Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τοξεύω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τοξεύω, τοξεύεις, τοξεύει, τοξεύομεν, τοξεύετε,
τοξεύουσι(ν)
Υποτακτική
τοξεύω, τοξεύῃς, τοξεύῃ, τοξεύωμεν, τοξεύητε, τοξεύωσι(ν)
Ευκτική
τοξεύοιμι, τοξεύοις, τοξεύοι, τοξεύοιμεν,
τοξεύοιτε, τοξεύοιεν
Προστακτική
---, τόξευε, τοξευέτω, ---, τοξεύετε, τοξευόντων
(ή τοξευέτωσαν)
Απαρέμφατο
τοξεύειν
Μετοχή
τοξεύων, τοξεύουσα, τοξεῦον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτόξευον, ἐτόξευες, ἐτόξευε, ἐτοξεύομεν, ἐτοξεύετε, ἐτόξευον
Μέλλοντας
Οριστική
τοξεύσω, τοξεύσεις, τοξεύσει, τοξεύσομεν, τοξεύσετε,
τοξεύσουσι(ν)
Ευκτική
τοξεύσοιμι, τοξεύσοις, τοξεύσοι, τοξεύσοιμεν,
τοξεύσοιτε, τοξεύσοιεν
Απαρέμφατο
τοξεύσειν
Μετοχή
τοξεύσων, τοξεύσουσα, τοξεῦσον
Αόριστος
Οριστική
ἐτόξευσα, ἐτόξευσας, ἐτόξευσε(ν), ἐτοξεύσαμεν, ἐτοξεύσατε, ἐτόξευσαν
Υποτακτική
τοξεύσω, τοξεύσῃς, τοξεύσῃ, τοξεύσωμεν, τοξεύσητε, τοξεύσωσι(ν)
Ευκτική
τοξεύσαιμι, τοξεύσαις ή τοξεύσειας, τοξεύσαι
ή τοξεύσειε(ν), τοξεύσαιμεν, τοξεύσαιτε, τοξεύσαιεν ή τοξεύσειαν
Προστακτική
---, τόξευσον, τοξευσάτω, ---, τοξεύσατε,
τοξευσάντων (ή τοξευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
τοξεῦσαι
Μετοχή
τοξεύσας, τοξεύσασα, τοξεῦσαν
Παρακείμενος
Οριστική
τετόξευκα, τετόξευκας, τετόξευκε, τετοξεύκαμεν, τετοξεύκατε,
τετοξεύκασι(ν)
Υποτακτική
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός
ὦ
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός ᾖς
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός ᾖ
τετοξευκότες- τετοξευκυῖαι- τετοξευκότα ὦμεν
τετοξευκότες- τετοξευκυῖαι- τετοξευκότα ἦτε
τετοξευκότες- τετοξευκυῖαι- τετοξευκότα ὦσι
Ευκτική
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός εἴην
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός εἴης
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός εἴη
τετοξευκότες- τετοξευκυῖαι- τετοξευκότα εἴημεν (εἶμεν)
τετοξευκότες- τετοξευκυῖαι- τετοξευκότα εἴητε (εἶτε)
τετοξευκότες- τετοξευκυῖαι- τετοξευκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός ἴσθι
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός ἔστω
---
τετοξευκότες- τετοξευκυῖαι- τετοξευκότα ἔστε
τετοξευκότες- τετοξευκυῖαι- τετοξευκότα ἔστων
Απαρέμφατο
τετοξευκέναι
Μετοχή
τετοξευκώς- τετοξευκυῖα- τετοξευκός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τοξεύομαι, τοξεύῃ ή τοξεύει, τοξεύεται, τοξευόμεθα, τοξεύεσθε,
τοξεύονται
Υποτακτική
τοξεύωμαι, τοξεύῃ, τοξεύηται, τοξευώμεθα, τοξεύησθε, τοξεύωνται
Ευκτική
τοξευοίμην, τοξεύοιο, τοξεύοιτο, τοξευοίμεθα,
τοξεύοισθε, τοξεύοιντο
Προστακτική
---, τοξεύου, τοξευέσθω, ---, τοξεύεσθε,
τοξευέσθων ή τοξευέσθωσαν
Απαρέμφατο
τοξεύεσθαι
Μετοχή
τοξευόμενος
τοξευομένη
τοξευόμενον
Μέλλοντας
Οριστική
τοξεύσομαι, τοξεύσῃ ή τοξεύσει, τοξεύσεται, τοξευσόμεθα, τοξεύσεσθε,
τοξεύσονται
Ευκτική
τοξευσοίμην, τοξεύσοιο, τοξεύσοιτο, τοξευσοίμεθα,
τοξεύσοισθε, τοξεύσοιντο
Απαρέμφατο
τοξεύσεσθαι
Μετοχή
τοξευσόμενος
τοξευσομένη
τοξευσόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐτοξεύθην, ἐτοξεύθης, ἐτοξεύθη, ἐτοξεύθημεν, ἐτοξεύθητε, ἐτοξεύθησαν
Υποτακτική
τοξευθῶ, τοξευθῇς, τοξευθῇ, τοξευθῶμεν, τοξευθῆτε, τοξευθῶσι(ν)
Ευκτική
τοξευθείην, τοξευθείης, τοξευθείη, τοξευθείημεν
ή τοξευθεῖμεν, τοξευθείητε
ή τοξευθεῖτε, τοξευθείησαν
ή τοξευθεῖεν
Προστακτική
---, τοξεύθητι, τοξευθήτω, ---, τοξεύθητε,
τοξευθέντων ή τοξευθήτωσαν
Απαρέμφατο
τοξευθῆναι
Μετοχή
τοξευθείς
τοξευθεῖσα
τοξευθέν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κόπτω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κόπτω,
κόπτεις, κόπτει, κόπτομεν, κόπτετε, κόπτουσι(ν)
Υποτακτική
κόπτω, κόπτῃς, κόπτῃ, κόπτωμεν, κόπτητε, κόπτωσι(ν)
Ευκτική
κόπτοιμι, κόπτοις, κόπτοι, κόπτοιμεν, κόπτοιτε,
κόπτοιεν
Προστακτική
---, κόπτε, κοπτέτω, ---, κόπτετε,
κοπτόντων (ή κοπτέτωσαν)
Απαρέμφατο
κόπτειν
Μετοχή
κόπτων, κόπτουσα, κόπτον
Παρατατικός
Οριστική
ἔκοπτον, ἔκοπτες, ἔκοπτε, ἐκόπτομεν, ἐκόπτετε, ἔκοπτον
Μέλλοντας
Οριστική
κόψω,
κόψεις, κόψει, κόψομεν, κόψετε, κόψουσι(ν)
Ευκτική
κόψοιμι, κόψοις, κόψοι, κόψοιμεν,
κόψοιτε, κόψοιεν
Απαρέμφατο
κόψειν
Μετοχή
κόψων, κόψουσα, κόψον
Αόριστος
Οριστική
ἔκοψα,
ἔκοψας, ἔκοψε(ν), ἐκόψαμεν, ἐκόψατε, ἔκοψαν
Υποτακτική
κόψω, κόψῃς, κόψῃ, κόψωμεν, κόψητε, κόψωσι(ν)
Ευκτική
κόψαιμι, κόψαις ή κόψειας, κόψαι ή
κόψειε(ν), κόψαιμεν, κόψαιτε, κόψαιεν ή κόψειαν
Προστακτική
---, κόψον, κοψάτω, ---, κόψατε,
κοψάντων (ή κοψάτωσαν)
Απαρέμφατο
κόψαι
Μετοχή
κόψας, κόψασα, κόψαν
Παρακείμενος
Οριστική
κέκοφα, κέκοφας, κέκοφε, κεκόφαμεν, κεκόφατε,
κεκόφασι(ν)
Υποτακτική
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός ὦ
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός ᾖς
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός ᾖ
κεκοφότες- κεκοφυῖαι- κεκοφότα ὦμεν
κεκοφότες- κεκοφυῖαι- κεκοφότα ἦτε
κεκοφότες- κεκοφυῖαι- κεκοφότα ὦσι
Ευκτική
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός εἴην
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός εἴης
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός εἴη
κεκοφότες- κεκοφυῖαι- κεκοφότα εἴημεν (εἶμεν)
κεκοφότες- κεκοφυῖαι- κεκοφότα εἴητε (εἶτε)
κεκοφότες- κεκοφυῖαι- κεκοφότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός ἴσθι
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός ἔστω
---
κεκοφότες- κεκοφυῖαι- κεκοφότα ἔστε
κεκοφότες- κεκοφυῖαι- κεκοφότα ἔστων
Απαρέμφατο
κεκοφέναι
Μετοχή
κεκοφώς- κεκοφυῖα- κεκοφός
Υπερσυντέλικος
ἐκεκόφειν, ἐκεκόφεις, ἐκεκόφει, ἐκεκόφεμεν, ἐκεκόφετε, ἐκεκόφεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κόπτομαι, κόπτῃ ή κόπτει, κόπτεται, κοπτόμεθα, κόπτεσθε,
κόπτονται
Υποτακτική
κόπτωμαι, κόπτῃ, κόπτηται, κοπτώμεθα, κόπτησθε, κόπτωνται
Ευκτική
κοπτοίμην, κόπτοιο, κόπτοιτο,
κοπτοίμεθα, κόπτοισθε, κόπτοιντο
Προστακτική
---, κόπτου, κοπτέσθω, ---, κόπτεσθε,
κοπτέσθων ή κοπτέσθωσαν
Απαρέμφατο
κόπτεσθαι
Μετοχή
κοπτόμενος
κοπτομένη
κοπτόμενον
Παρατατικός
ἐκοπτόμην, ἐκόπτου, ἐκόπτετο, ἐκοπτόμεθα, ἐκόπτεσθε, ἐκόπτοντο
Μέλλοντας
Οριστική
κόψομαι, κόψῃ ή κόψει, κόψεται, κοψόμεθα, κόψεσθε,
κόψονται
Ευκτική
κοψοίμην, κόψοιο, κόψοιτο, κοψοίμεθα,
κόψοισθε, κόψοιντο
Απαρέμφατο
κόψεσθαι
Μετοχή
κοψόμενος
κοψομένη
κοψόμενον
Παθητικός
Μέλλοντας Β΄
Οριστική
κοπήσομαι, κοπήσῃ ή κοπήσει, κοπήσεται, κοπησόμεθα,
κοπήσεσθε, κοπήσονται
Ευκτική
κοπησοίμην, κοπήσοιο, κοπήσοιτο,
κοπησοίμεθα, κοπήσοισθε, κοπήσοιντο
Απαρέμφατο
κοπήσεσθαι
Μετοχή
κοπησόμενος
κοπησομένη
κοπησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐκοψάμην, ἐκόψω, ἐκόψατο, ἐκοψάμεθα, ἐκόψασθε, ἐκόψαντο
Υποτακτική
κόψωμαι, κόψῃ, κόψηται, κοψώμεθα, κόψησθε, κόψωνται
Ευκτική
κοψαίμην, κόψαιο, κόψαιτο, κοψαίμεθα,
κόψαισθε, κόψαιντο
Προστακτική
---, κόψαι, κοψάσθω, ---, κόψασθε,
κοψάσθων ή κοψάσθωσαν
Απαρέμφατο
κόψασθαι
Μετοχή
κοψάμενος
κοψαμένη
κοψάμενον
Παθητικός
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐκόπην, ἐκόπης, ἐκόπη, ἐκόπημεν, ἐκόπητε, ἐκόπησαν
Υποτακτική
κοπῶ, κοπῇς, κοπῇ, κοπῶμεν, κοπῆτε, κοπῶσι(ν)
Ευκτική
κοπείην, κοπείης, κοπείη, κοπείημεν ή
κοπεῖμεν, κοπείητε ή κοπεῖτε, κοπείησαν ή κοπεῖεν
Προστακτική
---, κόπηθι, κοπήτω, ---, κόπητε,
κοπέντων ή κοπήτωσαν
Απαρέμφατο
κοπῆναι
Μετοχή
κοπείς, κοπεῖσα, κοπέν
Παρακείμενος
Οριστική
κέκομμαι, κέκοψαι, κέκοπται, κεκόμμεθα, κέκοφθε,
κεκομμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον ὦ
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον ᾖς
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον ᾖ
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα ὦμεν
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα ἦτε
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα ὦσι
Ευκτική
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον εἴην
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον εἴης
κεκομμένος- κεκομμένη- κεκομμένον εἴη
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα εἴημεν (εἶμεν)
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα εἴητε (εἶτε)
κεκομμένοι- κεκομμέναι- κεκομμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, κέκοψο, κεκόφθω, --- κέκοφθε,
κεκόφθων ή κεκόφθωσαν
Απαρέμφατο
κεκόφθαι
Μετοχή
κεκομμένος,
κεκομμένη,
κεκομμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκόμμην, ἐκέκοψο, ἐκέκοπτο, ἐκεκόμμεθα, ἐκέκοφθε, κεκομμένοι ἦσαν