Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «οἰκίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «οἰκίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Neelanjana Bandyopadhya

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «οκίζω»
 
(οκίζω: ιδρύω αποικία)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
οκίζω, οκίζεις, οκίζει, οκίζομεν, οκίζετε, οκίζουσι(ν)
Υποτακτική
οκίζω, οκίζς, οκίζ, οκίζωμεν, οκίζητε, οκίζωσι(ν)
Ευκτική
οκίζοιμι, οκίζοις, οκίζοι, οκίζοιμεν, οκίζοιτε, οκίζοιεν
Προστακτική
---, οκιζε, οκιζέτω, ---, οκίζετε, οκιζόντων (ή οκιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
οκίζειν
Μετοχή
οκίζων, οκίζουσα, οκίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
κιζον, κιζες, κιζε, κίζομεν, κίζετε, κιζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
οκι, οκιες, οκιε, οκιομεν, οκιετε, οκιοσι(ν)
Ευκτική
οκιομι, οκιος, οκιο, ή οκιοίην, οκιοίης, οκιοίη, οκιομεν, οκιοτε, οκιοεν
Απαρέμφατο
οκιεν
Μετοχή
οκιν, οκιοσα, οκιον
 
Αόριστος
Οριστική
κισα, κισας, κισε(ν), κίσαμεν, κίσατε, κισαν
Υποτακτική
οκίσω, οκίσς, οκίσ, οκίσωμεν, οκίσητε, οκίσωσι(ν)
Ευκτική
οκίσαιμι, οκίσαις / οκίσειας, οκίσαι / οκίσειε(ν), οκίσαιμεν, οκίσαιτε, οκίσαιεν / οκίσειαν
Προστακτική
---, οκισον, οκισάτω, ---, οκίσατε, οκισάντων (ή οκισάτωσαν)
Απαρέμφατο
οκίσαι
Μετοχή
οκίσας, οκίσασα, οκίσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κικα, κικας, κικε, κίκαμεν, κίκατε, κίκασι(ν)
 
Υποτακτική
κικώς- κικυα- κικός
κικώς- κικυα- κικός ς
κικώς- κικυα- κικός
κικότες- κικυαι- κικότα μεν
κικότες- κικυαι- κικότα τε
κικότες- κικυαι- κικότα σι
 
Ευκτική
κικώς- κικυα- κικός εην
κικώς- κικυα- κικός εης
κικώς- κικυα- κικός εη
κικότες- κικυαι- κικότα εημεν (εμεν)
κικότες- κικυαι- κικότα εητε (ετε)
κικότες- κικυαι- κικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κικώς- κικυα- κικός σθι
κικώς- κικυα- κικός στω
---
κικότες- κικυαι- κικότα στε
κικότες- κικυαι- κικότα στων
 
Απαρέμφατο
κικέναι
Μετοχή
κικώς- κικυα- κικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κίκειν, κίκεις, κίκει, κίκεμεν, κίκετε, κίκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
οκίζομαι, οκίζ/οκίζει, οκίζεται, οκιζόμεθα, οκίζεσθε, οκίζονται
Υποτακτική
οκίζωμαι, οκίζ, οκίζηται, οκιζώμεθα, οκίζησθε, οκίζωνται
Ευκτική
οκιζοίμην, οκίζοιο, οκίζοιτο, οκιζοίμεθα, οκίζοισθε, οκίζοιντο
Προστακτική
---, οκίζου, οκιζέσθω, ---, οκίζεσθε, οκιζέσθων ή οκιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
οκίζεσθαι
Μετοχή
οκιζόμενος
οκιζομένη
οκιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κιζόμην, κίζου, κίζετο, κιζόμεθα, κίζεσθε, κίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
οκιομαι, οκι/οκιε, οκιεται, οκιομεθα, οκιεσθε, οκιονται
Ευκτική
οκιοίμην, οκιοο, οκιοτο, οκιοίμεθα, οκιοσθε, οκιοντο
Απαρέμφατο
οκιεσθαι
Μετοχή
οκιούμενος
οκιουμένη
οκιούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
οκισθήσομαι, οκισθήσ/οκισθήσει, οκισθήσεται, οκισθησόμεθα, οκισθήσεσθε, οκισθήσονται
Ευκτική
οκισθησοίμην, οκισθήσοιο, οκισθήσοιτο, οκισθησοίμεθα, οκισθήσοισθε, οκισθήσοιντο
Απαρέμφατο
οκισθήσεσθαι
Μετοχή
οκισθησόμενος
οκισθησομένη
οκισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
κισάμην, κίσω, κίσατο, κισάμεθα, κίσασθε, κίσαντο
Υποτακτική
οκίσωμαι, οκίσ, οκίσηται, οκισώμεθα, οκίσησθε, οκίσωνται
Ευκτική
οκισαίμην, οκίσαιο, οκίσαιτο, οκισαίμεθα, οκίσαισθε, οκίσαιντο
Προστακτική
---, οκισαι, οκισάσθω, ---, οκίσασθε, οκισάσθων ή οκισάσθωσαν
Απαρέμφατο
οκίσασθαι
Μετοχή
οκισάμενος
οκισαμένη
οκισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κίσθην, κίσθης, κίσθη, κίσθημεν, κίσθητε, κίσθησαν
Υποτακτική
οκισθ, οκισθς, οκισθ, οκισθμεν, οκισθτε, οκισθσι(ν)
Ευκτική
οκισθείην, οκισθείης, οκισθείη, οκισθείημεν ή οκισθεμεν, οκισθείητε ή οκισθετε, οκισθείησαν ή οκισθεεν
Προστακτική
---, οκίσθητι, οκισθήτω, ---, οκίσθητε, οκισθέντων ή οκισθήτωσαν
Απαρέμφατο
οκισθναι
Μετοχή
οκισθείς
οκισθεσα
οκισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κισμαι, κισαι, κισται, κίσμεθα, κισθε, κισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
κισμένος- κισμένη-κισμένον
κισμένος- κισμένη-κισμένον ς
κισμένος- κισμένη-κισμένον
κισμένοι- κισμέναι-κισμένα μεν
κισμένοι- κισμέναι-κισμένα τε
κισμένοι- κισμέναι-κισμένα σι
 
Ευκτική
κισμένος- κισμένη-κισμένον εην
κισμένος- κισμένη-κισμένον εης
κισμένος- κισμένη-κισμένον εη
κισμένοι- κισμέναι-κισμένα εημεν (εμεν)
κισμένοι- κισμέναι-κισμένα εητε (ετε)
κισμένοι- κισμέναι-κισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κισο, κίσθω, --- κισθε, κίσθων ή κίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κίσθαι
Μετοχή
κισμένος,
κισμένη,
κισμένον
 
Υπερσυντέλικος
κίσμην, κισο, κιστο, κίσμεθα, κισθε, κισμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...