Ιστορία Β΄ Λυκείου: Αλληλέγγυον (επεξεργασία πηγών) Αφού
μελετήσετε συγκριτικά τις παρακάτω ιστορικές πηγές και σε συνδυασμό με τις
ιστορικές σας γνώσεις, να απαντήσετε στα εξής: α. Σε
τι αποσκοπούσε, από πλευράς της πολιτικής του Βασιλείου Β΄, η θέσπιση του
θεσμού του «αλληλέγγυου»; (μονάδες 12) β. Ποια
κοινωνική τάξη έπληττε ο θεσμός αυτός και με ποιον τρόπο προσπάθησαν να
αντιδράσουν τα μέλη της; (μονάδες 13) Μονάδες 25 ΚΕΙΜΕΝΟ Α Τα μέτρα του Βασιλείου Β΄ εναντίον των
«δυνατών» έγιναν με την πάροδο των χρόνων αυστηρότερα. […]. Έτσι, το βάρος του
αλληλέγγυου, το οποίο ως τότε, σύμφωνα με την αρχή της συλλογικής πληρωμής του
φόρων από την αγροτική κοινότητα, έφεραν οι γείτονες του χρεώστη φορολογούμενου
μεταφέρθηκε αποκλειστικά στους ώμους του μεγαλοκτηματία. Το αποφασιστικό αυτό
μέτρο έφερε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον, κατάφερε ένα ιερό ισχυρό κτύπημα στους
«δυνατούς» και έπειτα εξασφάλισε με ασφαλέστερο τρόπο την καταβολή των εσόδων
του αλληλέγγυου στο δημόσιο ταμείο. Ostrogorsky G., Ιστορία του Βυζαντινού
Κράτους, τ. Β, μτφρ. Ι. Παναγόπουλος, Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος,
Αθήνα 1979, σ. 190. (διασκευή) ΚΕΙΜΕΝΟ Β Όπως και στην πρωτοβυζαντινή περίοδο
έτσι και κατά την μεσοβυζαντινή οι φορολογούμενοι της «ομάδας χωρίου» συνιστούν
υποχρεωτικές ενώσεις δημοσίου δικαίου, είδη εταιριών, για την πληρωμή των
φόρων. Οι ενώσεις αυτές λέγονταν «κοινωνίαι» (concortia)[…]. Οι μεγάλοι
ιδιοκτήτες μετείχαν στην «κοινωνία» μόνο με μέρος των κτημάτων τους που
βρίσκονται ανάμεσα στους κλήρους των χωρικών της κοινότητας. Εξάλλου οι μεγάλοι
γαιοκτήμονες προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν αυτά τα κτήματα από την κοινότητα για
να μην μετέχουν στην «υποταγή» του χωρίου. […] Έτσι, η μεγάλη ιδιοκτησία
ξέφευγε όλο και περισσότερο από την «αλληλέγγυον» υποχρέωση της πληρωμής των
φόρου. Ο Βασίλειος ο Β΄[…] θέλησε να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του
«αλληλεγγύου» σε όλους τους φορολογούμενους μιας πλατιάς φορολογικής περιοχής
χωρίς καμία εξαίρεση. Σβορώνος, Ν., «Οικονομία και Κοινωνία»,
ΙΕΕ, Εκδοτική Αθηνών, τόμος Η΄, σ. 196. (διασκευή) Ενδεικτική απάντηση α. Οι μικροκαλλιεργητές, κατά τη μεσοβυζαντινή
περίοδο, υπερφορτωμένοι από φόρους, προτιμούν να παραχωρήσουν τους κλήρους τους
και να γίνουν πάροικοι των δυνατών, παραιτούμενοι εκούσια από μια οδυνηρή
ελευθερία. Ο φόρος των γεωργών που εγκατέλειπαν τη γη τους επιβάρυνε τους
γείτονες, οι οποίοι, αδυνατώντας να πληρώσουν, τρέπονταν και αυτοί σε φυγή. Η
αλληλεγγύη των μελών της κοινότητας στράφηκε τελικά εναντίον τους. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Ostrogorsky
(Κείμενο Α), ο Βασίλειος Β΄ επιχείρησε, καθιστώντας σταδιακά όλο και
αυστηρότερα τα μέτρα εις βάρος των δυνατών, να αποφορτίσει τους φτωχότερους
γείτονες των χρεωστών, οι οποίοι μέχρι τότε επιβαρύνονταν με τα χρέη εκείνων
που αδυνατούσαν να πληρώσουν, όπως προέβλεπε ο νόμος του αλληλέγγυου.
Μεταθέτοντας, δηλαδή, το βάρος του αλληλέγγυου στους πλουσίους κατόρθωσε αφενός
να επιφέρει ένα σημαντικό οικονομικό χτύπημα στους δυνατούς και αφετέρου
διασφάλισε την σταθερότητα της καταβολής των φόρων, που ενίσχυαν τα κρατικά
ταμεία, αφού πλέον οι φόροι αυτοί πληρώνονταν από τους πλούσιους γαιοκτήμονες. β. Το βυζαντινό χωρίον (κοινότητα), που
εμφανίζεται κατά τον 6ο αι., συγκροτείται από διάφορες κοινωνικές ομάδες. Εδώ
δεσπόζει ο ιερέας με το αδιαμφισβήτητο ηθικό κύρος του. Τη μεγαλύτερη
οικονομική δύναμη κατέχουν, ωστόσο, οι δυνατοί, οι οποίοι ζουν, συχνά, κάπως
απόμερα από το χωριό. Τον κορμό του πληθυσμού αποτελούν οι ελεύθεροι
μικροϊδιοκτήτες, βοηθούμενοι συχνά από δούλους. Από τα τέλη του 8ου αι.
σημειώνεται μια αποφασιστική στροφή στην εξέλιξη της αγροτικής κοινότητας. Οι
κοινωνικές διαφορές εντείνονται και ευνοούν τη διαμόρφωση μιας νέας
αριστοκρατίας, η οποία ανέρχεται στη διοικητική κλίμακα και πλουτίζει ταχύτατα.
Όπως διευκρινίζει ο Νίκος Σβορώνος
(Κείμενο Β) κάθε χωρίο συνιστά ένα είδος «εταιρίας» που έχει την ευθύνη για
την πληρωμή των φόρων στην αυτοκρατορία∙ εταιρίες, οι οποίες ονομάζονταν «κοινωνίαι».
Στις κοινωνίες αυτές συμμετείχαν και οι δυνατοί, οι κάτοχοι μεγάλων
γαιοκτησιών, μόνο όμως στον βαθμό που τα κτήματά τους βρίσκονταν ανάμεσα ή
κοντά στα κτήματα των χωρικών της κοινωνίας. Προκειμένου, έτσι, να αποφεύγουν
τη συμμετοχή τους στα φορολογικά βάρη επέλεγαν να κατοικούν πιο μακριά από το
χωρίο και να κατέχουν κτήματα που βρίσκονται χωριστά από εκείνα του χωρίου. Με
αυτό τον τρόπο, οι κατέχοντες μεγάλες ιδιοκτησίες κατάφερναν να ξεφεύγουν από
το «αλληλέγγυον» που θα τους υποχρέωνε να επωμιστούν όχι μόνο τις δικές του
φορολογικές υποχρεώσεις, αλλά κι εκείνες των φτωχότερων μελών του χωρίου. Για τους λόγους αυτούς ο αγώνας κατά
των δυνατών υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πλευρές της εσωτερικής πολιτικής
των Μακεδόνων. Το μεγαλύτερο πλήγμα για τους δυνατούς αποτέλεσε το «αλληλέγγυον»,
νόμος που υποχρέωνε τους εύπορους γείτονες να καταβάλλουν τους φόρους των
φτωχών αγροτών της κοινότητας. Ειδικότερα, σύμφωνα
με τον Νίκο Σβορώνο (Κείμενο Β), ο Βασίλειος Β΄ επιδίωξε και πέτυχε την
εφαρμογή του «αλληλεγγύου» σε όλη την έκταση των φορολογούμενων περιοχών χωρίς
να εξαιρείται κανείς, εντάσσοντας, έτσι, και τους πλούσιους γαιοκτήμονες που
βρίσκονταν πιο απόμερα και μέχρι τότε απέφευγαν τη φορολογική επιβάρυνση.
Κατάφερε, επομένως, όπως αναφέρει ο
Ostrogorsky (Κείμενο Α), να μεταφέρει τα φορολογικά βάρη αποκλειστικά στους
πλουσίους κάθε επιμέρους χωρίου.
Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Τα -ζητούμενα-
χαρακτηριστικά του σύγχρονου εκπαιδευτικού Η εύκολη πρόσβαση σε διδακτικό υλικό
και πληροφορίες για κάθε μάθημα μέσω του διαδικτύου έχει διαφοροποιήσει
σημαντικά τον ρόλο του εκπαιδευτικού, εφόσον δεν αποτελεί πλέον τον
αποκλειστικό μεταδότη γνώσεων, όπως στο παρελθόν. Παραλλήλως, βέβαια, νέοι
παράγοντες, όπως η μεγαλύτερη έμφαση που δίνεται στην ιδιαίτερη προσωπικότητα
κάθε μαθητή -σε αντίθεση με την εξομοιωτική προσέγγιση του παρελθόντος-, σε
συνδυασμό τόσο με τις τεχνολογικές εξελίξεις όσο και με τη διευρυμένη ύλη των
γνωστικών αντικειμένων, έχουν καταστήσει πιο απαιτητικό το επάγγελμα του
εκπαιδευτικού λόγω του πλήθους των δεξιοτήτων που απαιτούνται για την αρτιότερη
επιτέλεσή του. Ο εκπαιδευτικός σήμερα οφείλει να επιδιώκει
την παράλληλη επίτευξη ποικίλων στόχων: τη με σαφήνεια και ουσιαστική
μεταδοτικότητα παρουσίαση της διδασκόμενης ύλης∙ την αποτελεσματική οργάνωση
του διδακτικού έργου, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα επαρκών επαναλήψεων∙ τη
διαμόρφωση κλίματος συνεργασίας, σεβασμού και αποδοχής στο πλαίσιο του κάθε
τμήματος∙ την προσωπική επαφή με κάθε μαθητή, προκειμένου να κατανοήσει τις
κλίσεις του, τις δυνατότητες, αλλά και τις αδυναμίες του∙ την οργάνωση κάθε
διδασκαλίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον των
μαθητών για το εκάστοτε αντικείμενο∙ την καθοδήγηση των μαθητών, προκειμένου να
επιτυγχάνουν υψηλές επιδόσεις χωρίς να αισθάνονται πίεση ή άγχος∙ τη δημιουργία
σχέσεων εμπιστοσύνης με τους μαθητές, ώστε να μη διστάσουν να καταφύγουν σε
εκείνον αν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα. Η επίτευξη των ειδικότερων αυτών
στόχων, καθώς και η ανταπόκριση σε ευρύτερες απαιτήσεις που συνοδεύουν το έργο
του εκπαιδευτικού, μπορούν να ευοδωθούν αν ο εκπαιδευτικός συνδυάζει αρκετά
επιμέρους στοιχεία. Ειδικότερα: 1. Άρτια
γνώση του αντικειμένου του. Χάρη στις ποικίλες πηγές πληροφόρησης οι
μαθητές της σύγχρονης εποχής είναι περισσότερο ενημερωμένοι και κατ’ επέκταση
έχουν υψηλότερες απαιτήσεις για την ποιότητα του μαθήματος. Ως εκ τούτου, ο
εκπαιδευτικός οφείλει να κατέχει σε άριστο βαθμό το αντικείμενό του,
προκειμένου να είναι σε θέση να το παρουσιάζει με τη μεγαλύτερη δυνατή
πληρότητα και σαφήνεια. Είναι, άλλωστε, διαπιστωμένο πως ακόμη και μαθητές
μέτριων -φαινομενικά- επιδόσεων μπορούν να αντιληφθούν γρήγορα το βαθμό
επάρκειας του εκπαιδευτικού. 2. Συνεχείς
επιμορφώσεις. Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να ανανεώνουν τις γνώσεις τους τόσο
σε ό,τι αφορά τα διδακτικά τους αντικείμενα όσο και σε ό,τι αφορά την
παιδαγωγική επιστήμη. Κάθε επιστήμη, άλλωστε, όπως και κάθε τομέας του
επιστητού, εξελίσσονται πλέον με γοργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα ακόμη και
γνώσεις του άμεσου παρελθόντος να καθίστανται αίφνης παρωχημένες. Χρειάζεται,
άρα, συνεχής επαφή με τις νέες εξελίξεις, προκειμένου κάθε εκπαιδευτικός να
είναι σε θέση να προσφέρει έγκυρες και επικαιροποιημένες γνώσεις στους μαθητές
του. Στο πλαίσιο της διάθεσης του
εκπαιδευτικού για διαρκή βελτίωση εντάσσεται και η αναγνώριση της αξίας των
διαδικασιών αξιολόγησης. Ανεξάρτητα από την εμπειρία ή τα τυπικά προσόντα, κάθε
εκπαιδευτικός οφείλει να αποδέχεται με προθυμία την αξιολόγησή του, επιζητώντας
τις παρατηρήσεις εκείνες που θα του επιτρέψουν να γίνει ακόμη πιο
αποτελεσματικός στο διδακτικό του έργο. 3. Προσαρμοστικότητα
& ευελιξία. Οι αλλαγές που επέρχονται σε κάθε επάγγελμα λόγω των
τεχνολογικών εξελίξεων και της τεχνητής νοημοσύνης επηρεάζουν εύλογα και τον
χώρο της εκπαίδευσης. Είναι, επομένως, αναγκαίο να διαθέτουν οι εκπαιδευτικοί
την απαιτούμενη προσαρμοστικότητα, ώστε να υιοθετούν με ευκολία τα νέα
διαθέσιμα ψηφιακά εργαλεία στο επάγγελμά τους, να ανανεώνουν συχνά το
εκπαιδευτικό υλικό που χρησιμοποιούν και να αντιμετωπίζουν με θετικό τρόπο τις
όποιες αλλαγές επέρχονται. Ο χώρος της εκπαίδευσης, άλλωστε, οφείλει να είναι
δεκτικός απέναντι στην ανανέωση, εφόσον ζητούμενο είναι αφενός να εξοικειώνει
τους μαθητές το ταχύτερο δυνατό με κάθε ουσιώδη εξέλιξη και αφετέρου να τους
μεταδίδει το μήνυμα της ευελιξίας και της προσαρμοστικότητας απέναντι στην
ταχύτατα εξελισσόμενη κοινωνία του μέλλοντος. 4. Δεξιότητες
διαμόρφωσης υγιών διαπροσωπικών σχέσεων. Για να είναι εφικτή η ομαλή
λειτουργία κάθε τμήματος, ο εκπαιδευτικός χρειάζεται να εδραιώνει θετικό κλίμα
εμπιστοσύνης και αλληλοσεβασμού. Προκειμένου, ωστόσο, να το επιτύχει αυτό
οφείλει να είναι άτομο διαλλακτικό, συναισθηματικά γενναιόδωρο, δημοκρατικό και
απαλλαγμένο από ανασφάλειες και συμπλεγματικές συμπεριφορές. Με δεδομένο το
γεγονός πως οι συνομιλητές του βρίσκονται στην εφηβική ή προεφηβική ηλικία και
η συμπεριφορά τους επηρεάζεται συχνά από τις ψυχικές διακυμάνσεις της περιόδου αυτής
απαιτούνται πρόσθετες δεξιότητες από τη μεριά του εκπαιδευτικού, ώστε να
αποφεύγει ή να αποφορτίζει τις όποιες εντάσεις. Οι κατά περιπτώσεις ανώριμες
συμπεριφορές από τη μεριά των μαθητών είναι αναπόφευκτες, γι’ αυτό η ευθύνη για
τη διατήρηση της ισορροπίας στην τάξη βαρύνει τον εκπαιδευτικό, ο οποίος δεν
πρέπει ούτε να παρασύρεται σε περιττές εντάσεις ούτε να εκλαμβάνει τις τυχόν
ανώριμες συμπεριφορές των μαθητών ως πάγιο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς και της
προσωπικότητάς τους. 5. Αίσθηση
του χιούμορ. Ένα σημαντικό εφόδιο του εκπαιδευτικού στην προσπάθειά του
αφενός να αποκλιμακώνει τις στιγμές έντασης και αφετέρου να καθιστά πιο
ενδιαφέρουσα την οπτική του απέναντι στα πράγματα και απέναντι στο διδακτικό
του αντικείμενο είναι η αίσθηση του χιούμορ. Η ανάγκη των εφήβων να συνδέουν την
εκπαιδευτική διαδικασία με μια ευχάριστη διάθεση είναι δεδομένη, γι’ αυτό και ο
εκπαιδευτικός οφείλει να αξιοποιεί συχνά το χιούμορ, ώστε να μην αποκτά το
μάθημά του έναν διαρκή χαρακτήρα αυστηρής προσήλωσης στο γνωστικό αντικείμενο. Παραλλήλως, με όχημα το χιούμορ ο
εκπαιδευτικός μπορεί να ενισχύσει τις διαπροσωπικές του σχέσεις με τους μαθητές,
να παρουσιάσει με πιο παιγνιώδη τρόπο πτυχές του μαθήματος, αλλά και να δώσει
ευρύτερα ερεθίσματα στην σκέψη των μαθητών, αφού το χιούμορ συνδέεται με την
πρωτοτυπία στη σκέψη. 6. Αποδοχή
της διαφορετικότητας και της ετερότητας. Στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών
η σύνθεση των τμημάτων από μαθητές διαφόρων εθνικοτήτων συνιστά μια δεδομένη
πραγματικότητα. Οφείλει, ως εκ τούτου, ο εκπαιδευτικός να είναι όχι μόνο
δεκτικός απέναντι στην ετερότητα, αλλά και πρόθυμος να προσαρμόσει τη διδασκαλία
του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να επωφεληθούν από αυτή ακόμη και
μαθητές που αφενός δεν έχουν την ελληνική ως μητρική γλώσσα και αφετέρου
προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Η εθνολογική ποικιλία, αν
και φαινομενικά θέτει ορισμένες δυσκολίες στην προσέγγιση ορισμένων γνωστικών
αντικειμένων, στην πραγματικότητα αποτελεί μια καίρια ευκαιρία, προκειμένου το
σύνολο των μαθητών να εξοικειωθεί με το πολυποίκιλο των σύγχρονων κοινωνιών.
Κάθε μαθητής, άλλωστε, έχει τη δυνατότητα να προσφέρει κάτι διαφορετικό χάρη
στο δικό του ιδιαίτερο πολιτισμικό περιβάλλον, γεγονός που ενισχύει το
μαθησιακό αποτέλεσμα, εφόσον οι άλλοι μαθητές έρχονται σε επαφή με μια
διαφορετική οπτική απέναντι σε ζητήματα θρησκείας, πολιτισμού και ευρύτερης
κοσμοαντίληψης. Ιδιαίτερη ευαισθησία χρειάζεται
απέναντι στους μαθητές διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού, οι οποίοι λόγω
του συναισθηματικά ευάλωτου που διακρίνει την εφηβική ηλικία ενδέχεται να
πληγωθούν από άστοχα σχόλια ή από την έλλειψη συμπερίληψής τους στην
παρουσιαζόμενη από τους εκπαιδευτικούς εικόνα της κοινωνίας. 7. Εργατικότητα
και αφοσίωση. Το επάγγελμα του εκπαιδευτικού απαιτεί -προκειμένου να επιτευχθούν
τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα- πολλές ώρες προετοιμασίας και προεργασίας, εφόσον
μια επιτυχημένη διδασκαλία δεν προκύπτει «τυχαία», αλλά είναι το αποτέλεσμα
συστηματικής προετοιμασίας. Κάθε εκπαιδευτικός, επομένως, οφείλει να είναι
πρόθυμος να αφιερώσει τον αναγκαίο χρόνο για την οργάνωση της διδασκαλίας, την
προετοιμασία των ασκήσεων, των τεστ και των διαγωνισμάτων, καθώς και τον
απαιτούμενο χρόνο για την προσεκτική διόρθωση των ασκήσεων και των
διαγωνισμάτων. Οποιαδήποτε απόπειρα του εκπαιδευτικού να μειώσει το φόρτο εργασίας
του μειώνοντας τις εργασίες που αναθέτει στους μαθητές ή τη δική του
προετοιμασία για κάθε επιμέρους διδακτική ώρα έχει ως μόνο αποτέλεσμα την
υπονόμευση του διδακτικού του έργου και την ελλιπή απόδοση της εκπαιδευτικής
διαδικασίας. 8. Εξοικείωση
με την τεχνολογία. Η σύγχρονη τεχνολογία, έκφανση της οποίας είναι πλέον και
η τεχνητή νοημοσύνη, φέρνει σημαντικές αλλαγές τόσο στον τρόπο οργάνωσης και
παρουσίασης του μαθήματος όσο στον τρόπο υλοποίησης των μαθητικών εργασιών. Υπ’
αυτή την έννοια, παρά το γεγονός ότι αρκετές σχολικές μονάδες δεν έχουν ακόμη όλες
τις αναγκαίες υποδομές, αποτελεί ουσιώδη και αναγκαία δεξιότητα για έναν
εκπαιδευτικό η εξοικείωσή του με τις διάφορες μορφές της τεχνολογίας που
μπορούν να καταστήσουν την παρουσίαση του γνωστικού του αντικειμένου
περισσότερο ενδιαφέρουσα, αλλά και πιο αποτελεσματική. Ο εκπαιδευτικός οφείλει, επομένως, είτε
στο πλαίσιο επίσημων επιμορφώσεων είτε με δική του προσπάθεια να γνωρίσει όσο
καλύτερα μπορεί τα νέα τεχνολογικά εργαλεία, ώστε αφενός να ανανεώσει τις διδακτικές
του μεθόδους και αφετέρου να προσεγγίσει περισσότερο τους μαθητές του, οι
οποίοι εξοικειώνονται από νωρίς με τις νέες τεχνολογίες και τις θεωρούν μέρος της
καθημερινότητάς τους. 9. Επαφή
με τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Λόγω της απουσίας συστηματικού
επαγγελματικού προσανατολισμού στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι σημαντικό να
διατηρούν οι εκπαιδευτικοί -ανεξάρτητα από την ειδικότητά τους- επαφή με τις τρέχουσες
εξελίξεις στην αγορά εργασίας, ώστε να είναι σε θέση να προσφέρουν συμβουλές
και καθοδήγηση στους μαθητές σχετικά με επαγγέλματα που διατηρούν υψηλά επίπεδα
επαγγελματικής αποκατάστασης. Η επαφή με την αγορά εργασίας, άλλωστε, επιτρέπει
στους εκπαιδευτικούς να κατανοούν καλύτερα τις επιδιώξεις των επιμέρους μαθητών
του και να συνειδητοποιούν πώς μπορούν να τους βοηθήσουν αποτελεσματικότερα
στην επίτευξη των ειδικότερων στόχων τους. Ας μη λησμονούμε πως η εκπαιδευτική
διαδικασία δεν μπορεί να θεωρείται τελείως αποκομμένη από την πραγματικότητα της
εργασιακής αποκατάστασης, η οποία συνιστά μια βασική ανησυχία για τους μαθητές
του Λυκείου. 10. Διάθεση
συνεργασίας. Η ευόδωση των ευρύτερων εκπαιδευτικών στόχων, αλλά και της συνεχούς
επιδίωξης των εκπαιδευτικών για τη βελτίωση των διδακτικών τους μεθόδων μπορεί
να βοηθηθεί σημαντικά μέσω της συνεργασίας των εκπαιδευτικών κάθε σχολικής
μονάδας. Σε αντίθεση, άλλωστε, με το παρελθόν, σήμερα οι εκπαιδευτικοί μπορούν
να διοργανώνουν συνδιδασκαλίες, καθώς και να αναθέτουν εργασίες που σχετίζονται
με διαφορετικά μεταξύ τους γνωστικά αντικείμενα. Πολύ σημαντικότερη, μάλιστα,
είναι η διαδικασία της ετεροπαρατήρησης. Στο πλαίσιο, δηλαδή, της συνεργασίας
μεταξύ των εκπαιδευτικών, ο ένας διδάσκων μπορεί να παρακολουθήσει τη
διδασκαλία άλλου συναδέλφου του, ώστε να έρθει σε επαφή με τον ιδιαίτερο τρόπο
διδασκαλίας του. Δοθέντος ότι κάθε εκπαιδευτικός έχει τον δικό του τρόπο προσέγγισης
της διδασκαλίας, οι εκπαιδευτικοί μιας σχολικής μονάδας μπορούν μέσω της ετεροπαρατήρησης
να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη παρακολουθώντας το πώς οι συνάδελφοί τους οργανώνουν
τη διδασκαλία τους, διαχειρίζονται τις όποιες δυσαρμονίες στη συμπεριφορά των
μαθητών, αλλά και το πώς κεντρίζουν το ενδιαφέρον των μαθητών και πώς επεξηγούν
απαιτητικά σημεία της διδακτές ύλης. Η διαδικασία της ετεροπαρατήρησης είναι
μια πολύτιμη ευκαιρία βελτίωσης κάθε εκπαιδευτικού, ανεξάρτητα από το πόσο
έμπειρος είναι ήδη, εφόσον έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει έναν
διαφορετικό τρόπο προσέγγισης του διδακτικού έργου. 11. Επίγνωση
των ευθυνών του έργου του. Ο εκπαιδευτικός πρέπει να έχει συναίσθηση της
σημαντικής ευθύνης που αναλαμβάνει απέναντι στους μαθητές του, εφόσον πέρα από
τις γνώσεις που καλείται να τους μεταδώσει, λειτουργεί ως παράδειγμα ή ακόμη
και πρότυπο με τη συμπεριφορά, το εργασιακό του ήθος και την ποιότητα της
προσωπικότητάς του. Χρειάζεται, συνάμα, να αντιλαμβάνεται πως απώτερος στόχος
δεν είναι μόνο να «ολοκληρώσει τη διδακτέα ύλη», αλλά πολύ περισσότερο να καθοδηγήσει
με ευθύνη και επίγνωση τους μαθητές του στην ουσιαστική κατανόηση του
μαθήματος, κατά τρόπο τέτοιο, ώστε να αποκομίσουν το μέγιστο δυνατό όφελος από
αυτό. 12. Αναγνώριση
της μοναδικότητας των μαθητών. Ο εκπαιδευτικός οφείλει να έχει πάντοτε
επίγνωση του γεγονότος πως κάθε μαθητής αποτελεί μια μοναδική προσωπικότητα με
τα δικά του ξεχωριστά προτερήματα. Έτσι, αν και η εκπαιδευτική διαδικασία έχει
κατ’ ανάγκη χαρακτηριστικά ομοιογενούς προσέγγισης των μαθητών -σε ό,τι αφορά
τουλάχιστον τη διδασκόμενη ύλη-, ο εκπαιδευτικός χρειάζεται να εντοπίζει
διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας με κάθε μαθητή, αποδεχόμενος το ξεχωριστό
τόσο των ενδιαφερόντων του όσο και του τρόπου ανταπόκρισης στα ερεθίσματα που
λαμβάνει. Η εξατομικευμένη αυτή επαφή, μάλιστα, είναι ιδιαίτερα επωφελής και
για τον εκπαιδευτικό, καθώς μέσα από τη γνωριμία του με κάθε μαθητή έχει την
ευκαιρία να αντικρίσει την πραγματικότητα από μια διαφορετική, νεότερη και
ενεργητικότερη οπτική.
Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Παραβατικότητα ανηλίκων (αίτια
& τρόποι αντιμετώπισης) Η παραβατική ή αποκλίνουσα συμπεριφορά
των ανηλίκων -μέχρι την ηλικία των 18 ετών- συνιστά ένα ιδιαιτέρως ανησυχητικό
φαινόμενο, ιδίως όταν η φύση των παραβάσεων αποκτά εγκληματικό χαρακτήρα
(πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης, σεξουαλική επίθεση, ληστεία, απόπειρα ή τέλεση
ανθρωποκτονίας). Το πέρασμα από την ήπια παραβατικότητα στην τέλεση
εγκληματικών ενεργειών υποδηλώνει σημαντικές ελλείψεις αφενός στη λειτουργία
της οικογένειας και αφετέρου στην εκπλήρωση του παιδαγωγικού καθήκοντος της
κοινωνίας. Μεταξύ των επιβαρυντικών παραγόντων
μπορούν να καταγραφούν οι αρνητικές επιδράσεις των συνομηλίκων, οι οικονομικές
δυσκολίες, ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, το περιεχόμενο προγραμμάτων των Μέσων
Μαζικής Επικοινωνίας, όπως και υλικού διακινούμενου στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Παραλλήλως, οι ανήλικοι επηρεάζονται από τις επιδόσεις τους στο σχολείο και,
σαφώς, από την ατελή οικογενειακή καθοδήγηση. Κύρια
αίτια φαινομένου: Οικογένεια - Το κλίμα που επικρατεί στο πλαίσιο
της οικογένειας, οι σχέσεις μεταξύ των γονέων, ο ακολουθούμενος τρόπος
διαπαιδαγώγησης, η ηθική ποιότητα των γονέων, ο χρόνος που αφιερώνουν στο
παιδί, τα πιθανά τραυματικά βιώματα των γονέων, αλλά και το ενδιαφέρον που
εκφράζουν για τη μετάδοση ουσιαστικών αρχών στο παιδί συγκαταλέγονται στους
παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά ή θετικά τη συμπεριφορά του
παιδιού. - Αν οι σχέσεις μεταξύ των γονέων είναι συγκρουσιακές, ο αντίκτυπος στην
ψυχολογία και στη συμπεριφορά του παιδιού είναι σημαντικός. Κατά τον ίδιο
τρόπο, αν έστω ο ένας γονέας έχει παραβατική συμπεριφορά ή αδιαφορεί για τη
μετάδοση ενός υγιούς προτύπου συμπεριφοράς στο παιδί, οι συνέπειες είναι
προφανώς εξαιρετικά αρνητικές. - Γονείς που έχουν βιώσει ως παιδιά κακοποιητική συμπεριφορά από τους
δικούς τους γονείς ενδέχεται να αναπαράγουν τη συμπεριφορά αυτή στο δικό τους
παιδί, προκαλώντας σημαντική ζημιά στην ψυχολογία του παιδιού. Είναι προφανές,
άλλωστε, πως αν ένα παιδί έρχεται αντιμέτωπο με ενδοοικογενειακή βία, είναι
πολύ πιθανό να επιδιώξει την εκτόνωση του θυμού και του πόνου που αισθάνεται
φερόμενο με βίαιο τρόπο σε πιο αδύναμα από αυτό πρόσωπα. - Αν οι γονείς αδυνατούν να εκφράσουν συναισθήματα στοργής και ειλικρινούς αγάπης
και αποδοχής στο παιδί, εκείνο βιώνει την αίσθηση της απόρριψης ή της
αδιαφορίας, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε αναποτελεσματικές συμπεριφορές
εκτόνωσης των συναισθημάτων αυτών. - Οι γονείς που δεν αφιερώνουν ποιοτικό χρόνο στη διαπαιδαγώγηση του
παιδιού, φέρουν ακέραια την ευθύνη για τη συμπεριφορά του. Η μέριμνα,
μάλιστα, για την ορθή διαπαιδαγώγηση του παιδιού οφείλει να χαρακτηρίζεται από
δημοκρατικότητα και να βασίζεται στη λελογισμένη οριοθέτηση των ελευθεριών που
παρέχονται στο παιδί. Ένας αυταρχικός γονέας βλάπτει εξίσου το παιδί με έναν
γονέα που παρέχει πλήρη ελευθερία στο παιδί, χωρίς να το ελέγχει καθόλου. Τα
παιδιά χρειάζεται να λαμβάνουν σταδιακά ελευθερία κινήσεων και μόνο αφού έχουν
αποδείξει με τη στάση τους πως μπορούν να τη διαχειρίζονται με σύνεση.
Παραλλήλως, οι γονείς οφείλουν να φέρνουν το παιδί αντιμέτωπο με τις συνέπειες
των λαθών του, ώστε να αποκτά εκείνο επίγνωση πως δεν μπορεί να αναμένει ότι θα
του συγχωρούνται χωρίς κυρώσεις οι όποιες λανθασμένες συμπεριφορές του. - Γονείς που αντιμετωπίζουν το παιδί τους ως μια «ανεπιθύμητη» υποχρέωση ή που
δεν έχουν την αναγκαία ωριμότητα, ώστε να αναγνωρίσουν το εύρος της συνδεόμενης
με την ανατροφή ενός παιδιού ευθύνης προκαλούν σημαντική ψυχολογική βλάβη,
εφόσον η αδιαφορία τους και η ανώριμη στάση απέναντι στο παιδί συνιστούν σοβαρή
μορφή κακοποίησης. Η
επίδραση των συνομηλίκων - Στο πρόσωπο των φίλων το παιδί
αναζητά την κάλυψη εκείνων των συναισθηματικών αναγκών που απομένουν ακάλυπτες
από το οικογενειακό του περιβάλλον. Τείνει, έτσι, να διαμορφώνει αισθήματα θαυμασμού για τα φιλικά του πρόσωπα, με
αποτέλεσμα να είναι ευάλωτο στην επιρροή
τους. Αν, επομένως, το παιδί συναναστρέφεται με συνομηλίκους του που έχουν
τάσεις παραβατικότητας, είναι πολύ πιθανό πως θα μιμηθεί τη συμπεριφορά τους
και θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από αυτούς. - Η
καθημερινή και πολύωρη συνύπαρξη με το φιλικό περιβάλλον διευκολύνει την
άσκηση αρνητικής επίδρασης, ιδίως όταν οι ενασχολήσεις που επιλέγουν τα μέλη
της παρέας δεν έχει θετικά χαρακτηριστικά. Αν, μάλιστα, οι δραστηριότητες της
παρέας πραγματοποιούνται χωρίς την επίβλεψη κάποιου ενήλικα, τότε καθίσταται
πιθανότερη η παρέκκλιση σε επιζήμιες επιλογές είτε λόγω ανίας είτε σε μια
προσπάθεια να τονιστεί η αρρενωπότητα ή το θάρρος των μελών της παρέας. - Η κατάσταση επιδεινώνεται δραστικά
όταν τα μέλη μιας παρέας σχηματίσουν μια κλειστή ομάδα «φίλων» και της προσδώσουν τον χαρακτήρα οργανωμένης
συμμορίας. Υπό την επίδραση της ομαδικότητας και της συλλογικής δράσης η
ατομικότητα του παιδιού αφανίζεται και υιοθετεί εντελώς άκριτα οποιαδήποτε -όσο
ακραία και αν είναι αυτή- επιλογή προκρίνεται από τη συμμορία. - Με την ανάγκη του παιδιού να
διατηρήσει την αποδοχή των μελών της ομάδας/συμμορίας να υπερτερεί των όποιων
αρχών και λογικών του αντιστάσεων, εφόσον αναζητά το συναισθηματικό δέσιμο που
απουσιάζει από την οικογένειά του, η
καταφυγή σε παράνομες ή και εγκληματικές ενέργειες καθίσταται αναπόφευκτη.
Είτε πρόκειται για συγκρούσεις με άλλες συμμορίες είτε για τη διάπραξη ληστειών
ή βιασμών, το ανήλικο παιδί δεν θα έχει τη δυνατότητα να φέρει αντίρρηση, αφού
θα έχει το φόβο πως θα το απορρίψουν τα άλλα μέλη της ομάδας. Οικονομικά
& κοινωνικά αίτια Παρά το γεγονός ότι -για διαφορετικούς
λόγους- η παραβατικότητα μπορεί να εμφανιστεί σε νέους οποιασδήποτε οικονομικής
κατάστασης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πως οι συνθήκες ανεργίας και φτώχειας
επιδεινώνουν το πρόβλημα. Ένας νέος που αισθάνεται πως δεν έχει ουσιαστικές
επαγγελματικές προοπτικές ή πως δεν μπορεί -σε ευκαιριακό επίπεδο- να αποκτήσει
συγκεκριμένα υλικά αγαθά είναι επιρρεπής σε «εύκολες» λύσεις, όπως είναι οι
κλοπές και οι ληστείες. Παραλλήλως, βέβαια, βιώνει συναισθήματα θυμού και
απογοήτευσης που επηρεάζουν ευρύτερα τη συμπεριφορά του, αν δεν κατανοήσει
εγκαίρως πως μέσω της συνεπούς εργατικότητας μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες
της ζωής του, όσο κι αν αυτό μοιάζει δύσκολο ή ανέφικτο. Ηλικιακή
ανωριμότητα Το παιδί λόγω της ηλικίας του αδυνατεί
να κατανοήσει πλήρως την προοπτική του χρόνου και κατ’ επέκταση το γεγονός πως
οι δυσκολίες που βιώνει θα καταστούν σταδιακά περισσότερο διαχειρίσιμες, ιδίως
αν μέσω ορθών επιλογών οδηγηθεί ηπιότερα στην ενηλικίωση. Αδυνατεί, συνάμα, να
αντιληφθεί τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει η παραβατική συμπεριφορά του στο
πώς θα εξελιχθεί το μέλλον του. Με το να καταφεύγει σε βίαιες αντιδράσεις ή σε
παράνομες πράξεις αντί να εστιάζει στην προσωπική του βελτίωση μέσω της
μελέτης, του αθλητισμού και των υγιών διαπροσωπικών σχέσεων θέτει εν τέλει
πρόσθετα εμπόδια στον ίδιο του τον εαυτό. Μέσα
Μαζικής Ενημέρωσης & Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης Οι εικόνες και τα μηνύματα που δέχεται
το παιδί είτε μέσω της τηλεόρασης και του διαδικτύου είτε από τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης έχουν ιδιαίτερη επίδραση στη συναισθηματική του κατάσταση
και στη σκέψη του. Μη μπορώντας πάντοτε να αντιληφθεί το επίπλαστο ορισμένων
καταστάσεων τείνει να αισθάνεται πως μειονεκτεί έναντι εκείνων που έχουν
υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης ή θελκτικότερη εμφάνιση. Μπαίνει, έτσι, σε
διαδικασίες σύγκρισης που εντείνουν τα αρνητικά του συναισθήματα και το ωθούν
είτε στην αντίδραση είτε στη μίμηση επιζήμιων προτύπων. Δεδομένη θεωρείται,
άλλωστε, η έντονα αρνητική επίδραση των σκηνών βίας που περιέχονται σε τηλεοπτικές
σειρές και κινηματογραφικές ταινίες. Παραβατικότητα
ανηλίκων & σχολικό περιβάλλον Το σχολείο αποτελεί τον χώρο όπου είναι
πολύ πιθανό να γίνει -ήδη από τα πρώτα της στάδια- αντιληπτή η παραβατική
συμπεριφορά ενός ανηλίκου. Η αδιαφορία για τις επιδόσεις στα μαθήματα, η
απείθεια απέναντι στους εκπαιδευτικούς, καθώς και φαινόμενα εκφοβισμού εις
βάρος άλλων μαθητών αποτελούν σαφείς ενδείξεις πως το παιδί βιώνει κάποια
συγκρουσιακή κατάσταση που δεν μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά. Οι εκπαιδευτικοί, επομένως, έχουν τη
δυνατότητα να διαπιστώσουν πολύ νωρίς τις τάσεις διαμόρφωσης παραβατικής
συμπεριφοράς ενός παιδιού και, ως εκ τούτου, έχουν την ευθύνη της έγκαιρης
παρέμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, βέβαια, τίθενται σε εφαρμογή οι συνήθεις
τρόποι συνετισμού του παιδιού μέσω των προβλεπόμενων από το νόμο σχολικών
κυρώσεων. Η ορθή εφαρμογή των μέσων αυτών μπορεί να επιφέρει βελτίωση στη
συμπεριφορά του παιδιού, αν εκείνο αντιληφθεί πως οι αναποτελεσματικές
συμπεριφορές του το καθιστούν επίκεντρο αρνητικής προσοχής. Πολύ συχνά, ωστόσο, οι συνήθεις αυτές
κυρώσεις δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, ιδίως όταν τα προβλήματα που
αντιμετωπίζει το παιδί είναι διαρκή και σοβαρά. Η μη ανταπόκριση του παιδιού,
άρα, στα μέσα αυτά οφείλει να θέσει σε επαγρύπνηση τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι
θα χρειαστεί να το προσεγγίσουν σε προσωπικό επίπεδο προκειμένου να κατανοήσουν
τους λόγους της αρνητικής συμπεριφοράς του. Σε αυτή την περίπτωση, αν το παιδί
βιώνει κάποια ανησυχητική κατάσταση στο οικογενειακό του περιβάλλον, οφείλουν
να επικοινωνήσουν με τις αρμόδιες υπηρεσίες, για να διαφυλαχτεί η ασφάλεια του
παιδιού. Τρόποι
αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων Η παραβατικότητα των ανηλίκων, όπως και
η αντίστοιχη των ενηλίκων, είναι ένα σύνθετο πρόβλημα με πολλά παράλληλα αίτια,
γεγονός που καθιστά απαιτητική την αντιμετώπισή της. Η συμπεριφορά, άλλωστε,
των ανηλίκων επηρεάζεται άμεσα από το τι συμβαίνει στον κόσμο των ενηλίκων. Αν
οι σχέσεις των ενηλίκων χαρακτηρίζονται από ένταση λόγω οικονομικών
προβλημάτων, κομματικών αντιπαλοτήτων ή άλλων κοινωνικών ζητημάτων, αυτό θα
καθρεφτιστεί και στις σχέσεις των ανηλίκων. Αν, αντιστοίχως, οι ενήλικες έχουν
απωλέσει τις αξίες τους, έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην εργατικότητα και
στην καρτερία, το ίδιο θα συμβεί και στους ανήλικους. Προκειμένου να υπάρξουν ουσιαστικά
βήματα βελτίωσης της κατάστασης απαιτείται συνεργασία ανάμεσα στην οικογένεια,
το σχολείο, το κράτος, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και του κοινωνικού συνόλου
ευρύτερα. Ο
ρόλος της οικογένειας: Η
οικογένεια ως ο πρώτος και βασικότερος φορέας αγωγής καλείται να επιτελέσει τον
ουσιαστικότερο ρόλο, εφόσον μέσω αυτής αναμένεται να λάβει το παιδί τις
αναγκαίες αξίες και αρχές προκειμένου να κοινωνικοποιηθεί ορθά και να
επιδεικνύει σεβασμό στα άλλα μέλη της κοινωνίας. Αν, ωστόσο, η οικογένεια αντιμετωπίζει
προβλήματα που δυσχεραίνουν τη ζητούμενη λειτουργία της απαιτείται συγκροτημένη
κρατική αρωγή, ώστε οι γονείς να είναι σε θέση να υπηρετήσουν πληρέστερα την
αποστολή τους. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την οικογένεια αξίζει να ληφθούν υπόψη
τα εξής: Με δεδομένο τον ειδικό ρόλο που
διαδραματίζει η οικογένεια σε όλα τα στάδια της μάχης κατά της παραβατικότητας
ανηλίκων, απαιτούνται τα κατάλληλα μέτρα στήριξης για τους γονείς∙ απαιτείται ειδικότερα
στήριξη σε οικογένειες που
αντιμετωπίζουν οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, με μέτρα, όπως, μεταξύ
άλλων, η κάλυψη των ουσιαστικών αναγκών
για στέγαση και διατροφή, εξασφάλιση της πρόσβασης όλων των μελών των
οικογενειών, ιδίως δε των παιδιών, στη βασική εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική
περίθαλψη, αλλά και δράσεις ισότιμης ένταξης των μελών των οικογενειών αυτών
στην αγορά εργασίας και την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, προκειμένου
να διασφαλιστεί ένα υγιές και δίκαιο οικογενειακό περιβάλλον ανάπτυξης και πρώτης
κοινωνικοποίησης των παιδιών. Απαιτείται, επίσης, μια αποτελεσματική υπηρεσία ψυχολογικής και κοινωνικής στήριξης που
θα διαθέτει, μεταξύ άλλων, σημεία επαφής για τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν
προβλήματα παραβατικότητας ανηλίκων. Ο
ρόλος του σχολείου Ο ρόλος που διαδραματίζει το σχολείο
και η σχολική κοινότητα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών και των
εφήβων είναι καταλυτικός.Τα δύο βασικά
χαρακτηριστικά του σημερινού σχολείου, ωστόσο, η πολυπολιτισμικότητα και η
όξυνση των ταξικών διαφορών, είναι δυνατόν, εάν απουσιάζουν οι κατάλληλες δομές
παρέμβασης, υποστήριξης και προσέγγισης των μαθητών από το εκπαιδευτικό
σύστημα, να οδηγήσουν σε φαινόμενα ενδοσχολικής βίας και καλλιέργειας εχθρικού
περιβάλλοντος μεταξύ επιθετικών μαθητών, που επωμίζονται το ρόλο του θύτη, και
των μαθητών θυμάτων. Είναι, άρα, σημαντικό να δίνονται στις
σχολικές αρχές οι κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές για μία σύγχρονη διαδικασία επίλυσης των συγκρούσεων στον χώρο του
σχολείου με διαμεσολαβητικούς θεσμούς, στους οποίους θα συμμετέχουν από κοινού
μαθητές, γονείς, δάσκαλοι και αρμόδιες υπηρεσίες των τοπικών φορέων. Απολύτως αναγκαία, παράλληλα, είναι η
παροχή κατάλληλης κατάρτισης στους εκπαιδευτικούς, προκειμένου να μπορούν να διαχειρίζονται την
ετερογένεια της τάξης, να αναπτύσσουν μία παιδαγωγική όχι ηθικολογίας, αλλά
πρόληψης και αλληλεγγύης, και να αποτρέπουν το στιγματισμό και την
περιθωριοποίηση τόσο των δραστών ανηλίκων όσο και των θυμάτων συμμαθητών τους.
Χρειάζεται, επομένως, να ενταχθούν στην εκπαιδευτική πολιτική η παροχή ιδιαίτερης συμβουλευτικής και
ψυχολογικής στήριξης σε παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα
κοινωνικοποίησης, η δυνατότητα παροχής ιατρικής περίθαλψης σε κάθε σχολείο, ο
διορισμός, ανά μικρό αριθμό εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, κοινωνικού λειτουργού,
κοινωνιολόγου-εγκληματολόγου και παιδοψυχολόγου, εξειδικευμένων σε θέματα
παιδικής παραβατικότητας, ο αυστηρός έλεγχος σε θέματα χρήσης ναρκωτικών ουσιών
από μαθητές και η καταπολέμηση κάθε είδους
διάκρισης εις βάρος μελών της σχολικής κοινότητας. Ο
ρόλος των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας Τα ΜΜΕ χρειάζεται να αναγνωρίσουν και
να αποδεχτούν την ευθύνη που τους αναλογεί στην εμφάνιση του φαινομένου της παραβατικότητας
των ανηλίκων λόγω της συχνής -και κάποτε
ηρωοποιημένης- παρουσίασης της βίας. Οφείλουν, έτσι, να προχωρήσουν σε
εμφατικότερη επισήμανση του περιεχομένου τηλεοπτικών εκπομπών και άλλων
προγραμμάτων που ενδέχεται να περιλαμβάνουν ιδιαίτερα βίαιες ή ακατάλληλες για
ανηλίκους σκηνές. Έτι περαιτέρω απαιτείται από το κράτος να συμφωνήσει με τους
φορείς των ΜΜΕ έναν «οδικό χάρτη» προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών, και
ειδικότερα των ανήλικων παραβατών, σχετικά με την απαγόρευση τόσο της προβολής
ακραίων εικόνων σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας όσο και της αποκάλυψης της
ταυτότητας ανηλίκων που εμπλέκονται σε παραβατική συμπεριφορά. Ένα από τα βασικά στοιχεία, άρα, της
πρόληψης και της καταπολέμησης της εγκληματικότητας των ανηλίκων συνίσταται
στην ανάπτυξη πολιτικής επικοινωνίας που θα επιτρέπει την ευαισθητοποίηση της
κοινής γνώμης στο πρόβλημα αυτό, καθώς και την
εκρίζωση της βίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ευρύτερα από τις
πλατφόρμες τηλεοπτικού περιεχομένου. Τα ΜΜΕ, άλλωστε, μπορούν να
διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη του φαινομένου της παραβατικότητας
των ανηλίκων, μέσω της ανάληψης πρωτοβουλιών ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης
του κοινού, καθώς και της παροχής υψηλής
ποιότητας εκπομπών, οι οποίες θα προβάλλουν τη θετική συνεισφορά των νέων
στην κοινωνία, ενώ αντίθετα θα ελέγχουν την προβολή χρήσης βίας, πορνογραφίας
και κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών, βάσει συμφωνιών που θα ενταχθούν στον «οδικό
χάρτη» προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών· Ο
ρόλος της Δικαιοσύνης Στο ζήτημα της παραβατικότητας των
ανηλίκων, η διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας και η διάρκειά της, η επιλογή
του μέτρου που πρέπει να ληφθεί καθώς και η μετέπειτα εκτέλεσή του πρέπει να
υπαγορεύονται από την αρχή του υψίστου συμφέροντος του παιδιού και του σεβασμού
του δικονομικού δικαίου. Κάθε μέτρο εγκλεισμού δεν πρέπει παρά να αποτελεί
έσχατη λύση και να εκτελείται σε υποδομές ειδικά προσαρμοσμένες για τους
ανήλικους παραβάτες.