Roland Shainidze
Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νικάω / νικῶ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νικῶ, νικᾷς, νικᾷ, νικῶμεν, νικᾶτε, νικῶσι(ν)
Υποτακτική
νικῶ, νικᾷς, νικᾷ, νικῶμεν, νικᾶτε, νικῶσι(ν)
Ευκτική
νικῷμι, νικῷς, νικῷ ή νικῴην, νικῴης, νικῴη, νικῷμεν, νικῷτε, νικῷεν
Προστακτική
---, νίκα, νικάτω, ---, νικᾶτε, νικώντων ή νικάτωσαν
Απαρέμφατο
νικᾶν
Μετοχή
νικῶν, νικῶσα, νικῶν
Παρατατικός
ἐνίκων, ἐνίκας, ἐνίκα, ἐνικῶμεν, ἐνικᾶτε, ἐνίκων
Μέλλοντας
Οριστική
νικήσω, νικήσεις, νικήσει, νικήσομεν, νικήσετε, νικήσουσι(ν)
Ευκτική
νικήσοιμι, νικήσοις, νικήσοι, νικήσοιμεν, νικήσοιτε, νικήσοιεν
Απαρέμφατο
νικήσειν
Μετοχή
νικήσων, νικήσουσα, νικῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐνίκησα, ἐνίκησας, ἐνίκησε(ν), ἐνικήσαμεν, ἐνικήσατε, ἐνίκησαν
Υποτακτική
νικήσω, νικήσῃς, νικήσῃ, νικήσωμεν, νικήσητε, νικήσωσι(ν)
Ευκτική
νικήσαιμι, νικήσαις ή νικήσειας, νικήσαι ή νικήσειε(ν), νικήσαιμεν, νικήσαιτε, νικήσαιεν ή νικήσειαν
Προστακτική
---, νίκησον, νικησάτω, ---, νικήσατε, νικησάντων (ή νικησάτωσαν)
Απαρέμφατο
νικῆσαι
Μετοχή
νικήσας, νικήσασα, νικῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
νενίκηκα, νενίκηκας, νενίκηκε, νενικήκαμεν, νενικήκατε, νενικήκασι(ν)
Υποτακτική
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ὦ
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ᾖς
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ᾖ
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα ὦμεν
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα ἦτε
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα ὦσι(ν)
Ευκτική
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός εἴην
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός εἴης
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός εἴη
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα εἴημεν/ εἶμεν
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα εἴητε/ εἶτε
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα εἴησαν/ εἶεν
Προστακτική
---
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ἴσθι
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ἔστω
---
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα ἔστε
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
νενικηκέναι
Μετοχή
νενικηκώς, νενικηκυῖα, νενικηκός
Υπερσυντέλικος
ἐνενικήκειν, ἐνενικήκεις, ἐνενικήκει, ἐνενικήκεμεν, ἐνενικήκετε, ἐνενικήκεσαν
Μέση φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νικῶμαι, νικᾷ, νικᾶται, νικώμεθα, νικᾶσθε, νικῶνται
Υποτακτική
νικῶμαι, νικᾷ, νικᾶται, νικώμεθα, νικᾶσθε, νικῶνται
Ευκτική
νικῴμην, νικῷο, νικῷτο, νικῴμεθα, νικῷσθε, νικῷντο
Προστακτική
--- νικῶ, νικάσθω, --- νικᾶσθε, νικάσθων ή νικάσθωσαν
Απαρέμφατο
νικᾶσθαι
Μετοχή
νικώμενος, νικωμένη, νικώμενον
Παρατατικός
ἐνικώμην, ἐνικῶ, ἐνικᾶτο, ἐνικώμεθα, ἐνικᾶσθε, ἐνικῶντο
Μέλλοντας
Οριστική
νικήσομαι, νικήσῃ/νικήσει, νικήσεται, νικησόμεθα, νικήσεσθε, νικήσονται
Ευκτική
νικησοίμην, νικήσοιο, νικήσοιτο, νικησοίμεθα, νικήσοισθε, νικήσοιντο
Απαρέμφατο
νικήσεσθαι
Μετοχή
νικησόμενος
νικησομένη
νικησόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
νικηθήσομαι, νικηθήσῃ - νικηθήσει, νικηθήσεται, νικηθησόμεθα, νικηθήσεσθε, νικηθήσονται
Ευκτική
νικηθησοίμην, νικηθήσοιο, νικηθήσοιτο, νικηθησοίμεθα, νικηθήσοισθε, νικηθήσοιντο
Απαρέμφατο
νικηθήσεσθαι
Μετοχή
νικηθησόμενος, νικηθησομένη, νικηθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐνικήθην, ἐνικήθης, ἐνικήθη, ἐνικήθημεν, ἐνικήθητε, ἐνικήθησαν
Υποτακτική
νικηθῶ, νικηθῇς, νικηθῇ, νικηθῶμεν, νικηθῆτε, νικηθῶσι(ν)
Ευκτική
νικηθείην, νικηθείης, νικηθείη, νικηθείημεν ή νικηθεῖμεν, νικηθείητε ή νικηθεῖτε, νικηθείησαν ή νικηθεῖεν
Προστακτική
---, νικήθητι, νικηθήτω, ---, νικήθητε, νικηθέντων ή νικηθήτωσαν
Απαρέμφατο
νικηθῆναι
Μετοχή
νικηθείς
νικηθεῖσα
νικηθέν
Παρακείμενος
Οριστική
νενίκημαι, νενίκησαι, νενίκηται, νενικήμεθα, νενίκησθε, νενίκηνται
Υποτακτική
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον ὦ
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον ᾖς
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον ᾖ
νενικημένοι-νενικημέναι-νενικημένα ὦμεν
νενικημένοι-νενικημέναι-νενικημένα ἦτε
νενικημένοι-νενικημέναι-νενικημένα ὦσι(ν)
Ευκτική
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον εἴην
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον εἴης
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον εἴη
νενικημένοι-νενικημέναι-νενικημένα εἴημεν/ εἶμεν
νενικημένοι-νενικημέναι-νενικημένα εἴητε/ εἶτε
νενικημένοι-νενικημέναι-νενικημένα εἴησαν/ εἶεν
Προστακτική
---, νενίκησο, νενικήσθω, ---, νενίκησθε, νενικήσθων ή νενικήσθωσαν
Απαρέμφατο
νενικῆσθαι
Μετοχή
νενικημένος, νενικημένη, νενικημένον
Υπερσυντέλικος
ἐνενικήμην, ἐνενίκησο, ἐνενίκητο, ἐνενικήμεθα, ἐνενίκησθε, ἐνενίκηντο
Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νικάω / νικῶ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νικῶ, νικᾷς, νικᾷ, νικῶμεν, νικᾶτε, νικῶσι(ν)
νικῶ, νικᾷς, νικᾷ, νικῶμεν, νικᾶτε, νικῶσι(ν)
νικῷμι, νικῷς, νικῷ ή νικῴην, νικῴης, νικῴη, νικῷμεν, νικῷτε, νικῷεν
---, νίκα, νικάτω, ---, νικᾶτε, νικώντων ή νικάτωσαν
νικᾶν
νικῶν, νικῶσα, νικῶν
Παρατατικός
ἐνίκων, ἐνίκας, ἐνίκα, ἐνικῶμεν, ἐνικᾶτε, ἐνίκων
Μέλλοντας
Οριστική
νικήσω, νικήσεις, νικήσει, νικήσομεν, νικήσετε, νικήσουσι(ν)
νικήσοιμι, νικήσοις, νικήσοι, νικήσοιμεν, νικήσοιτε, νικήσοιεν
Απαρέμφατο
νικήσειν
Μετοχή
νικήσων, νικήσουσα, νικῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐνίκησα, ἐνίκησας, ἐνίκησε(ν), ἐνικήσαμεν, ἐνικήσατε, ἐνίκησαν
νικήσω, νικήσῃς, νικήσῃ, νικήσωμεν, νικήσητε, νικήσωσι(ν)
νικήσαιμι, νικήσαις ή νικήσειας, νικήσαι ή νικήσειε(ν), νικήσαιμεν, νικήσαιτε, νικήσαιεν ή νικήσειαν
Προστακτική
---, νίκησον, νικησάτω, ---, νικήσατε, νικησάντων (ή νικησάτωσαν)
Απαρέμφατο
νικῆσαι
νικήσας, νικήσασα, νικῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
νενίκηκα, νενίκηκας, νενίκηκε, νενικήκαμεν, νενικήκατε, νενικήκασι(ν)
Υποτακτική
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ὦ
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ᾖς
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα ὦμεν
Ευκτική
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός εἴην
Προστακτική
---
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ἴσθι
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
νενικηκέναι
Μετοχή
νενικηκώς, νενικηκυῖα, νενικηκός
ἐνενικήκειν, ἐνενικήκεις, ἐνενικήκει, ἐνενικήκεμεν, ἐνενικήκετε, ἐνενικήκεσαν
Μέση φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νικῶμαι, νικᾷ, νικᾶται, νικώμεθα, νικᾶσθε, νικῶνται
νικῶμαι, νικᾷ, νικᾶται, νικώμεθα, νικᾶσθε, νικῶνται
νικῴμην, νικῷο, νικῷτο, νικῴμεθα, νικῷσθε, νικῷντο
--- νικῶ, νικάσθω, --- νικᾶσθε, νικάσθων ή νικάσθωσαν
νικᾶσθαι
νικώμενος, νικωμένη, νικώμενον
Παρατατικός
ἐνικώμην, ἐνικῶ, ἐνικᾶτο, ἐνικώμεθα, ἐνικᾶσθε, ἐνικῶντο
Οριστική
νικήσομαι, νικήσῃ/νικήσει, νικήσεται, νικησόμεθα, νικήσεσθε, νικήσονται
νικησοίμην, νικήσοιο, νικήσοιτο, νικησοίμεθα, νικήσοισθε, νικήσοιντο
Απαρέμφατο
νικήσεσθαι
Μετοχή
νικησόμενος
νικησομένη
νικησόμενον
Οριστική
νικηθήσομαι, νικηθήσῃ - νικηθήσει, νικηθήσεται, νικηθησόμεθα, νικηθήσεσθε, νικηθήσονται
νικηθησοίμην, νικηθήσοιο, νικηθήσοιτο, νικηθησοίμεθα, νικηθήσοισθε, νικηθήσοιντο
Απαρέμφατο
νικηθήσεσθαι
Μετοχή
νικηθησόμενος, νικηθησομένη, νικηθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐνικήθην, ἐνικήθης, ἐνικήθη, ἐνικήθημεν, ἐνικήθητε, ἐνικήθησαν
νικηθῶ, νικηθῇς, νικηθῇ, νικηθῶμεν, νικηθῆτε, νικηθῶσι(ν)
νικηθείην, νικηθείης, νικηθείη, νικηθείημεν ή νικηθεῖμεν, νικηθείητε ή νικηθεῖτε, νικηθείησαν ή νικηθεῖεν
---, νικήθητι, νικηθήτω, ---, νικήθητε, νικηθέντων ή νικηθήτωσαν
Απαρέμφατο
νικηθῆναι
νικηθείς
νικηθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
νενίκημαι, νενίκησαι, νενίκηται, νενικήμεθα, νενίκησθε, νενίκηνται
Υποτακτική
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον ὦ
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον ᾖς
νενικημένοι-νενικημέναι-νενικημένα ὦμεν
Ευκτική
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον εἴην
Προστακτική
---, νενίκησο, νενικήσθω, ---, νενίκησθε, νενικήσθων ή νενικήσθωσαν
Απαρέμφατο
νενικῆσθαι
Μετοχή
νενικημένος, νενικημένη, νενικημένον
ἐνενικήμην, ἐνενίκησο, ἐνενίκητο, ἐνενικήμεθα, ἐνενίκησθε, ἐνενίκηντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου