Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιτρώσκω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιτρώσκω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Saint Sebastian by Andrea Celesti

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τιτρώσκω»
 
(τιτρώσκω = πληγώνω, τραυματίζω) 
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τιτρώσκω, τιτρώσκεις, τιτρώσκει, τιτρώσκομεν, τιτρώσκετε, τιτρώσκουσι(ν)
Υποτακτική
τιτρώσκω, τιτρώσκς, τιτρώσκ, τιτρώσκωμεν,τιτρώσκητε, τιτρώσκωσι(ν)
Ευκτική
τιτρώσκοιμι, τιτρώσκοις, τιτρώσκοι, τιτρώσκοιμεν, τιτρώσκοιτε, τιτρώσκοιεν
Προστακτική
---, τίτρωσκε, τιτρωσκέτω, ---, τιτρώσκετε, τιτρωσκόντων (ή τιτρωσκέτωσαν)
Απαρέμφατο
τιτρώσκειν
Μετοχή
τιτρώσκων, τιτρώσκουσα, τιτρσκον
 
Παρατατικός
Οριστική
τίτρωσκον, τίτρωσκες, τίτρωσκε, τιτρώσκομεν, τιτρώσκετε, τίτρωσκον
 
Μέλλοντας
Οριστική
τρώσω, τρώσεις, τρώσει, τρώσομεν, τρώσετε, τρώσουσι(ν)
Ευκτική
τρώσοιμι, τρώσοις, τρώσοι, τρώσοιμεν, τρώσοιτε, τρώσοιεν
Απαρέμφατο
τρώσειν
Μετοχή
τρώσων, τρώσουσα, τρσον
 
Αόριστος
Οριστική
τρωσα, τρωσας, τρωσε(ν), τρώσαμεν, τρώσατε, τρωσαν
Υποτακτική
τρώσω, τρώσς, τρώσ, τρώσωμεν, τρώσητε, τρώσωσι(ν)
Ευκτική
τρώσαιμι, τρώσαις - τρώσειας, τρώσαι - τρώσειε(ν), τρώσαιμεν, τρώσαιτε, τρώσαιεν - τρώσειαν
Προστακτική
---, τρσον, τρωσάτω, ---, τρώσατε, τρωσάντων (ή τρωσάτωσαν)
Απαρέμφατο
τρσαι
Μετοχή
τρώσας, τρώσασα, τρσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέτρωκα, τέτρωκας, τέτρωκε, τετρώκαμεν, τετρώκατε, τετρώκασι(ν)
 
Υποτακτική
τετρωκώς- τετρωκυα- τετρωκός
τετρωκώς- τετρωκυα- τετρωκός ς
τετρωκώς- τετρωκυα- τετρωκός
τετρωκότες- τετρωκυαι- τετρωκότα μεν
τετρωκότες- τετρωκυαι- τετρωκότα τε
τετρωκότες- τετρωκυαι- τετρωκότα σι
 
Ευκτική
τετρωκώς- τετρωκυα- τετρωκός εην
τετρωκώς- τετρωκυα- τετρωκός εης
τετρωκώς- τετρωκυα- τετρωκός εη
τετρωκότες- τετρωκυαι- τετρωκότα εημεν (εμεν)
τετρωκότες- τετρωκυαι- τετρωκότα εητε (ετε)
τετρωκότες- τετρωκυαι- τετρωκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
τετρωκώς- τετρωκυα- τετρωκός σθι
τετρωκώς- τετρωκυα- τετρωκός στω
---
τετρωκότες- τετρωκυαι- τετρωκότα στε
τετρωκότες- τετρωκυαι- τετρωκότα στων
 
Απαρέμφατο
τετρωκέναι
Μετοχή
τετρωκώς- τετρωκυα- τετρωκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
τετρώκειν, τετρώκεις, τετρώκει, τετρώκεμεν, τετρώκετε, τετρώκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τιτρώσκομαι, τιτρώσκ/τιτρώσκει, τιτρώσκεται, τιτρωσκόμεθα, τιτρώσκεσθε, τιτρώσκονται
Υποτακτική
τιτρώσκωμαι, τιτρώσκ, τιτρώσκηται, τιτρωσκώμεθα, τιτρώσκησθε, τιτρώσκωνται
Ευκτική
τιτρωσκοίμην, τιτρώσκοιο, τιτρώσκοιτο, τιτρωσκοίμεθα, τιτρώσκοισθε, τιτρώσκοιντο
Προστακτική
---, τιτρώσκου, τιτρωσκέσθω, ---, τιτρώσκεσθε, τιτρωσκέσθων ή τιτρωσκέσθωσαν
Απαρέμφατο
τιτρώσκεσθαι
Μετοχή
τιτρωσκόμενος
τιτρωσκομένη
τιτρωσκόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
τιτρωσκόμην, τιτρώσκου, τιτρώσκετο, τιτρωσκόμεθα, τιτρώσκεσθε, τιτρώσκοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
τρώσομαι, τρώσ/τρώσει, τρώσεται, τρωσόμεθα, τρώσεσθε, τρώσονται
Ευκτική
τρωσοίμην, τρώσοιο, τρώσοιτο, τρωσοίμεθα, τρώσοισθε, τρώσοιντο
Απαρέμφατο
τρώσεσθαι
Μετοχή
τρωσόμενος
τρωσομένη
τρωσόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
τρωθήσομαι, τρωθήσ/τρωθήσει, τρωθήσεται, τρωθησόμεθα, τρωθήσεσθε, τρωθήσονται
Ευκτική
τρωθησοίμην, τρωθήσοιο, τρωθήσοιτο, τρωθησοίμεθα, τρωθήσοισθε, τρωθήσοιντο
Απαρέμφατο
τρωθήσεσθαι
Μετοχή
τρωθησόμενος
τρωθησομένη
τρωθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
τρώθην, τρώθης, τρώθη, τρώθημεν, τρώθητε, τρώθησαν
Υποτακτική
τρωθ, τρωθς, τρωθ, τρωθμεν, τρωθτε, τρωθσι(ν)
Ευκτική
τρωθείην, τρωθείης, τρωθείη, τρωθείημεν ή τρωθεμεν, τρωθείητε ή τρωθετε, τρωθείησαν ή τρωθεεν
Προστακτική
---, τρώθητι, τρωθήτω, ---, τρώθητε, τρωθέντων ή τρωθήτωσαν
Απαρέμφατο
τρωθναι
Μετοχή
τρωθείς
τρωθεσα
τρωθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέτρωμαι, τέτρωσαι, τέτρωται, τετρώμεθα, τέτρωσθε, τέτρωνται
 
Υποτακτική
τετρωμένος- τετρωμένη-τετρωμένον
τετρωμένος- τετρωμένη-τετρωμένον ς
τετρωμένος- τετρωμένη-τετρωμένον
τετρωμένοι- τετρωμέναι-τετρωμένα μεν
τετρωμένοι- τετρωμέναι-τετρωμένα τε
τετρωμένοι- τετρωμέναι-τετρωμένα σι
 
Ευκτική
τετρωμένος- τετρωμένη-τετρωμένον εην
τετρωμένος- τετρωμένη-τετρωμένον εης
τετρωμένος- τετρωμένη-τετρωμένον εη
τετρωμένοι- τετρωμέναι-τετρωμένα εημεν (εμεν)
τετρωμένοι- τετρωμέναι-τετρωμένα εητε (ετε)
τετρωμένοι- τετρωμέναι-τετρωμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, τέτρωσο, τετρώσθω, --- τέτρωσθε, τετρώσθων ή τετρώσθωσαν
 
Απαρέμφατο
τετρσθαι
Μετοχή
τετρωμένος,
τετρωμένη,
τετρωμένον
 
Υπερσυντέλικος
τετρώμην, τέτρωσο, τέτρωτο, τετρώμεθα, τέτρωσθε, τέτρωντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...