Ryan
Burton
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὀφείλω»
(ὀφείλω = χρωστώ)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὀφείλω, ὀφείλεις, ὀφείλει, ὀφείλομεν, ὀφείλετε, ὀφείλουσι(ν)
ὀφείλω, ὀφείλῃς, ὀφείλῃ, ὀφείλωμεν, ὀφείλητε, ὀφείλωσι(ν)
ὀφείλοιμι, ὀφείλοις, ὀφείλοι, ὀφείλοιμεν, ὀφείλοιτε, ὀφείλοιεν
---, ὄφειλε, ὀφειλέτω, ---, ὀφείλετε, ὀφειλόντων (ή ὀφειλέτωσαν)
ὀφείλειν
ὀφείλων, ὀφείλουσα, ὀφεῖλον
Παρατατικός
Οριστική
ὤφειλον, ὤφειλες, ὤφειλε, ὠφείλομεν, ὠφείλετε, ὤφειλον
Μέλλοντας
Οριστική
ὀφειλήσω, ὀφειλήσεις, ὀφειλήσει, ὀφειλήσομεν, ὀφειλήσετε, ὀφειλήσουσι(ν)
ὀφειλήσοιμι, ὀφειλήσοις, ὀφειλήσοι, ὀφειλήσοιμεν, ὀφειλήσοιτε, ὀφειλήσοιεν
ὀφειλήσειν
ὀφειλήσων, ὀφειλήσουσα, ὀφειλῆσον
Αόριστος
Οριστική
ὠφείλησα, ὠφείλησας, ὠφείλησε(ν), ὠφειλήσαμεν, ὠφειλήσατε, ὠφείλησαν
ὀφειλήσω, ὀφειλήσῃς, ὀφειλήσῃ, ὀφειλήσωμεν, ὀφειλήσητε, ὀφειλήσωσι(ν)
ὀφειλήσαιμι, ὀφειλήσαις ή ὀφειλήσειας, ὀφειλήσαι ή ὀφειλήσειε(ν), ὀφειλήσαιμεν, ὀφειλήσαιτε, ὀφειλήσαιεν ή ὀφειλήσειαν
---, ὀφείλησον, ὀφειλησάτω, ---, ὀφειλήσατε, ὀφειλησάντων (ή ὀφειλησάτωσαν)
ὀφειλῆσαι
ὀφειλήσας, ὀφειλήσασα, ὀφειλῆσαν
Οριστική
ὤφελον, ὤφελες, ὤφελε(ν), ὠφέλομεν, ὠφέλετε, ὤφελον
ὀφέλω, ὀφέλῃς, ὀφέλῃ, ὀφέλωμεν, ὀφέλητε, ὀφέλωσι(ν)
ὀφέλοιμι, ὀφέλοις, ὀφέλοι, ὀφέλοιμεν, ὀφέλοιτε, ὀφέλοιεν
---, ὄφελε, ὀφελέτω, ---, ὀφέλετε, ὀφελόντων (ή ὀφελέτωσαν)
ὀφελεῖν
ὀφελών, ὀφελοῦσα, ὀφελόν
Παρακείμενος
Οριστική
ὠφείληκα, ὠφείληκας, ὠφείληκε, ὠφειλήκαμεν, ὠφειλήκατε, ὠφειλήκασι(ν)
Υποτακτική
ὠφειληκώς- ὠφειληκυῖα- ὠφειληκός ὦ
ὠφειληκώς- ὠφειληκυῖα- ὠφειληκός ᾖς
ὠφειληκότες- ὠφειληκυῖαι- ὠφειληκότα ὦμεν
Ευκτική
ὠφειληκώς- ὠφειληκυῖα- ὠφειληκός εἴην
Προστακτική
---
ὠφειληκώς- ὠφειληκυῖα- ὠφειληκός ἴσθι
ὠφειληκότες- ὠφειληκυῖαι- ὠφειληκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ὠφειληκέναι
ὠφειληκώς- ὠφειληκυῖα- ὠφειληκός
Οριστική
ὠφειλήκειν, ὠφειλήκεις, ὠφειλήκει, ὠφειλήκεμεν, ὠφειλήκετε, ὠφειλήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὀφείλομαι, ὀφείλῃ ή ὀφείλει, ὀφείλεται, ὀφειλόμεθα, ὀφείλεσθε, ὀφείλονται
ὀφείλωμαι, ὀφείλῃ, ὀφείληται, ὀφειλώμεθα, ὀφείλησθε, ὀφείλωνται
ὀφειλοίμην, ὀφείλοιο, ὀφείλοιτο, ὀφειλοίμεθα, ὀφείλοισθε, ὀφείλοιντο
---, ὀφείλου, ὀφειλέσθω, ---, ὀφείλεσθε, ὀφειλέσθων ή ὀφειλέσθωσαν
ὀφείλεσθαι
ὀφειλόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ὠφειλόμην, ὠφείλου, ὠφείλετο, ὠφειλόμεθα, ὠφείλεσθε, ὠφείλοντο
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ὠφειλήθην, ὠφειλήθης, ὠφειλήθη, ὠφειλήθημεν, ὠφειλήθητε, ὠφειλήθησαν
ὀφειληθῶ, ὀφειληθῇς, ὀφειληθῇ, ὀφειληθῶμεν, ὀφειληθῆτε, ὀφειληθῶσι(ν)
ὀφειληθείην, ὀφειληθείης, ὀφειληθείη, ὀφειληθείημεν ή ὀφειληθεῖμεν, ὀφειληθείητε ή ὀφειληθεῖτε, ὀφειληθείησαν ή ὀφειληθεῖεν
---, ὀφειλήθητι, ὀφειληθήτω, ---, ὀφειλήθητε, ὀφειληθέντων ή ὀφειληθήτωσαν
ὀφειληθῆναι
ὀφειληθείς
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου