Το Μακεδονικό στην περίοδο 1941-1950 [Ευάγγελος Κωφός] | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Το Μακεδονικό στην περίοδο 1941-1950 [Ευάγγελος Κωφός]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Το Μακεδονικό στην περίοδο 1941-1950 [Ευάγγελος Κωφός]  

Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας, εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου 1941, μέσω του βουλγαρικού εδάφους, στα μετόπισθεν του μαχόμενου κατά των Ιταλών Ελληνικού Στρατού. Με την εξέλιξη αυτή, επιβεβαιώθηκαν οι χειρότεροι φόβοι των Ελλήνων ιθυνόντων μιας ολόκληρης γενιάς, ότι, δηλαδή, η πλέον ευάλωτη πλευρά της Ελλάδας, από πολιτικής και στρατιωτικής άποψης, ήταν η ελληνοβουλγαρική μεθόριος.
Για την αποτροπή στρατιωτικής απειλής είχαν κατασκευασθεί εκεί, ισχυρά οχυρά, γνωστά ως «γραμμή Μεταξά». Για την πολιτική θωράκιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, η κυβέρνηση Μεταξά, όπως και οι προκάτοχοί της, είχε επιδιώξει να δημιουργήσει ένα αποτρεπτικό ανάχωμα συμμαχιών στη Βαλκανική. Όσον αφορά στην παρεμπόδιση τυχόν αποσχιστικών διεργασιών στο εσωτερικό, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, οι ελληνικές κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου είχαν θεσπίσει σειρά νομικών-δικαστικών διαδικασιών και αστυνομικών μέτρων για την πρόληψη ή εξουδετέρωσή τους.
Η εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο και στη συνέχεια η τριπλή γερμανο-ιταλο-βουλγαρική κατοχή κατέδειξαν ότι οι φόβοι για ενδεχόμενο ακρωτηριασμό του εθνικού εδάφους στον ευαίσθητο μακεδονοθρακικό «μαλακόν υπογάστριον» υπήρξαν δικαιολογημένοι. Η «γραμμή Μεταξά» αποδείχθηκε ανεπαρκής για να συγκρατήσει τις γερμανικές θωρακισμένες μονάδες, οι οποίες, με κυκλωτικό ελιγμό μέσω του γιουγκοσλαβικού εδάφους, κατέλαβαν εντός τριημέρου τη Θεσσαλονίκη (9.4.1941). Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες προς την Τουρκία και Γιουγκοσλαβία για κοινό αμυντικό μέτωπο, απέβησαν άκαρπες. Η Άγκυρα επέλεξε την καιροσκοπική ουδετερότητα, ενώ το Βελιγράδι, μετά από ένα εφήμερο ειδύλλιο με τον Άξονα, έκανε στροφή με αποτέλεσμα να υποστεί την ίδια τύχη με την Ελλάδα. Στο εσωτερικό μέτωπο, πυρήνες «βουλγαριζόντων» και κομμουνιστών Σλαβομακεδόνων, όπως απέδειξε η μετέπειτα συμπεριφορά τους, είχαν παραμείνει αλώβητοι, παρά τις προσπάθειες του ελληνικού κράτους -ή εξαιτίας αυτών- να τους εντάξει στην ελληνική κοινωνία. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, από τους πυρήνες αυτούς επρόκειτο να αναπτυχθούν κινήματα που έθεταν υπό αμφισβήτηση την ελληνική κυριαρχία στη Μακεδονία και Θράκη.

Η κληρονομιά του Μεσοπολέμου

Πριν όμως παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στη Μακεδονία στα χρόνια του πολέμου, είναι αναγκαία μια σύντομη αναδρομή στην περίοδο του Μεσοπολέμου, για την αναζήτηση των γενεσιουργών αιτιών του μακεδονικού δράματος της δεκαετίας 1940-1950.
 Δύο φορές ηττημένη η Βουλγαρία στην περίοδο 1913-1919, κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξήλθε υλικά και ψυχικά εξουθενωμένη, με έντονο το αίσθημα της απογοήτευσης. Οι φιλόδοξοι στόχοι της να καταλάβει το σύνολο των μακεδονικών και θρακικών εδαφών, είχαν καταρρεύσει στα πεδία των μαχών αλλά και εξαιτίας κακών επιλογών στις συμμαχίες με Γερμανία, Αυστρία και Τουρκία. Για τον βουλγαρικό λαό, η απώλεια των παραλίων του Αιγαίου -της «Άσπρης Θάλασσας»- και περιοχών με έντονη ιστορική φόρτιση και βουλγαρικό «μεγαλείο», όπως η μεσαιωνική Αχρίδα, υποδαύλιζαν το αίσθημα της ιστορικής «αδικίας». Η έλευση στο βουλγαρικό κράτος δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τα θρακικά και μακεδονικά εδάφη που είχαν περιέλθει σε Ελλάδα και Σερβία/Γιουγκοσλαβία, γονιμοποίησε το αίσθημα αυτό με άκρατο αλυτρωτικό σοβινισμό. Διαδοχικές βουλγαρικές κυβερνήσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αφέθηκαν να παρασυρθούν από τα λαϊκά ρεύματα, υιοθετώντας ρεβανσιστικές επιλογές στις σχέσεις τους με τους δύο γείτονες. Επιστέγασμα της πολιτικής αυτής, υπήρξε η προσχώρηση της Βουλγαρίας στον Άξονα με αντιπαροχή από τη χιτλερική Γερμανία της Δυτικής Θράκης (με εξαίρεση λωρίδας στον Έβρο), της Ανατολικής Μακεδονίας, του μεγαλύτερου μέρους της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας και τμημάτων του Κοσσυφοπεδίου και της ΝΑ Σερβίας.
Κατά την ίδια περίοδο του Μεσοπολέμου, η Σοβιετική Ένωση, υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, είχε καταλήξει στην εκτίμηση ότι η εξαγωγή της προλεταριακής επανάστασης στη ΝΑ Ευρώπη θα ευδοκιμούσε με την εκμετάλλευση των τεράστιων οικονομικών, κοινωνικών και εθνικών προβλημάτων που είχε προκαλέσει ο πόλεμος σε μεγάλες πληθυσμιακές μάζες. Μέσω της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο πολιτικής διάσπασης των εθνικών κρατών της περιοχής και δημιουργίας νέων κρατικών οντοτήτων, με τη σκέψη ότι η συσσωμάτωσή τους σε μια μελλοντική Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (ΒΚΟ), θα τις έθετε ευκολότερα υπό την κηδεμονία της Σοβιετικής Ένωσης.
Με τη διάσπαση/ανασύνταξη του χάρτη των Βαλκανίων, η Κομιντέρν υιοθετούσε, μεταξύ άλλων, και τη σύσταση ενιαίων και ανεξάρτητων κρατών στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η λύση αυτή ικανοποιούσε ιδιαίτερα τους βουλγαρικούς εθνικιστικούς πόθους. Οι δύο αυτές κρατικές οντότητες, τύποις μόνο θα ήταν ανεξάρτητες, καθώς θα λειτουργούσαν μέσα στη ΒΚΟ ως δύο επιπλέον βουλγαρικά ομόσπονδα κρατίδια. Επρόκειτο για πρόταση που ασφαλώς εμφανιζόταν ελκυστική σε σημαντική μερίδα του βουλγαρικού λαού και στις μάζες των προσφύγων, ενώ άνοιγε στο ΚΚΒ τον δρόμο προς την εξουσία.
Οι αρχικές αποφάσεις της Κομιντέρν και οι διασκέψεις της ΒΚΟ ομιλούν για «μακεδονικό» και για «θρακικό» λαό. Ούτε στη μια, ούτε στην άλλη περίπτωση ο όρος έχει εθνικό περιεχόμενο, αφού στον «μακεδονικό λαό», όπως και στον «θρακικό» ρητά εντάσσονται Βούλγαροι, Έλληνες, Αλβανοί, Τούρκοι, Βλάχοι κλπ. Ήταν προφανές ότι οι αρχιτέκτονες της πολιτικής αυτής, μεταξύ αυτών και οι Βούλγαροι κομμουνιστές Κολάρωφ και Δημητρώφ, θεωρούσαν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς ως Βουλγάρους. Μερικά χρόνια αργότερα, πολιτικές σκοπιμότητες άρχισαν να συγχέουν το γεωγραφικό όνομα με μια ξεχωριστή εθνική ταυτότητα. Δεν εκπλήσσει το γεγονός, ότι πριν ακόμα και από την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας είχε υιοθετήσει τον όρο «Makedonci» («Μακεδόνες») ως εθνικό δηλωτικό των σλαβόφωνων κατοίκων της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας. Με τον τρόπο αυτό, οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές απέκοπταν ευφυώς τους κατοίκους αυτούς όχι μόνο από την κυρίαρχη στη Γιουγκοσλαβία εθνότητα των Σέρβων, αλλά και κυρίως από τους επίδοξους Βούλγαρους κηδεμόνες τους.
Η πολιτική γραμμή της Κομιντέρν επιβλήθηκε ως υποχρεωτική σε όλα τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα. Για το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα αποδείχθηκε ολέθρια. Το ΚΚΕ, παρά τις αρχικές ενστάσεις του και τις αντιδράσεις ορισμένων στελεχών του, την τήρησε πιστά, παρόλο που η εφαρμογή της στην πράξη θα οδηγούσε ευθέως στον ακρωτηριασμό των βόρειων επαρχιών της χώρας. Η πολιτική, όμως, αυτή προκαλούσε και μεγάλη σύγχυση στις τάξεις του σλαβόφωνου στοιχείου. Το ΚΚΕ επέλεξε να χαρακτηρίζει τους σλαβόφωνους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας ως «Σλαβομακεδόνες». Αυτό σήμαινε ότι τους κατέτασσε συλλήβδην ως χωριστή εθνική μειονότητα, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού αυτού είχε ελληνική εθνική συνείδηση, αν και, όπως απέδειξαν μεταγενέστερα γεγονότα, αρκετοί είχαν διατηρήσει τον φιλοβουλγαρικό προσανατολισμό τους. Πάντως, η επιλογή του ονόματος «Σλαβομακεδόνες» ως εθνικού προσδιορισμού, αντί του «Μακεδόνες» -όπως είχαν επιλέξει η Κομιντέρν και οι Γιουγκοσλάβοι σύντροφοι- σήμαινε ότι η ηγεσία του ΚΚΕ είχε πλήρη συναίσθηση του γεγονότος ότι ο όρος «Μακεδόνες» προσδιόριζε, στην αντίληψη του ελληνικού λαού, τον Έλληνα κάτοικο της Μακεδονίας. Με την προσθήκη του προθήματος «σλάβο-» επιδίωκε τη διαφοροποίηση από τους Μακεδόνες, δηλαδή τον ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας, μιας χωριστής σλαβικής ομάδας που διαβιούσε στον μακεδονικό χώρο.
Εξαιτίας της πολιτικής του στο Μακεδονικό, το ΚΚΕ υπέστη απηνή διωγμό, από όλες τις κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου, από την Παγκαλική δικτατορία και την κοινοβουλευτική κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου (1928-1932) ως και, κυρίως, τη δικτατορία του Ι. Μεταξά. Το κράμα της διττής απειλής, δηλαδή, της «μπολσεβικοποίησης» της Ελλάδας και του εδαφικού ακρωτηριασμού της χώρας προς όφελος των Σλάβων, ήταν αρκούντως εκρηκτικό για να οδηγήσει σε φυλακίσεις και εξορίες στελέχη του κόμματος, μεταξύ αυτών και πολλούς σλαβόφωνους, κομμουνιστές και μη.
Η αλλαγή πολιτικής της Κομιντέρν το 1935, ενόψει της ανόδου του φασισμού-ναζισμού στην Ευρώπη και η προσπάθεια συγκρότησης λαϊκών μετώπων, οδήγησε σε αδράνεια την πολιτική της διάσπασης των αστικών κρατών. Έτσι, παραμερίστηκε το σύνθημα περί «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης» για να αντικατασταθεί με τη διεκδίκηση ισονομίας των μειονοτήτων. Το ΚΚΕ ευθυγραμμίστηκε αμέσως με τη νέα γραμμή. Ωστόσο, το 6ο Συνέδριό του (Δεκέμβριος 1935) διακήρυξε ότι το Μακεδονικό παραμένει ανοιχτό και θα λυθεί «μετά τη νίκη της σοβιετικής εξουσίας στα Βαλκάνια». Το αποτέλεσμα ήταν ότι, ως την κήρυξη του πολέμου, η σύγχυση γύρω από τις προθέσεις των κομμουνιστών στο ζήτημα αυτό παρέμεινε, ενώ από την άλλη πλευρά διατηρήθηκαν και, μάλιστα, εντάθηκαν οι διώξεις.

Βουλγαρική κατοχή

Πριν ακόμα καταληφθεί η ηπειρωτική Ελλάδα από τις γερμανικές δυνάμεις, ο βουλγαρικός στρατός έπαιρνε εντολή, στις 19 Απριλίου, να διαβεί τα σύνορα και με βάση τη γερμανοβουλγαρική συμφωνία να θέσει υπό τον έλεγχό του ολόκληρη τη Δυτική Θράκη (πλην λωρίδας κατά μήκος του Έβρου που διατήρησαν οι Γερμανοί) και την Ανατολική Μακεδονία μέχρι τον Στρυμώνα. Σε σύντομο χρόνο, από τις περιοχές αυτές διώχτηκαν οι ελληνικές υπηρεσίες για να αντικατασταθούν από βουλγαρικές. Ακολούθησαν διωγμοί του ελληνικού στοιχείου, που κατά μεγάλες μάζες κατέφευγε στη γερμανοκρατούμενη ζώνη. Τη θέση του καταλάμβαναν χιλιάδες Βούλγαροι έποικοι, πολλοί από τους οποίους, προερχόμενοι από τη Μακεδονία και τη Θράκη, είχαν μεταναστεύσει στη Βουλγαρία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν προφανές ότι ένα σχέδιο πλήρους εκβουλγαρισμού της κατεχόμενης περιοχής έμπαινε σε εφαρμογή, με προοπτική ενσωμάτωσής της στο βουλγαρικό βασίλειο.
Ανάλογη σχεδόν υπήρξε η δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι βουλγαρικές στρατιωτικές και πολιτικές αρχές στις γιουγκοσλαβικές επαρχίες, τις οποίες είχαν παραχωρήσει οι Γερμανοί στη Σόφια. Σε αντίθεση με τις ελληνικές επαρχίες, στις γιουγκοσλαβικές, ο βουλγαρικός στρατός, κατά την είσοδό του, έγινε ευμενώς ως ενθουσιωδώς δεκτός από σημαντική μερίδα βουλγαρικού προσανατολισμού κατοίκων. Οι διωγμοί της βουλγαρικής διοίκησης δεν έθιξαν το στοιχείο αυτό αλλά επικεντρώθηκαν στην εκδίωξη των Σέρβων, κυρίως των εποίκων που είχαν μετοικήσει στις περιοχές αυτές μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με τις εξελίξεις αυτές οι Βούλγαροι εθνικιστές μπορούσαν να επαίρονται ότι η αναθεωρητική πολιτική που είχαν εγκαινιάσει στο Μακεδονικό -και στο Θρακικό- μετά το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), είχε αποδώσει τους καρπούς της. Το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας» του Αγίου Στεφάνου γινόταν πραγματικότητα. Απέμενε η Θεσσαλονίκη με την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε, από την πρώτη στιγμή, ο βουλγαρικός προπαγανδιστικός μηχανισμός, με σκοπό να προσεταιριστεί το σλαβόφωνο στοιχείο. Στη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε Βουλγαρική Λέσχη, όπου με το δέλεαρ οικονομικών και άλλων αντιπαροχών, αρκετές χιλιάδες σλαβοφώνων καταγράφηκαν ως «Βούλγαροι». Επιπλέον, σε γερμανικά φρουραρχεία ορισμένων μακεδονικών πόλεων τοποθετήθηκαν Βούλγαροι αξιωματικοί που συντόνιζαν το έργο του προσηλυτισμού, ενώ, παράλληλα, επιδίδονταν και στην καταδίωξη ηγετικών παραγόντων του ελληνικού στοιχείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνεργασία των Βουλγάρων με τις γερμανικές Αρχές Κατοχής είχε επεκταθεί ακόμα και στον εξοπλισμό φίλα προσκείμενων χωρικών και ολόκληρων χωριών και τη δημιουργία ενόπλων σωμάτων. Η αποστολή τους ήταν διττή: αφενός η τρομοκράτηση του ελληνόφρονου ντόπιου και προσφυγικού στοιχείου με φυλακίσεις, εκτελέσεις ή εκδίωξη από τις εστίες του, και, αφετέρου, η καταδίωξη των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Γερμανοί επέτρεψαν στους Βουλγάρους να επεκτείνουν τη ζώνη κατοχής τους ως τον Αξιό και την Ανατολική Χαλκιδική. Η εξέλιξη αυτή παρέσχε την ευχέρεια διεύρυνσης της βουλγαρικής δραστηριότητας. Είναι γεγονός ότι από το 1944 η ένοπλη δράση συγκροτημένων μονάδων Βουλγαρομακεδόνων τελούσε υπό τη διοίκηση Γερμανών αξιωματικών των SS, με τους οποίους συνέπρατταν αξιωματικοί του βουλγαρικού στρατού.

Ελληνική αντίδραση στα βουλγαρικά σχέδια

Ο κίνδυνος ολοκληρωτικής ενσωμάτωσης της Μακεδονίας και Θράκης στο βουλγαρικό κράτος αποτέλεσε, κατά κύριο λόγο στη Βόρεια Ελλάδα, έναυσμα κινητοποίησης του Ελληνισμού από τις πρώτες μέρες της Κατοχής. Ενώ η γερμανική κατοχή εμφανιζόταν ως παροδική, τα βουλγαρικά μέτρα εθνοκάθαρσης στην Ανατολική Μακεδονία και οι προσπάθειες διείσδυσης στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία δημιουργούσαν την εικόνα ενός επεξεργασμένου σχεδίου μόνιμου ακρωτηριασμού του εθνικού εδάφους.
Από τις πρώτες μέρες, Έλληνες πατριώτες προσπάθησαν να κρατήσουν ψηλά το φρόνημα του πληθυσμού. Η επανεμφάνιση στη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία οργάνων της ελληνικής διοίκησης (νομαρχών, χωροφυλακής κλπ.) βοήθησε να δραστηριοποιηθούν στην περιοχή πάσης φύσεως σωματεία και επαγγελματικοί φορείς για να αποτρέψουν την πραγματοποίηση των βουλγαρικών σχεδίων. Ιδιαίτερα σημαντικός αποδείχθηκε ο ρόλος της Εκκλησίας, καθώς σε αρκετές μητροπόλεις ιεράρχες αναλάμβαναν αυτόχρημα εθναρχικά καθήκοντα. Ανάλογη δραστηριότητα εκδηλώθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα, με επικεφαλής προσωπικότητες κυρίως του πνεύματος και της επιστήμης όπου διακρίνονταν άτομα βορειοελλαδικής καταγωγής, όπως, π.χ. ο ακαδημαϊκός Αντώνιος Κεραμόπουλος και ο καθηγητής Αλέξανδρος Σβώλος. Σύντομα, όμως, η πρωτοβουλία περιήλθε σε οργανωμένες αντιστασιακές οργανώσεις. Πρώτη έκανε την εμφάνισή της, τον Ιούλιο 1941, η οργάνωση Υπερασπισται Βορείου Ελλάδος (ΥΒΕ), η οποία αργότερα, το 1942, μετονομάστηκε σε Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση (ΠΑΟ). Το καλοκαίρι του 1941, σημειώθηκαν οι πρώτες δολιοφθορές ενάντια στον κατακτητή από μικρές ένοπλες δυνάμεις της οργάνωσης Ελευθερία. Τον Απρίλιο του 1942, ιδρύθηκε το βορειοελλαδικό τμήμα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ) στη Θεσσαλονίκη και τη σύμπραξη άλλων μικρών πολιτικών δυνάμεων.
Το πιο σημαντικό γεγονός σημειώθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1941, όταν ένοπλα τμήματα υπό τη διεύθυνση της τοπικής καθοδήγησης του ΚΚΕ επιτέθηκαν κατά βουλγαρικών στόχων σε διάφορα χωριά της βουλγαροκρατούμενης περιοχής της Δράμας. Η βίαιη αντίδραση των βουλγαρικών Αρχών Κατοχής, με πυρπολήσεις, μαζικές εκτελέσεις, φυλακίσεις και εκτοπισμούς, είχε ως αποτέλεσμα την εκμηδένιση της ελληνικής αντίστασης στην Ανατολική Μακεδονία μέχρι τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής. Τέλος, αξιοσημείωτη υπήρξε η μεγαλειώδης αντίδραση σύσσωμου του ελληνικού λαού που εκδηλώθηκε το 1943 κατά του βουλγαρικού νόμου για την ενσωμάτωση των κατεχόμενων εδαφών στη Βουλγαρία. Η αντίδραση εκείνη, που περιελάμβανε έντονα διαβήματα προς τις γερμανικές Αρχές και μαζικές λαϊκές διαδηλώσεις, με επίκεντρο την Αθήνα, επέφερε τη ματαίωση του βουλγαρικού εγχειρήματος.
Δυστυχώς η επέκταση των εμφυλιακών διενέξεων και στον μακεδονικό χώρο, δεν άφησε ανεπηρέαστη και την αντιστασιακή δράση στην περιοχή αυτή. Οι προσπάθειες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, υπό την καθοδήγηση στελεχών του ΚΚΕ, για την εξάλειψη κάθε αντιστασιακής οργάνωσης μη ελεγχόμενης από αυτό, οδήγησε στη βίαιη εξουδετέρωση της ΠΑΟ, της κύριας μέχρι το 1943 αντιστασιακής οργάνωσης στη Μακεδονία. Από τότε και μέχρι το τέλος της Κατοχής, στελέχη της ΠΑΟ λειτούργησαν στην παρανομία ως πολιτική οργάνωση σε στενή επαφή με τη Μέση Ανατολή. Μόλις τους τελευταίους μήνες της κατοχής, αξιωματικοί ηγετικά μέλη της οργάνωσης, βγήκαν στο βουνό στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη, όπου έδρασαν κατά των κατακτητών, από κοινού με τις Εθνικές Αντάρτικες Ομάδες του Αντών Τσαούς και άλλων οπλαρχηγών. Ωστόσο, η ουσιαστική διάλυση, το 1943 των ένοπλων τμημάτων της ΠΑΟ και του ευρύτατου συνωμοτικού δικτύου που είχε αναπτυχθεί στη μακεδονική ύπαιθρο και τα αστικά κέντρα, άφησε δυσαναπλήρωτο κενό. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να αναπυχθεί ευκολότερα, υπό την κάλυψη των γερμανικών Αρχών Κατοχής, η βουλγαρική προπαγάνδα και τρομοκρατία στους πληθυσμούς της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας. Εκ των πραγμάτων, διευκολύνθηκε και η αποσχιστική δραστηριότητα των σλαβομακεδονικών στοιχείων που κινούνταν μέσα στις τάξεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ για να εξυπηρετήσουν τις δικές τους επιδιώξεις. Με την έκδοση, πριν από λίγα χρόνια, του αρχείου-ημερολογίου του ηγετικού στελέχους της ΠΑΟ, Γιάννη Παπαθανασίου, ο εθνικός ρόλος της οργάνωσης αυτής αποσαφηνίστηκε πληρέστερα. Ωστόσο, στη δίνη των εμφυλιακών συγκρούσεων που άρχισαν το 1943, οι δύο παρατάξεις δεν αρκούνταν στη φυσική μόνο εξόντωση των αντιπάλων, αλλά και στην ηθική. Έτσι το ΚΚΕ, για να μειώσει την ανάπτυξη ή επιρροή αντίρροπων κινημάτων στη Μακεδονία, προσπάθησε να σπιλώσει το έργο πατριωτικών οργανώσεων, ιδεολογικά αντίθετων προς αυτό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επινόησε τον όρο «Παοτζήδες», εντάσσοντας σε αυτόν συλλήβδην όλους τους αντιπάλους του, από τα μίσθαρνα όργανα του κατακτητή μέχρι και κάθε πατριώτη αγωνιστή, που αρνούνταν να τεθεί υπό τον έλεγχό του. Η άλλη πλευρά δεν υστέρησε. Παρέδωσε τον χαρακτηρισμό «Εαμοβούλγαροι» σε όλους ανεξαιρέτως τους οπαδούς του ΕΑΜ, σε μια προσπάθεια συλλογικής σπίλωσης. Είναι, ωστόσο, λυπηρό, ότι μισό και πλέον αιώνα μετά, η ελληνική ιστοριογραφία δεν μπορεί να απαλλαγεί ακόμη από τα πλέγματα και τα στερεότυπα που διαμορφώθηκαν την εποχή των εμφύλιων συρράξεων και, ως ένα βαθμό, τα διαιωνίζει.

Η γιουγκοσλαβική παρέμβαση στο Μακεδονικό

Την ίδια περίοδο στη βουλγαροκρατούμενη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, συντελούνταν σημαντικές εξελίξεις που έμελλαν να επηρεάσουν την κατάσταση και στην Ελλάδα. Το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και το παρτιζανικό κίνημα υπό τον Ιωσήφ Μπροζ (Τίτο) συνειδητοποιούσαν ότι το φιλοβουλγαρικό ρεύμα είχε σημαντικές ρίζες στην περιοχή, αφού ακόμα και η ηγεσία της κομμουνιστικής οργάνωσης είχε αποσκιρτήσει και είχε ενταχθεί στο ΚΚ Βουλγαρίας. Ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης δεν έχασε καιρό. Απευθύνθηκε στον Στάλιν και πέτυχε να εκδοθεί οδηγία της Κομιντέρν με την οποία ανετίθετο στο ΚΚΓ η πρωτοβουλία στο Μακεδονικό. Με τη σημαντική αυτή στήριξη, ο Τίτο ενεργοποιήθηκε ταχύτατα, αφενός, για να εδραιώσει τον έλεγχο στα γιουγκοσλαβικά μακεδονικά εδάφη και, αφετέρου, για να επιβάλει μακροπρόθεσμη λύση προς όφελος του κόμματος και της χώρας του. Κεντρική γραμμή της πολιτικής του ήταν η επιβεβαίωση της προπολεμικής θέσης ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας ανήκαν στη χωριστή σλαβική εθνότητα Makedonci («Μακεδόνων»). Με την ιδιότητα αυτή, μπορούσαν να ενταχθούν ισότιμα με τους Σέρβους, Κροάτες και άλλες γιουγκοσλαβικές εθνότητες στη μεταπολεμική κομμουνιστική γιουγκοσλαβική ομοσπονδία. Την ιδέα αυτή τη διεύρυνε για να συμπεριλάβει και τις μακεδονικές επαρχίες της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, θεωρώντας τους σλαβόφωνους πληθυσμούς και τις αντίστοιχες επαρχίες ως τμήματα ενός ενιαίου έθνους και κράτους.
Για την επίτευξη του στόχου αυτού, απέστειλε το 1943 στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία αρχικά, τον στενό συνεργάτη του, Βουκμάνοβιτς Τέμπο, ο οποίος πέτυχε να αναδιοργανώσει το ΚΚ Μακεδονίας και να το εντάξει στο ΚΚΓ. Ταυτόχρονα, με άλλα ντόπια κομματικά στελέχη, οργάνωσε τον «Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό» (ΛΑΣ) Μακεδονίας, ως τμήμα του ενιαίου γιουγκοσλαβικού παρτιζανικού κινήματος. Στη συνέχεια, προσπάθησε να προωθήσει τους μακροπρόθεσμους στόχους επίλυσης του Μακεδονικού με απευθείας συνεννοήσεις με τους Βούλγαρους και Έλληνες συντρόφους.
Στην περίπτωση των Βουλγάρων, η αποστολή του δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσχέρειες, καθώς το ΚΚΒ, ως κόμμα χώρας συμμάχου της Γερμανίας, ήταν αδύναμο να αντισταθεί. Επιπλέον, η κύρια ηγετική μορφή του, ο Γκεόργκι Δημητρώφ, ως γενικός γραμματέας της Κονιντέρν, ήταν ενήμερος και εκτελεστής των αποφάσεων και εντολών του Στάλιν που ευνοούσαν τους Γιουγκοσλάβους.
Έχοντας εξουδετερώσει τις βουλγαρικές αντιδράσεις, ο Τέμπο στράφηκε προς την πλευρά των Ελλήνων ομοϊδεατών του. Το θέρος του 1943, εισήλθε στην Ελλάδα και σε διαδοχικές συναντήσεις με τα κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ στην ηγεσία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ προσπάθησε να φέρει σε πέρας τη δύσκολη αποστολή του, προτείνοντας τη σύμπηξη Κοινού Βαλκανικού Στρατηγείου των αντιστασιακών ενόπλων δυνάμεων Γιουγκοσλαβίας, Αλβανίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας. Επρόκειτο για φιλόδοξο, πολυεπίπεδο σχέδιο που στόχευε να προετοιμάσει και να εδραιώσει τον ηγεμονικό μεταπολεμικό ρόλο της νέας κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας στη Βαλκανική. Ειδικότερα για τη Μακεδονία, προέβλεπε κοινά επιτελεία Γιουγκοσλάβων-Ελλήνων-Βουλγάρων παρτιζάνων και δράση ανεξαρτήτως των προπολεμικών συνόρων. Επιπλέον, προνοούσε για την απρόσκοπτη πολιτική καθοδήγηση, μέσα στην Ελληνική Μακεδονία, του σλαβόφωνου πληθυσμού από Γιουγκοσλαβομακεδόνες καθοδηγητές. Δεν απέκρυπτε ο Τέμπο ότι ο μεταπολεμικός στόχος θα ήταν η δημιουργία ενιαίου μακεδονικού κράτους στα πλαίσια μιας κομμουνιστικής ομοσπονδίας. Για λόγους γενικότερης πολιτικής την εποχή εκείνη, που αφορούσαν στη διατήρηση της ενότητας του μετώπου με μη κομμουνιστικές πολιτικές δυνάμεις αλλά και της διατήρησης της συνεργασίας με το συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, οι ηγέτες του ΚΚΕ απέρριψαν την ιδέα του Βαλκανικού Κοινού Στρατηγείου. Δεν δέχθηκαν, επίσης, οποιαδήποτε δέσμευση για το μεταπολεμικό καθεστώς της Ελληνικής Μακεδονίας. Συμφώνησαν, όμως, να υπάρξει συνεργασία στις παραμεθόριες περιοχές και, το κυριότερο, να επιτραπεί στους Γιουγκοσλαβομακεδόνες καθοδηγητές να προπαγανδίσουν την ιδέα του «μακεδονισμού» μεταξύ του σλαβόφωνου πληθυσμού.

Σλαβομακεδόνες και ΚΚΕ

Οι σοβαρές αυτές εξελίξεις είχαν την αφετηρία τους στο εσωτερικό Μακεδονικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε το ΚΚΕ. Ηγετικά κομματικά στελέχη στη Δυτική Μακεδονία προέρχονταν από το σλαβόφωνο στοιχείο. Οι «Σλαβομακεδόνες» αυτοί -σύμφωνα με την κομματική ορολογία- αντιμετώπιζαν, από την πρώτη στιγμή, εξαιρετικές δυσκολίες στην προσπάθειά τους να εντάξουν τους συντοπίτες τους στις οργανώσεις του ΕΑΜ και ΕΛΑΣ. Από τη μία πλευρά, το ντόπιο στοιχείο ήταν ιδιαίτερα καχύποπτο απέναντι στα στελέχη αυτά, που κατά την προπολεμική περίοδο είχαν ταυτιστεί με την αποσχιστική πολιτική του ΚΚΕ. Από την άλλη πλευρά, τα βουλγαρόφρονα στοιχεία, πολλά από τα οποία είχαν εξοπλιστεί από τους Βουλγάρους συνδέσμους του κατακτητή, ήταν αντίθετα στις πάσης απόχρωσης αντιστασιακές οργανώσεις που τελούσαν υπό ελληνική καθοδήγηση. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, η πρόταση του Τέμπο να επιτραπεί στους Γιουγκοσλαβομακεδόνες παρτιζάνους να αναπτύξουν τον προσηλυτισμό των σλαβόφωνων χωρικών, εκτιμήθηκε ότι θα άνοιγε τον δρόμο στην ένταξή τους στις ελεγχόμενες από το ΚΚΕ αντιστασιακές οργανώσεις. Πράγματι, από τα τέλη 1943, δημιουργήθηκε στη Δυτική Μακεδονία η οργάνωση ΣΝΟΦ (από τα σλαβικά αρχικά των λέξεων «Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο»), η οποία τυπικά τελούσε υπό το ΕΑΜ. Στην πράξη –όπως αποκαλύφθηκε αργότερα με τη δημοσίευση αρχείων- η οργάνωση τελούσε υπό την καθοδήγηση στελεχών του ΚΚΜ και Γιουγκοσλαβομακεδόνες παρτιζάνους. Έτσι, αντί να προσηλυτίζει οπαδούς και μαχητές στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, κατηχούσε τους σλαβόφωνους χωρικούς στην ιδέα του «μακεδονισμού» και της ενωμένης Μακεδονίας, ενώ ταυτόχρονα καταδίωκε τα ελληνόφρονα στοιχεία της περιοχής.
Η κατάσταση αυτά, τελικά, έφθασε σε σημείο ρήξη και τον Μάιο του 1944, η ηγεσία του ΚΚΕ αναγκάστηκε να διαλύσει το ΣΝΟΦ. Ηγετικά στελέχη, υπό τον Ναούμ Πέγιοφ κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία. Σύντομα, όμως, το ΚΚΕ υπαναχώρησε και επέτρεψε την επάνοδο των «στασιαστών». Η επικείμενη αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα και τη νότια Γιουγκοσλαβία διαγραφόταν πλέον καθαρά στον ορίζοντα. Το ενδεχόμενο δυναμικής αναμέτρησης του ΚΚΕ, τη στιγμή της απελευθέρωσης, με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και κυρίως με τους Βρετανούς, καθιστούσε επιτακτική τη στενότερη συνεργασία με τους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους απ’ όπου υπήρχε η προσδοκία και βοήθειας σε όπλα και πυρομαχικά.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ηγεσία του ΚΚΕ ενέδωσε στις γιουγκοσλαβικές πιέσεις για ίδρυση αμιγώς σλαβομακεδονικών ενόπλων τμημάτων -«ταγμάτων»- στα πλαίσια των μεγαλύτερων μονάδων του ΕΛΑΣ στη Δυτική Μακεδονία. Γρήγορα, όμως, αυτά ξέφυγαν από τον έλεγχό του. Με ταχύτατες διαδικασίες στρατολόγησης μεταξύ του σλαβόφωνου πληθυσμού, ακόμα και συνεργατών του βουλγαρικών Αρχών Κατοχής, οι ηγέτες των μονάδων αυτών στόχευαν να τις αναβαθμίσουν αριθμητικά και διοικητικά, σε επίπεδο ταξιαρχιών και, τελικά, να αμφισβητήσουν από τον ΕΛΑΣ τον έλεγχο της ΒΔ Μακεδονίας. Έγκαιρα, όμως, αρχές Οκτωβρίου, μονάδες του ΕΛΑΣ πρόλαβαν το πραξικόπημα και απώθησαν τους Σλαβομακεδόνες εκτός των συνόρων. Σε λιγότερο από ένα μήνα, ολοκληρωνόταν η αποχώρηση από την Ελλάδα των Γερμανών. Στην άλλη πλευρά των συνόρων, πλέον, οι εξ Ελλάδος Σλαβομακεδόνες εντάχθηκαν στη νεοσυσταθείσα (Νοέμβριος 1944) «1η Ταξιαρχία Κρούσης της Αιγιατικής Μακεδονίας» που αποτελούσε οργανικό τμήμα του ΛΑΣ Μακεδονίας. Αντί, όμως, σύμφωνα με τη συνθηματολογία της εποχής, να κατευθυνθεί προς νότο για την απελευθέρωση της «Μακεδονίας του Αιγαίου» και της Θεσσαλονίκης («Solun»), με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων, η ταξιαρχία διατάχθηκε να κινηθεί προς βορρά προς καταδίωξη των Αλβανών εθνικιστών του Κοσσυφοπεδίου. Η ενέργεια αυτή που προκάλεσε έντονη δυσφορία στους εθνικιστές Σλαβομακεδόνες, οφειλόταν στη νέα τροπή που έπαιρνε το Μακεδονικό κατά τους πρώτους μεταπελευθερωτικούς μήνες.   

Η βουλγαρογιουγκοσλαβική διάσταση του νέου Μακεδονικού

Οι τελευταίοι μήνες του 1944 και οι πρώτοι του 1945 σηματοδοτούν την πιο κρίσιμη περίοδο για την τύχη της ελληνικής Μακεδονίας (και Θράκης), αλλά και κυρίως για τη διαμόρφωση του νέου, πολυεπίπεδου Μακεδονικού ζητήματος.
Σε πρώτη φάση, αμέσως μετά την είσοδο του σοβιετικού στρατού στη Βουλγαρία και την πολιτειακή αλλαγή της 9ης Σεπτεμβρίου στη Σόφια, που έφερε στην εξουσία το ελεγχόμενο από το ΚΚΒ, «Πατριωτικό Μέτωπο», εκδηλώθηκαν προσπάθειες εκ μέρους των νέων πολιτικών δυνάμεων της χώρας να παραμείνουν στα ελληνικά και γιουγκοσλαβικά εδάφη τα τέως κατοχικά και, πλέον, «συμμαχικά» βουλγαρικά στρατεύματα. Απαιτήθηκαν έντονα διαβήματα της υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου ελληνικής κυβέρνησης προς τη Βρετανία και τις ΗΠΑ και στη συνέχεια έντονες βρετανο-αμερικανικές παραστάσεις προς τον Στάλιν για να αποσυρθούν τα βουλγαρικά στρατεύματα από την Ελλάδα. Αποτράπηκαν, έτσι, ιδιαίτερα επικίνδυνες περιπλοκές, εξαιτίας της αναβίωσης των βουλγαρικών διεκδικήσεων επί της Δυτικής Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας και υπό το νέο κομμουνιστικό καθεστώς, όπως αυτή εκδηλώθηκε δημόσια στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, το 1946.
Σε δεύτερη φάση, το φάσμα μιας πιο επικίνδυνης απειλής είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από την πλευρά των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων. Όπως προκύπτει από τη δημοσίευση νέων ντοκουμέντων, η αναμενόμενη κάθοδος του σοβιετικού στρατού ως τις ακτές του Αιγαίου, θα συνοδευόταν από την είσοδο στο ελληνικό έδαφος, με κατεύθυνση προς τη Θεσσαλονίκη, μονάδων του ΛΑΣ Μακεδονίας, τις οποίες θα συνεπικουρούσαν και τα τάγματα των ντόπιων Σλαβομακεδόνων. Είναι ενδιαφέρον ακόμα και η ηγεσία του ΚΚΕ είχε κρατηθεί σε άγνοια για τις προθέσεις αυτές των ιδεολογικών συντρόφων της. Η παρέμβαση του Τσώρτσιλ προς τον Στάλιν και η συναίνεση του τελευταίου να παραμείνει η Ελλάδα στη σφαίρα ελέγχου των Δυτικών Συμμάχων -γεγονός πως ως γνωστό επικυρώθηκε με τη γνωστή «συμφωνία των ποσοστών» της Μόσχας, τον Οκτώβριο του 1944- απέτρεψε και τον κίνδυνο αυτό. Για τον ίδιο λόγο, όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του Δεκεμβρίου και ενώ ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα τελούσε υπό την εξουσία του ΕΑΜ, πάλι ο Τίτο αρνήθηκε να παράσχει στο ΚΚΕ την αιτούμενη αρωγή, κυρίως σε οπλισμό.
Ήταν προφανές ότι με την ένταξη της Ελλάδας στη σφαίρα της αγγλοαμερικανικής επιρροής, το επίκεντρο του Μακεδονικού μεταφέρθηκε στην κύρια προκρούστεια κλίνη του της αντιπαράθεσης Γιουγκοσλάβων και Βουλγάρων. Πράγματι, πριν καλά καλά εγκατασταθεί στη Σόφια η κυβέρνηση του Πατριωτικού Μετώπου, ο Τίτο προσπάθησε να εκβιάσει την άμεση συγκατάθεση των Βουλγάρων συντρόφων στη σύσταση Ομοσπονδίας των Νοτίων Σλάβων, στην οποία η Βουλγαρία -μείον τη «Μακεδονία του Πιρίν»- θα συμμετείχε ως έβδομο, ισότιμο μέλος με τις άλλες έξι γιουγκοσλαβικές ομόσπονδες δημοκρατίες (Σερβία, Μαυροβούνιο, Μακεδονία, Κροατία κλπ.). Η επαρχία του Πιρίν θα ενσωματωνόταν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΛΔΜ) για να αποτελέσει και αυτή ισότιμο μέλος της Ομοσπονδίας. Θα ακολουθούσε προφανώς σε ευθετότερο χρόνο η ενσωμάτωση και της ελληνικής Μακεδονίας -της «Μακεδονίας του Αιγαίου»- εφόσον διαμορφώνονταν και εκεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Παρά την εξαιρετικά αδύναμη θέση της, η βουλγαρική πλευρά αντιστάθηκε σθεναρά στη γιουγκοσλαβική ιδέα Ομοσπονδίας 6+1. Αποδεχόταν όμως την ισότιμη συμμετοχή της σε βάση 1+1 και συναινούσε να αρχίσει η «εκμακεδονοποίηση» του πληθυσμού της περιοχής του Πιρίν από καθοδηγητές εκ Σκοπίων, ως πρώτο βήμα προς την ένταξή της στη ΛΔΜ.
Και πάλι, όμως, τα σχέδια αυτά για ομοσπονδία ανατράπηκαν από παρεμβάσεις προς τον Στάλιν των Βρετανών και Αμερικανών που δεν επιθυμούσαν παρόμοιες πρωτοβουλίες πριν την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, στην οποία θα παρακαθόταν η Βουλγαρία, ως υπόλογη για τον ρόλο της στον πόλεμο, στην πλευρά των ηττημένων χωρών. Θα χρειασθεί να περάσουν δυόμισι χρόνια ακόμα για να μπορέσουν οι ηγέτες των δύο χωρών να βάλουν την υπογραφή τους σε παρόμοιο κείμενο συμφωνίας μετά από δύο συναντήσεις στο Μπλεντ της Γιουγκοσλαβίας (2.8.1947) και το Ευξείνογκραντ της Βουλγαρίας (27.11.1947), την εποχή μάλιστα που μαινόταν στην Ελλάδα ο Εμφύλιος Πόλεμος. Αλλά και εκείνη η συμφωνία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έμελλε να μείνει στο χαρτί, γιατί ξέσπασε η σύγκρουση Στάλιν-Τίτο και η ρήξη της Γιουγκοσλαβίας με την Κόμινφορμ έθεσε τέρμα στα φιλόδοξα σχέδια για ηγεμονία στη Βαλκανική και μονομερή λύση του Μακεδονικού προς όφελος των γιουγκοσλαβικών συμφερόντων.    

Ένοπλη δραστηριότητα του ΝΟΦ (1945)

Στην Ελλάδα, τα «Δεκεμβριανά» έληξαν με ήττα της Αριστεράς, μετά την ενεργό πολιτική και στρατιωτική παρέμβαση της Βρετανίας. Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) τερμάτιζε την ένοπλη σύγκρουση και ταυτόχρονα οδηγούσε εκτός ελληνικών συνόρων, στη Γιουγκοσλαβία, αρκετά στελέχη του ΕΑΜ/ΚΚΕ και μαζί τους και νέο ρεύμα προσφύγων κυρίως από τα σλαβόφωνα χωριά της Δ. Μακεδονίας.
Λίγες μέρες αργότερα, στα Σκόπια, οι Σλαβομακεδόνες από την Ελλάδα συνιστούσαν νέα πολιτική οργάνωση, το ΝΟΦ (από τα σλαβικά αρχικά των λέξεων «Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο») με σκοπό να συντονίσουν τον δεύτερο γύρο του αγώνα τους στη «Μακεδονία του Αιγαίου». Όπως αποκαλύφθηκε πριν από μερικά χρόνια, με τη δημοσίευση απόρρητων εγγράφων, η οργάνωση λειτουργούσε ως η «Αιγαιομακεδονική Επιτροπή» του ΚΚ Μακεδονίας. Η απόφαση για τη σύστασή της εναρμονιζόταν, βέβαια, με τις επιδιώξεις και τις ενέργειες του Τίτο για συνένωση όλων των μακεδονικών εδαφών υπό γιουγκοσλαβική σκέπη. Ήταν, όμως, εκτός κλίματος με όσα διαδραματίζονταν εκείνη τη στιγμή στην Ελλάδα και διαμετρικά αντίθετα με τη νέα γραμμή που είχε υιοθετήσει το ΚΚΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΝΟΦ δεν ενέκρινε τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ούτε την παράδοση των όπλων και τη διακοπή του ένοπλου αγώνα. Αντίθετα, μικρές ένοπλες ομάδες του ΝΟΦ, με την κάλυψη προφανώς του ΚΚΜ, συνέχισαν, στη διάρκεια του 1945, την τακτική δολιοφθορών κατά της Εθνοφρουράς και βρετανικών μονάδων που είχαν προωθηθεί στους παραμεθόριους νομούς.
Η τακτική αυτή των Σλαβομακεδόνων, που στη διάρκεια της Κατοχής πλαισίωναν τις τοπικές οργανώσεις του ΚΚΕ στην ελληνική Μακεδονία, έμελλε να έχει δραματικές συνέπειες στον χώρο της Βόρειας Ελλάδας. Παρόλο που το ΚΚΕ κατήγγειλε τις ενέργειες αυτές, η κυβέρνηση στην Αθήνα θεώρησε τα επεισόδια αυτά ως αθέτηση της συμφωνίας της Βάρκιζας και μέσω των επιτόπιων οργάνων της επιδόθηκε σε καταδίωξη δικαίων και αδίκων. Ιδιαίτερα πιέσθηκε το σλαβόφωνο στοιχείο, το οποίο τελούσε -όχι βέβαια στο σύνολό του- υπό τη διπλή κατηγορία, της συνεργασίας με τις βουλγαρικές και γερμανικές Αρχές στην περίοδο της Κατοχής και της υπόθαλψης των αυτονομιστικών σλαβομακεδονικών ομάδων που μπαινόβγαιναν από τη γιουγκοσλαβική μεθόριο. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί και νέο ρεύμα φυγής προς τη γειτονική ΛΔΜ.

Η απόφαση για τον Εμφύλιο και ο ρόλος των Σλαβομακεδόνων

Η επιστροφή του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη, στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1945 άνοιξε τον δρόμο για στροφή του Κόμματος προς ένα νέο ένοπλο γύρο για την κατάληψη της εξουσίας. Συντελεστικοί παράγοντες για τη λήψη της απόφασης αυτής θα ήταν, πέρα από τη Σοβιετική Ένωση, η στήριξη της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο και η δυνατότητα αξιοποίησης του εμπειροπόλεμου στοιχείου των Σλαβομακεδόνων που είχαν καταφύγει στη ΛΔΜ. Όπως προκύπτει από γιουγκοσλαβικές πηγές και αρχεία του ΚΚΕ, που είδαν το φως της δημοσιότητας, από τα τέλη του 1945 και στη διάρκεια του 1946, διεξήχθησαν επίπονες διαπραγματεύσεις μεταξύ ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ και ΝΟΦ για σύμπραξη. Ήταν, όμως, δύσκολο να γίνει λόγος και για σύμπλευση αντικειμενικών σκοπών, καθώς το ΝΟΦ παρέμενε προσανατολισμένο στην ιδέα της ενοποίησης της Μακεδονίας με τη γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Ιδιαίτερο πρόβλημα παρουσίαζε η επιμονή των Νοφιτών ηγετών να δημιουργηθούν αυτόνομες σλαβομακεδονικές μονάδες στα πλαίσια του εκκολαπτόμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» (ΔΣΕ). Τελικά το πρόβλημα διευθετήθηκε στο ανώτατο δυνατό επίπεδο μεταξύ Ζαχαριάδη και Τίτο και η συνεργασία διαμορφώθηκε σε σειρά συμφωνιών που συνομολογήθηκαν στα Σκόπια μεταξύ ιθυνόντων του ΚΚΕ και ΚΚΜ. Οι Σλαβομακεδόνες δεν θα αποκτούσαν χωριστά τμήματα, αλλά θα λειτουργούσαν εντός των ενόπλων σχηματισμών του ΚΚΕ και θα τελούσαν υπό τον έλεγχό του. Ωστόσο, θα διατηρούσαν την πολιτική τους οργάνωση ΝΟΦ και θα είχαν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν την προπαγάνδα τους μεταξύ του σλαβόφωνου στοιχείου της Ελλάδας, το οποίο το ΚΚΕ αναγνώριζε ως ιδιαίτερη μειονότητα. Επίσης, το ΚΚΕ αναλάμβανε να χρησιμοποιήσει Νοφικά στελέχη σε υψηλόβαθμες θέσεις τόσο στον επαναστατικό στρατό όσο και στις κομματικές οργανώσεις. Από γιουγκοσλαβικής πλευράς, η ΛΔΜ οριζόταν οιωνεί συντονιστής της διοικητικής μέριμνας του αγώνα του ΚΚΕ στην Ελλάδα. Εκείνο που δεν έγινε γνωστό, είναι η τυχόν αντιπαροχή που δεσμεύτηκε να προσφέρει στο Μακεδονικό ο Ζαχαριάδης στον Τίτο σε περίπτωση νίκης. Το πιθανότερο είναι ότι το θέμα αυτό θα παρέμενε σε εκκρεμότητα ανάλογα με την εξέλιξη του αγώνα στην Ελλάδα. Οι θέσεις, όμως, του Τίτο ήταν γνωστές. Τουλάχιστον προς τη Βουλγαρία είχαν ήδη μπει σε τροχιά πραγματοποίησης με τις συμφωνίες Μπλεντ-Ευξείνογκραντ του 1947 με στόχο την ενσωμάτωση της «Μακεδονίας του Πιρίν» στη ΛΔΜ και κατ’ επέκταση στην ΟΛΔ Γιουγκοσλαβίας.

Ο Εμφύλιος στην Ελλάδα και το Μακεδονικό

Η μαζική είσοδος Ελλήνων και Σλαβομακεδόνων φυγάδων κομμουνιστών αποτέλεσαν την αρχική μαγιά των ένοπλων πυρήνων στη Βόρεια Ελλάδα. Στην αρχή, μάλιστα, φαίνεται ότι οι Σλαβομακεδόνες υπερτερούσαν αριθμητικά. Η ηγεσία, όμως, του ΚΚΕ φαίνεται να είχε διδαχθεί από τα παθήματα του 1944, γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή, προώθησε στον νότο μεγάλο αριθμό Σλαβομακεδόνων για να επανδρώσουν ένοπλα τμήματα στην Κεντρική και Στερεά Ελλάδα. Το μέτρο προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις των ΝΟΦιτών εθνικιστών, χωρίς αποτέλεσμα. Στα δύο χρόνια που ακολούθησαν (θέρος 1946-θέρος 1948), το ΚΚΕ φαινόταν να ελέγχει τυχόν αποσχιστικές διαθέσεις στελεχών, αποφεύγοντας να προωθεί σε ανώτατα αξιώματα πρόσωπα αμφίβολης νομιμότητας. Καθώς, όμως, το θέατρο των επιχειρήσεων εστιαζόταν σε σημαντικό βαθμό στη Βόρεια Ελλάδα, διευρυνόταν και η στρατολόγηση από το σλαβόφωνο στοιχείο με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το ποσοστό συμμετοχής του στις μονάδες του ΔΣΕ.
Αν, όμως, στο θέμα αυτό το ΚΚΕ φαινόταν να παρασπονδεί ως προς τις αρχικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει έναντι των Γιουγκοσλάβων και του ΝΟΦ, στον τομέα της ιδεολογικής κατήχησης ων αγροτικών μαζών στον «μακεδονισμό», είχε αφήσει το πεδίο ελεύθερο στους ΝΟΦίτες και στα αντίστοιχα κέντρα καθοδήγησης της ΛΔΜ. Και ενώ, εκ πρώτης όψεως, οι ενέργειες αυτές φαινόταν να εναρμονίζονται με τη μαρξιστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μειονοτήτων, στην εξαιρετικά ρευστή κατάσταση που επικρατούσε τότε στη Μακεδονία, η «μακεδονοποίηση» των σλαβόφωνων έπαιρνε μορφή υποχρεωτικής ένταξης. Η εθνική, όμως, αποκοπή του στοιχείου αυτού από το σύνοικο ελληνόφωνο ή βλαχόφωνο στοιχείο, ύψωνε, σταδιακά, διαχωριστικά τείχη. Οι άμεσες συνέπειες της πολιτικής αυτής θα γίνονταν σύντομα αισθητές, όταν με τη ρήξη Τίτο-Στάλιν, το θέρος του 1948, οι Σλαβομακεδόνες κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στους τιτοϊκούς «ομοεθνείς» τους από την άλλη πλευρά των συνόρων και τη σταλινική ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Το σχίσμα που δημιουργήθηκε στις τάξεις των Σλαβομακεδόνων οδήγησε μια σημαντική μερίδα τους να εγκαταλείψει τον αγώνα και να καταφύγει στα Σκόπια, εξασθενώντας σοβαρά την αποτελεσματικότητα του ΔΣΕ που στερήθηκε πολύτιμες εφεδρείες στην τελευταία κρίσιμη χρονιά του αγώνα. Μακροπρόθεσμα, οι επιπτώσεις αποδείχθηκαν σοβαρότερες, καθώς σε μια σημαντική μερίδα ανθρώπων που βρέθηκαν ως φυγάδες στο εξωτερικό, αναπτύχθηκε, για αρκετές δεκαετίες, έντονος αλυτρωτισμός κατά της Ελλάδας.  

Η ρήξη Στάλιν-Τίτο και οι επιπτώσεις της στο Μακεδονικό

Η ρήξη Στάλιν-Τίτο το καλοκαίρι του 1948 και η εκδίωξη της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ, εκτός των άλλων, επηρέασε σοβαρά και την πορεία του Μακεδονικού. Για τους Βουλγάρους, πιστούς θεράποντες της κομμουνιστικής ορθοδοξίας, η εξέλιξη αυτή υπήρξε «μάννα εξ ουρανού», καθώς ανέξοδα κατάφεραν να απαλλαγούν από τις δουλείες των συμφωνιών Μπλεντ-Ευξείνογκραντ, να εκδιώξουν από το Πιρίν τους καθοδηγητές που είχαν έρθει από τα Σκόπια, να επαναφέρουν στη βουλγαρική εθνική ιδεολογία τους «παραστρατηθέντες» κατοίκους του και, σιγά σιγά, να περιέλθουν σε αντεπίθεση διεκδικώντας ως Βουλγάρους τους Σλάβους του συνόλου του μακεδονικού χώρου, ιδιαίτερα της ΛΔΜ.
Για το ΚΚΕ, όπως είδαμε, το γεγονός προκάλεσε κρίση συνείδησης σε σημαντική μερίδα σλαβομακεδονικών στελεχών και οπαδών, που επέλεξαν να εγκαταλείψουν τους μέχρι τότε Έλληνες «συντρόφους» και να καταφύγουν στη ΛΔΜ. Προσπαθώντας να αναστρέψει το κύμα φυγής και ίσως για να ασκήσει πίεση στον Τίτο εξαργυρώσιμη στη Μόσχα, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, υπό την καθοδήγηση του Ζαχαριάδη, έλαβε μια μοιραία απόφαση, στην 5η Ολομέλειά της (30/31 Ιανουαρίου 1949). Ανέτρεψε την μέχρι τότε πολιτική του Κόμματος περί ισοτιμίας Σλαβομακεδόνων εντός της Ελλάδας, αντικαθιστώντας την με τη γραμμή της ανεξάρτητης και ενιαίας Μακεδονίας στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας. Επρόκειτο, βέβαια, για επιστροφή στα συνθήματα της Κομιντέρν του Μεσοπολέμου και όχι για το γιουγκοσλαβικό σχέδιο ένταξης μιας ενωμένης Μακεδονίας στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.
Ήταν προφανές ότι η πρωτοβουλία του ΚΚΕ, όχι μόνο ανέτρεπε τους μεγαλοϊδεατικούς οραματισμούς του Γιουγκοσλάβου ηγέτη, αλλά τοποθετούσε και τορπίλη στα θεμέλια του ομοσπονδιακού οικοδομήματός του. Η εναλλακτική λύση της πλήρους ανεξαρτησίας θα μπορούσε να ελκύσει και τους φανατικούς εθνικιστές «Makedonci» της ΛΔΜ, υποσκάπτοντας την εξουσία του Τίτο στην ευάλωτη νότια ομόσπονδη Δημοκρατία. Προσέφερε, δηλαδή, ο Ζαχαριάδης και έμμεση βοήθεια στη γενική εκστρατεία που είχε ήδη εξαπολύσει η Κόμινφορμ για ανατροπή του Γιουγκοσλάβου ηγέτη. Ο τελευταίος, βλέποντας το Μακεδονικό να εξελίσσεται σε επικίνδυνο μπούμερανγκ για η χώρα του, διέκοψε την υποστήριξη προς το ΚΚΕ και έκλεισε τη μεθόριο στους ενόπλους του ΔΣΕ.
Το τέλος του «τρίτου γύρου» ήταν θέμα χρόνου. Στα τέλη Αυγούστου 1949, Εθνικός Στρατός εκτόπιζε τις τελευταίες εστίες αντίστασης του ΔΣΕ στους ορεινούς όγκους του Γράμμου και του Βίτσι. Μαζί με τα στελέχη του Κόμματος και τους ενόπλους κατέφευγαν, στις χώρες του σοβιετικού συνασπισμού, μέσω Αλβανίας και Βουλγαρίας, και οι κατά τεκμήριο πιστοί στο ΚΚΕ Σλαβομακεδόνες. Ο αιματηρός τρίχρονος Εμφύλιος στην Ελλάδα έφθανε στο τέλος του. Και μαζί του μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις του Μακεδονικού ζητήματος, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τη νότια Βαλκανική.

Το Μακεδονικό στη δεκαετία 1940: μια επανεκτίμηση

Η δεκαετία 1941-1950 σηματοδοτεί μια καίρια καμπή στο βαλκανικό Μακεδονικό ζήτημα. Κατά πρώτο λόγο, κορυφώνονται οι ζυμώσεις, με πολεμικές και πολιτικές διαδικασίες, για την ανατροπή του status quo που είχαν θεσπίσει στη Μακεδονία οι συγκρούσεις και οι Συνθήκες Ειρήνης των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο βουλγαρικός εθνικισμός επιτυγχάνει προς στιγμήν να αγγίσει το όραμα της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Τα σχέδια όμως των «αναθεωρητών», μετά πρόσκαιρα κέρδη, καταλήγουν σε αποτυχία. Η κακή επιλογή συμμάχων, όπως και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδηγεί τους Βουλγάρους όχι μόνο σε αναδίπλωση, αλλά και σε τέτοιο σημείο πολιτικής και εθνικής εξουθένωσης ώστε η ηγεσία τους, υπό τον Γκ. Δημητρώφ, να αναγκασθεί να εκχωρήσει και το τελευταίο οικόπεδο μακεδονικής γης που είχε απομείνει. Κατά δεύτερο λόγο, ο άλλος «αναθεωρητής», η κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία του Τίτο, εκμεταλλεύεται την ευνοϊκή θέση που απέκτησε, χάρη σε σωστές επιλογές και σκληρούς αγώνες στη διάρκεια του πολέμου. Υιοθετεί μια ιδιοφυή λύση στο εσωτερικό μακεδονικό ζήτημα, διεκδικώντας πλέον την ενσωμάτωση των γειτονικών μακεδονικών εδαφών Βουλγαρίας και Ελλάδας. Στα τέλη, όμως, της δεκαετίας του ’40, οι οιωνοί είχαν μεταστραφεί και δεν ευνοούσαν πλέον τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη. Η ρήξη με τον Στάλιν και η ήττα της κομμουνιστικής επανάστασης στην Ελλάδα τερμάτισαν αντίστοιχα τις επεκτατικές φιλοδοξίες προς τη βουλγαρική και ελληνική Μακεδονία. Εφεξής όλες του οι προσπάθειες στρέφονται στην εμπέδωση της ενσωμάτωσης στο γιουγκοσλαβικό κράτος, μιας δύσκολης περιοχής και ενός αμφιρρέποντα πληθυσμού, ευεπίφορου στα κελεύσματα των σειρήνων του βουλγαρικού αναθεωρητισμού ή του ακραίου σλαβομακεδονικού εθνικισμού.
Για το ΚΚΕ, σε όλες τις κρίσιμες φάσεις της πορείας του και των αγώνων του, το Μακεδονικό λειτούργησε καθοριστικά. Οι πολιτικές επιλογές των κατά καιρούς ηγεσιών του, συνήθως καθορίζονταν από εξωγενείς παράγοντες, οι οποίοι, κατά τον έναν ή άλλο τρόπο, επέβαλαν τη δική τους γραμμή. Αυτή υπήρξε, σαφώς, η περίπτωση του Μεσοπολέμου, όταν η υιοθέτηση της «ντιρεκτίβας» της Κομιντέρν για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία», απέβη καταστροφική για το Κόμμα και τους οπαδούς τους. Ανάλογες αρνητικές επιδράσεις είχε η συνεργασία, στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, με σλαβομακεδονικά στελέχη τα οποία ανοιχτά απεργάζονταν την απόσπαση ελληνικών εδαφών, ενώ συμπολεμούσαν στις γραμμές του ΕΛΑΣ και κατόπιν του ΔΣΕ, ενάντια στον κατακτητή ή τις κυβερνητικές δυνάμεις. Αναμφίβολα, στις περιπτώσεις αυτές, όσο και αν έγιναν προσπάθειες να συγκαλυφθούν υπό τον μανδύα ιδεολογικών αρχών, στην πράξη, λειτούργησαν οπορτουνιστικοί υπολογισμοί για την ευόδωση των στρατηγικών επιδιώξεων, που δεν ήταν άλλες από την κατάληψη της εξουσίας. Εκείνο, όμως, στο οποίο δεν μπόρεσε να δοθεί κανένα ελαφρυντικό, ούτε πολιτικά, την εποχή εκείνη, ούτε ιστορικά, μεταγενέστερα, ήταν η απόφαση της 5ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής τον Ιανουάριο του 1949. Χωρίς να προσπορίζει κανένα άξιο λόγου όφελος, κατέστησε το Κόμμα υπόλογο για εσχάτη προδοσία. Οδήγησε, επί σειρά ετών, στο απόσπασμα και σε εξορίες εκατοντάδες στελέχη και οπαδούς. Και, παρά το γεγονός ότι η απόφαση εκείνη ανατράπηκε αργότερα και κατακρίθηκε από το ίδιο το Κόμμα, υπήρξε συντελεστική για τη διατήρηση, επί δύο και πλέον δεκαετίες, αγεφύρωτου χάσματος που εμπόδιζε την εθνική συμφιλίωση.
Για την Ελλάδα, γενικότερα, η δεκαετία αυτή άφησε δυσεπούλωτα τραύματα που σημάδεψαν τη μετέπειτα πορεία της. Δεν ήταν μόνο η δραματική εμφύλια σύρραξη μιας ολόκληρης εξαετίας (1943-1949), στην οποία κρινόταν η μεταπολεμική θέση της χώρας έναντι του ενός ή του άλλου συνασπισμού. Εξίσου σημαντική υπήρξε η συλλογική εμπειρία του ελληνικού λαού, ο οποίος συνειδητοποίησε πόσο κοντά έφθασε να απωλέσει τις μακεδονικές (και θρακικές) επαρχίες του, και μάλιστα όχι από ένα αλλά από πλείονες μνηστήρες. Εκτός από την αγωνία για την τύχη της πατρίδας, οι Βορειοελλαδίτες -Μακεδόνες και Θράκες και μαζί τους οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της άλλης, ακόμα νωπής καταστροφής, της Μικρασιατικής- έζησαν το ατομικό τους δράμα με τις χιλιάδες των προσφιλών νεκρών τους, τις τεράστιες υλικές ζημιές και απώλειες περιουσιών, της εθνοκάθαρσης των γενέθλιων τόπων και, ακόμα, του εξαναγκασμού τους σε εκπατρισμό, εξαιτίας των κοινωνικών συνθηκών που διαμόρφωσαν τα γεγονότα της εποχής εκείνης. Ήταν, συνεπώς, αναπόφευκτο οι επιλογές του επίσημου κράτους, στα αμέσως επόμενα χρόνια, τόσο στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, όσο και στο εσωτερικό έδωσαν προτεραιότητα στην εξασφάλιση διεθνών στηριγμάτων και εσωτερικής ισχύος για την αποτροπή νέων απειλών κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Η εκπνοή της κρίσιμης δεκαετίας συμπίπτει με τον τερματισμό του Μακεδονικού ως προβλήματος έντονης και ενίοτε βίαιης αμφισβήτησης του εδαφικού status quo στη Μακεδονία. Ταυτόχρονα, αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του, μια άλλη μορφή μακεδονικού ζητήματος. Τη φορά αυτή, το επίκεντρο μεταφέρεται στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία Μακεδονίας, όπου το γιουγκοσλαβικό κομμουνιστικό καθεστώς οικοδομεί το εθνικό δόγμα του «μακεδονισμού» που στοχεύει στη μετάλλαξη των Σλάβων κατοίκων σε Makedonci («Μακεδόνες»). Για τη διαμόρφωση, όμως, της ιστορικο-πολιτιστικής βάσης του νέου έθνους αναλήφθηκε μια γιγάντια επιχείρηση φαλκίδευσης της ιστορικής παρουσίας και πολιτιστικής δημιουργίας άλλων λαών στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας -κυρίως Ελλήνων και Βουλγάρων. Ήταν αναπόφευκτο, ότι η ιδιάζουσα αυτή επιχείρηση -η οποία στη συνέχεια, επεκτάθηκε στο εξωτερικό και στη Διασπορά- θα προκαλούσε τις αντιδράσεις τόσο των Βουλγάρων όσο και των Ελλήνων. Η οικειοποίηση στοιχείων της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς αποκάλυπτε ένα νέο τύπο «αναθεωρητισμού» και, ως τέτοιο, εισήγαγε στην πολυτάλαινα περιοχή, μια νέα μακεδονική διένεξη.
Τέσσερις δεκαετίες μετά το τέλος της δεκαετίας του ’40, καθώς η Ο.Σ.Δ. της Γιουγκοσλαβίας κατέρρεε, ένα ακόμα Μακεδονικό έκανε την εμφάνισή του. Τη φορά αυτή εμφανίσθηκε με τη μορφή ενός πλήρους ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας», στον χώρο της πρώην ΣΔΜ. Η έντονη αντίδραση της ελληνικής κοινής γνώμης στην εξέλιξη αυτή, θα πρέπει να αναζητηθεί, αφενός, στα τραυματικά βιώματα των ετών 1941-1949, αλλά και στη φόρτιση που είχε συσσωρευτεί εξαιτίας της επιβουλής σε βάρος της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς του ελληνικού λαού και της ταυτότητάς του, ιδιαίτερα των Μακεδόνων.      


[Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΣΤ΄, Εκδοτική Αθηνών] 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...