Mario Sanchez Nevado
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χρίω»
(χρίω = αλείφω, μυρώνω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
χρίω, χρίεις, χρίει, χρίομεν, χρίετε, χρίουσι(ν)
Υποτακτική
χρίω, χρίῃς, χρίῃ, χρίωμεν, χρίητε, χρίωσι(ν)
Ευκτική
χρίοιμι, χρίοις, χρίοι, χρίοιμεν, χρίοιτε, χρίοιεν
Προστακτική
---, χρῖε, χριέτω, ---, χρίετε, χριόντων (ή χριέτωσαν)
Απαρέμφατο
χρίειν
Μετοχή
χρίων, χρίουσα, χρῖον
Παρατατικός
Οριστική
ἔχριον, ἔχριες, ἔχριε, ἐχρίομεν, ἐχρίετε, ἔχριον
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
χρίομαι, χρίῃ ή χρίει, χρίεται, χριόμεθα, χρίεσθε, χρίονται
Υποτακτική
χρίωμαι, χρίῃ, χρίηται, χριώμεθα, χρίησθε, χρίωνται
Ευκτική
χριοίμην, χρίοιο, χρίοιτο, χριοίμεθα, χρίοισθε, χρίοιντο
Προστακτική
---, χρίου, χριέσθω, ---, χρίεσθε, χριέσθων ή χριέσθωσαν
Απαρέμφατο
χρίεσθαι
Μετοχή
χριόμενος
χριομένη
χριόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐχριόμην, ἐχρίου, ἐχρίετο, ἐχριόμεθα, ἐχρίεσθε, ἐχρίοντο
Αόριστος
Οριστική
ἐχρισάμην, ἐχρίσω, ἐχρίσατο, ἐχρισάμεθα, ἐχρίσασθε, ἐχρίσαντο
Υποτακτική
χρίσωμαι, χρίσῃ, χρίσηται, χρισώμεθα, χρίσησθε, χρίσωνται
Ευκτική
χρισαίμην, χρίσαιο, χρίσαιτο, χρισαίμεθα, χρίσαισθε, χρίσαιντο
Προστακτική
---, χρῖσαι, χρισάσθω, ---, χρίσασθε, χρισάσθων ή χρισάσθωσαν
Απαρέμφατο
χρίσασθαι
Μετοχή
χρισάμενος
χρισαμένη
χρισάμενον
Παρακείμενος
Οριστική
κέχριμαι, κέχρισαι, κέχριται, κεχρίμεθα, κέχρισθε, κέχρινται
Υποτακτική
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον ὦ
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον ᾖς
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον ᾖ
κεχριμένοι- κεχριμέναι -κεχριμένα ὦμεν
κεχριμένοι- κεχριμέναι -κεχριμένα ἦτε
κεχριμένοι- κεχριμέναι -κεχριμένα ὦσι
Ευκτική
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον εἴην
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον εἴης
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον εἴη
κεχριμένοι- κεχριμέναι -κεχριμένα εἴημεν (εἶμεν)
κεχριμένοι- κεχριμέναι -κεχριμένα εἴητε (εἶτε)
κεχριμένοι- κεχριμέναι -κεχριμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, κέχρισο, κεχρίσθω, --- κέχρισθε, κεχρίσθων ή κεχρίσθωσαν
Απαρέμφατο
κεχρῖσθαι
Μετοχή
κεχριμένος,
κεχριμένη,
κεχριμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεχρίμην, ἐκέχρισο, ἐκέχριτο, ἐκεχρίμεθα, ἐκέχρισθε, ἐκέχριντο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χρίω»
Ενεστώτας
Οριστική
χρίω, χρίεις, χρίει, χρίομεν, χρίετε, χρίουσι(ν)
χρίω, χρίῃς, χρίῃ, χρίωμεν, χρίητε, χρίωσι(ν)
χρίοιμι, χρίοις, χρίοι, χρίοιμεν, χρίοιτε, χρίοιεν
Προστακτική
---, χρῖε, χριέτω, ---, χρίετε, χριόντων (ή χριέτωσαν)
χρίειν
Μετοχή
χρίων, χρίουσα, χρῖον
Παρατατικός
Οριστική
ἔχριον, ἔχριες, ἔχριε, ἐχρίομεν, ἐχρίετε, ἔχριον
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
χρίομαι, χρίῃ ή χρίει, χρίεται, χριόμεθα, χρίεσθε, χρίονται
χρίωμαι, χρίῃ, χρίηται, χριώμεθα, χρίησθε, χρίωνται
χριοίμην, χρίοιο, χρίοιτο, χριοίμεθα, χρίοισθε, χρίοιντο
Προστακτική
---, χρίου, χριέσθω, ---, χρίεσθε, χριέσθων ή χριέσθωσαν
Απαρέμφατο
χρίεσθαι
Μετοχή
χριόμενος
χριομένη
χριόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐχριόμην, ἐχρίου, ἐχρίετο, ἐχριόμεθα, ἐχρίεσθε, ἐχρίοντο
Αόριστος
Οριστική
ἐχρισάμην, ἐχρίσω, ἐχρίσατο, ἐχρισάμεθα, ἐχρίσασθε, ἐχρίσαντο
χρίσωμαι, χρίσῃ, χρίσηται, χρισώμεθα, χρίσησθε, χρίσωνται
χρισαίμην, χρίσαιο, χρίσαιτο, χρισαίμεθα, χρίσαισθε, χρίσαιντο
Προστακτική
---, χρῖσαι, χρισάσθω, ---, χρίσασθε, χρισάσθων ή χρισάσθωσαν
χρίσασθαι
Μετοχή
χρισάμενος
χρισαμένη
χρισάμενον
Παρακείμενος
Οριστική
κέχριμαι, κέχρισαι, κέχριται, κεχρίμεθα, κέχρισθε, κέχρινται
Υποτακτική
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον ὦ
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον ᾖς
κεχριμένοι- κεχριμέναι -κεχριμένα ὦμεν
Ευκτική
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον εἴην
Προστακτική
---, κέχρισο, κεχρίσθω, --- κέχρισθε, κεχρίσθων ή κεχρίσθωσαν
Απαρέμφατο
κεχρῖσθαι
κεχριμένος,
κεχριμένη,
κεχριμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεχρίμην, ἐκέχρισο, ἐκέχριτο, ἐκεχρίμεθα, ἐκέχρισθε, ἐκέχριντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου