Henryk Siemieradzki
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αθωώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αθωώνω, αθωώνεις, αθωώνει, αθωώνουμε, αθωώνετε, αθωώνουν (ή αθωώνουνε)
Υποτακτική
να αθωώνω, να αθωώνεις, να αθωώνει, να αθωώνουμε, να αθωώνετε, να αθωώνουν (ή να αθωώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αθώωνε – β΄ πληθυντικό: αθωώνετε
Μετοχή
αθωώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
αθώωνα, αθώωνες, αθώωνε, αθωώναμε, αθωώνατε, αθώωναν ή αθωώνανε
Αόριστος
Οριστική
αθώωσα, αθώωσες, αθώωσε, αθωώσαμε, αθωώσατε, αθώωσαν ή αθωώσανε
Υποτακτική
να αθωώσω, να αθωώσεις, να αθωώσει, να αθωώσουμε, να αθωώσετε, να αθωώσουν (ή να αθωώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αθώωσε – β΄ πληθυντικό: αθωώστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αθωώνω, θα αθωώνεις, θα αθωώνει, θα αθωώνουμε, θα αθωώνετε, θα αθωώνουν (ή θα αθωώνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αθωώσω, θα αθωώσεις, θα αθωώσει, θα αθωώσουμε, θα αθωώσετε, θα αθωώσουν (ή θα αθωώσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αθωώσει, θα έχεις αθωώσει, θα έχει αθωώσει, θα έχουμε αθωώσει, θα έχετε αθωώσει, θα έχουν(ε) αθωώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αθωώσει, έχεις αθωώσει, έχει αθωώσει, έχουμε αθωώσει, έχετε αθωώσει, έχουν(ε) αθωώσει
Υποτακτική
να έχω αθωώσει, να έχεις αθωώσει, να έχει αθωώσει, να έχουμε αθωώσει, να έχετε αθωώσει, να έχουν(ε) αθωώσει
Μετοχή
έχοντας αθωώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αθωώσει, είχες αθωώσει, είχε αθωώσει, είχαμε αθωώσει, είχατε αθωώσει, είχαν(ε) αθωώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αθωώνομαι, αθωώνεσαι, αθωώνεται, αθωωνόμαστε, αθωώνεστε, αθωώνονται
Υποτακτική
να αθωώνομαι, να αθωώνεσαι, να αθωώνεται, να αθωωνόμαστε, να αθωώνεστε, να αθωώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αθωώνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
αθωωνόμουν, αθωωνόσουν, αθωωνόταν, αθωωνόμαστε, αθωωνόσαστε, αθωώνονταν
(& αθωωνόμουνα, αθωωνόσουνα, αθωωνότανε,
αθωωνόμασταν, αθωωνόσασταν, αθωωνόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
αθωώθηκα, αθωώθηκες, αθωώθηκε, αθωωθήκαμε, αθωωθήκατε, αθωώθηκαν (ή αθωωθήκανε)
Υποτακτική
να αθωωθώ, να αθωωθείς, να αθωωθεί, να αθωωθούμε, να αθωωθείτε, να αθωωθούν (ή να αθωωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αθωώσου - β΄ πληθυντικό: αθωωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αθωώνομαι, θα αθωώνεσαι, θα αθωώνεται, θα αθωωνόμαστε, θα αθωώνεστε, θα αθωώνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αθωωθώ, θα αθωωθείς, θα αθωωθεί, θα αθωωθούμε, θα αθωωθείτε, θα αθωωθούν (ή θα αθωωθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αθωωθεί, θα έχεις αθωωθεί, θα έχει αθωωθεί, θα έχουμε αθωωθεί, θα έχετε αθωωθεί, θα έχουν(ε) αθωωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αθωωθεί, έχεις αθωωθεί, έχει αθωωθεί, έχουμε αθωωθεί, έχετε αθωωθεί, έχουν(ε) αθωωθεί
Υποτακτική
να έχω αθωωθεί, να έχεις αθωωθεί, να έχει αθωωθεί, να έχουμε αθωωθεί, να έχετε αθωωθεί, να έχουν(ε) αθωωθεί
Μετοχή
αθωωμένος, αθωωμένη, αθωωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αθωωθεί, είχες αθωωθεί, είχε αθωωθεί, είχαμε αθωωθεί, είχατε αθωωθεί, είχαν(ε) αθωωθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αθωώνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αθωώνω, αθωώνεις, αθωώνει, αθωώνουμε, αθωώνετε, αθωώνουν (ή αθωώνουνε)
να αθωώνω, να αθωώνεις, να αθωώνει, να αθωώνουμε, να αθωώνετε, να αθωώνουν (ή να αθωώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αθώωνε – β΄ πληθυντικό: αθωώνετε
Μετοχή
αθωώνοντας
Παρατατικός
Οριστική
αθώωνα, αθώωνες, αθώωνε, αθωώναμε, αθωώνατε, αθώωναν ή αθωώνανε
Αόριστος
Οριστική
αθώωσα, αθώωσες, αθώωσε, αθωώσαμε, αθωώσατε, αθώωσαν ή αθωώσανε
να αθωώσω, να αθωώσεις, να αθωώσει, να αθωώσουμε, να αθωώσετε, να αθωώσουν (ή να αθωώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αθώωσε – β΄ πληθυντικό: αθωώστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αθωώνω, θα αθωώνεις, θα αθωώνει, θα αθωώνουμε, θα αθωώνετε, θα αθωώνουν (ή θα αθωώνουνε)
Οριστική
θα αθωώσω, θα αθωώσεις, θα αθωώσει, θα αθωώσουμε, θα αθωώσετε, θα αθωώσουν (ή θα αθωώσουνε)
Οριστική
θα έχω αθωώσει, θα έχεις αθωώσει, θα έχει αθωώσει, θα έχουμε αθωώσει, θα έχετε αθωώσει, θα έχουν(ε) αθωώσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αθωώσει, έχεις αθωώσει, έχει αθωώσει, έχουμε αθωώσει, έχετε αθωώσει, έχουν(ε) αθωώσει
να έχω αθωώσει, να έχεις αθωώσει, να έχει αθωώσει, να έχουμε αθωώσει, να έχετε αθωώσει, να έχουν(ε) αθωώσει
Μετοχή
έχοντας αθωώσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αθωώσει, είχες αθωώσει, είχε αθωώσει, είχαμε αθωώσει, είχατε αθωώσει, είχαν(ε) αθωώσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αθωώνομαι, αθωώνεσαι, αθωώνεται, αθωωνόμαστε, αθωώνεστε, αθωώνονται
να αθωώνομαι, να αθωώνεσαι, να αθωώνεται, να αθωωνόμαστε, να αθωώνεστε, να αθωώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αθωώνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
αθωωνόμουν, αθωωνόσουν, αθωωνόταν, αθωωνόμαστε, αθωωνόσαστε, αθωώνονταν
Αόριστος
Οριστική
αθωώθηκα, αθωώθηκες, αθωώθηκε, αθωωθήκαμε, αθωωθήκατε, αθωώθηκαν (ή αθωωθήκανε)
να αθωωθώ, να αθωωθείς, να αθωωθεί, να αθωωθούμε, να αθωωθείτε, να αθωωθούν (ή να αθωωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αθωώσου - β΄ πληθυντικό: αθωωθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αθωώνομαι, θα αθωώνεσαι, θα αθωώνεται, θα αθωωνόμαστε, θα αθωώνεστε, θα αθωώνονται
Οριστική
θα αθωωθώ, θα αθωωθείς, θα αθωωθεί, θα αθωωθούμε, θα αθωωθείτε, θα αθωωθούν (ή θα αθωωθούνε)
Οριστική
θα έχω αθωωθεί, θα έχεις αθωωθεί, θα έχει αθωωθεί, θα έχουμε αθωωθεί, θα έχετε αθωωθεί, θα έχουν(ε) αθωωθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αθωωθεί, έχεις αθωωθεί, έχει αθωωθεί, έχουμε αθωωθεί, έχετε αθωωθεί, έχουν(ε) αθωωθεί
να έχω αθωωθεί, να έχεις αθωωθεί, να έχει αθωωθεί, να έχουμε αθωωθεί, να έχετε αθωωθεί, να έχουν(ε) αθωωθεί
Μετοχή
αθωωμένος, αθωωμένη, αθωωμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αθωωθεί, είχες αθωωθεί, είχε αθωωθεί, είχαμε αθωωθεί, είχατε αθωωθεί, είχαν(ε) αθωωθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου