Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κόπτω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κόπτω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κόπτω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κόπτω, κόπτεις, κόπτει, κόπτομεν, κόπτετε, κόπτουσι(ν)
Υποτακτική
κόπτω, κόπτς, κόπτ, κόπτωμεν, κόπτητε, κόπτωσι(ν)
Ευκτική
κόπτοιμι, κόπτοις, κόπτοι, κόπτοιμεν, κόπτοιτε, κόπτοιεν
Προστακτική
---, κόπτε, κοπτέτω, ---, κόπτετε, κοπτόντων (ή κοπτέτωσαν)
Απαρέμφατο
κόπτειν
Μετοχή
κόπτων, κόπτουσα, κόπτον
 
Παρατατικός
Οριστική
κοπτον, κοπτες, κοπτε, κόπτομεν, κόπτετε, κοπτον
 
Μέλλοντας
Οριστική
κόψω, κόψεις, κόψει, κόψομεν, κόψετε, κόψουσι(ν)
Ευκτική
κόψοιμι, κόψοις, κόψοι, κόψοιμεν, κόψοιτε, κόψοιεν
Απαρέμφατο
κόψειν
Μετοχή
κόψων, κόψουσα, κόψον
 
Αόριστος
Οριστική
κοψα, κοψας, κοψε(ν), κόψαμεν, κόψατε, κοψαν
Υποτακτική
κόψω, κόψς, κόψ, κόψωμεν, κόψητε, κόψωσι(ν)
Ευκτική
κόψαιμι, κόψαις ή κόψειας, κόψαι ή κόψειε(ν), κόψαιμεν, κόψαιτε, κόψαιεν ή κόψειαν
Προστακτική
---, κόψον, κοψάτω, ---, κόψατε, κοψάντων (ή κοψάτωσαν)
Απαρέμφατο
κόψαι
Μετοχή
κόψας, κόψασα, κόψαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέκοφα, κέκοφας, κέκοφε, κεκόφαμεν, κεκόφατε, κεκόφασι(ν)
 
Υποτακτική
κεκοφώς- κεκοφυα- κεκοφός
κεκοφώς- κεκοφυα- κεκοφός ς
κεκοφώς- κεκοφυα- κεκοφός
κεκοφότες- κεκοφυαι- κεκοφότα μεν
κεκοφότες- κεκοφυαι- κεκοφότα τε
κεκοφότες- κεκοφυαι- κεκοφότα σι
 
Ευκτική
κεκοφώς- κεκοφυα- κεκοφός εην
κεκοφώς- κεκοφυα- κεκοφός εης
κεκοφώς- κεκοφυα- κεκοφός εη
κεκοφότες- κεκοφυαι- κεκοφότα εημεν (εμεν)
κεκοφότες- κεκοφυαι- κεκοφότα εητε (ετε)
κεκοφότες- κεκοφυαι- κεκοφότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κεκοφώς- κεκοφυα- κεκοφός σθι
κεκοφώς- κεκοφυα- κεκοφός στω
---
κεκοφότες- κεκοφυαι- κεκοφότα στε
κεκοφότες- κεκοφυαι- κεκοφότα στων
 
Απαρέμφατο
κεκοφέναι
Μετοχή
κεκοφώς- κεκοφυα- κεκοφός
 
Υπερσυντέλικος
κεκόφειν, κεκόφεις, κεκόφει, κεκόφεμεν, κεκόφετε, κεκόφεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κόπτομαι, κόπτ ή κόπτει, κόπτεται, κοπτόμεθα, κόπτεσθε, κόπτονται
Υποτακτική
κόπτωμαι, κόπτ, κόπτηται, κοπτώμεθα, κόπτησθε, κόπτωνται
Ευκτική
κοπτοίμην, κόπτοιο, κόπτοιτο, κοπτοίμεθα, κόπτοισθε, κόπτοιντο
Προστακτική
---, κόπτου, κοπτέσθω, ---, κόπτεσθε, κοπτέσθων ή κοπτέσθωσαν
Απαρέμφατο
κόπτεσθαι
Μετοχή
κοπτόμενος
κοπτομένη
κοπτόμενον
 
Παρατατικός
κοπτόμην, κόπτου, κόπτετο, κοπτόμεθα, κόπτεσθε, κόπτοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
κόψομαι, κόψ ή κόψει, κόψεται, κοψόμεθα, κόψεσθε, κόψονται
Ευκτική
κοψοίμην, κόψοιο, κόψοιτο, κοψοίμεθα, κόψοισθε, κόψοιντο
Απαρέμφατο
κόψεσθαι
Μετοχή
κοψόμενος
κοψομένη
κοψόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας Β΄
Οριστική
κοπήσομαι, κοπήσ ή κοπήσει, κοπήσεται, κοπησόμεθα, κοπήσεσθε, κοπήσονται
Ευκτική
κοπησοίμην, κοπήσοιο, κοπήσοιτο, κοπησοίμεθα, κοπήσοισθε, κοπήσοιντο
Απαρέμφατο
κοπήσεσθαι
Μετοχή
κοπησόμενος
κοπησομένη
κοπησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
κοψάμην, κόψω, κόψατο, κοψάμεθα, κόψασθε, κόψαντο
Υποτακτική
κόψωμαι, κόψ, κόψηται, κοψώμεθα, κόψησθε, κόψωνται
Ευκτική
κοψαίμην, κόψαιο, κόψαιτο, κοψαίμεθα, κόψαισθε, κόψαιντο
Προστακτική
---, κόψαι, κοψάσθω, ---, κόψασθε, κοψάσθων ή κοψάσθωσαν
Απαρέμφατο
κόψασθαι
Μετοχή
κοψάμενος
κοψαμένη
κοψάμενον
 
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
κόπην, κόπης, κόπη, κόπημεν, κόπητε, κόπησαν
Υποτακτική
κοπ, κοπς, κοπ, κοπμεν, κοπτε, κοπσι(ν)
Ευκτική
κοπείην, κοπείης, κοπείη, κοπείημεν ή κοπεμεν, κοπείητε ή κοπετε, κοπείησαν ή κοπεεν
Προστακτική
---, κόπηθι, κοπήτω, ---, κόπητε, κοπέντων ή κοπήτωσαν
Απαρέμφατο
κοπναι
Μετοχή
κοπείς, κοπεσα, κοπέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέκομμαι, κέκοψαι, κέκοπται, κεκόμμεθα, κέκοφθε, κεκομμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον ς
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα μεν
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα τε
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα σι
 
Ευκτική
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον εην
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον εης
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον εη
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα εημεν (εμεν)
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα εητε (ετε)
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κέκοψο, κεκόφθω, --- κέκοφθε, κεκόφθων ή κεκόφθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεκόφθαι
Μετοχή
κεκομμένος,
κεκομμένη,
κεκομμένον
 
Υπερσυντέλικος
κεκόμμην, κέκοψο, κέκοπτο, κεκόμμεθα, κέκοφθε, κεκομμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...