Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πήγνυμι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πήγνυμι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Laurie Search 

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πήγνυμι»
 
[πήνυμι: μπήγω, καρφώνω]
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πήγνυμι, πήγνυς, πήγνυσι, πήγνυμεν, πήγνυτε, πηγνύασι(ν)
Υποτακτική
πηγνύω, πηγνύς, πηγνύ, πηγνύωμεν, πηγνύητε, πηγνύωσι(ν)
Ευκτική
πηγνύοιμι, πηγνύοις, πηγνύοι, πηγνύοιμεν, πηγνύοιτε, πηγνύοιεν
Προστακτική
---, πήγνυ, πηγνύτω, ---, πήγνυτε, πηγνύντων (ή πηγνύτωσαν)
Απαρέμφατο
πηγνναι
Μετοχή
πηγνύς, πηγνσα, πηγνύν
 
Αόριστος
Οριστική
πηξα, πηξας, πηξε(ν), πήξαμεν, πήξατε, πηξαν
Υποτακτική
πήξω, πήξς, πήξ, πήξωμεν, πήξητε, πήξωσι(ν)
Ευκτική
πήξαιμι, πήξαις ή πήξειας, πήξαι ή πήξειε(ν), πήξαιμεν, πήξαιτε, πήξαιεν ή πήξειαν
Προστακτική
---, πξον, πηξάτω, ---, πήξατε, πηξάντων (ή πηξάτωσαν)
Απαρέμφατο
πξαι
Μετοχή
πήξας, πήξασα, πξαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πήγνυμαι, πήγνυσαι, πήγνυται, πηγνύμεθα, πήγνυσθε, πήγνυνται
Υποτακτική
πηγνύωμαι, πηγνύ, πηγνύηται, πηγνυώμεθα, πηγνύησθε, πηγνύωνται
Ευκτική
πηγνυοίμην, πηγνύοιο, πηγνύοιτο, πηγνυοίμεθα, πηγνύοισθε, πηγνύοιντο
Προστακτική
---, πήγνυσο, πηγνύσθω, ---, πήγνυσθε, πηγνύσθων ή πηγνύσθωσαν
Απαρέμφατο
πήγνυσθαι
Μετοχή
πηγνύμενος
πηγνυμένη
πηγνύμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
πηγνύμην, πήγνυσο, πήγνυτο, πηγνύμεθα, πήγνυσθε, πήγνυντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
παγήσομαι, παγήσ ή παγήσει, παγήσεται, παγησόμεθα, παγήσεσθε, παγήσονται
Ευκτική
παγησοίμην, παγήσοιο, παγήσοιτο, παγησοίμεθα, παγήσοισθε, παγήσοιντο
Απαρέμφατο
παγήσεσθαι
Μετοχή
παγησόμενος
παγησομένη
παγησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
πηξάμην, πήξω, πήξατο, πηξάμεθα, πήξασθε, πήξαντο
Υποτακτική
πήξωμαι, πήξ, πήξηται, πηξώμεθα, πήξησθε, πήξωνται
Ευκτική
πηξαίμην, πήξαιο, πήξαιτο, πηξαίμεθα, πήξαισθε, πήξαιντο
Προστακτική
---, πξαι, πηξάσθω, ---, πήξασθε, πηξάσθων ή πηξάσθωσαν
Απαρέμφατο
πήξασθαι
Μετοχή
πηξάμενος
πηξαμένη
πηξάμενον
 
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
πάγην, πάγης, πάγη, πάγημεν, πάγητε, πάγησαν
Υποτακτική
παγ, παγς, παγ, παγμεν, παγτε, παγσι(ν)
Ευκτική
παγείην, παγείης, παγείη, παγείημεν ή παγεμεν, παγείητε ή παγετε, παγείησαν ή παγεεν
Προστακτική
---, πάγηθι, παγήτω, ---, πάγητε, παγέντων ή παγήτωσαν
Απαρέμφατο
παγναι
Μετοχή
παγείς
παγεσα
παγέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέπηγα, πέπηγας, πέπηγα, πεπήγαμεν, πεπήγατε, πεπήγασι
 
Υποτακτική
πεπηγώς- πεπηγυα- πεπηγός
πεπηγώς- πεπηγυα- πεπηγός ς
πεπηγώς- πεπηγυα- πεπηγός
πεπηγότες- πεπηγυαι- πεπηγότα μεν
πεπηγότες- πεπηγυαι- πεπηγότα τε
πεπηγότες- πεπηγυαι- πεπηγότα σι
 
Ευκτική
πεπηγώς- πεπηγυα- πεπηγός εην
πεπηγώς- πεπηγυα- πεπηγός εης
πεπηγώς- πεπηγυα- πεπηγός εη
πεπηγότες- πεπηγυαι- πεπηγότα εημεν (εμεν)
πεπηγότες- πεπηγυαι- πεπηγότα εητε (ετε)
πεπηγότες- πεπηγυαι- πεπηγότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεπηγώς- πεπηγυα- πεπηγός σθι
πεπηγώς- πεπηγυα- πεπηγός στω
---
πεπηγότες- πεπηγυαι- πεπηγότα στε
πεπηγότες- πεπηγυαι- πεπηγότα στων
 
Απαρέμφατο
πεπηγέναι
Μετοχή
πεπηγώς,
πεπηγυα,
πεπηγός
 
Υπερσυντέλικος
πεπήγειν, πεπήγεις, πεπήγει, πεπήγεμεν, πεπήγετε, πεπήγεσαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...