Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νουθετέω-ῶ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νουθετέω-ῶ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νουθετέω-»
 
νουθετ = συμβουλεύω
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νουθετ, νουθετες, νουθετε, νουθετομεν, νουθετετε, νουθετοσι(ν)
Υποτακτική
νουθετ, νουθετς, νουθετ, νουθετμεν, νουθεττε, νουθετσι(ν)
Ευκτική
νουθετομι, νουθετος, νουθετο, ή νουθετοίην, νουθετοίης, νουθετοίη, νουθετομεν, νουθετοτε, νουθετοεν
Προστακτική
---, νουθέτει, νουθετείτω, ---, νουθετετε, νουθετούντων (ή νουθετείτωσαν)
Απαρέμφατο
νουθετεν
Μετοχή
νουθετν, νουθετοσα, νουθετον
 
Παρατατικός
Οριστική
νουθέτουν, νουθέτεις, νουθέτει, νουθετομεν, νουθετετε, νουθέτουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
νουθετήσω, νουθετήσεις, νουθετήσει, νουθετήσομεν, νουθετήσετε, νουθετήσουσι(ν)
Ευκτική
νουθετήσοιμι, νουθετήσοις, νουθετήσοι, νουθετήσοιμεν, νουθετήσοιτε, νουθετήσοιεν
Απαρέμφατο
νουθετήσειν
Μετοχή
νουθετήσων, νουθετήσουσα, νουθετσον
 
Αόριστος
Οριστική
νουθέτησα, νουθέτησας, νουθέτησε(ν), νουθετήσαμεν, νουθετήσατε, νουθέτησαν
Υποτακτική
νουθετήσω, νουθετήσς, νουθετήσ, νουθετήσωμεν, νουθετήσητε, νουθετήσωσι(ν)
Ευκτική
νουθετήσαιμι, νουθετήσαις ή νουθετήσειας, νουθετήσαι ή νουθετήσαιε(ν) νουθετήσαιμεν, νουθετήσαιτε, νουθετήσαιεν ή νουθετήσειαν
Προστακτική
---, νουθέτησον, νουθετησάτω, ---, νουθετήσατε, νουθετησάντων (ή νουθετησάτωσαν)
Απαρέμφατο
νουθετσαι
Μετοχή
νουθετήσας, νουθετήσασα, νουθετσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νενουθέτηκα, νενουθέτηκας, νενουθέτηκε, νενουθετήκαμεν, νενουθετήκατε, νενουθετήκασι(ν)
 
Υποτακτική
νενουθετηκώς- νενουθετηκυα- νενουθετηκός
νενουθετηκώς- νενουθετηκυα- νενουθετηκός ς
νενουθετηκώς- νενουθετηκυα- νενουθετηκός
νενουθετηκότες- νενουθετηκυαι- νενουθετηκότα μεν
νενουθετηκότες- νενουθετηκυαι- νενουθετηκότα τε
νενουθετηκότες- νενουθετηκυαι- νενουθετηκότα σι
 
Ευκτική
νενουθετηκώς- νενουθετηκυα- νενουθετηκός εην
νενουθετηκώς- νενουθετηκυα- νενουθετηκός εης
νενουθετηκώς- νενουθετηκυα- νενουθετηκός εη
νενουθετηκότες- νενουθετηκυαι- νενουθετηκότα εημεν (εμεν)
νενουθετηκότες- νενουθετηκυαι- νενουθετηκότα εητε (ετε)
νενουθετηκότες- νενουθετηκυαι- νενουθετηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
νενουθετηκώς- νενουθετηκυα- νενουθετηκός σθι
νενουθετηκώς- νενουθετηκυα- νενουθετηκός στω
---
νενουθετηκότες- νενουθετηκυαι- νενουθετηκότα στε
νενουθετηκότες- νενουθετηκυαι- νενουθετηκότα στων
 
Απαρέμφατο
νενουθετηκέναι
Μετοχή
νενουθετηκώς, νενουθετηκυα, νενουθετηκός
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νουθετομαι, νουθετ ή νουθετε, νουθετεται, νουθετούμεθα, νουθετεσθε, νουθετονται
Υποτακτική
νουθετμαι, νουθετ, νουθετται, νουθετώμεθα, νουθετσθε, νουθετνται
Ευκτική
νουθετοίμην, νουθετοο, νουθετοτο, νουθετοίμεθα, νουθετοσθε, νουθετοντο
Προστακτική
---, νουθετο, νουθετείσθω, ---, νουθετεσθε, νουθετείσθων ή νουθετείσθωσαν
Απαρέμφατο
νουθετεσθαι
Μετοχή
νουθετούμενος
νουθετουμένη
νουθετούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
νουθετούμην, νουθετο, νουθετετο, νουθετούμεθα, νουθετεσθε, νουθετοντο
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
νουθετηθήσομαι, νουθετηθήσ ή νουθετηθήσει, νουθετηθήσεται, νουθετηθησόμεθα, νουθετηθήσεσθε, νουθετηθήσονται
Ευκτική
νουθετηθησοίμην, νουθετηθήσοιο, νουθετηθήσοιτο, νουθετηθησοίμεθα, νουθετηθήσοισθε, νουθετηθήσοιντο
Απαρέμφατο
νουθετηθήσεσθαι
Μετοχή
νουθετηθησόμενος
νουθετηθησομένη
νουθετηθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
νουθετήθην, νουθετήθης, νουθετήθη, νουθετήθημεν, νουθετήθητε, νουθετήθησαν
Υποτακτική
νουθετηθ, νουθετηθς, νουθετηθ, νουθετηθμεν, νουθετηθτε, νουθετηθσι(ν)
Ευκτική
νουθετηθείην, νουθετηθείης, νουθετηθείη, νουθετηθείημεν ή νουθετηθεμεν, νουθετηθείητε ή νουθετηθετε, νουθετηθείησαν ή νουθετηθεεν
Προστακτική
---, νουθετήθητι, νουθετηθήτω, ---, νουθετήθητε, νουθετηθέντων ή νουθετηθήτωσαν
Απαρέμφατο
νουθετηθναι
Μετοχή
νουθετηθείς
νουθετηθεσα
νουθετηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
νενουθέτημαι, νενουθέτησαι, νενουθέτηται, νενουθετήμεθα, νενουθέτησθε, νενουθέτηνται
 
Υποτακτική
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον ς
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα μεν
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα τε
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα σι
 
Ευκτική
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον εην
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον εης
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον εη
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα εημεν (εμεν)
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα εητε (ετε)
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, νενουθέτησο, νενουθετήσθω, --- νενουθέτησθε, νενουθετήσθων ή νενουθετήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
νενουθετσθαι
Μετοχή
νενουθετημένος,
νενουθετημένη,
νενουθετημένον
 
Υπερσυντέλικος
νενουθετήμην, νενουθέτησο, νενουθέτητο, νενουθετήμεθα, νενουθέτησθε, νενουθέτηντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...