Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὑπηρετέω-ῶ / ὑπηρετοῦμαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὑπηρετέω-ῶ / ὑπηρετοῦμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Dean Russo - Exclusive

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πηρετέω- / πηρετομαι»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πηρετ, πηρετες, πηρετε, πηρετομεν, πηρετετε, πηρετοσι(ν)
Υποτακτική
πηρετ, πηρετς, πηρετ, πηρετμεν, πηρεττε, πηρετσι(ν)
Ευκτική
πηρετομι, πηρετος, πηρετο, ή πηρετοίην, πηρετοίης, πηρετοίη, πηρετομεν, πηρετοτε, πηρετοεν
Προστακτική
---, πηρέτει, πηρετείτω, ---, πηρετετε, πηρετούντων (ή πηρετείτωσαν)
Απαρέμφατο
πηρετεν
Μετοχή
πηρετν, πηρετοσα, πηρετον
 
Παρατατικός
Οριστική
πηρέτουν, πηρέτεις, πηρέτει, πηρετομεν, πηρετετε, πηρέτουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
πηρετήσω, πηρετήσεις, πηρετήσει, πηρετήσομεν, πηρετήσετε, πηρετήσουσι(ν)
Ευκτική
πηρετήσοιμι, πηρετήσοις, πηρετήσοι, πηρετήσοιμεν, πηρετήσοιτε, πηρετήσοιεν
Απαρέμφατο
πηρετήσειν
Μετοχή
πηρετήσων, πηρετήσουσα, πηρετσον
 
Αόριστος
Οριστική
πηρέτησα, πηρέτησας, πηρέτησε(ν), πηρετήσαμεν, πηρετήσατε, πηρέτησαν
Υποτακτική
πηρετήσω, πηρετήσς, πηρετήσ, πηρετήσωμεν, πηρετήσητε, πηρετήσωσι(ν)
Ευκτική
πηρετήσαιμι, πηρετήσαις / πηρετήσειας, πηρετήσαι / πηρετήσειε(ν), πηρετήσαιμεν, πηρετήσαιτε, πηρετήσαιεν / πηρετήσειαν
Προστακτική
---, πηρέτησον, πηρετησάτω, ---, πηρετήσατε, πηρετησάντων (ή πηρετησάτωσαν)
Απαρέμφατο
πηρετσαι
Μετοχή
πηρετήσας, πηρετήσασα, πηρετσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πηρέτηκα, πηρέτηκας, πηρέτηκε, πηρετήκαμεν, πηρετήκατε, πηρετήκασι(ν)
 
Υποτακτική
πηρετηκώς- πηρετηκυα- πηρετηκός
πηρετηκώς- πηρετηκυα- πηρετηκός ς
πηρετηκώς- πηρετηκυα- πηρετηκός
πηρετηκότες- πηρετηκυαι- πηρετηκότα μεν
πηρετηκότες- πηρετηκυαι- πηρετηκότα τε
πηρετηκότες- πηρετηκυαι- πηρετηκότα σι
 
Ευκτική
πηρετηκώς- πηρετηκυα- πηρετηκός εην
πηρετηκώς- πηρετηκυα- πηρετηκός εης
πηρετηκώς- πηρετηκυα- πηρετηκός εη
πηρετηκότες- πηρετηκυαι- πηρετηκότα εημεν (εμεν)
πηρετηκότες- πηρετηκυαι- πηρετηκότα εητε (ετε)
πηρετηκότες- πηρετηκυαι- πηρετηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πηρετηκώς- πηρετηκυα- πηρετηκός σθι
πηρετηκώς- πηρετηκυα- πηρετηκός στω
---
πηρετηκότες- πηρετηκυαι- πηρετηκότα στε
πηρετηκότες- πηρετηκυαι- πηρετηκότα στων
 
Απαρέμφατο
πηρετηκέναι
Μετοχή
πηρετηκώς- πηρετηκυα- πηρετηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πηρετήκειν, πηρετήκεις, πηρετήκει, πηρετήκεμεν, πηρετήκετε, πηρετήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πηρετομαι, πηρετ/πηρετε, πηρετεται, πηρετομεθα, πηρετεσθε, πηρετονται
Υποτακτική
πηρετμαι, πηρετ, πηρετται, πηρετμεθα, πηρετσθε, πηρετνται
Ευκτική
πηρετοίμην, πηρετοο, πηρετοτο, πηρετοίμεθα, πηρετοσθε, πηρετοντο
Προστακτική
---, πηρετο, πηρετείσθω, ---, πηρετεσθε, πηρετείσθων ή πηρετείσθωσαν
Απαρέμφατο
πηρετεσθαι
Μετοχή
πηρετούμενος
πηρετουμένη
πηρετούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πηρετούμην, πηρετο, πηρετετο, πηρετούμεθα, πηρετεσθε, πηρετοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
πηρετηθήσομαι, πηρετηθήσ/πηρετηθήσει, πηρετηθήσεται, περητηθησόμεθα, πηρετηθήσεσθε, πηρετηθήσονται
Ευκτική
πηρετηθησοίμην, πηρετηθήσοιο, πηρετηθήσοιτο, πηρετηθησοίμεθα, πηρετηθήσοισθε, πηρετηθήσοιντο
Απαρέμφατο
πηρετηθήσεσθαι
Μετοχή
πηρετηθησόμενος
πηρετηθησομένη
πηρετηθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πηρετήθην, πηρετήθης, πηρετήθη, πηρετήθημεν, πηρετήθητε, πηρετήθησαν
Υποτακτική
πηρετηθ, πηρετηθς, πηρετηθ, πηρετηθμεν, πηρετηθτε, πηρετηθσι(ν)
Ευκτική
πηρετηθείην, πηρετηθείης, πηρετηθείη, πηρετηθείημεν ή πηρετηθεμεν, πηρετηθείητε ή πηρετηθετε, πηρετηθείησαν ή πηρετηθεεν
Προστακτική
---, πηρετήθητι, πηρετηθήτω, ---, πηρετήθητε, πηρετηθέντων ή πηρετηθήτωσαν
Απαρέμφατο
πηρετηθναι
Μετοχή
πηρετηθείς
πηρετηθεσα
πηρετηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πηρέτημαι, πηρέτησαι, πηρέτηται, πηρετήμεθα, πηρέτησθε, πηρέτηνται
 
Υποτακτική
πηρετημένος- πηρετημένη-πηρετημένον
πηρετημένος- πηρετημένη-πηρετημένον ς
πηρετημένος- πηρετημένη-πηρετημένον
πηρετημένοι- πηρετημέναι-πηρετημένα μεν
πηρετημένοι- πηρετημέναι-πηρετημένα τε
πηρετημένοι- πηρετημέναι-πηρετημένα σι
 
Ευκτική
πηρετημένος- πηρετημένη-πηρετημένον εην
πηρετημένος- πηρετημένη-πηρετημένον εης
πηρετημένος- πηρετημένη-πηρετημένον εη
πηρετημένοι- πηρετημέναι-πηρετημένα εημεν (εμεν)
πηρετημένοι- πηρετημέναι-πηρετημένα εητε (ετε)
πηρετημένοι- πηρετημέναι-πηρετημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πηρέτησο, πηρετήσθω, --- πηρέτησθε, πηρετήσθων ή πηρετήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πηρετσθαι
Μετοχή
πηρετημένος,
πηρετημένη,
πηρετημένον

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...