Αντίκυρα, Βοιωτίας
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δοκέω-ῶ»
Ενεστώτας
Οριστική
δοκῶ, δοκεῖς, δοκεῖ, δοκοῦμεν, δοκεῖτε, δοκοῦσι(ν)
Υποτακτική
δοκῶ, δοκῇς, δοκῇ, δοκῶμεν, δοκῆτε, δοκῶσι(ν)
Ευκτική
δοκοῖμι, δοκοῖς, δοκοῖ, ή δοκοίην, δοκοίης, δοκοίη, δοκοῖμεν, δοκοῖτε, δοκοῖεν
Προστακτική
---, δόκει, δοκείτω, ---, δοκεῖτε, δοκούντων (ή δοκείτωσαν)
Απαρέμφατο
δοκεῖν
Μετοχή
δοκῶν, δοκοῦσα, δοκοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδόκουν, ἐδόκεις, ἐδόκει, ἐδοκοῦμεν, ἐδοκεῖτε, ἐδόκουν
Μέλλοντας
Οριστική
δόξω, δόξεις, δόξει, δόξομεν, δόξετε, δόξουσι(ν)
Ευκτική
δόξοιμι, δόξοις, δόξοι, δόξοιμεν, δόξοιτε, δόξοιεν
Απαρέμφατο
δόξειν
Μετοχή
δόξων, δόξουσα, δόξον
Αόριστος
Οριστική
ἔδοξα, ἔδοξας, ἔδοξε(ν), ἐδόξαμεν, ἐδόξατε, ἔδοξαν
Υποτακτική
δόξω, δόξῃς, δόξῃ, δόξωμεν, δόξητε, δόξωσι(ν)
Ευκτική
δόξαιμι, δόξαις / δόξειας, δόξαι / δόξειε(ν), δόξαιμεν, δόξαιτε, δόξαιεν / δόξειαν
Προστακτική
---, δόξον, δοξάτω, ---, δόξατε, δοξάντων (ή δοξάτωσαν)
Απαρέμφατο
δόξαι
Μετοχή
δόξας, δόξασα, δόξαν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδόκηκα, δεδόκηκας, δεδόκηκε, δεδοκήκαμεν, δεδοκήκατε, δεδοκήκασι(ν)
Υποτακτική
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός ὦ
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός ᾖς
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός ᾖ
δεδοκηκότες- δεδοκηκυῖαι- δεδοκηκότα ὦμεν
δεδοκηκότες- δεδοκηκυῖαι- δεδοκηκότα ἦτε
δεδοκηκότες- δεδοκηκυῖαι- δεδοκηκότα ὦσι
Ευκτική
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός εἴην
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός εἴης
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός εἴη
δεδοκηκότες- δεδοκηκυῖαι- δεδοκηκότα εἴημεν (εἶμεν)
δεδοκηκότες- δεδοκηκυῖαι- δεδοκηκότα εἴητε (εἶτε)
δεδοκηκότες- δεδοκηκυῖαι- δεδοκηκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός ἴσθι
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός ἔστω
---
δεδοκηκότες- δεδοκηκυῖαι- δεδοκηκότα ἔστε
δεδοκηκότες- δεδοκηκυῖαι- δεδοκηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
δεδοκηκέναι
Μετοχή
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδοκήκειν, ἐδεδοκήκεις, ἐδεδοκήκει, ἐδεδοκήκεμεν, ἐδεδοκήκετε, ἐδεδοκήκεσαν
Ως απρόσωπο το ρήμα έχεις τους ακόλουθους
χρόνους:
Ενεστώτας: δοκεῖ
Παρατατικός: ἐδόκει
Μέλλοντας: δόξει
Αόριστος: ἔδοξε
Παθ. Παρακείμενος: δέδοκται &
δεδογμένον ἐστί
Παθ. Υπερσυντέλικος: ἐδέδοκτο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δοκέω-ῶ»
Ενεστώτας
Οριστική
δοκῶ, δοκεῖς, δοκεῖ, δοκοῦμεν, δοκεῖτε, δοκοῦσι(ν)
δοκῶ, δοκῇς, δοκῇ, δοκῶμεν, δοκῆτε, δοκῶσι(ν)
δοκοῖμι, δοκοῖς, δοκοῖ, ή δοκοίην, δοκοίης, δοκοίη, δοκοῖμεν, δοκοῖτε, δοκοῖεν
---, δόκει, δοκείτω, ---, δοκεῖτε, δοκούντων (ή δοκείτωσαν)
δοκεῖν
δοκῶν, δοκοῦσα, δοκοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδόκουν, ἐδόκεις, ἐδόκει, ἐδοκοῦμεν, ἐδοκεῖτε, ἐδόκουν
Οριστική
δόξω, δόξεις, δόξει, δόξομεν, δόξετε, δόξουσι(ν)
δόξοιμι, δόξοις, δόξοι, δόξοιμεν, δόξοιτε, δόξοιεν
Απαρέμφατο
δόξειν
Μετοχή
δόξων, δόξουσα, δόξον
Οριστική
ἔδοξα, ἔδοξας, ἔδοξε(ν), ἐδόξαμεν, ἐδόξατε, ἔδοξαν
δόξω, δόξῃς, δόξῃ, δόξωμεν, δόξητε, δόξωσι(ν)
δόξαιμι, δόξαις / δόξειας, δόξαι / δόξειε(ν), δόξαιμεν, δόξαιτε, δόξαιεν / δόξειαν
Προστακτική
---, δόξον, δοξάτω, ---, δόξατε, δοξάντων (ή δοξάτωσαν)
Απαρέμφατο
δόξαι
Μετοχή
δόξας, δόξασα, δόξαν
Οριστική
δεδόκηκα, δεδόκηκας, δεδόκηκε, δεδοκήκαμεν, δεδοκήκατε, δεδοκήκασι(ν)
Υποτακτική
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός ὦ
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός ᾖς
δεδοκηκότες- δεδοκηκυῖαι- δεδοκηκότα ὦμεν
Ευκτική
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός εἴην
Προστακτική
---
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός ἴσθι
δεδοκηκότες- δεδοκηκυῖαι- δεδοκηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδοκηκέναι
Μετοχή
δεδοκηκώς- δεδοκηκυῖα- δεδοκηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδοκήκειν, ἐδεδοκήκεις, ἐδεδοκήκει, ἐδεδοκήκεμεν, ἐδεδοκήκετε, ἐδεδοκήκεσαν
Παρατατικός: ἐδόκει
Αόριστος: ἔδοξε
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου