Sebastien Del Grosso
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κρεμάννυμι»
κρεμάννυμι = κρεμάω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρεμάννυμι, κρεμάννυς, κρεμάννυσι, κρεμάννυμεν, κρεμάννυτε, κρεμαννύασι(ν)
κρεμαννύω, κρεμαννύῃς, κρεμαννύῃ, κρεμαννύωμεν, κρεμαννύητε, κρεμαννύωσι(ν)
κρεμαννύοιμι, κρεμαννύοις, κρεμαννύοι, κρεμαννύοιμεν, κρεμαννύοιτε, κρεμαννύοιεν
Προστακτική
---, κρεμάννυ, κρεμαννύτω, ---, κρεμάννυτε, κρεμαννύντων (ή κρεμαννύτωσαν)
Απαρέμφατο
κρεμαννύναι
Μετοχή
κρεμαννύς, κρεμαννῦσα, κρεμαννύν
Οριστική
ἐκρέμασα, ἐκρέμασας, ἐκρέμασε(ν), ἐκρεμάσαμεν, ἐκρεμάσατε, ἐκρέμασαν
κρεμάσω, κρεμάσῃς, κρεμάσῃ, κρεμάσωμεν, κρεμάσητε, κρεμάσωσι(ν)
κρεμάσαιμι, κρεμάσαις ή κρεμάσειας, κρεμάσαι ή κρεμάσειε, κρεμάσαιμεν, κρεμάσαιτε, κρεμάσαιεν ή κρεμάσειαν
Προστακτική
---, κρέμασον, κρεμασάτω, ---, κρεμάσατε, κρεμασάντων (ή κρεμασάτωσαν)
Απαρέμφατο
κρεμάσαι
Μετοχή
κρεμάσας, κρεμάσασα, κρεμάσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κρεμάννυμαι, κρεμάννυσαι, κρεμάννυται, κρεμαννύμεθα, κρεμάννυσθε, κρεμάννυνται
κρεμαννύωμαι, κρεμαννύῃ, κρεμαννύηται, κρεμαννυώμεθα, κρεμαννύησθε, κρεμαννύωνται
κρεμαννυοίμην, κρεμαννύοιο, κρεμαννύοιτο, κρεμαννυοίμεθα, κρεμαννύοισθε, κρεμαννύοιντο
Προστακτική
---, κρεμάννυσο, κρεμαννύσθω, ---, κρεμάννυσθε, κρεμαννύσθων ή κρεμαννύσθωσαν
Απαρέμφατο
κρεμάννυσθαι
Μετοχή
κρεμαννύμενος
κρεμαννυμένη
κρεμαννύμενον
Οριστική
ἐκρεμάσθην, ἐκρεμάσθης, ἐκρεμάσθη, ἐκρεμάσθημεν, ἐκρεμάσθητε, ἐκρεμάσθησαν
κρεμασθῶ, κρεμασθῇς, κρεμασθῇ, κρεμασθῶμεν, κρεμασθῆτε, κρεμασθῶσι(ν)
κρεμασθείην, κρεμασθείης, κρεμασθείη, κρεμασθείημεν ή κρεμασθεῖμεν, κρεμασθείητε ή κρεμασθεῖτε, κρεμασθείησαν ή κρεμασθεῖεν
---, κρεμάσθητι, κρεμασθήτω, ---, κρεμάσθητε, κρεμασθέντων ή κρεμασθήτωσαν
Απαρέμφατο
κρεμασθῆναι
κρεμασθείς
κρεμασθεῖσα
Οριστική
κρέμαμαι, κρέμασαι, κρέμαται, κρεμάμεθα, κρέμασθε, κρέμανται
Υποτακτική
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον ὦ
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον ᾖς
κρεμάμενοι- κρεμαμέναι- κρεμάμενα ὦμεν
Ευκτική
κρεμάμενος- κρεμάμενη- κρεμάμενον εἴην
Προστακτική
---, κρέμασο, κρεμάσθω, --- κρέμασθε, κρεμάσθων ή κρεμάσθωσαν
Απαρέμφατο
κρεμάσθαι
Μετοχή
κρεμάμενος,
κρεμάμενη,
κρεμάμενον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου