Lindsay Ferguson
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βλώσκω»
Οριστική
βλώσκω, βλώσκεις, βλώσκει, βλώσκομεν, βλώσκετε, βλώσκουσι(ν)
βλώσκω, βλώσκῃς, βλώσκῃ, βλώσκωμεν, βλώσκητε, βλώσκωσι(ν)
βλώσκοιμι, βλώσκοις, βλώσκοι, βλώσκοιμεν, βλώσκοιτε, βλώσκοιεν
Προστακτική
---, βλῶσκε, βλωσκέτω, ---, βλώσκετε, βλωσκόντων (ή βλωσκέτωσαν)
βλώσκειν
Μετοχή
βλώσκων, βλώσκουσα, βλῶσκον
Οριστική
ἔμολον, ἔμολες, ἔμολε(ν), ἐμόλομεν, ἐμόλετε, ἔμολον
μόλω, μόλῃς, μόλῃ, μόλωμεν, μόλητε, μόλωσι(ν)
μόλοιμι, μόλοις, μόλοι, μόλοιμεν, μόλοιτε, μόλοιεν
Προστακτική
---, μόλε, μολέτω, ---, μόλετε, μολόντων (ή μολέτωσαν)
Απαρέμφατο
μολεῖν
μολών, μολοῦσα, μολόν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου