Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «οἰκίζω»
(οἰκίζω:
ιδρύω αποικία)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
οἰκίζω, οἰκίζεις, οἰκίζει, οἰκίζομεν, οἰκίζετε, οἰκίζουσι(ν)
Υποτακτική
οἰκίζω, οἰκίζῃς, οἰκίζῃ, οἰκίζωμεν, οἰκίζητε, οἰκίζωσι(ν)
Ευκτική
οἰκίζοιμι, οἰκίζοις, οἰκίζοι, οἰκίζοιμεν, οἰκίζοιτε, οἰκίζοιεν
Προστακτική
---, οἴκιζε, οἰκιζέτω, ---, οἰκίζετε, οἰκιζόντων (ή οἰκιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
οἰκίζειν
Μετοχή
οἰκίζων, οἰκίζουσα, οἰκίζον
Παρατατικός
Οριστική
ᾤκιζον, ᾤκιζες, ᾤκιζε, ᾠκίζομεν, ᾠκίζετε, ᾤκιζον
Μέλλοντας
Οριστική
οἰκιῶ, οἰκιεῖς, οἰκιεῖ, οἰκιοῦμεν, οἰκιεῖτε, οἰκιοῦσι(ν)
Ευκτική
οἰκιοῖμι, οἰκιοῖς, οἰκιοῖ, ή οἰκιοίην, οἰκιοίης, οἰκιοίη, οἰκιοῖμεν, οἰκιοῖτε, οἰκιοῖεν
Απαρέμφατο
οἰκιεῖν
Μετοχή
οἰκιῶν, οἰκιοῦσα, οἰκιοῦν
Αόριστος
Οριστική
ᾤκισα, ᾤκισας, ᾤκισε(ν), ᾠκίσαμεν, ᾠκίσατε, ᾤκισαν
Υποτακτική
οἰκίσω, οἰκίσῃς, οἰκίσῃ, οἰκίσωμεν, οἰκίσητε, οἰκίσωσι(ν)
Ευκτική
οἰκίσαιμι, οἰκίσαις / οἰκίσειας, οἰκίσαι / οἰκίσειε(ν), οἰκίσαιμεν, οἰκίσαιτε, οἰκίσαιεν / οἰκίσειαν
Προστακτική
---, οἴκισον, οἰκισάτω, ---, οἰκίσατε, οἰκισάντων (ή οἰκισάτωσαν)
Απαρέμφατο
οἰκίσαι
Μετοχή
οἰκίσας, οἰκίσασα, οἰκίσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ᾤκικα, ᾤκικας, ᾤκικε, ᾠκίκαμεν, ᾠκίκατε, ᾠκίκασι(ν)
Υποτακτική
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός ὦ
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός ᾖς
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός ᾖ
ᾠκικότες- ᾠκικυῖαι- ᾠκικότα ὦμεν
ᾠκικότες- ᾠκικυῖαι- ᾠκικότα ἦτε
ᾠκικότες- ᾠκικυῖαι- ᾠκικότα ὦσι
Ευκτική
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός εἴην
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός εἴης
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός εἴη
ᾠκικότες- ᾠκικυῖαι- ᾠκικότα εἴημεν (εἶμεν)
ᾠκικότες- ᾠκικυῖαι- ᾠκικότα εἴητε (εἶτε)
ᾠκικότες- ᾠκικυῖαι- ᾠκικότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός ἴσθι
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός ἔστω
---
ᾠκικότες- ᾠκικυῖαι- ᾠκικότα ἔστε
ᾠκικότες- ᾠκικυῖαι- ᾠκικότα ἔστων
Απαρέμφατο
ᾠκικέναι
Μετοχή
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ᾠκίκειν, ᾠκίκεις, ᾠκίκει, ᾠκίκεμεν, ᾠκίκετε, ᾠκίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
οἰκίζομαι, οἰκίζῃ/οἰκίζει, οἰκίζεται, οἰκιζόμεθα, οἰκίζεσθε, οἰκίζονται
Υποτακτική
οἰκίζωμαι, οἰκίζῃ, οἰκίζηται, οἰκιζώμεθα, οἰκίζησθε, οἰκίζωνται
Ευκτική
οἰκιζοίμην, οἰκίζοιο, οἰκίζοιτο, οἰκιζοίμεθα, οἰκίζοισθε, οἰκίζοιντο
Προστακτική
---, οἰκίζου, οἰκιζέσθω, ---, οἰκίζεσθε, οἰκιζέσθων ή οἰκιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
οἰκίζεσθαι
Μετοχή
οἰκιζόμενος
οἰκιζομένη
οἰκιζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ᾠκιζόμην, ᾠκίζου, ᾠκίζετο, ᾠκιζόμεθα, ᾠκίζεσθε, ᾠκίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
οἰκιοῦμαι, οἰκιῇ/οἰκιεῖ, οἰκιεῖται, οἰκιοῦμεθα, οἰκιεῖσθε, οἰκιοῦνται
Ευκτική
οἰκιοίμην, οἰκιοῖο, οἰκιοῖτο, οἰκιοίμεθα, οἰκιοῖσθε, οἰκιοῖντο
Απαρέμφατο
οἰκιεῖσθαι
Μετοχή
οἰκιούμενος
οἰκιουμένη
οἰκιούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
οἰκισθήσομαι, οἰκισθήσῃ/οἰκισθήσει, οἰκισθήσεται, οἰκισθησόμεθα, οἰκισθήσεσθε, οἰκισθήσονται
Ευκτική
οἰκισθησοίμην, οἰκισθήσοιο, οἰκισθήσοιτο, οἰκισθησοίμεθα, οἰκισθήσοισθε, οἰκισθήσοιντο
Απαρέμφατο
οἰκισθήσεσθαι
Μετοχή
οἰκισθησόμενος
οἰκισθησομένη
οἰκισθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ᾠκισάμην, ᾠκίσω, ᾠκίσατο, ᾠκισάμεθα, ᾠκίσασθε, ᾠκίσαντο
Υποτακτική
οἰκίσωμαι, οἰκίσῃ, οἰκίσηται, οἰκισώμεθα, οἰκίσησθε, οἰκίσωνται
Ευκτική
οἰκισαίμην, οἰκίσαιο, οἰκίσαιτο, οἰκισαίμεθα, οἰκίσαισθε, οἰκίσαιντο
Προστακτική
---, οἴκισαι, οἰκισάσθω, ---, οἰκίσασθε, οἰκισάσθων ή οἰκισάσθωσαν
Απαρέμφατο
οἰκίσασθαι
Μετοχή
οἰκισάμενος
οἰκισαμένη
οἰκισάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ᾠκίσθην, ᾠκίσθης, ᾠκίσθη, ᾠκίσθημεν, ᾠκίσθητε, ᾠκίσθησαν
Υποτακτική
οἰκισθῶ, οἰκισθῇς, οἰκισθῇ, οἰκισθῶμεν, οἰκισθῆτε, οἰκισθῶσι(ν)
Ευκτική
οἰκισθείην, οἰκισθείης, οἰκισθείη, οἰκισθείημεν ή οἰκισθεῖμεν, οἰκισθείητε ή οἰκισθεῖτε, οἰκισθείησαν ή οἰκισθεῖεν
Προστακτική
---, οἰκίσθητι, οἰκισθήτω, ---, οἰκίσθητε, οἰκισθέντων ή οἰκισθήτωσαν
Απαρέμφατο
οἰκισθῆναι
Μετοχή
οἰκισθείς
οἰκισθεῖσα
οἰκισθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ᾤκισμαι, ᾤκισαι, ᾤκισται, ᾠκίσμεθα, ᾤκισθε, ᾠκισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ᾠκισμένος- ᾠκισμένη-ᾠκισμένον ὦ
ᾠκισμένος- ᾠκισμένη-ᾠκισμένον ᾖς
ᾠκισμένος- ᾠκισμένη-ᾠκισμένον ᾖ
ᾠκισμένοι- ᾠκισμέναι-ᾠκισμένα ὦμεν
ᾠκισμένοι- ᾠκισμέναι-ᾠκισμένα ἦτε
ᾠκισμένοι- ᾠκισμέναι-ᾠκισμένα ὦσι
Ευκτική
ᾠκισμένος- ᾠκισμένη-ᾠκισμένον εἴην
ᾠκισμένος- ᾠκισμένη-ᾠκισμένον εἴης
ᾠκισμένος- ᾠκισμένη-ᾠκισμένον εἴη
ᾠκισμένοι- ᾠκισμέναι-ᾠκισμένα εἴημεν (εἶμεν)
ᾠκισμένοι- ᾠκισμέναι-ᾠκισμένα εἴητε (εἶτε)
ᾠκισμένοι- ᾠκισμέναι-ᾠκισμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ᾤκισο, ᾠκίσθω, --- ᾤκισθε, ᾠκίσθων ή ᾠκίσθωσαν
Απαρέμφατο
ᾠκίσθαι
Μετοχή
ᾠκισμένος,
ᾠκισμένη,
ᾠκισμένον
Υπερσυντέλικος
ᾠκίσμην, ᾤκισο, ᾤκιστο, ᾠκίσμεθα, ᾤκισθε, ᾠκισμένοι ἦσαν
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
οἰκίζω, οἰκίζεις, οἰκίζει, οἰκίζομεν, οἰκίζετε, οἰκίζουσι(ν)
οἰκίζω, οἰκίζῃς, οἰκίζῃ, οἰκίζωμεν, οἰκίζητε, οἰκίζωσι(ν)
οἰκίζοιμι, οἰκίζοις, οἰκίζοι, οἰκίζοιμεν, οἰκίζοιτε, οἰκίζοιεν
---, οἴκιζε, οἰκιζέτω, ---, οἰκίζετε, οἰκιζόντων (ή οἰκιζέτωσαν)
οἰκίζειν
οἰκίζων, οἰκίζουσα, οἰκίζον
Παρατατικός
Οριστική
ᾤκιζον, ᾤκιζες, ᾤκιζε, ᾠκίζομεν, ᾠκίζετε, ᾤκιζον
Μέλλοντας
Οριστική
οἰκιῶ, οἰκιεῖς, οἰκιεῖ, οἰκιοῦμεν, οἰκιεῖτε, οἰκιοῦσι(ν)
οἰκιοῖμι, οἰκιοῖς, οἰκιοῖ, ή οἰκιοίην, οἰκιοίης, οἰκιοίη, οἰκιοῖμεν, οἰκιοῖτε, οἰκιοῖεν
οἰκιεῖν
οἰκιῶν, οἰκιοῦσα, οἰκιοῦν
Αόριστος
Οριστική
ᾤκισα, ᾤκισας, ᾤκισε(ν), ᾠκίσαμεν, ᾠκίσατε, ᾤκισαν
οἰκίσω, οἰκίσῃς, οἰκίσῃ, οἰκίσωμεν, οἰκίσητε, οἰκίσωσι(ν)
οἰκίσαιμι, οἰκίσαις / οἰκίσειας, οἰκίσαι / οἰκίσειε(ν), οἰκίσαιμεν, οἰκίσαιτε, οἰκίσαιεν / οἰκίσειαν
---, οἴκισον, οἰκισάτω, ---, οἰκίσατε, οἰκισάντων (ή οἰκισάτωσαν)
οἰκίσαι
οἰκίσας, οἰκίσασα, οἰκίσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ᾤκικα, ᾤκικας, ᾤκικε, ᾠκίκαμεν, ᾠκίκατε, ᾠκίκασι(ν)
Υποτακτική
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός ὦ
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός ᾖς
ᾠκικότες- ᾠκικυῖαι- ᾠκικότα ὦμεν
Ευκτική
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός εἴην
Προστακτική
---
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός ἴσθι
ᾠκικότες- ᾠκικυῖαι- ᾠκικότα ἔστε
Απαρέμφατο
ᾠκικέναι
ᾠκικώς- ᾠκικυῖα- ᾠκικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ᾠκίκειν, ᾠκίκεις, ᾠκίκει, ᾠκίκεμεν, ᾠκίκετε, ᾠκίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
οἰκίζομαι, οἰκίζῃ/οἰκίζει, οἰκίζεται, οἰκιζόμεθα, οἰκίζεσθε, οἰκίζονται
οἰκίζωμαι, οἰκίζῃ, οἰκίζηται, οἰκιζώμεθα, οἰκίζησθε, οἰκίζωνται
οἰκιζοίμην, οἰκίζοιο, οἰκίζοιτο, οἰκιζοίμεθα, οἰκίζοισθε, οἰκίζοιντο
---, οἰκίζου, οἰκιζέσθω, ---, οἰκίζεσθε, οἰκιζέσθων ή οἰκιζέσθωσαν
οἰκίζεσθαι
οἰκιζόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ᾠκιζόμην, ᾠκίζου, ᾠκίζετο, ᾠκιζόμεθα, ᾠκίζεσθε, ᾠκίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
οἰκιοῦμαι, οἰκιῇ/οἰκιεῖ, οἰκιεῖται, οἰκιοῦμεθα, οἰκιεῖσθε, οἰκιοῦνται
οἰκιοίμην, οἰκιοῖο, οἰκιοῖτο, οἰκιοίμεθα, οἰκιοῖσθε, οἰκιοῖντο
οἰκιεῖσθαι
οἰκιούμενος
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
οἰκισθήσομαι, οἰκισθήσῃ/οἰκισθήσει, οἰκισθήσεται, οἰκισθησόμεθα, οἰκισθήσεσθε, οἰκισθήσονται
οἰκισθησοίμην, οἰκισθήσοιο, οἰκισθήσοιτο, οἰκισθησοίμεθα, οἰκισθήσοισθε, οἰκισθήσοιντο
οἰκισθήσεσθαι
οἰκισθησόμενος
Οριστική
ᾠκισάμην, ᾠκίσω, ᾠκίσατο, ᾠκισάμεθα, ᾠκίσασθε, ᾠκίσαντο
οἰκίσωμαι, οἰκίσῃ, οἰκίσηται, οἰκισώμεθα, οἰκίσησθε, οἰκίσωνται
οἰκισαίμην, οἰκίσαιο, οἰκίσαιτο, οἰκισαίμεθα, οἰκίσαισθε, οἰκίσαιντο
---, οἴκισαι, οἰκισάσθω, ---, οἰκίσασθε, οἰκισάσθων ή οἰκισάσθωσαν
οἰκίσασθαι
οἰκισάμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ᾠκίσθην, ᾠκίσθης, ᾠκίσθη, ᾠκίσθημεν, ᾠκίσθητε, ᾠκίσθησαν
οἰκισθῶ, οἰκισθῇς, οἰκισθῇ, οἰκισθῶμεν, οἰκισθῆτε, οἰκισθῶσι(ν)
οἰκισθείην, οἰκισθείης, οἰκισθείη, οἰκισθείημεν ή οἰκισθεῖμεν, οἰκισθείητε ή οἰκισθεῖτε, οἰκισθείησαν ή οἰκισθεῖεν
---, οἰκίσθητι, οἰκισθήτω, ---, οἰκίσθητε, οἰκισθέντων ή οἰκισθήτωσαν
οἰκισθῆναι
οἰκισθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ᾤκισμαι, ᾤκισαι, ᾤκισται, ᾠκίσμεθα, ᾤκισθε, ᾠκισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ᾠκισμένος- ᾠκισμένη-ᾠκισμένον ὦ
ᾠκισμένος- ᾠκισμένη-ᾠκισμένον ᾖς
ᾠκισμένοι- ᾠκισμέναι-ᾠκισμένα ὦμεν
Ευκτική
ᾠκισμένος- ᾠκισμένη-ᾠκισμένον εἴην
Προστακτική
---, ᾤκισο, ᾠκίσθω, --- ᾤκισθε, ᾠκίσθων ή ᾠκίσθωσαν
Απαρέμφατο
ᾠκίσθαι
ᾠκισμένος,
Υπερσυντέλικος
ᾠκίσμην, ᾤκισο, ᾤκιστο, ᾠκίσμεθα, ᾤκισθε, ᾠκισμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου