Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἁμιλλαομαι / ἁμιλλῶμαι»
[ἁμιλλῶμαι: (αποθετικό ρήμα) φιλοτιμούμαι, ανταγωνίζομαι]
Ενεστώτας
Οριστική
ἁμιλλῶμαι, ἁμιλλᾷ, ἁμιλλᾶται, ἁμιλλώμεθα, ἁμιλλᾶσθε, ἁμιλλῶνται
Υποτακτική
ἁμιλλῶμαι, ἁμιλλᾷ, ἁμιλλᾶται, ἁμιλλώμεθα, ἁμιλλᾶσθε, ἁμιλλῶνται
Ευκτική
ἁμιλλῴμην, ἁμιλλῷο, ἁμιλλῷτο, ἁμιλλῴμεθα, ἁμιλλῷσθε, ἁμιλλῷντο
Προστακτική
--- ἁμιλλῶ, ἁμιλλάσθω, --- ἁμιλλᾶσθε, ἁμιλλάσθων ή ἁμιλλάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἁμιλλᾶσθαι
Μετοχή
ἁμιλλώμενος, ἁμιλλωμένη, ἁμιλλώμενον
Παρατατικός
ἡμιλλώμην, ἡμιλλῶ, ἡμιλλᾶτο, ἡμιλλώμεθα, ἡμιλλᾶσθε, ἡμιλλῶντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἁμιλλήσομαι, ἁμιλλήσῃ ή ἁμιλλήσει, ἁμιλλήσεται, ἁμιλλησόμεθα, ἁμιλλήσεσθε, ἁμιλλήσονται
Ευκτική
ἁμιλλησοίμην, ἁμιλλήσοιο, ἁμιλλήσοιτο, ἁμιλλησοίμεθα, ἁμιλλήσοισθε, ἁμιλλήσοιντο
Απαρέμφατο
ἁμιλλήσεσθαι
Μετοχή
ἁμιλλησόμενος
ἁμιλλησομένη
ἁμιλλησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἡμιλλησάμην, ἡμιλλήσω, ἡμιλλήσατο, ἡμιλλησάμεθα, ἡμιλλήσασθε, ἡμιλλήσαντο
Υποτακτική
ἁμιλλήσωμαι, ἁμιλλήσῃ, ἁμιλλήσηται, ἁμιλλησώμεθα, ἁμιλλήσησθε, ἁμιλλήσωνται
Ευκτική
ἁμιλλησαίμην, ἁμιλλήσαιο, ἁμιλλήσαιτο, ἁμιλλησαίμεθα, ἁμιλλήσαισθε, ἁμιλλήσαιντο
Προστακτική
---, ἁμίλλησαι, ἁμιλλησάσθω, ---, ἁμιλλήσασθε, ἁμιλλησάσθων ή ἁμιλλησάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἁμιλλήσασθαι
Μετοχή
ἁμιλλησάμενος
ἁμιλλησαμένη
ἁμιλλησάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἡμιλλήθην, ἡμιλλήθης, ἡμιλλήθη, ἡμιλλήθημεν, ἡμιλλήθητε, ἡμιλλήθησαν
Υποτακτική
ἁμιλληθῶ, ἁμιλληθῇς, ἁμιλληθῇ, ἁμιλληθῶμεν, ἁμιλληθῆτε, ἁμιλληθῶσι(ν)
Ευκτική
ἁμιλληθείην, ἁμιλληθείης, ἁμιλληθείη, ἁμιλληθείημεν ή ἁμιλληθεῖμεν, ἁμιλληθείητε ή ἁμιλληθεῖτε, ἁμιλληθείησαν ή ἁμιλληθεῖεν
Προστακτική
---, ἁμιλλήθητι, ἁμιλληθήτω, ---, ἁμιλλήθητε, ἁμιλληθέντων ή ἁμιλληθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἁμιλληθῆναι
Μετοχή
ἁμιλληθείς
ἁμιλληθεῖσα
ἁμιλληθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἡμίλλημαι, ἡμίλλησαι, ἡμίλληται, ἡμιλλήμεθα, ἡμίλλησθε, ἡμίλληνται
Υποτακτική
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον ὦ
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον ᾖς
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον ᾖ
ἡμιλλημένοι- ἡμιλλημέναι- ἡμιλλημένα ὦμεν
ἡμιλλημένοι- ἡμιλλημέναι- ἡμιλλημένα ἦτε
ἡμιλλημένοι- ἡμιλλημέναι- ἡμιλλημένα ὦσι(ν)
Ευκτική
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον εἴην
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον εἴης
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον εἴη
ἡμιλλημένοι- ἡμιλλημέναι- ἡμιλλημένα εἴημεν/ εἶμεν
ἡμιλλημένοι- ἡμιλλημέναι- ἡμιλλημένα εἴητε/ εἶτε
ἡμιλλημένοι- ἡμιλλημέναι- ἡμιλλημένα εἴησαν/ εἶεν
Προστακτική
---, ἡμίλλησο, ἡμιλλήσθω, ---, ἡμίλλησθε, ἡμιλλήσθων ή ἡμιλλήσθωσαν
Απαρέμφατο
ἡμιλλῆσθαι
Μετοχή
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον
[ἁμιλλῶμαι: (αποθετικό ρήμα) φιλοτιμούμαι, ανταγωνίζομαι]
Ενεστώτας
Οριστική
ἁμιλλῶμαι, ἁμιλλᾷ, ἁμιλλᾶται, ἁμιλλώμεθα, ἁμιλλᾶσθε, ἁμιλλῶνται
ἁμιλλῶμαι, ἁμιλλᾷ, ἁμιλλᾶται, ἁμιλλώμεθα, ἁμιλλᾶσθε, ἁμιλλῶνται
ἁμιλλῴμην, ἁμιλλῷο, ἁμιλλῷτο, ἁμιλλῴμεθα, ἁμιλλῷσθε, ἁμιλλῷντο
--- ἁμιλλῶ, ἁμιλλάσθω, --- ἁμιλλᾶσθε, ἁμιλλάσθων ή ἁμιλλάσθωσαν
ἁμιλλᾶσθαι
ἁμιλλώμενος, ἁμιλλωμένη, ἁμιλλώμενον
Παρατατικός
ἡμιλλώμην, ἡμιλλῶ, ἡμιλλᾶτο, ἡμιλλώμεθα, ἡμιλλᾶσθε, ἡμιλλῶντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἁμιλλήσομαι, ἁμιλλήσῃ ή ἁμιλλήσει, ἁμιλλήσεται, ἁμιλλησόμεθα, ἁμιλλήσεσθε, ἁμιλλήσονται
ἁμιλλησοίμην, ἁμιλλήσοιο, ἁμιλλήσοιτο, ἁμιλλησοίμεθα, ἁμιλλήσοισθε, ἁμιλλήσοιντο
ἁμιλλήσεσθαι
ἁμιλλησόμενος
Αόριστος
Οριστική
ἡμιλλησάμην, ἡμιλλήσω, ἡμιλλήσατο, ἡμιλλησάμεθα, ἡμιλλήσασθε, ἡμιλλήσαντο
ἁμιλλήσωμαι, ἁμιλλήσῃ, ἁμιλλήσηται, ἁμιλλησώμεθα, ἁμιλλήσησθε, ἁμιλλήσωνται
ἁμιλλησαίμην, ἁμιλλήσαιο, ἁμιλλήσαιτο, ἁμιλλησαίμεθα, ἁμιλλήσαισθε, ἁμιλλήσαιντο
---, ἁμίλλησαι, ἁμιλλησάσθω, ---, ἁμιλλήσασθε, ἁμιλλησάσθων ή ἁμιλλησάσθωσαν
ἁμιλλήσασθαι
ἁμιλλησάμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἡμιλλήθην, ἡμιλλήθης, ἡμιλλήθη, ἡμιλλήθημεν, ἡμιλλήθητε, ἡμιλλήθησαν
ἁμιλληθῶ, ἁμιλληθῇς, ἁμιλληθῇ, ἁμιλληθῶμεν, ἁμιλληθῆτε, ἁμιλληθῶσι(ν)
ἁμιλληθείην, ἁμιλληθείης, ἁμιλληθείη, ἁμιλληθείημεν ή ἁμιλληθεῖμεν, ἁμιλληθείητε ή ἁμιλληθεῖτε, ἁμιλληθείησαν ή ἁμιλληθεῖεν
---, ἁμιλλήθητι, ἁμιλληθήτω, ---, ἁμιλλήθητε, ἁμιλληθέντων ή ἁμιλληθήτωσαν
ἁμιλληθῆναι
ἁμιλληθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ἡμίλλημαι, ἡμίλλησαι, ἡμίλληται, ἡμιλλήμεθα, ἡμίλλησθε, ἡμίλληνται
Υποτακτική
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον ὦ
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον ᾖς
ἡμιλλημένοι- ἡμιλλημέναι- ἡμιλλημένα ὦμεν
Ευκτική
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον εἴην
Προστακτική
---, ἡμίλλησο, ἡμιλλήσθω, ---, ἡμίλλησθε, ἡμιλλήσθων ή ἡμιλλήσθωσαν
Απαρέμφατο
ἡμιλλῆσθαι
Μετοχή
ἡμιλλημένος- ἡμιλλημένη- ἡμιλλημένον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου