Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναδεικνύω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναδεικνύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναδεικνύω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναδεικνύω, αναδεικνύεις, αναδεικνύει, αναδεικνύουμε, αναδεικνύετε, αναδεικνύουν (ή αναδεικνύουνε)
Υποτακτική
να αναδεικνύω, να αναδεικνύεις, να αναδεικνύει, να αναδεικνύουμε, να αναδεικνύετε, να αναδεικνύουν (ή να αναδεικνύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αναδείκνυε – β΄ πληθυντικό: αναδεικνύετε 
Μετοχή
αναδεικνύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
αναδείκνυα, αναδείκνυες, αναδείκνυε, αναδεικνύαμε, αναδεικνύατε, αναδείκνυαν (ή αναδεικνύανε)
 
Αόριστος
Οριστική
ανέδειξα, ανέδειξες, ανέδειξε, αναδείξαμε, αναδείξατε, ανέδειξαν (ή αναδείξανε)
(& χωρίς χρονική αύξηση: ανάδειξα, ανάδειξες, ανάδειξε)
Υποτακτική
να αναδείξω, να αναδείξεις, να αναδείξει, να αναδείξουμε, να αναδείξετε, να αναδείξουν
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάδειξε – β΄ πληθυντικό: αναδείξτε ή αναδείξετε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναδεικνύω, θα αναδεικνύεις, θα αναδεικνύει, θα αναδεικνύουμε, θα αναδεικνύετε, θα αναδεικνύουν (ή θα αναδεικνύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναδείξω, θα αναδείξεις, θα αναδείξει, θα αναδείξουμε, θα αναδείξετε, θα αναδείξουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναδείξει, θα έχεις αναδείξει, θα έχει αναδείξει, θα έχουμε αναδείξει, θα έχετε αναδείξει, θα έχουν αναδείξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναδείξει, έχεις αναδείξει, έχει αναδείξει, έχουμε αναδείξει, έχετε αναδείξει, έχουν αναδείξει
Υποτακτική
να έχω αναδείξει, να έχεις αναδείξει, να έχει αναδείξει, να έχουμε αναδείξει, να έχετε αναδείξει, να έχουν αναδείξει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναδείξει, είχες αναδείξει, είχε αναδείξει, είχαμε αναδείξει, είχατε αναδείξει, είχαν/είχανε αναδείξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναδεικνύομαι, αναδεικνύεσαι, αναδεικνύεται, αναδεικνυόμαστε, αναδεικνύεστε, αναδεικνύονται
Υποτακτική
να αναδεικνύομαι, να αναδεικνύεσαι, να αναδεικνύεται, να αναδεικνυόμαστε, να αναδεικνύεστε, να αναδεικνύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναδεικνύεστε
Μετοχή
αναδεικνυόμενος, αναδεικνυόμενη, αναδεικνυόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
αναδεικνυόμουν, αναδεικνυόσουν, αναδεικνυόταν, αναδεικνυόμαστε, αναδεικνυόσαστε, αναδεικνύονταν
(& αναδεικνυόμουνα, αναδεικνυόσουνα, αναδεικνυότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
αναδείχτηκα, αναδείχτηκες, αναδείχτηκε, αναδειχτήκαμε, αναδειχτήκατε, αναδείχτηκαν
(& αναδείχθηκα, αναδείχθηκες, αναδείχθηκε, αναδειχθήκαμε, αναδειχθήκατε, αναδείχθηκαν)
Υποτακτική
να αναδειχτώ, να αναδειχτείς, να αναδειχτεί, να αναδειχτούμε, να αναδειχτείτε, να αναδειχτούν (ή να αναδειχτούνε)
(& να αναδειχθώ, να αναδειχθείς, να αναδειχθεί, να αναδειχθούμε, να αναδειχθείτε, να αναδειχθούν (ή να αναδειχθούνε))
Προστακτική
β΄ ενικού: αναδείξου β΄ πληθυντικό: αναδειχθείτε /αναδειχτείτε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναδεικνύομαι, θα αναδεικνύεσαι, θα αναδεικνύεται, θα αναδεικνυόμαστε, θα αναδεικνύεστε, θα αναδεικνύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναδειχτώ, θα αναδειχτείς, θα αναδειχτεί, θα αναδειχτούμε, θα αναδειχτείτε, θα αναδειχτούν (ή θα αναδειχτούνε)
(& θα αναδειχθώ, θα αναδειχθείς, θα αναδειχθεί, θα αναδειχθούμε, θα αναδειχθείτε, θα αναδειχθούν (ή θα αναδειχθούνε))
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναδειχτεί, θα έχεις αναδειχτεί, θα έχει αναδειχτεί, θα έχουμε αναδειχτεί, θα έχετε αναδειχτεί, θα έχουν αναδειχτεί
(& θα έχω αναδειχθεί, θα έχεις αναδειχθεί, θα έχει αναδειχθεί, θα έχουμε αναδειχθεί, θα έχετε αναδειχθεί, θα έχουν αναδειχθεί)
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναδειχτεί, έχεις αναδειχτεί, έχει αναδειχτεί, έχουμε αναδειχτεί, έχετε αναδειχτεί, έχουν αναδειχτεί
(& έχω αναδειχθεί, έχεις αναδειχθεί, έχει αναδειχθεί, έχουμε αναδειχθεί, έχετε αναδειχθεί, έχουν αναδειχθεί)
Υποτακτική
να έχω αναδειχτεί, να έχεις αναδειχτεί, να έχει αναδειχτεί, να έχουμε αναδειχτεί, να έχετε αναδειχτεί, να έχουν αναδειχτεί
(& να έχω αναδειχθεί, να έχεις αναδειχθεί, να έχει αναδειχθεί, να έχουμε αναδειχθεί, να έχετε αναδειχθεί, να έχουν αναδειχθεί)
Μετοχή
αναδειγμένος, αναδειγμένη, αναδειγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναδειχτεί, είχες αναδειχτεί, είχε αναδειχτεί, είχαμε αναδειχτεί, είχατε αναδειχτεί, είχαν(ε) αναδειχτεί
(& είχα αναδειχθεί, είχες αναδειχθεί, είχε αναδειχθεί, είχαμε αναδειχθεί, είχατε αναδειχθεί, είχαν(ε) αναδειχθεί)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...