Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀδικέω-ἀδικῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀδικέω-ἀδικῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

S
etsiri Silapasuwanchai

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δικέω-δικ»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δικ, δικες, δικε, δικομεν, δικετε, δικοσι(ν)
Υποτακτική
δικ, δικς, δικ, δικμεν, δικτε, δικσι(ν)
Ευκτική
δικομι, δικος, δικοδικοίην, δικοίης, δικοίη), δικομεν, δικοτε, δικοεν
Προστακτική
---, δίκει, δικείτω, ---, δικετε, δικούντων
Απαρέμφατο
δικεν
Μετοχή
δικν, δικοσα, δικον
 
Παρατατικός
Οριστική
δίκουν, δίκεις, δίκει, δικομεν, δικετε, δίκουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
δικήσω, δικήσεις, δικήσει, δικήσομεν, δικήσετε, δικήσουσι(ν)
Ευκτική
δικήσοιμι, δικήσοις, δικήσοι, δικήσοιμεν, δικήσοιτε, δικήσοιεν
Απαρέμφατο
δικήσειν
Μετοχή
δικήσων, δικήσουσα, δικσον
 
Αόριστος
Οριστική
δίκησα, δίκησας, δίκησε(ν), δικήσαμεν, δικήσατε, δίκησαν
Υποτακτική
δικήσω, δικήσς, δικήσ, δικήσωμεν, δικήσητε, δικήσωσι(ν)
Ευκτική
δικήσαιμι, δικήσαις - δικήσειας, δικήσαι - δικήσειε(ν), δικήσαιμεν, δικήσαιτε, δικήσαιεν - δικήσειαν
Προστακτική
---, δίκησον, δικησάτω, ---, δικήσατε, δικησάντων (ή δικησάτωσαν)
Απαρέμφατο
δικσαι
Μετοχή
δικήσας, δικήσασα, δικσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δίκηκα, δίκηκας, δίκηκε, δικήκαμεν, δικήκατε, δικήκασι(ν)
 
Υποτακτική
δικηκώς- δικηκυα- δικηκός
δικηκώς- δικηκυα- δικηκός ς
δικηκώς- δικηκυα- δικηκός
δικηκότες- δικηκυαι- δικηκότα μεν
δικηκότες- δικηκυαι- δικηκότα τε
δικηκότες- δικηκυαι- δικηκότα σι
 
Ευκτική
δικηκώς- δικηκυα- δικηκός εην
δικηκώς- δικηκυα- δικηκός εης
δικηκώς- δικηκυα- δικηκός εη
δικηκότες- δικηκυαι- δικηκότα εημεν (εμεν)
δικηκότες- δικηκυαι- δικηκότα εητε (ετε)
δικηκότες- δικηκυαι- δικηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
δικηκώς- δικηκυα- δικηκός σθι
δικηκώς- δικηκυα- δικηκός στω
---
δικηκότες- δικηκυαι- δικηκότα στε
δικηκότες- δικηκυαι- δικηκότα στων
 
Απαρέμφατο
δικηκέναι
Μετοχή
δικηκώς- δικηκυα- δικηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
δικήκειν, δικήκεις, δικήκει, δικήκεμεν, δικήκετε, δικήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δικομαι, δικ-δικε, δικεται, δικούμεθα, δικεσθε, δικονται
Υποτακτική
δικμαι, δικ, δικται, δικώμεθα, δικσθε, δικνται
Ευκτική
δικομην, δικοο, δικοτο, δικοίμεθα, δικοσθε, δικοντο
Προστακτική
---, δικο, δικείσθω, ---, δικεσθε, δικείσθων ή δικείσθωσαν
Απαρέμφατο
δικεσθαι
Μετοχή
δικούμενος
δικουμένη
δικούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
δικούμην, δικο, δικετο, δικούμεθα, δικεσθε, δικοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
δικήσομαι, δικήσ-δικήσει, δικήσεται, δικησόμεθα, δικήσεσθε, δικήσονται
Ευκτική
δικησοίμην, δικήσοιο, δικήσοιτο, δικησοίμεθα, δικήσοισθε, δικήσοιντο
Απαρέμφατο
δικήσεσθαι
Μετοχή
δικησόμενος
δικησομένη
δικησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
δικήθην, δικήθης, δικήθη, δικήθημεν, δικήθητε, δικήθησαν
Υποτακτική
δικηθ, δικηθς, δικηθ, δικηθμεν, δικηθτε, δικηθσι(ν)
Ευκτική
δικηθείην, δικηθείης, δικηθείη, δικηθείημεν ή δικηθεμεν, δικηθείητε ή δικηθετε, δικηθείησαν ή δικηθεεν
Προστακτική
---, δικήθητι, δικηθήτω, ---, δικήθητε, δικηθέντων ή δικηθήτωσαν
Απαρέμφατο
δικηθναι
Μετοχή
δικηθείς
δικηθεσα
δικηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
δίκημαι, δίκησαι, δίκηται, δικήμεθα, δίκησθε, δίκηνται
 
Υποτακτική
δικημένος- δικημένη-δικημένον
δικημένος- δικημένη-δικημένον ς
δικημένος- δικημένη-δικημένον
δικημένοι- δικημέναι-δικημένα μεν
δικημένοι- δικημέναι-δικημένα τε
δικημένοι- δικημέναι-δικημένα σι
 
Ευκτική
δικημένος- δικημένη-δικημένον εην
δικημένος- δικημένη-δικημένον εης
δικημένος- δικημένη-δικημένον εη
δικημένοι- δικημέναι-δικημένα εημεν (εμεν)
δικημένοι- δικημέναι-δικημένα εητε (ετε)
δικημένοι- δικημέναι-δικημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, δίκησο, δικήσθω, ---, δίκησθε, δικήσθων ή δικήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
δικσθαι
Μετοχή
δικημένος,
δικημένη,
δικημένον
 
Υπερσυντέλικος
δικήμην, δίκησο, δίκητο, δικήμεθα, δίκησθε, δίκηντο 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...