Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κόπτω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κόπτω, κόπτεις, κόπτει, κόπτομεν, κόπτετε, κόπτουσι(ν)
κόπτω, κόπτῃς, κόπτῃ, κόπτωμεν, κόπτητε, κόπτωσι(ν)
κόπτοιμι, κόπτοις, κόπτοι, κόπτοιμεν, κόπτοιτε, κόπτοιεν
Προστακτική
---, κόπτε, κοπτέτω, ---, κόπτετε, κοπτόντων (ή κοπτέτωσαν)
Απαρέμφατο
κόπτειν
Μετοχή
κόπτων, κόπτουσα, κόπτον
Παρατατικός
Οριστική
ἔκοπτον, ἔκοπτες, ἔκοπτε, ἐκόπτομεν, ἐκόπτετε, ἔκοπτον
Μέλλοντας
Οριστική
κόψω, κόψεις, κόψει, κόψομεν, κόψετε, κόψουσι(ν)
κόψοιμι, κόψοις, κόψοι, κόψοιμεν, κόψοιτε, κόψοιεν
Απαρέμφατο
κόψειν
Μετοχή
κόψων, κόψουσα, κόψον
Αόριστος
Οριστική
ἔκοψα, ἔκοψας, ἔκοψε(ν), ἐκόψαμεν, ἐκόψατε, ἔκοψαν
κόψω, κόψῃς, κόψῃ, κόψωμεν, κόψητε, κόψωσι(ν)
κόψαιμι, κόψαις ή κόψειας, κόψαι ή κόψειε(ν), κόψαιμεν, κόψαιτε, κόψαιεν ή κόψειαν
Προστακτική
---, κόψον, κοψάτω, ---, κόψατε, κοψάντων (ή κοψάτωσαν)
Απαρέμφατο
κόψαι
Μετοχή
κόψας, κόψασα, κόψαν
Παρακείμενος
Οριστική
κέκοφα, κέκοφας, κέκοφε, κεκόφαμεν, κεκόφατε, κεκόφασι(ν)
Υποτακτική
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός ὦ
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός ᾖς
κεκοφότες- κεκοφυῖαι- κεκοφότα ὦμεν
Ευκτική
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός εἴην
Προστακτική
---
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός ἴσθι
κεκοφότες- κεκοφυῖαι- κεκοφότα ἔστε
Απαρέμφατο
κεκοφέναι
Μετοχή
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός
ἐκεκόφειν, ἐκεκόφεις, ἐκεκόφει, ἐκεκόφεμεν, ἐκεκόφετε, ἐκεκόφεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κόπτομαι, κόπτῃ ή κόπτει, κόπτεται, κοπτόμεθα, κόπτεσθε, κόπτονται
κόπτωμαι, κόπτῃ, κόπτηται, κοπτώμεθα, κόπτησθε, κόπτωνται
κοπτοίμην, κόπτοιο, κόπτοιτο, κοπτοίμεθα, κόπτοισθε, κόπτοιντο
Προστακτική
---, κόπτου, κοπτέσθω, ---, κόπτεσθε, κοπτέσθων ή κοπτέσθωσαν
Απαρέμφατο
κόπτεσθαι
Μετοχή
κοπτόμενος
κοπτομένη
κοπτόμενον
ἐκοπτόμην, ἐκόπτου, ἐκόπτετο, ἐκοπτόμεθα, ἐκόπτεσθε, ἐκόπτοντο
Οριστική
κόψομαι, κόψῃ ή κόψει, κόψεται, κοψόμεθα, κόψεσθε, κόψονται
κοψοίμην, κόψοιο, κόψοιτο, κοψοίμεθα, κόψοισθε, κόψοιντο
Απαρέμφατο
κόψεσθαι
Μετοχή
κοψόμενος
κοψομένη
κοψόμενον
Οριστική
κοπήσομαι, κοπήσῃ ή κοπήσει, κοπήσεται, κοπησόμεθα, κοπήσεσθε, κοπήσονται
κοπησοίμην, κοπήσοιο, κοπήσοιτο, κοπησοίμεθα, κοπήσοισθε, κοπήσοιντο
Απαρέμφατο
κοπήσεσθαι
Μετοχή
κοπησόμενος
κοπησομένη
κοπησόμενον
Οριστική
ἐκοψάμην, ἐκόψω, ἐκόψατο, ἐκοψάμεθα, ἐκόψασθε, ἐκόψαντο
κόψωμαι, κόψῃ, κόψηται, κοψώμεθα, κόψησθε, κόψωνται
κοψαίμην, κόψαιο, κόψαιτο, κοψαίμεθα, κόψαισθε, κόψαιντο
Προστακτική
---, κόψαι, κοψάσθω, ---, κόψασθε, κοψάσθων ή κοψάσθωσαν
Απαρέμφατο
κόψασθαι
Μετοχή
κοψάμενος
κοψαμένη
κοψάμενον
Οριστική
ἐκόπην, ἐκόπης, ἐκόπη, ἐκόπημεν, ἐκόπητε, ἐκόπησαν
κοπῶ, κοπῇς, κοπῇ, κοπῶμεν, κοπῆτε, κοπῶσι(ν)
κοπείην, κοπείης, κοπείη, κοπείημεν ή κοπεῖμεν, κοπείητε ή κοπεῖτε, κοπείησαν ή κοπεῖεν
---, κόπηθι, κοπήτω, ---, κόπητε, κοπέντων ή κοπήτωσαν
Απαρέμφατο
κοπῆναι
κοπείς, κοπεῖσα, κοπέν
Παρακείμενος
Οριστική
κέκομμαι, κέκοψαι, κέκοπται, κεκόμμεθα, κέκοφθε, κεκομμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον ὦ
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον ᾖς
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα ὦμεν
Ευκτική
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον εἴην
Προστακτική
---, κέκοψο, κεκόφθω, --- κέκοφθε, κεκόφθων ή κεκόφθωσαν
Απαρέμφατο
κεκόφθαι
Μετοχή
κεκομμένος,
κεκομμένη,
κεκομμένον
ἐκεκόμμην, ἐκέκοψο, ἐκέκοπτο, ἐκεκόμμεθα, ἐκέκοφθε, κεκομμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου