Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μορφώνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μορφώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Johan Swanepoel
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μορφώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μορφώνω, μορφώνεις, μορφώνει, μορφώνουμε, μορφώνετε, μορφώνουν (ή μορφώνουνε)
Υποτακτική
να μορφώνω, να μορφώνεις, να μορφώνει, να μορφώνουμε, να μορφώνετε, να μορφώνουν (ή να μορφώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μόρφωνε – β΄ πληθυντικό: μορφώνετε
Μετοχή
μορφώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
μόρφωνα, μόρφωνες, μόρφωνε, μορφώναμε, μορφώνατε, μόρφωναν ή μορφώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
μόρφωσα, μόρφωσες, μόρφωσε, μορφώσαμε, μορφώσατε, μόρφωσαν ή μορφώσανε
Υποτακτική
να μορφώσω, να μορφώσεις, να μορφώσει, να μορφώσουμε, να μορφώσετε, να μορφώσουν (ή να μορφώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μόρφωσε – β΄ πληθυντικό: μορφώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μορφώνω, θα μορφώνεις, θα μορφώνει, θα μορφώνουμε, θα μορφώνετε, θα μορφώνουν (ή θα μορφώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μορφώσω, θα μορφώσεις, θα μορφώσει, θα μορφώσουμε, θα μορφώσετε, θα μορφώσουν (ή θα μορφώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μορφώσει, θα έχεις μορφώσει, θα έχει μορφώσει, θα έχουμε μορφώσει, θα έχετε μορφώσει, θα έχουν(ε) μορφώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μορφώσει, έχεις μορφώσει, έχει μορφώσει, έχουμε μορφώσει, έχετε μορφώσει, έχουν(ε) μορφώσει
Υποτακτική
να έχω μορφώσει, να έχεις μορφώσει, να έχει μορφώσει, να έχουμε μορφώσει, να έχετε μορφώσει, να έχουν(ε) μορφώσει
Μετοχή
έχοντας μορφώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μορφώσει, είχες μορφώσει, είχε μορφώσει, είχαμε μορφώσει, είχατε μορφώσει, είχαν(ε) μορφώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μορφώνομαι, μορφώνεσαι, μορφώνεται, μορφωνόμαστε, μορφώνεστε, μορφώνονται
Υποτακτική
να μορφώνομαι, να μορφώνεσαι, να μορφώνεται, να μορφωνόμαστε, να μορφώνεστε, να μορφώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μορφώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
μορφωνόμουν, μορφωνόσουν, μορφωνόταν, μορφωνόμαστε, μορφωνόσαστε, μορφώνονταν
(& μορφωνόμουνα, μορφωνόσουνα, μορφωνότανε, μορφωνόμασταν, μορφωνόσασταν, μορφωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
μορφώθηκα, μορφώθηκες, μορφώθηκε, μορφωθήκαμε, μορφωθήκατε, μορφώθηκαν (ή μορφωθήκανε)
Υποτακτική
να μορφωθώ, να μορφωθείς, να μορφωθεί, να μορφωθούμε, να μορφωθείτε, να μορφωθούν (ή να μορφωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μορφώσου - β΄ πληθυντικό: μορφωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μορφώνομαι, θα μορφώνεσαι, θα μορφώνεται, θα μορφωνόμαστε, θα μορφώνεστε, θα μορφώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μορφωθώ, θα μορφωθείς, θα μορφωθεί, θα μορφωθούμε, θα μορφωθείτε, θα μορφωθούν (ή θα μορφωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μορφωθεί, θα έχεις μορφωθεί, θα έχει μορφωθεί, θα έχουμε μορφωθεί, θα έχετε μορφωθεί, θα έχουν(ε) μορφωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μορφωθεί, έχεις μορφωθεί, έχει μορφωθεί, έχουμε μορφωθεί, έχετε μορφωθεί, έχουν(ε) μορφωθεί
Υποτακτική
να έχω μορφωθεί, να έχεις μορφωθεί, να έχει μορφωθεί, να έχουμε μορφωθεί, να έχετε μορφωθεί, να έχουν(ε) μορφωθεί
Μετοχή
μορφωμένος, μορφωμένη, μορφωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μορφωθεί, είχες μορφωθεί, είχε μορφωθεί, είχαμε μορφωθεί, είχατε μορφωθεί, είχαν(ε) μορφωθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...