Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φείδομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φείδομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Tony Rubino

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φείδομαι»
 
φείδομαι = κάνω οικονομία, προσέχω, λυπάμαι
 
Ενεστώτας
Οριστική
φείδομαι, φείδ ή φείδει, φείδεται, φειδόμεθα, φείδεσθε, φείδονται
Υποτακτική
φείδωμαι, φείδ, φείδηται, φειδώμεθα, φείδησθε, φείδωνται
Ευκτική
φειδοίμην, φείδοιο, φείδοιτο, φειδοίμεθα, φείδοισθε, φείδοιντο
Προστακτική
---, φείδου, φειδέσθω, ---, φείδεσθε, φειδέσθων ή φειδέσθωσαν
Απαρέμφατο
φείδεσθαι
Μετοχή
φειδόμενος
φειδομένη
φειδόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
φειδόμην, φείδου, φείδετο, φειδόμεθα, φείδεσθε, φείδοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
φείσομαι, φείσ ή φείσει, φείσεται, φεισόμεθα, φείσεσθε, φείσονται
Ευκτική
φεισοίμην, φείσοιο, φείσοιτο, φεισοίμεθα, φείσοισθε, φείσοιντο
Απαρέμφατο
φείσεσθαι
Μετοχή
φεισόμενος
φεισομένη
φεισόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
φεισθήσομαι, φεισθήσ ή φεισθήσει, φεισθήσεται, φεισθησόμεθα, φεισθήσεσθε, φεισθήσονται
Ευκτική
φεισθησοίμην, φεισθήσοιο, φεισθήσοιτο, φεισθησοίμεθα, φεισθήσοισθε, φεισθήσοιντο
Απαρέμφατο
φεισθήσεσθαι
Μετοχή
φεισθησόμενος
φεισθησομένη
φεισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
φεισάμην, φείσω, φείσατο, φεισάμεθα, φείσασθε, φείσαντο
Υποτακτική
φείσωμαι, φείσ, φείσηται, φεισώμεθα, φείσησθε, φείσωνται
Ευκτική
φεισαίμην, φείσαιο, φείσαιτο, φεισαίμεθα, φείσαισθε, φείσαιντο
Προστακτική
---, φεσαι, φεισάσθω, ---, φείσασθε, φεισάσθων ή φεισάσθωσαν
Απαρέμφατο
φείσασθαι
Μετοχή
φεισάμενος
φεισαμένη
φεισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
φείσθην, φείσθης, φείσθη, φείσθημεν, φείσθητε, φείσθησαν
Υποτακτική
φεισθ, φεισθς, φεισθ, φεισθμεν, φεισθτε, φεισθσι(ν)
Ευκτική
φεισθείην, φεισθείης, φεισθείη, φεισθείημεν ή φεισθεμεν, φεισθείητε ή φεισθετε, φεισθείησαν ή φεισθεεν
Προστακτική
---, φείσθητι, φεισθήτω, ---, φείσθητε, φεισθέντων ή φεισθήτωσαν
Απαρέμφατο
φεισθναι
Μετοχή
φεισθείς
φεισθεσα
φεισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
πέφεισμαι, πέφεισαι, πέφεισται, πεφείσμεθα, πέφεισθε, πεφεισμένοι εσί
 
Υποτακτική
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον ς
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα μεν
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα τε
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα σι
 
Ευκτική
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εην
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εης
πεφεισμένος- πεφεισμένη- πεφεισμένον εη
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εημεν (εμεν)
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εητε (ετε)
πεφεισμένοι- πεφεισμέναι- πεφεισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, πέφεισο, πεφείσθω, --- πέφεισθε, πεφείσθων ή πεφείσθωσαν
 
Απαρέμφατο
πεφεσθαι
Μετοχή
πεφεισμένος,
πεφεισμένη,
πεφεισμένον
 
Υπερσυντέλικος
πεφείσμην, πέφεισο, πέφειστο, πεφείσμεθα, πέφεισθε, πεφεισμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...