Dean Russo - Exclusive
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὑπηρετέω-ῶ / ὑπηρετοῦμαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὑπηρετῶ, ὑπηρετεῖς, ὑπηρετεῖ, ὑπηρετοῦμεν, ὑπηρετεῖτε, ὑπηρετοῦσι(ν)
ὑπηρετῶ, ὑπηρετῇς, ὑπηρετῇ, ὑπηρετῶμεν, ὑπηρετῆτε, ὑπηρετῶσι(ν)
ὑπηρετοῖμι, ὑπηρετοῖς, ὑπηρετοῖ, ή ὑπηρετοίην, ὑπηρετοίης, ὑπηρετοίη, ὑπηρετοῖμεν, ὑπηρετοῖτε, ὑπηρετοῖεν
---, ὑπηρέτει, ὑπηρετείτω, ---, ὑπηρετεῖτε, ὑπηρετούντων (ή ὑπηρετείτωσαν)
ὑπηρετεῖν
ὑπηρετῶν, ὑπηρετοῦσα, ὑπηρετοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ὑπηρέτουν, ὑπηρέτεις, ὑπηρέτει, ὑπηρετοῦμεν, ὑπηρετεῖτε, ὑπηρέτουν
Μέλλοντας
Οριστική
ὑπηρετήσω, ὑπηρετήσεις, ὑπηρετήσει, ὑπηρετήσομεν, ὑπηρετήσετε, ὑπηρετήσουσι(ν)
ὑπηρετήσοιμι, ὑπηρετήσοις, ὑπηρετήσοι, ὑπηρετήσοιμεν, ὑπηρετήσοιτε, ὑπηρετήσοιεν
ὑπηρετήσειν
ὑπηρετήσων, ὑπηρετήσουσα, ὑπηρετῆσον
Αόριστος
Οριστική
ὑπηρέτησα, ὑπηρέτησας, ὑπηρέτησε(ν), ὑπηρετήσαμεν, ὑπηρετήσατε, ὑπηρέτησαν
ὑπηρετήσω, ὑπηρετήσῃς, ὑπηρετήσῃ, ὑπηρετήσωμεν, ὑπηρετήσητε, ὑπηρετήσωσι(ν)
ὑπηρετήσαιμι, ὑπηρετήσαις / ὑπηρετήσειας, ὑπηρετήσαι / ὑπηρετήσειε(ν), ὑπηρετήσαιμεν, ὑπηρετήσαιτε, ὑπηρετήσαιεν / ὑπηρετήσειαν
---, ὑπηρέτησον, ὑπηρετησάτω, ---, ὑπηρετήσατε, ὑπηρετησάντων (ή ὑπηρετησάτωσαν)
ὑπηρετῆσαι
ὑπηρετήσας, ὑπηρετήσασα, ὑπηρετῆσαν
Οριστική
ὑπηρέτηκα, ὑπηρέτηκας, ὑπηρέτηκε, ὑπηρετήκαμεν, ὑπηρετήκατε, ὑπηρετήκασι(ν)
Υποτακτική
ὑπηρετηκώς- ὑπηρετηκυῖα- ὑπηρετηκός ὦ
ὑπηρετηκώς- ὑπηρετηκυῖα- ὑπηρετηκός ᾖς
ὑπηρετηκότες- ὑπηρετηκυῖαι- ὑπηρετηκότα ὦμεν
Ευκτική
ὑπηρετηκώς- ὑπηρετηκυῖα- ὑπηρετηκός εἴην
Προστακτική
---
ὑπηρετηκώς- ὑπηρετηκυῖα- ὑπηρετηκός ἴσθι
ὑπηρετηκότες- ὑπηρετηκυῖαι- ὑπηρετηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ὑπηρετηκέναι
ὑπηρετηκώς- ὑπηρετηκυῖα- ὑπηρετηκός
Οριστική
ὑπηρετήκειν, ὑπηρετήκεις, ὑπηρετήκει, ὑπηρετήκεμεν, ὑπηρετήκετε, ὑπηρετήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὑπηρετοῦμαι, ὑπηρετῇ/ὑπηρετεῖ, ὑπηρετεῖται, ὑπηρετοῦμεθα, ὑπηρετεῖσθε, ὑπηρετοῦνται
ὑπηρετῶμαι, ὑπηρετῇ, ὑπηρετῆται, ὑπηρετῶμεθα, ὑπηρετῆσθε, ὑπηρετῶνται
ὑπηρετοίμην, ὑπηρετοῖο, ὑπηρετοῖτο, ὑπηρετοίμεθα, ὑπηρετοῖσθε, ὑπηρετοῖντο
---, ὑπηρετοῦ, ὑπηρετείσθω, ---, ὑπηρετεῖσθε, ὑπηρετείσθων ή ὑπηρετείσθωσαν
ὑπηρετεῖσθαι
ὑπηρετούμενος
Παρατατικός
Οριστική
ὑπηρετούμην, ὑπηρετοῦ, ὑπηρετεῖτο, ὑπηρετούμεθα, ὑπηρετεῖσθε, ὑπηρετοῦντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ὑπηρετηθήσομαι, ὑπηρετηθήσῃ/ὑπηρετηθήσει, ὑπηρετηθήσεται, ὑπερητηθησόμεθα, ὑπηρετηθήσεσθε, ὑπηρετηθήσονται
ὑπηρετηθησοίμην, ὑπηρετηθήσοιο, ὑπηρετηθήσοιτο, ὑπηρετηθησοίμεθα, ὑπηρετηθήσοισθε, ὑπηρετηθήσοιντο
ὑπηρετηθήσεσθαι
ὑπηρετηθησόμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ὑπηρετήθην, ὑπηρετήθης, ὑπηρετήθη, ὑπηρετήθημεν, ὑπηρετήθητε, ὑπηρετήθησαν
ὑπηρετηθῶ, ὑπηρετηθῇς, ὑπηρετηθῇ, ὑπηρετηθῶμεν, ὑπηρετηθῆτε, ὑπηρετηθῶσι(ν)
ὑπηρετηθείην, ὑπηρετηθείης, ὑπηρετηθείη, ὑπηρετηθείημεν ή ὑπηρετηθεῖμεν, ὑπηρετηθείητε ή ὑπηρετηθεῖτε, ὑπηρετηθείησαν ή ὑπηρετηθεῖεν
---, ὑπηρετήθητι, ὑπηρετηθήτω, ---, ὑπηρετήθητε, ὑπηρετηθέντων ή ὑπηρετηθήτωσαν
ὑπηρετηθῆναι
ὑπηρετηθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ὑπηρέτημαι, ὑπηρέτησαι, ὑπηρέτηται, ὑπηρετήμεθα, ὑπηρέτησθε, ὑπηρέτηνται
Υποτακτική
ὑπηρετημένος- ὑπηρετημένη-ὑπηρετημένον ὦ
ὑπηρετημένος- ὑπηρετημένη-ὑπηρετημένον ᾖς
ὑπηρετημένοι- ὑπηρετημέναι-ὑπηρετημένα ὦμεν
Ευκτική
ὑπηρετημένος- ὑπηρετημένη-ὑπηρετημένον εἴην
Προστακτική
---, ὑπηρέτησο, ὑπηρετήσθω, --- ὑπηρέτησθε, ὑπηρετήσθων ή ὑπηρετήσθωσαν
Απαρέμφατο
ὑπηρετῆσθαι
ὑπηρετημένος,
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου