David Rijckaert iii
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δῃόω / δῃῶ»
(δῃῶ = λεηλατώ, σφάζω, καίω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δῃῶ, δῃοῖς, δῃοῖ, δῃοῦμεν, δῃοῦτε, δῃοῦσι(ν)
Υποτακτική
δῃῶ, δῃοῖς, δῃοῖ, δῃῶμεν, δῃῶτε, δῃῶσι(ν)
Ευκτική
δῃοῖμι, δῃοῖς, δῃοῖ, (ή δῃοίην, δῃοίης, δῃοίη), δῃοῖμεν, δῃοῖτε, δῃοῖεν
Προστακτική
---, δῄου, δῃούτω, ---, δῃοῦτε, δῃούντων (ή δῃούτωσαν)
Απαρέμφατο
δῃοῦν
Μετοχή
δῃῶν, δῃοῦσα, δῃοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδῄουν, ἐδῄους, ἐδῄου, ἐδῃοῦμεν, ἐδῃοῦτε, ἐδῄουν
Μέλλοντας
Οριστική
δῃώσω, δῃώσεις, δῃώσει, δῃώσομεν, δῃώσετε, δῃώσουσι(ν)
Ευκτική
δῃώσοιμι, δῃώσοις, δῃώσοι, δῃώσοιμεν, δῃώσοιτε, δῃώσοιεν
Απαρέμφατο
δῃώσειν
Μετοχή
δῃώσων, δῃώσουσα, δῃῶσον
Αόριστος
Οριστική
ἐδῄωσα, ἐδῄωσας, ἐδῄωσε(ν), ἐδῃώσαμεν, ἐδῃώσατε, ἐδῄωσαν
Υποτακτική
δῃώσω, δῃώσῃς, δῃώσῃ, δῃώσωμεν, δῃώσητε, δῃώσωσι(ν)
Ευκτική
δῃώσαιμι, δῃώσαις ή δῃώσειας, δῃώσαι ή δῃώσειε(ν), δῃώσαιμεν, δῃώσαιτε, δῃώσαιεν ή δῃώσειαν
Προστακτική
---, δῄωσον, δῃωσάτω, ---, δῃώσατε, δῃωσάντων (ή δῃωσάτωσαν)
Απαρέμφατο
δῃῶσαι
Μετοχή
δῃώσας, δῃώσασα, δῃῶσαν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδῄωκα, δεδῄωκας, δεδῄωκε, δεδῃώκαμεν, δεδῃώκατε, δεδῃώκασι(ν)
Υποτακτική
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός ὦ
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός ᾖς
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός ᾖ
δεδῃωκότες- δεδῃωκυῖαι- δεδῃωκότα ὦμεν
δεδῃωκότες- δεδῃωκυῖαι- δεδῃωκότα ἦτε
δεδῃωκότες- δεδῃωκυῖαι- δεδῃωκότα ὦσι
Ευκτική
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός εἴην
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός εἴης
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός εἴη
δεδῃωκότες- δεδῃωκυῖαι- δεδῃωκότα εἴημεν (εἶμεν)
δεδῃωκότες- δεδῃωκυῖαι- δεδῃωκότα εἴητε (εἶτε)
δεδῃωκότες- δεδῃωκυῖαι- δεδῃωκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός ἴσθι
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός ἔστω
---
δεδῃωκότες- δεδῃωκυῖαι- δεδῃωκότα ἔστε
δεδῃωκότες- δεδῃωκυῖαι- δεδῃωκότα ἔστων
Απαρέμφατο
δεδῃωκέναι
Μετοχή
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδῃώκειν, ἐδεδῃώκεις, ἐδεδῃώκει, ἐδεδῃώκεμεν, ἐδεδῃώκετε, ἐδεδῃώκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δῃοῦμαι, δῃοῖ, δῃοῦται, δῃούμεθα, δῃοῦσθε, δῃοῦνται
Υποτακτική
δῃῶμαι, δῃοῖ, δῃῶται, δῃώμεθα, δῃῶσθε, δῃῶνται
Ευκτική
δῃοίμην, δῃοῖο, δῃοῖτο, δῃοίμεθα, δῃοῖσθε, δῃοῖντο
Προστακτική
---, δῃοῦ, δῃούσθω, ---, δῃοῦσθε, δῃούσθων ή δῃούσθωσαν
Απαρέμφατο
δῃοῦσθαι
Μετοχή
δῃούμενος
δῃουμένη
δῃούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδῃούμην, ἐδῃοῦ, ἐδῃοῦτο, ἐδῃούμεθα, ἐδῃοῦσθε, ἐδῃοῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
δῃώσομαι, δῃώσῃ ή δῃώσει, δῃώσεται, δῃωσόμεθα, δῃώσεσθε, δῃώσονται
Ευκτική
δῃωσοίμην, δῃώσοιο, δῃώσοιτο, δῃωσοίμεθα, δῃώσοισθε, δῃώσοιντο
Απαρέμφατο
δῃώσεσθαι
Μετοχή
δῃωσόμενος
δῃωσομένη
δῃωσόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐδῃωσάμην, ἐδῃώσω, ἐδῃώσατο, ἐδῃωσάμεθα, ἐδῃώσασθε, ἐδῃώσαντο
Υποτακτική
δῃώσωμαι, δῃώσῃ, δῃώσηται, δῃωσώμεθα, δῃώσησθε, δῃώσωνται
Ευκτική
δῃωσαίμην, δῃώσαιο, δῃώσαιτο, δῃωσαίμεθα, δῃώσαισθε, δῃώσαιντο
Προστακτική
---, δῄωσαι, δῃωσάσθω, ---, δῃώσασθε, δῃωσάσθων ή δῃωσάσθωσαν
Απαρέμφατο
δῃώσασθαι
Μετοχή
δῃωσάμενος
δῃωσαμένη
δῃωσάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐδῃώθην, ἐδῃώθης, ἐδῃώθη, ἐδῃώθημεν, ἐδῃώθητε, ἐδῃώθησαν
Υποτακτική
δῃωθῶ, δῃωθῇς, δῃωθῇ, δῃωθῶμεν, δῃωθῆτε, δῃωθῶσι(ν)
Ευκτική
δῃωθείην, δῃωθείης, δῃωθείη, δῃωθείημεν ή δῃωθεῖμεν, δῃωθείητε ή δῃωθεῖτε, δῃωθείησαν ή δῃωθεῖεν
Προστακτική
---, δῃώθητι, δῃωθήτω, ---, δῃώθητε, δῃωθέντων ή δῃωθήτωσαν
Απαρέμφατο
δῃωθῆναι
Μετοχή
δῃωθείς
δῃωθεῖσα
δῃωθέν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδῄωμαι, δεδῄωσαι, δεδῄωται, δεδῃώμεθα, δεδῄωσθε, δεδῄωνται
Υποτακτική
δεδῃωμένος- δεδῃωμένη- δεδῃωμένον ὦ
δεδῃωμένος- δεδῃωμένη- δεδῃωμένον ᾖς
δεδῃωμένος- δεδῃωμένη- δεδῃωμένον ᾖ
δεδῃωμένοι- δεδῃωμέναι- δεδῃωμένα ὦμεν
δεδῃωμένοι- δεδῃωμέναι- δεδῃωμένα ἦτε
δεδῃωμένοι- δεδῃωμέναι- δεδῃωμένα ὦσι
Ευκτική
δεδῃωμένος- δεδῃωμένη- δεδῃωμένον εἴην
δεδῃωμένος- δεδῃωμένη- δεδῃωμένον εἴης
δεδῃωμένος- δεδῃωμένη- δεδῃωμένον εἴη
δεδῃωμένοι- δεδῃωμέναι- δεδῃωμένα εἴημεν (εἶμεν)
δεδῃωμένοι- δεδῃωμέναι- δεδῃωμένα εἴητε (εἶτε)
δεδῃωμένοι- δεδῃωμέναι- δεδῃωμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, δεδῄωσο, δεδῃώσθω, --- δεδῄωσθε, δεδῃώσθων ή δεδῃώσθωσαν
Απαρέμφατο
δεδῃῶσθαι
Μετοχή
δεδῃωμένος,
δεδῃωμένη,
δεδῃωμένον
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δῃόω / δῃῶ»
(δῃῶ = λεηλατώ, σφάζω, καίω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δῃῶ, δῃοῖς, δῃοῖ, δῃοῦμεν, δῃοῦτε, δῃοῦσι(ν)
δῃῶ, δῃοῖς, δῃοῖ, δῃῶμεν, δῃῶτε, δῃῶσι(ν)
δῃοῖμι, δῃοῖς, δῃοῖ, (ή δῃοίην, δῃοίης, δῃοίη), δῃοῖμεν, δῃοῖτε, δῃοῖεν
---, δῄου, δῃούτω, ---, δῃοῦτε, δῃούντων (ή δῃούτωσαν)
δῃοῦν
δῃῶν, δῃοῦσα, δῃοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐδῄουν, ἐδῄους, ἐδῄου, ἐδῃοῦμεν, ἐδῃοῦτε, ἐδῄουν
Μέλλοντας
Οριστική
δῃώσω, δῃώσεις, δῃώσει, δῃώσομεν, δῃώσετε, δῃώσουσι(ν)
δῃώσοιμι, δῃώσοις, δῃώσοι, δῃώσοιμεν, δῃώσοιτε, δῃώσοιεν
δῃώσειν
δῃώσων, δῃώσουσα, δῃῶσον
Αόριστος
Οριστική
ἐδῄωσα, ἐδῄωσας, ἐδῄωσε(ν), ἐδῃώσαμεν, ἐδῃώσατε, ἐδῄωσαν
δῃώσω, δῃώσῃς, δῃώσῃ, δῃώσωμεν, δῃώσητε, δῃώσωσι(ν)
δῃώσαιμι, δῃώσαις ή δῃώσειας, δῃώσαι ή δῃώσειε(ν), δῃώσαιμεν, δῃώσαιτε, δῃώσαιεν ή δῃώσειαν
---, δῄωσον, δῃωσάτω, ---, δῃώσατε, δῃωσάντων (ή δῃωσάτωσαν)
δῃῶσαι
δῃώσας, δῃώσασα, δῃῶσαν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδῄωκα, δεδῄωκας, δεδῄωκε, δεδῃώκαμεν, δεδῃώκατε, δεδῃώκασι(ν)
Υποτακτική
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός ὦ
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός ᾖς
δεδῃωκότες- δεδῃωκυῖαι- δεδῃωκότα ὦμεν
Ευκτική
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός εἴην
Προστακτική
---
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός ἴσθι
δεδῃωκότες- δεδῃωκυῖαι- δεδῃωκότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδῃωκέναι
δεδῃωκώς- δεδῃωκυῖα- δεδῃωκός
Οριστική
ἐδεδῃώκειν, ἐδεδῃώκεις, ἐδεδῃώκει, ἐδεδῃώκεμεν, ἐδεδῃώκετε, ἐδεδῃώκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δῃοῦμαι, δῃοῖ, δῃοῦται, δῃούμεθα, δῃοῦσθε, δῃοῦνται
δῃῶμαι, δῃοῖ, δῃῶται, δῃώμεθα, δῃῶσθε, δῃῶνται
δῃοίμην, δῃοῖο, δῃοῖτο, δῃοίμεθα, δῃοῖσθε, δῃοῖντο
---, δῃοῦ, δῃούσθω, ---, δῃοῦσθε, δῃούσθων ή δῃούσθωσαν
δῃοῦσθαι
δῃούμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἐδῃούμην, ἐδῃοῦ, ἐδῃοῦτο, ἐδῃούμεθα, ἐδῃοῦσθε, ἐδῃοῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
δῃώσομαι, δῃώσῃ ή δῃώσει, δῃώσεται, δῃωσόμεθα, δῃώσεσθε, δῃώσονται
δῃωσοίμην, δῃώσοιο, δῃώσοιτο, δῃωσοίμεθα, δῃώσοισθε, δῃώσοιντο
δῃώσεσθαι
δῃωσόμενος
Αόριστος
Οριστική
ἐδῃωσάμην, ἐδῃώσω, ἐδῃώσατο, ἐδῃωσάμεθα, ἐδῃώσασθε, ἐδῃώσαντο
δῃώσωμαι, δῃώσῃ, δῃώσηται, δῃωσώμεθα, δῃώσησθε, δῃώσωνται
δῃωσαίμην, δῃώσαιο, δῃώσαιτο, δῃωσαίμεθα, δῃώσαισθε, δῃώσαιντο
---, δῄωσαι, δῃωσάσθω, ---, δῃώσασθε, δῃωσάσθων ή δῃωσάσθωσαν
δῃώσασθαι
δῃωσάμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐδῃώθην, ἐδῃώθης, ἐδῃώθη, ἐδῃώθημεν, ἐδῃώθητε, ἐδῃώθησαν
δῃωθῶ, δῃωθῇς, δῃωθῇ, δῃωθῶμεν, δῃωθῆτε, δῃωθῶσι(ν)
δῃωθείην, δῃωθείης, δῃωθείη, δῃωθείημεν ή δῃωθεῖμεν, δῃωθείητε ή δῃωθεῖτε, δῃωθείησαν ή δῃωθεῖεν
---, δῃώθητι, δῃωθήτω, ---, δῃώθητε, δῃωθέντων ή δῃωθήτωσαν
δῃωθῆναι
δῃωθείς
Παρακείμενος
Οριστική
δεδῄωμαι, δεδῄωσαι, δεδῄωται, δεδῃώμεθα, δεδῄωσθε, δεδῄωνται
Υποτακτική
δεδῃωμένος- δεδῃωμένη- δεδῃωμένον ὦ
δεδῃωμένος- δεδῃωμένη- δεδῃωμένον ᾖς
δεδῃωμένοι- δεδῃωμέναι- δεδῃωμένα ὦμεν
Ευκτική
δεδῃωμένος- δεδῃωμένη- δεδῃωμένον εἴην
Προστακτική
---, δεδῄωσο, δεδῃώσθω, --- δεδῄωσθε, δεδῃώσθων ή δεδῃώσθωσαν
Απαρέμφατο
δεδῃῶσθαι
δεδῃωμένος,
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου