτοια είναι:
1) το ουδ. όν. τὸ χρεὼν (= η ανάγκη), τοῦ χρεών, τῷ χρεὼν κτλ.·
2) τα ονόμ. των γραμμάτων του αλφαβήτου
(που συνηθίζονται ουδέτερα): τὸ ἄλφα (τοῦ ἄλφα κτλ.), τὸ βῆτα (τοῦ βῆτα κτλ.), τὸ γάμμα (τοῦ γάμμα κτλ.)·
3) το απαρέμφατο με το ουδέτερο άρθρο: τὸ λέγειν (τοῦ λέγειν κτλ.)·
4) οποιαδήποτε λέξη (κλιτή ή άκλιτη),
καθώς και φράση ολόκληρη, όταν χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα ή ως ουσιαστικά
αποχωρισμένα από την όλη φράση, με το ουδ. άρθρο εμπρός από αυτά: τὸ ἄνθρωπος ἐστὶν ὄνομα· τὸ ἀρκτικὸν φωνῆεν τοῦ ἄνθρωπος· τὸ λίαν ἧσσον ἐπαινῶ τοῦ μηδὲν ἄγαν· (πβ. τα νεοελλ.: το παίζω είναι ρήμα· να κλιθεί ο αόριστος του
παίζω· το πάτερ ἡμῶν, του πάτερ ἡμῶν κτλ.)·
5) μερικά ξενικά κύρια ονόματα: ὁ Ἀδὰμ (τοῦ Ἀδὰμ κτλ.), ὁ Δαβὶδ (τοῦ Δαβὶδ κτλ.), τὸ Πάσχα (τοῦ Πάσχα κτλ.), ονόματα εβραϊκά κ.ά.
6. Ελλειπτικά
Ελλειπτικά ουσιαστικά λέγονται όσα είναι
εύχρηστα μόνο σε μερικές πτώσεις. Τέτοια είναι:
1) οι λ. τὸ ὄφελος, τὸ ὄναρ και τὸ ὕπαρ (= όραμα, οπτασία), που είναι εύχρηστες μόνο στην
ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού (πβ. τα νεοελλ.: το δείλι, το πρωί κτλ.)·
Ενικός αριθμός
τό ὄφελος - ----- - ----- - τό ὄφελος - (ὦ) ὄφελος
τό ὄναρ - ----- - ----- - τό ὄναρ - (ὦ) ὄναρ
τό ὕπαρ - ----- - ----- - τό ὕπαρ - (ὦ) ὕπαρ
2) οι λ. τὸ δέμας (= σώμα), τὸ σέβας και τὸ σέλας (= λαμπρό φως), που είναι
εύχρηστες επίσης στην ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού·
Ενικός αριθμός
τό δέμας - ----- - ----- - τό δέμας - (ὦ) δέμας
τό σέβας - ----- - ----- - τό σέβας - (ὦ) σέβας
τό σέλας - ----- - ----- - τό σέλας - (ὦ) σέλας
3) η λ. μάλης (γεν.),
εύχρηστη μόνο στη φράση ὑπὸ μάλης (=
κάτω από τη μασχάλη)·
4) η λ. νέωτα (αιτ.
εν.), εύχρηστη στη φράση ἐς νέωτα (= του χρόνου)·
5) οι κλητικές ὦ μέλε (= καλέ μου) και ὦ τᾶν (= φίλε μου).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου