Slim Aarons
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νέω»
(νέω = πλέω, κολυμπώ)
Ενεστώτας
Οριστική
νέω, νεῖς, νεῖ, νέομεν, νεῖτε, νέουσι(ν)
Υποτακτική
νέω, νέῃς, νέῃ, νέωμεν, νέητε, νέωσι(ν)
Ευκτική
νέοιμι, νέοις, νέοι, νέοιμεν, νέοιτε, νέοιεν
Προστακτική
---, νεῖ, νείτω, ---, νεῖτε, νεόντων (ή νείτωσαν)
Απαρέμφατο
νεῖν
Μετοχή
νέων, νέουσα, νέον
Παρατατικός
Οριστική
ἔνεον, ἔνεις, ἔνει, ἐνέομεν, ἐνεῖτε, ἔνεον
Μέλλοντας
Οριστική
νεύσομαι, νεύσῃ ή νεύσει, νεύσεται, νευσόμεθα, νεύσεσθε, νεύσονται
Ευκτική
νευσοίμην, νεύσοιο, νεύσοιτο, νευσοίμεθα, νεύσοισθε, νεύσοιντο
Απαρέμφατο
νεύσεσθαι
Μετοχή
νευσόμενος
νευσομένη
νευσόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἔνευσα, ἔνευσας, ἔνευσε(ν), ἐνεύσαμεν, ἐνεύσατε, ἔνευσαν
Υποτακτική
νεύσω, νεύσῃς, νεύσῃ, νεύσωμεν, νεύσητε, νεύσωσι(ν)
Ευκτική
νεύσαιμι, νεύσαις ή νεύσειας, νεύσαι ή νεύσειε(ν), νεύσαιμεν, νεύσαιτε, νεύσαιεν ή νεύσειαν
Προστακτική
---, νεῦσον, νευσάτω, ---, νεύσατε, νευσάντων (ή νευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
νεῦσαι
Μετοχή
νεύσας, νεύσασα, νεῦσαν
Παρακείμενος
Οριστική
νένευκα, νένευκας, νένευκε, νενεύκαμεν, νενεύκατε, νενεύκασι(ν)
Υποτακτική
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός ὦ
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός ᾖς
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός ᾖ
νενευκότες- νενευκυῖαι- νενευκότα ὦμεν
νενευκότες- νενευκυῖαι- νενευκότα ἦτε
νενευκότες- νενευκυῖαι- νενευκότα ὦσι
Ευκτική
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός εἴην
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός εἴης
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός εἴη
νενευκότες- νενευκυῖαι- νενευκότα εἴημεν (εἶμεν)
νενευκότες- νενευκυῖαι- νενευκότα εἴητε (εἶτε)
νενευκότες- νενευκυῖαι- νενευκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός ἴσθι
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός ἔστω
---
νενευκότες- νενευκυῖαι- νενευκότα ἔστε
νενευκότες- νενευκυῖαι- νενευκότα ἔστων
Απαρέμφατο
νενευκέναι
Μετοχή
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νέω»
(νέω = πλέω, κολυμπώ)
Ενεστώτας
Οριστική
νέω, νεῖς, νεῖ, νέομεν, νεῖτε, νέουσι(ν)
νέω, νέῃς, νέῃ, νέωμεν, νέητε, νέωσι(ν)
νέοιμι, νέοις, νέοι, νέοιμεν, νέοιτε, νέοιεν
Προστακτική
---, νεῖ, νείτω, ---, νεῖτε, νεόντων (ή νείτωσαν)
νεῖν
νέων, νέουσα, νέον
Παρατατικός
Οριστική
ἔνεον, ἔνεις, ἔνει, ἐνέομεν, ἐνεῖτε, ἔνεον
Μέλλοντας
Οριστική
νεύσομαι, νεύσῃ ή νεύσει, νεύσεται, νευσόμεθα, νεύσεσθε, νεύσονται
νευσοίμην, νεύσοιο, νεύσοιτο, νευσοίμεθα, νεύσοισθε, νεύσοιντο
Απαρέμφατο
νεύσεσθαι
Μετοχή
νευσόμενος
νευσομένη
νευσόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἔνευσα, ἔνευσας, ἔνευσε(ν), ἐνεύσαμεν, ἐνεύσατε, ἔνευσαν
νεύσω, νεύσῃς, νεύσῃ, νεύσωμεν, νεύσητε, νεύσωσι(ν)
νεύσαιμι, νεύσαις ή νεύσειας, νεύσαι ή νεύσειε(ν), νεύσαιμεν, νεύσαιτε, νεύσαιεν ή νεύσειαν
Προστακτική
---, νεῦσον, νευσάτω, ---, νεύσατε, νευσάντων (ή νευσάτωσαν)
νεῦσαι
νεύσας, νεύσασα, νεῦσαν
Παρακείμενος
Οριστική
νένευκα, νένευκας, νένευκε, νενεύκαμεν, νενεύκατε, νενεύκασι(ν)
Υποτακτική
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός ὦ
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός ᾖς
νενευκότες- νενευκυῖαι- νενευκότα ὦμεν
Ευκτική
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός εἴην
Προστακτική
---
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός ἴσθι
νενευκότες- νενευκυῖαι- νενευκότα ἔστε
Απαρέμφατο
νενευκέναι
Μετοχή
νενευκώς- νενευκυῖα- νενευκός
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου