Νεοελληνική
Γλώσσα & Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου: Πολυπολιτισμικές κοινωνίες
Κείμενο 1: Πολυπολιτισμικότητα:
ψυχοκοινωνικές διεργασίες και πολιτικές ταυτοτήτων
Οι σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες δεν αποτελούν νέο φαινόμενο.
Πλήθος κοινωνιών στο παρελθόν υπήρξαν πολυπολιτισμικές. Αυτό που συνιστά μια
νέα πραγματικότητα είναι το ιστορικό πλαίσιο, το πολιτισμικό υπόβαθρο και τα
σχήματα αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις συστατικές πολιτισμικές ομάδες. Το
κράτος-έθνος και οι δομές της νεωτερικότητας έχουν επιφέρει μια ουσιαστική
αλλαγή, που καθιστά τη διαχείριση των διαφορετικών εθνοπολιτισμικών ομάδων πολύ
δυσκολότερη.
Εάν δεχθούμε ότι οι πολιτισμικές διαφορές δεν συνιστούν αυτές καθεαυτές πρόβλημα, τότε αυτό που καθιστά τις διαφορές προβληματικές είναι το πώς αρθρώνονται στη βάση των σχέσεων εξουσίας μεταξύ πλειονότητας και μειονότητας. Τα παραδείγματα πραγματικά επιτυχημένων εθνοτικά πολύμορφων σύγχρονων κοινωνιών είναι ελάχιστα. Η επιτυχία αναφέρεται σε συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί ουσιαστικά η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα ισορροπούν μέσα στην πολιτισμική πολυμορφία, οι θρησκευτικές διαφορές συμβαδίζουν με την οικονομική ανάπτυξη, ο κρατικός μηχανισμός δεν μονοπωλείται από καμία πολιτισμική ομάδα, οι διαπολιτισμικοί γάμοι είναι δεκτοί και η σχέση ανάμεσα στην κοινωνική τάξη και την εθνότητα είναι επαρκώς πολύπλοκη ώστε να μην υπάγεται αυτονόητα η μία στην άλλη.
Η διαχείριση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας είναι νόμισμα με δύο όψεις. Η πρώτη αφορά τις επιδιώξεις του επίσημου κράτους και η δεύτερη τις προσδοκίες και τους στόχους των ίδιων των μειονοτικών ομάδων. Ένα συνηθισμένο λάθος είναι να υποθέτουμε ότι όλες οι μειονοτικές ομάδες έχουν κοινούς στόχους. Είναι άλλοι οι όροι όταν οι μειονοτικές ομάδες επιδιώκουν την αποδοχή της κυρίαρχης ομάδας και τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική ένταξη, και άλλοι όταν το αίτημα της μειονοτικής ομάδας είναι η διατήρηση της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας διαμέσου των γενεών. Υπάρχει μεγάλη διαφορά αν τα αιτήματα είναι κοινωνικο-οικονομικά από το αν επικεντρώνονται στην αναγνώριση και διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών.
Ακόμη και όταν οι μειονοτικές ομάδες επιδιώκουν τη μεγαλύτερη κοινωνική ένταξη στη χώρα όπου ζουν ή της οποίας έχουν την ιθαγένεια αντιμετωπίζουν δύο βασικά εμπόδια. Το ένα οφείλεται στην απροθυμία της κυρίαρχης ομάδας να αλλάξει τα δεδομένα, ώστε να επιτρέψει στοιχεία της πολιτισμικής διαφοράς. Το δεύτερο και ουσιαστικότερο εμπόδιο είναι η ρητή ή άρρητη αίσθηση πολιτισμικής υπεροχής της κυρίαρχης ομάδας που οδηγεί σε διακρίσεις και ρατσιστικές πρακτικές, ορθώνοντας τείχη τα οποία, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς αποκλείουν τις μειονοτικές ομάδες. Έτσι κατασκευάζεται ένας φαύλος κύκλος: όσο οι μειονότητες αισθάνονται απειλημένες και αποκλεισμένες τόσο γίνονται αμυντικές, εσωστρεφείς και τόσο περιχαρακώνονται. Παράλληλα, όσο η κυρίαρχη ομάδα αισθάνεται ότι ένα «ξένο σώμα» απειλεί την ασφάλεια που της υπόσχεται η ομοιογένεια, τόσο γίνεται πιο δυσανεκτική και φοβική και τόσο κλείνει την πόρτα στη μειονότητα, επιστρατεύοντας αφομοιωτικές στρατηγικές που προσφέρουν την ψευδαίσθηση της χαμένης ασφάλειας.
Θάλεια Δραγώνα, Επιστήμη και Κοινωνία:
Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, Τεύχος 30 [Διασκευασμένο κείμενο]
Κείμενο 2: Από τον ρατσισμό στον κουλτουρισμό
Οι άνθρωποι συνεχίζουν να διεξάγουν έναν ηρωικό αγώνα κατά του ρατσισμού
χωρίς να προσέχουν ότι το πεδίο μάχης έχει μεταφερθεί. Ο παραδοσιακός ρατσισμός
φθίνει, αλλά ο κόσμος είναι σήμερα γεμάτος από «κουλτουριστές».
Ο παραδοσιακός ρατσισμός πατούσε σε θεωρίες της βιολογίας. Στη δεκαετία του 1890 ή του 1930, σε χώρες όπως η Βρετανία, η Αυστραλία και οι ΗΠΑ, επικρατούσε η πεποίθηση ότι κάποια κληρονομικά βιολογικά χαρακτηριστικά κάνουν τους Αφρικανούς και τους Κινέζους εγγενώς λιγότερο ευφυείς, λιγότερο τολμηρούς και λιγότερο ηθικούς από τους Ευρωπαίους. Το πρόβλημα ήταν στο αίμα τους. Σήμερα, αντίθετα, ενώ πολλά άτομα εξακολουθούν να έχουν τέτοιες ρατσιστικές πεποιθήσεις, αυτές έχουν χάσει όλη τους την επιστημονική υποστήριξη και το περισσότερο πολιτικό τους κύρος – εκτός αν αναδιατυπωθούν με όρους κουλτούρας. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ ορισμένα κόμματα και ηγέτες υποστηρίζουν ανοιχτά τις πολιτικές διακρίσεων και κάνουν συχνά μειωτικά σχόλια για τους Αφροαμερικανούς, τους Λατινοαμερικανούς και τους μουσουλμάνους, αλλά δεν λένε σχεδόν ποτέ ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το DNA τους. Το πρόβλημα υποτίθεται ότι είναι στην κουλτούρα τους.
Η μετάβαση από τη βιολογία στην κουλτούρα δεν είναι απλώς μια άνευ σημασίας αλλαγή στην ορολογία. Είναι μια ουσιαστική στροφή με εκτεταμένες συνέπειες, κάποιες καλές κι άλλες κακές. Για αρχή, η κουλτούρα είναι πιο εύπλαστη από τη βιολογία. Αυτό σημαίνει, από τη μία, ότι οι σύγχρονοι κουλτουριστές μπορεί να είναι πιο ανεκτικοί από τους παραδοσιακούς ρατσιστές – αν οι «άλλοι» υιοθετήσουν την κουλτούρα μας, θα τους αναγνωρίσουμε σαν ίσους. Από την άλλη, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην άσκηση πολύ μεγαλύτερων πιέσεων στους «άλλους» να αφομοιωθούν και να κάνει πολύ αυστηρότερη την κριτική όταν δεν τα καταφέρουν.
Δεν μπορείς να κατηγορήσεις έναν σκουρόχρωμο άνθρωπο επειδή δεν κάνει το δέρμα του πιο λευκό, αλλά μπορείς να κατηγορήσεις τους Αφρικανούς ή τους μουσουλμάνους επειδή δεν κατάφεραν να υιοθετήσουν τις νόρμες και τις αξίες της δυτικής κουλτούρας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι κατηγορίες αυτές θα είναι απαραίτητα δικαιολογημένες. Σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι να υιοθετήσει κανείς την κυρίαρχη κουλτούρα και σε πολλές άλλες είναι εντελώς αδύνατο. Οι Αφροαμερικανοί κάποιας πάμπτωχης παραγκούπολης που προσπαθούν ειλικρινά να ενταχθούν στην ηγεμονική κουλτούρα της Αμερικής θα έβρισκαν αρχικά το δρόμο κλειστό εξαιτίας των θεσμικών διακρίσεων – και μετά θα τους κατηγορούσαν ότι δεν προσπάθησαν αρκετά, επομένως δεν τους φταίει κανείς άλλος για τα προβλήματά τους.
Yuval Noah Harari, 21 μαθήματα για τον
21ο αιώνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Κείμενο 3: Παράδοξα
Συζητάμε για κοινή λογική.
Μα η επιστήμη λέει ότι κανένας εγκέφαλος δεν είναι ίδιος με τον άλλον,
το πολύ-πολύ να έχουμε παρόμοιες προκαταλήψεις…
Συζητάμε για τον άνθρωπο ως λογικό ον.
Μα η επιστήμη ανακάλυψε ότι ο φόβος είναι πιο ισχυρός και δουλεύει πριν προλάβει η σκέψη να πάρει μπρος…
Συζητάμε για την αλληλεγγύη.
Μα η επιστήμη δηλώνει ότι προτεραιότητα στο μυαλό μας είναι η δική μας επιβίωση…
Νικολέττα Αλεξάνδρου
ΘΕΜΑ Α
Να αποδώσετε συνοπτικά (60-70 λέξεις) το περιεχόμενο των δύο πρώτων παραγράφων του Κειμένου 1.
Μονάδες 15
Η γράφουσα αναφέρεται στις παραμέτρους
που δυσχεραίνουν τη διαμόρφωση επιτυχημένων πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Αν και
η πολυπολιτισμική συνύπαρξη προϋπήρχε, ο θεσμός των εθνικών κρατών και οι νέες
μορφές αλληλεπίδρασης μεταξύ των επιμέρους πολιτισμικών ομάδων δυσκολεύουν τη
διαχείρισή τους. Δυσχερής, ειδικότερα, είναι η εξισορρόπηση των σχέσεων εξουσίας
ανάμεσα στην πλειοψηφία και τη μειονότητα. Προϋποθέσεις, πάντως, επιτυχούς συνύπαρξης
θεωρούνται η ορθώς λειτουργούσα δημοκρατία, ο σεβασμός των ανθρώπινων
δικαιωμάτων, η ισότιμη πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό και η μη εθνολογικά εξαρτώμενη κοινωνική ανέλιξη.
Εάν δεχθούμε ότι οι πολιτισμικές διαφορές δεν συνιστούν αυτές καθεαυτές πρόβλημα, τότε αυτό που καθιστά τις διαφορές προβληματικές είναι το πώς αρθρώνονται στη βάση των σχέσεων εξουσίας μεταξύ πλειονότητας και μειονότητας. Τα παραδείγματα πραγματικά επιτυχημένων εθνοτικά πολύμορφων σύγχρονων κοινωνιών είναι ελάχιστα. Η επιτυχία αναφέρεται σε συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργεί ουσιαστικά η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα ισορροπούν μέσα στην πολιτισμική πολυμορφία, οι θρησκευτικές διαφορές συμβαδίζουν με την οικονομική ανάπτυξη, ο κρατικός μηχανισμός δεν μονοπωλείται από καμία πολιτισμική ομάδα, οι διαπολιτισμικοί γάμοι είναι δεκτοί και η σχέση ανάμεσα στην κοινωνική τάξη και την εθνότητα είναι επαρκώς πολύπλοκη ώστε να μην υπάγεται αυτονόητα η μία στην άλλη.
Η διαχείριση της πολιτισμικής ποικιλομορφίας είναι νόμισμα με δύο όψεις. Η πρώτη αφορά τις επιδιώξεις του επίσημου κράτους και η δεύτερη τις προσδοκίες και τους στόχους των ίδιων των μειονοτικών ομάδων. Ένα συνηθισμένο λάθος είναι να υποθέτουμε ότι όλες οι μειονοτικές ομάδες έχουν κοινούς στόχους. Είναι άλλοι οι όροι όταν οι μειονοτικές ομάδες επιδιώκουν την αποδοχή της κυρίαρχης ομάδας και τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική ένταξη, και άλλοι όταν το αίτημα της μειονοτικής ομάδας είναι η διατήρηση της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας διαμέσου των γενεών. Υπάρχει μεγάλη διαφορά αν τα αιτήματα είναι κοινωνικο-οικονομικά από το αν επικεντρώνονται στην αναγνώριση και διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών.
Ακόμη και όταν οι μειονοτικές ομάδες επιδιώκουν τη μεγαλύτερη κοινωνική ένταξη στη χώρα όπου ζουν ή της οποίας έχουν την ιθαγένεια αντιμετωπίζουν δύο βασικά εμπόδια. Το ένα οφείλεται στην απροθυμία της κυρίαρχης ομάδας να αλλάξει τα δεδομένα, ώστε να επιτρέψει στοιχεία της πολιτισμικής διαφοράς. Το δεύτερο και ουσιαστικότερο εμπόδιο είναι η ρητή ή άρρητη αίσθηση πολιτισμικής υπεροχής της κυρίαρχης ομάδας που οδηγεί σε διακρίσεις και ρατσιστικές πρακτικές, ορθώνοντας τείχη τα οποία, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς αποκλείουν τις μειονοτικές ομάδες. Έτσι κατασκευάζεται ένας φαύλος κύκλος: όσο οι μειονότητες αισθάνονται απειλημένες και αποκλεισμένες τόσο γίνονται αμυντικές, εσωστρεφείς και τόσο περιχαρακώνονται. Παράλληλα, όσο η κυρίαρχη ομάδα αισθάνεται ότι ένα «ξένο σώμα» απειλεί την ασφάλεια που της υπόσχεται η ομοιογένεια, τόσο γίνεται πιο δυσανεκτική και φοβική και τόσο κλείνει την πόρτα στη μειονότητα, επιστρατεύοντας αφομοιωτικές στρατηγικές που προσφέρουν την ψευδαίσθηση της χαμένης ασφάλειας.
Ο παραδοσιακός ρατσισμός πατούσε σε θεωρίες της βιολογίας. Στη δεκαετία του 1890 ή του 1930, σε χώρες όπως η Βρετανία, η Αυστραλία και οι ΗΠΑ, επικρατούσε η πεποίθηση ότι κάποια κληρονομικά βιολογικά χαρακτηριστικά κάνουν τους Αφρικανούς και τους Κινέζους εγγενώς λιγότερο ευφυείς, λιγότερο τολμηρούς και λιγότερο ηθικούς από τους Ευρωπαίους. Το πρόβλημα ήταν στο αίμα τους. Σήμερα, αντίθετα, ενώ πολλά άτομα εξακολουθούν να έχουν τέτοιες ρατσιστικές πεποιθήσεις, αυτές έχουν χάσει όλη τους την επιστημονική υποστήριξη και το περισσότερο πολιτικό τους κύρος – εκτός αν αναδιατυπωθούν με όρους κουλτούρας. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ ορισμένα κόμματα και ηγέτες υποστηρίζουν ανοιχτά τις πολιτικές διακρίσεων και κάνουν συχνά μειωτικά σχόλια για τους Αφροαμερικανούς, τους Λατινοαμερικανούς και τους μουσουλμάνους, αλλά δεν λένε σχεδόν ποτέ ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το DNA τους. Το πρόβλημα υποτίθεται ότι είναι στην κουλτούρα τους.
Η μετάβαση από τη βιολογία στην κουλτούρα δεν είναι απλώς μια άνευ σημασίας αλλαγή στην ορολογία. Είναι μια ουσιαστική στροφή με εκτεταμένες συνέπειες, κάποιες καλές κι άλλες κακές. Για αρχή, η κουλτούρα είναι πιο εύπλαστη από τη βιολογία. Αυτό σημαίνει, από τη μία, ότι οι σύγχρονοι κουλτουριστές μπορεί να είναι πιο ανεκτικοί από τους παραδοσιακούς ρατσιστές – αν οι «άλλοι» υιοθετήσουν την κουλτούρα μας, θα τους αναγνωρίσουμε σαν ίσους. Από την άλλη, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην άσκηση πολύ μεγαλύτερων πιέσεων στους «άλλους» να αφομοιωθούν και να κάνει πολύ αυστηρότερη την κριτική όταν δεν τα καταφέρουν.
Δεν μπορείς να κατηγορήσεις έναν σκουρόχρωμο άνθρωπο επειδή δεν κάνει το δέρμα του πιο λευκό, αλλά μπορείς να κατηγορήσεις τους Αφρικανούς ή τους μουσουλμάνους επειδή δεν κατάφεραν να υιοθετήσουν τις νόρμες και τις αξίες της δυτικής κουλτούρας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι κατηγορίες αυτές θα είναι απαραίτητα δικαιολογημένες. Σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι να υιοθετήσει κανείς την κυρίαρχη κουλτούρα και σε πολλές άλλες είναι εντελώς αδύνατο. Οι Αφροαμερικανοί κάποιας πάμπτωχης παραγκούπολης που προσπαθούν ειλικρινά να ενταχθούν στην ηγεμονική κουλτούρα της Αμερικής θα έβρισκαν αρχικά το δρόμο κλειστό εξαιτίας των θεσμικών διακρίσεων – και μετά θα τους κατηγορούσαν ότι δεν προσπάθησαν αρκετά, επομένως δεν τους φταίει κανείς άλλος για τα προβλήματά τους.
Μα η επιστήμη λέει ότι κανένας εγκέφαλος δεν είναι ίδιος με τον άλλον,
το πολύ-πολύ να έχουμε παρόμοιες προκαταλήψεις…
Μα η επιστήμη ανακάλυψε ότι ο φόβος είναι πιο ισχυρός και δουλεύει πριν προλάβει η σκέψη να πάρει μπρος…
Μα η επιστήμη δηλώνει ότι προτεραιότητα στο μυαλό μας είναι η δική μας επιβίωση…
Να αποδώσετε συνοπτικά (60-70 λέξεις) το περιεχόμενο των δύο πρώτων παραγράφων του Κειμένου 1.
Β1. Τι, κατά τη γνώμη σας, εννοεί η συγγραφέας του Κειμένου 1 με την ακόλουθη διαπίστωση: «όσο η κυρίαρχη ομάδα αισθάνεται ότι ένα «ξένο σώμα» απειλεί την ασφάλεια που της υπόσχεται η ομοιογένεια, τόσο γίνεται πιο δυσανεκτική και φοβική»; Να αναπτύξετε τη θέση σας σε 80-90 λέξεις.
Με την αλλαγή της διατύπωσης αποκρύπτεται το υποκείμενο της ενέργειας και το πρόβλημα μοιάζει να αποδίδεται σε μια γενικότερη κατάσταση, χωρίς να δηλώνεται ο άμεσα υπεύθυνος για τη διαμόρφωσή της. Υπ’ αυτή την έννοια το νόημα αποκτά έναν πιο ουδέτερο χαρακτήρα, εφόσον μοιάζει να αποτελεί τη διαπίστωση για την ύπαρξη μιας παγιωμένης κατάστασης, χωρίς τη διάθεση απόδοσης ευθυνών. Με το να προβάλλεται, δηλαδή, το αποτέλεσμα της ενέργειας αποκομμένο από εκείνους που το προκαλούν (υποκείμενο/ποιητικό αίτιο), η όλη διατύπωση παραπέμπει σε μια πιο απρόσωπη παρουσίαση του υπό εξέταση προβλήματος.
Πώς αιτιολογεί η ποιήτρια την απαισιόδοξη άποψή της σχετικά με τους ανθρώπους; Να τεκμηριώσετε την ερμηνευτική σας προσέγγιση αξιοποιώντας τουλάχιστον τρεις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Προσωπικά θεωρώ πως οι ανησυχίες της ποιήτριας δεν είναι απολύτως δικαιολογημένες, διότι, αν και συχνά οι άνθρωποι δρουν εγωκεντρικά, δεν παύουν να οδηγούνται εξίσου συχνά σε πράξεις αλτρουισμού και αυτοθυσίας. Οι άνθρωποι, κατά τη γνώμη μου, έχουν τη δυνατότητα να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις, τον φόβο κι ό,τι άλλο τους παρεμποδίζει, και να δράσουν με αμιγώς ανθρωπιστικό τρόπο.
Αφού λάβετε υπόψη σας τα Κείμενα 1 & 2 να αναφερθείτε στο πλαίσιο ενός άρθρου στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες στην προσπάθειά τους να λειτουργήσουν δημοκρατικά και ανθρωπιστικά επιτυχώς. Να καταγράψετε επίσης τις προτάσεις σας για την πιθανή επίλυση των δυσκολιών αυτών.
Μια πρώτη παράμετρος που δυσχεραίνει σημαντικά την προσπάθεια των πολυπολιτισμικών κοινωνιών να επιτύχουν τη διασφάλιση της δημοκρατικής τους λειτουργίας είναι η απροθυμία της εθνότητας που συνιστά την πλειονότητα να αποδεχτεί τις μειονότητες, να τους παραχωρήσει πλήρη δικαιώματα και να σεβαστεί την ισοτιμία τους. Ακόμη κι όταν -θεωρητικώς- τους αποδίδονται πλήρη δικαιώματα, η κυρίαρχη ομάδα δρα κατά τρόπο υπονομευτικό έναντι των μειονοτήτων στερώντας τους τις κατάλληλες ευκαιρίες και τη δυνατότητα να ανελιχθούν κοινωνικά και να επιτύχουν οικονομικά. Από την οπτική της κυρίαρχης ομάδας μοιάζει αδιανόητο να απολαμβάνουν άτομα μειονοτήτων μεγαλύτερη επιτυχία από μέλη της δικής τους εθνότητας, γι’ αυτό και τείνουν να υποσκάπτουν -συνειδητά ή όχι- κάθε τέτοια προοπτική.
Η εθνικά κυρίαρχη ομάδα, παραλλήλως, τείνει να θεωρεί δεδομένη την αποδοχή της δικής της κουλτούρας, σε όλο της το εύρος, από τις μειονότητες. Αυτό σημαίνει πως οι μειονότητες πιέζονται προκειμένου να γίνουν -έστω και μερικώς- αποδεκτές, να χρησιμοποιούν τη γλώσσα της κυρίαρχης εθνότητας, να τηρούν τους δικούς της άγραφους ηθικούς κώδικες και να δείχνουν απόλυτο σεβασμό σε καθετί που σχετίζεται με τον πολιτισμό της. Πρόκειται, ωστόσο, για μια τακτική που οδηγεί τα νεότερα μέλη των μειονοτήτων σε μια διαδικασία πολιτισμικής αφομοίωσης, η οποία συχνά σημαίνει την απόρριψη της δικής τους γλώσσας, εθνικής κουλτούρας και ταυτότητας.
Οι μειονότητες, επομένως, αφενός εξωθούνται σε κρίσιμες παραχωρήσεις ως προς την ταυτότητά τους και αφετέρου αντιμετωπίζονται από την κυρίαρχη ομάδα ως υποδεέστερες, αν όχι εχθρικές. Στοιχεία που συνθέτουν κλίμα καταπίεσης εις βάρος τους, στερώντας τους τη δυνατότητα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους, όπως και την ελεύθερη επιδίωξη της προσωπικής τους επιτυχίας. Στερούνται, δηλαδή, βασικά δικαιώματα που παρέχονται σε κάθε πολίτη μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
Το ερώτημα που εύλογα αναδύεται είναι το πώς θα μπορούσε να αλλάξει το αρνητικό αυτό κλίμα, ώστε να καταστεί αρμονικότερη η συνύπαρξη των ποικίλων εθνοτήτων, χωρίς διακρίσεις και ανισότητες μεταξύ τους. Πρόκειται, φυσικά, για μια απαιτητική επιδίωξη, η οποία μπορεί να βρει την πλήρωσή της μόνο μέσω της παιδείας και της συντονισμένης προσπάθειας όλων των φορέων αγωγής προκειμένου ο άνευ όρων σεβασμός όλων να αποτελέσει κοινή αντίληψη και επιθυμία του συνόλου των πολιτών. Δύσκολα, άλλωστε, μπορεί να αλλάξει η κατάσταση αυτή, αν δεν υπάρξει ουσιαστική καλλιέργεια των αρετών της αποδοχής και του σεβασμού. Μόνο όταν οι πολίτες κατανοήσουν την αξία της διαφορετικότητας και αναγνωρίσουν πλήρως το ανέκκλητο της πολυεθνικής διάρθρωσης των κοινωνιών, θα υπάρξει πραγματική αλλαγή.
Η άρτια λειτουργία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας εξαρτάται κυρίως και πρωτίστως από τους ίδιους τους πολίτες, εφόσον είναι εκείνοι μπορούν να διαμορφώσουν τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε όλες οι ομάδες να συνυπάρχουν με πλήρη αρμονία. Αν, επομένως, οι πολίτες θέλουν να θέσουν τα θεμέλια για μια ισότιμη κοινωνία αποδοχής και σεβασμού, οφείλουν να ξεκινήσουν την προσπάθεια από τον ίδιο τους τον εαυτό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου