Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιπράσκω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιπράσκω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Design Turnpike 

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πιπράσκω»
 
πιπράσκω = πουλάω 
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιπράσκω, πιπράσκεις, πιπράσκει, πιπράσκομεν, πιπράσκετε, πιπράσκουσι(ν)
Υποτακτική
πιπράσκω, πιπράσκς, πιπράσκ, πιπράσκωμεν, πιπράσκητε, πιπράσκωσι(ν)
Ευκτική
πιπράσκοιμι, πιπράσκοις, πιπράσκοι, πιπράσκοιμεν, πιπράσκοιτε, πιπράσκοιεν
Προστακτική
---, πίπρασκε, πιπρασκέτω, ---, πιπράσκετε, πιπρασκόντων (ή πιπρασκέτωσαν)
Απαρέμφατο
πιπράσκειν
Μετοχή
πιπράσκων, πιπράσκουσα, πιπράσκον
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέπρακα, πέπρακας, πέπρακε, πεπράκαμεν, πεπράκατε, πεπράκασι(ν)
 
Υποτακτική
πεπρακώς- πεπρακυα- πεπρακός
πεπρακώς- πεπρακυα- πεπρακός ς
πεπρακώς- πεπρακυα- πεπρακός
πεπρακότες- πεπρακυαι- πεπρακότα μεν
πεπρακότες- πεπρακυαι- πεπρακότα τε
πεπρακότες- πεπρακυαι- πεπρακότα σι
 
Ευκτική
πεπρακώς- πεπρακυα- πεπρακός εην
πεπρακώς- πεπρακυα- πεπρακός εης
πεπρακώς- πεπρακυα- πεπρακός εη
πεπρακότες- πεπρακυαι- πεπρακότα εημεν (εμεν)
πεπρακότες- πεπρακυαι- πεπρακότα εητε (ετε)
πεπρακότες- πεπρακυαι- πεπρακότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
πεπρακώς- πεπρακυα- πεπρακός σθι
πεπρακώς- πεπρακυα- πεπρακός στω
---
πεπρακότες- πεπρακυαι- πεπρακότα στε
πεπρακότες- πεπρακυαι- πεπρακότα στων
 
Απαρέμφατο
πεπρακέναι
Μετοχή
πεπρακώς- πεπρακυα- πεπρακός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
πεπράκειν, πεπράκεις, πεπράκει, πεπράκεμεν, πεπράκετε, πεπράκεσαν
 
Μέση φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
πιπράσκομαι, πιπράσκ ή πιπράσκει, πιπράσκεται, πιπρασκόμεθα, πιπράσκεσθε, πιπράσκονται
Υποτακτική
πιπράσκωμαι, πιπράσκ, πιπράσκηται, πιπρασκώμεθα, πιπράσκησθε, πιπράσκωνται
Ευκτική
πιπρασκοίμην, πιπράσκοιο, πιπράσκοιτο, πιπρασκοίμεθα, πιπράσκοισθε, πιπράσκοιντο
Προστακτική
---, πιπράσκου, πιπρασκέσθω, ---, πιπράσκεσθε, πιπρασκέσθων ή πιπρασκέσθωσαν
Απαρέμφατο
πιπράσκεσθαι
Μετοχή
πιπρασκόμενος
πιπρασκομένη
πιπρασκόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
πράθην, πράθης, πράθη, πράθημεν, πράθητε, πράθησαν
Υποτακτική
πραθ, πραθς, πραθ, πραθμεν, πραθτε, πραθσι(ν)
Ευκτική
πραθείην, πραθείης, πραθείη, πραθείημεν ή πραθεμεν, πραθείητε ή πραθετε, πραθείησαν ή πραθεεν
Προστακτική
---, πράθητι, πραθήτω, ---, πράθητε, πραθέντων ή πραθήτωσαν
Απαρέμφατο
πραθναι
Μετοχή
πραθείς
πραθεσα
πραθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέπραμαι, πέπρασαι, πέπραται, πεπράμεθα, πέπρασθε, πέπρανται
 
Υποτακτική
πεπραμένος- πεπραμένη- πεπραμένον
πεπραμένος- πεπραμένη- πεπραμένον ς
πεπραμένος- πεπραμένη- πεπραμένον
πεπραμένοι- πεπραμέναι- πεπραμένα μεν
πεπραμένοι- πεπραμέναι- πεπραμένα τε
πεπραμένοι- πεπραμέναι- πεπραμένα σι
 
Ευκτική
πεπραμένος- πεπραμένη- πεπραμένον εην
πεπραμένος- πεπραμένη- πεπραμένον εης
πεπραμένος- πεπραμένη- πεπραμένον εη
πεπραμένοι- πεπραμέναι- πεπραμένα εημεν (εμεν)
πεπραμένοι- πεπραμέναι- πεπραμένα εητε (ετε)
πεπραμένοι- πεπραμέναι- πεπραμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πέπρασο, πεπράσθω, --- πέπρασθε, πεπράσθων ή πεπράσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεπράσθαι
Μετοχή
πεπραμένος,
πεπραμένη,
πεπραμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεπράμην, πέπρασο, πέπρατο, πεπράμεθα, πέπρασθε, πέπραντο
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
πεπράσομαι, πεπράσ ή πεπράσει, πεπράσεται, πεπρασόμεθα, πεπράσεσθε, πεπράσονται
Ευκτική
πεπρασοίμην, πεπράσοιο, πεπράσοιτο, πεπρασοίμεθα, πεπράσοισθε, πεπράσοιντο
Απαρέμφατο
πεπράσεσθαι
Μετοχή
πεπρασόμενος
πεπρασομένη
πεπρασόμενον

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...