Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βλέπω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βλέπω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βλέπω, βλέπεις, βλέπει, βλέπουμε, βλέπετε, βλέπουν
Υποτακτική
να βλέπω, να βλέπεις, να βλέπει, να βλέπουμε, να βλέπετε, να βλέπουν
Προστακτική
β΄ ενικό: βλέπε – β΄ πληθυντικό: βλέπετε
Μετοχή
βλέποντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έβλεπα, έβλεπες, έβλεπε, βλέπαμε, βλέπατε, έβλεπαν ή βλέπανε
 
Αόριστος
Οριστική
είδα, είδες, είδε, είδαμε, είδατε, είδαν ή είδανε
Υποτακτική
να δω, να δεις, να δει, να δούμε, να δείτε, να δουν ή να δούνε  
Προστακτική
β΄ ενικό: δες – β΄ πληθυντικό: δείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βλέπω, θα βλέπεις, θα βλέπει, θα βλέπουμε, θα βλέπετε, θα βλέπουν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δω, θα δεις, θα δει, θα δούμε, θα δείτε, θα δουν ή θα δούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δει, θα έχεις δει, θα έχει δει, θα έχουμε δει, θα έχετε δει, θα έχουν δει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δει, έχεις δει, έχει δει, έχουμε δει, έχετε δει, έχουν δει
Υποτακτική
να έχω δει, να έχεις δει, να έχει δει, να έχουμε δει, να έχετε δει, να έχουν δει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δει, είχες δει, είχε δει, είχαμε δει, είχατε δει, είχαν(ε) δει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βλέπομαι, βλέπεσαι, βλέπεται, βλεπόμαστε, βλέπεστε, βλέπονται 
Υποτακτική
να βλέπομαι, να βλέπεσαι, να βλέπεται, να βλεπόμαστε, να βλέπεστε, να βλέπονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: βλέπεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
βλεπόμουν, βλεπόσουν, βλεπόταν, βλεπόμαστε, βλεπόσαστε, βλέπονταν
(& βλεπόμουνα, βλεπόσουνα, βλεπότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
ειδώθηκα, ειδώθηκες, ειδώθηκε, ειδωθήκαμε, ειδωθήκατε, ειδώθηκαν ή ειδωθήκανε  
Υποτακτική
να ιδωθώ, να ιδωθείς, να ιδωθεί, να ιδωθούμε, να ιδωθείτε, να ιδωθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ιδωθείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βλέπομαι, θα βλέπεσαι, θα βλέπεται, θα βλεπόμαστε, θα βλέπεστε, θα βλέπονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδωθώ, θα ιδωθείς, θα ιδωθεί, θα ιδωθούμε, θα ιδωθείτε, θα ιδωθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ιδωθεί, θα έχεις ιδωθεί, θα έχει ιδωθεί, θα έχουμε ιδωθεί, θα έχετε ιδωθεί, θα έχουν ιδωθεί 
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ιδωθεί, έχεις ιδωθεί, έχει ιδωθεί, έχουμε ιδωθεί, έχετε ιδωθεί, έχουν ιδωθεί
Υποτακτική
να έχω ιδωθεί, να έχεις ιδωθεί, να έχει ιδωθεί, να έχουμε ιδωθεί, να έχετε ιδωθεί, να έχουν ιδωθεί
Μετοχή
ιδωμένος, ιδωμένη, ιδωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ιδωθεί, είχες ιδωθεί, είχε ιδωθεί, είχαμε ιδωθεί, είχατε ιδωθεί, είχαν(ε) ιδωθεί 
 
Σημειώσεις:
 
Τα κυριότερα ρήματα που δηλώνουν όραση είναι τα βλέπω και κοιτάζω. Το βλέπω είναι το λέξημα που εκφράζει γενικά ότι κάποιος έχει την ικανότητα της όρασης, ότι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση ή ιδιαίτερη προσπάθεια χρησιμοποιεί την αίσθηση της όρασης. Αντίθετα, το κοιτάζω σημαίνει «στρέφω το βλέμμα μου για να δω», επομένως υπονοεί σκοπό. Έτσι, λέμε τον κοίταξε στα μάτια (όχι: τον είδε στα μάτια), αλλά τον είδε που έφυγε (όχι: τον κοίταξε που έφυγε).
Επιπλέον, μια σειρά άλλων ρημάτων συνδέονται με την όραση με διάφορους τρόπους. Με την έννοια του τρόπου με τον οποίο βλέπει κανείς είναι περισσότερο συνδεδεμένα τα θωρώ, ατενίζω, παρατηρώ, προσέχω, παρακολουθώ, διακρίνω και χαζεύω. Συγκεκριμένα, το λαϊκό θωρώ σημαίνει «στρέφω το βλέμμα μου για να δω». Το ατενίζω σημαίνει «καρφώνω και κρατώ το βλέμμα μου προσηλωμένο κάπου». Όταν αυτό γίνεται με κάποια προσπάθεια, δηλώνεται με το διακρίνω, ενώ όταν γίνεται με συγκέντρωση, προσοχή και σταδιακό τρόπο, δηλώνεται από τα ρήματα προσέχω, παρατηρώ και παρακολουθώ. Το χαζεύω δηλώνει σαφώς την απουσία συγκεκριμένου σκοπού.  
Τέλος, με την έννοια του τόπου συνδέονται περισσότερο τα αντικρίζω, αγναντεύω, επισκοπώ. Συγκεκριμένα, αν βλέπω απέναντι ή μπροστά μου, αν προσδιορίζεται δηλαδή ο συγκεκριμένος τόπος (ή κατεύθυνση), χρησιμοποιείται το αντικρίζω∙ αν βλέπω μακριά, σε απόσταση, τότε το αγναντεύω∙ και αν βλέπω από πάνω και εποπτεύω, τότε το επισκοπώ.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Ιστορία Β΄ Λυκείου: Το κίνημα του Ανθρωπισμού (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Β΄ Λυκείου: Το κίνημα του Ανθρωπισμού (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από την ιστορική πηγή που σας δίνεται, να απαντήσετε τεκμηριωμένα στα εξής:

α. Ποιο ήταν το περιεχόμενο των ανθρωπιστικών σπουδών κατά την Αναγέννηση και τι εξυπηρετούσε;
β. Ποιος είναι ο σκοπός του μορφωμένου ανθρώπου και γενικότερα της παιδείας, σύμφωνα με τους ουμανιστές;
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Οι αναγεννησιακοί λόγιοι και καλλιτέχνες παρόλο που δεν απέρριπταν τη χριστιανική διδασκαλία και δεν ήρθαν σε ρήξη με την Εκκλησία, έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στα εγκόσμια και στην υλική ζωή. […] Δημιούργησαν σχολεία και ακαδημίες στις ιταλικές αυλές και πόλεις, τα οποία εστίαζαν στην κλασική λογοτεχνία και ιστορία, αποκαλώντας το νέο πρόγραμμα διδασκαλίας «studia humanitatis»1 ή ουμανισμό. Οι ουμανιστές θεωρούσαν την εντρύφηση στους κλασικούς ως την καλύτερη προπαρασκευή για μια καριέρα στον χώρο της πολιτικής, καθώς δίδασκαν σε κάποιον πώς να επιχειρηματολογεί πειστικά, να γράφει κατανοητά και να μιλάει με ευφράδεια. Από την άλλη πλευρά, δίδασκαν ότι στόχος κάθε μορφωμένου ατόμου θα πρέπει να είναι μια ζωή ενεργός στα εγκόσμια και ότι η μόρφωση δεν μπορεί απλώς να έχει ιδιωτικά ή θρησκευτικά κίνητρα, αλλά να στοχεύει στο κοινό καλό.
 
1. Ανθρωπιστικές σπουδές
 
Merry E. Weisner-Hanks, Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη 1450-1789, Αθήνα 2006, σ. 36-37.
 
Ενδεικτική απάντηση
 
α. Ο άνθρωπος της Αναγέννησης αναζητούσε τρόπους έκφρασης των νέων ιδεών. Έτσι, στράφηκε προς τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και επιδόθηκε στη συστηματική μελέτη, μετάφραση και σχολιασμό των αρχαίων συγγραφέων. Η στροφή αυτή προς τη βαθύτερη γνώση των ελληνικών και λατινικών γραμμάτων και της αρχαιότητας γενικότερα ονομάστηκε ανθρωπισμός. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη Merry E. Weisner-Hanks, η συστηματική μελέτη της κλασικής λογοτεχνίας και ιστορίας διευκολύνθηκε με την ίδρυση σχολείων και ακαδημιών σε διάφορες ιταλικές πόλεις. Τις σπουδές αυτού του τομέα τις αποκαλούσα ανθρωπιστικές («studia humanitatis») ή αλλιώς ουμανισμό, και τις θεωρούσαν ιδιαίτερα επωφελής, εφόσον μέσω αυτών μπορούσε κάποιος να προετοιμαστεί κατάλληλα για τη σταδιοδρομία στην πολιτική. Οι ανθρωπιστικές σπουδές, άλλωστε, καλλιεργούσαν την ικανότητα του ατόμου να συγκροτεί πειστική επιχειρηματολογία, να γράφει με σαφήνεια και να έχει ευχέρεια λόγου. Βέβαια, το φαινόμενο της αναβίωσης των κλασικών σπουδών δεν είναι καινούργιο, αφού ήδη στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια του 12ου αι. μελετήθηκαν αρχαία φιλοσοφικά κείμενα. Επίσης οι Βυζαντινοί κατά την περίοδο από το 10ο έως το 15ο αιώνα, ιδιαίτερα κατά την εποχή των Παλαιολόγων, ασχολήθηκαν συστηματικά με τη μελέτη της αρχαίας γραμματείας. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο αναγεννησιακός λόγιος δεν μελετά τον αρχαίο πολιτισμό μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά επιχειρεί να αντλήσει από αυτόν αξίες για τη θεμελίωση του συγχρόνου του κόσμου.
 
β. Οι φορείς του ανθρωπισμού είναι βαθιά θρησκευόμενοι, επιζητούν όμως την αληθινή πίστη και τοποθετούν τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου. Όπως επισημαίνει η Merry E. Weisner-Hanks, οι ανθρωπιστές δεν απομακρύνονται από τον χριστιανισμό επιζητούν, ωστόσο, να αναδείξουν τη σημασία της εγκόσμιας και υλικής πραγματικότητας. Θεωρούσαν, άλλωστε, πως ο μορφωμένος άνθρωπος οφείλει να είναι ενεργός στα εγκόσμια ζητήματα και να θέτει ως απώτερο στόχο του το συνολικό καλό, αντί να εξωθείται στη μόρφωση για ατομικούς ή θρησκευτικούς λόγους. Γι' αυτό η προσωπικότητά του πρέπει να είναι πολύπλευρη και να χαρακτηρίζεται από την αγάπη για δημιουργική και δραστήρια ζωή, καθώς και από την πίστη στις δυνάμεις του ανθρώπου, σωματικές και πνευματικές. Ο άνθρωπος αισθάνεται πλέον ελεύθερος και έτοιμος να αναλάβει την ευθύνη για τη διαμόρφωση του κόσμου του. Οι ανθρωπιστές οραματίζονται να διαμορφώσουν ένα νέο τύπο ανθρώπου, τον καθολικό άνθρωπο (homo univorsalis), δημιουργό του πολιτισμού του και υπεύθυνο για τη μοίρα του.
 
«Το θέμα προέρχεται και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιβάλλω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιβάλλω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επιβάλλω, επιβάλλεις, επιβάλλει, επιβάλλουμε, επιβάλλετε, επιβάλλουν
Υποτακτική
να επιβάλλω, να επιβάλλεις, να επιβάλλει, να επιβάλλουμε, να επιβάλλετε, να επιβάλλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: επίβαλλε – β΄ πληθυντικό: επιβάλλετε  
Μετοχή
επιβάλλοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
επέβαλλα, επέβαλλες, επέβαλλε, επιβάλλαμε, επιβάλλατε, επέβαλλαν
 
Αόριστος
Οριστική
επέβαλα, επέβαλες, επέβαλε, επιβάλαμε, επιβάλατε, επέβαλαν
Υποτακτική
να επιβάλω, να επιβάλεις, να επιβάλει, να επιβάλουμε, να επιβάλετε, να επιβάλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: επίβαλε – β΄ πληθυντικό: επιβάλετε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβάλλω, θα επιβάλλεις, θα επιβάλλει, θα επιβάλλουμε, θα επιβάλλετε, θα επιβάλλουν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβάλω, θα επιβάλεις, θα επιβάλει, θα επιβάλουμε, θα επιβάλετε, θα επιβάλουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιβάλει, θα έχεις επιβάλει, θα έχει επιβάλει, θα έχουμε επιβάλει, θα έχετε επιβάλει, θα έχουν επιβάλει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιβάλει, έχεις επιβάλει, έχει επιβάλει, έχουμε επιβάλει, έχετε επιβάλει, έχουν επιβάλει
Υποτακτική
να έχω επιβάλει, να έχεις επιβάλει, να έχει επιβάλει, να έχουμε επιβάλει, να έχετε επιβάλει, να έχουν επιβάλει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιβάλει, είχες επιβάλει, είχε επιβάλει, είχαμε επιβάλει, είχατε επιβάλει, είχαν(ε) επιβάλει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επιβάλλομαι, επιβάλλεσαι, επιβάλλεται, επιβαλλόμαστε, επιβάλλεστε, επιβάλλονται 
Υποτακτική
να επιβάλλομαι, να επιβάλλεσαι, να επιβάλλεται, να επιβαλλόμαστε, να επιβάλλεστε, να επιβάλλονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιβάλλεστε
Μετοχή
επιβαλλόμενος, επιβαλλόμενη, επιβαλλόμενο   
 
Παρατατικός
Οριστική
επιβαλλόμουν, επιβαλλόσουν, επιβαλλόταν, επιβαλλόμαστε, επιβαλλόσαστε, επιβάλλονταν
(& επιβαλλόμουνα, επιβαλλόσουνα, επιβαλλότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
επιβλήθηκα, επιβλήθηκες, επιβλήθηκε, επιβληθήκαμε, επιβληθήκατε, επιβλήθηκαν
Υποτακτική
να επιβληθώ, να επιβληθείς, να επιβληθεί, να επιβληθούμε, να επιβληθείτε, να επιβληθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιβληθείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβάλλομαι, θα επιβάλλεσαι, θα επιβάλλεται, θα επιβαλλόμαστε, θα επιβάλλεστε, θα επιβάλλονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβληθώ, θα επιβληθείς, θα επιβληθεί, θα επιβληθούμε, θα επιβληθείτε, θα επιβληθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιβληθεί, θα έχεις επιβληθεί, θα έχει επιβληθεί, θα έχουμε επιβληθεί, θα έχετε επιβληθεί, θα έχουν επιβληθεί 
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιβληθεί, έχεις επιβληθεί, έχει επιβληθεί, έχουμε επιβληθεί, έχετε επιβληθεί, έχουν επιβληθεί
Υποτακτική
να έχω επιβληθεί, να έχεις επιβληθεί, να έχει επιβληθεί, να έχουμε επιβληθεί, να έχετε επιβληθεί, να έχουν επιβληθεί
Μετοχή
επιβεβλημένος, επιβεβλημένη, επιβεβλημένο  
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιβληθεί, είχες επιβληθεί, είχε επιβληθεί, είχαμε επιβληθεί, είχατε επιβληθεί, είχαν(ε) επιβληθεί 
 
Σημειώσεις:
 
1. Η ορθογραφία του ρήματος επιβάλλω διέπεται από τον εξής απλό μνημόνικο κσνόνα: μια φορά = ένα λ, πολλές φορές = δύο λ. Ειδικότερα:
Με δύο -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται διάρκεια ή επανάληψη (δηλ. στον Ενεστώτα, Παρατατικό και Εξακολουθητικό Μέλλοντα): επιβάλλω – επέβαλλα – θα επιβάλλω.
Με ένα -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται στιγμιαία ή συντελεσμένη πράξη (δηλ. στον Αόριστο, τον Στιγμιαίο Μέλλοντα και στους συντελικούς χρόνους): επέβαλα – θα επιβάλω – έχω / είχα / θα έχω επιβάλει.
 
Μια φορά = -λ- (π.χ. Κατάφερε να επιβάλει την τάξη – Τελικά επέβαλε την τάξη)
Πολλές φορές = -λλ- (π.χ. Συνεχώς επιβάλλουν / επέβαλλαν νέα μέτρα).
 
2. Μετοχή μεσοπαθητικού Παρακειμένου. Τα σύνθετα του ρήματος βάλλω σχηματίζουν τη μετοχή μεσοπαθητικού Παρακειμένου με αναδιπλασιασμό (δηλ. επανάληψη του αρχικού συμφώνου του ρήματος + φωνήεν + ε) κληρονομημένο από την Αρχαία Ελληνική: επιβάλλω – επιβεβλημένος.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
 

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εισάγω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εισάγω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εισάγω, εισάγεις, εισάγει, εισάγουμε, εισάγετε, εισάγουν
Υποτακτική
να εισάγω, να εισάγεις, να εισάγει, να εισάγουμε, να εισάγετε, να εισάγουν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εισάγετε
Μετοχή
εισάγοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εισήγα, εισήγες, εισήγε, εισήγαμε, εισήγατε, εισήγαν
 
Αόριστος
Οριστική
εισήγαγα, εισήγαγες, εισήγαγε, εισαγάγαμε, εισαγάγατε, εισήγαγαν
Υποτακτική
να εισαγάγω, να εισαγάγεις, να εισαγάγει, να εισαγάγουμε, να εισαγάγετε, να εισαγάγουν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εισαγάγετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εισάγω, θα εισάγεις, θα εισάγει, θα εισάγουμε, θα εισάγετε, θα εισάγουν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εισαγάγω, θα εισαγάγεις, θα εισαγάγει, θα εισαγάγουμε, θα εισαγάγετε, θα εισαγάγουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εισαγάγει, θα έχεις εισαγάγει, θα έχει εισαγάγει, θα έχουμε εισαγάγει, θα έχετε εισαγάγει, θα έχουν εισαγάγει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εισαγάγει, έχεις εισαγάγει, έχει εισαγάγει, έχουμε εισαγάγει, έχετε εισαγάγει, έχουν εισαγάγει
Υποτακτική
να έχω εισαγάγει, να έχεις εισαγάγει, να έχει εισαγάγει, να έχουμε εισαγάγει, να έχετε εισαγάγει, να έχουν εισαγάγει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εισαγάγει, είχες εισαγάγει, είχε εισαγάγει, είχαμε εισαγάγει, είχατε εισαγάγει, είχαν(ε) εισαγάγει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εισάγομαι, εισάγεσαι, εισάγεται, εισαγόμαστε, εισάγεστε, εισάγονται  
Υποτακτική
να εισάγομαι, να εισάγεσαι, να εισάγεται, να εισαγόμαστε, να εισάγεστε, να εισάγονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εισάγεστε
Μετοχή
εισαγόμενος  
 
Παρατατικός
Οριστική
εισαγόμουν, εισαγόσουν, εισαγόταν, εισαγόμαστε, εισαγόσαστε, εισάγονταν
(& εισαγόμουνα, εισαγόσουνα, εισαγότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
εισήχθη, εισήχθης, εισήχθη, εισήχθημεν, εισήχθητε, εισήχθησαν
Υποτακτική
να εισαχθώ, να εισαχθείς, να εισαχθεί, να εισαχθούμε, να εισαχθείτε, να εισαχθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εισαχθείτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εισάγομαι, θα εισάγεσαι, θα εισάγεται, θα εισαγόμαστε, θα εισάγεστε, θα εισάγονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εισαχθώ, θα εισαχθείς, θα εισαχθεί, θα εισαχθούμε, θα εισαχθείτε, θα εισαχθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εισαχθεί, θα έχεις εισαχθεί, θα έχει εισαχθεί, θα έχουμε εισαχθεί, θα έχετε εισαχθεί, θα έχουν εισαχθεί  
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εισαχθεί, έχεις εισαχθεί, έχει εισαχθεί, έχουμε εισαχθεί, έχετε εισαχθεί, έχουν εισαχθεί
Υποτακτική
να έχω εισαχθεί, να έχεις εισαχθεί, να έχει εισαχθεί, να έχουμε εισαχθεί, να έχετε εισαχθεί, να έχουν εισαχθεί
Μετοχή
εισηγμένος
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εισαχθεί, είχες εισαχθεί, είχε εισαχθεί, είχαμε εισαχθεί, είχατε εισαχθεί, είχαν(ε) εισαχθεί  
 
Σημειώσεις:
 
1. Το ρήμα εισάγω ανήκει στα λίγα ρήματα της Νέας Ελληνικής που κατά κανόνα διατηρούν τη χρονική ή φωνηεντική αύξηση στους παρελθοντικούς χρόνους (Παρατατικό και Αόριστο). Η χρονική αύξηση γράφεται πάντοτε με -η- και διατηρείται μόνο εφόσον τονίζεται (Παρατατικός: εισήγα, εισήγες, εισήγε, εισήγαμε, εισήγατε, εισήγαν – Αόριστος: εισήγαγα, εισήγαγες, εισήγαγε, εισήγαγαν).
 
2. Μεσοπαθητικός αόριστος: Ο μεσοπαθητικός αόριστος του λόγιου ρήματος άγω είναι σπάνιος και, όταν χρησιμοποιείται, συνήθως συναντάται με τις αρχαίες καταλήξεις του παθητικού αορίστου: ήχθην, ήχθης, ήχθη – ήχθημεν, ήχθητε, ήχθησαν. Το ίδιο ισχύει και για τα σύνθετά του, τα οποία χρησιμοποιούνται περισσότερο, π.χ. εισήχθη, προήχθη, απήχθη κ.ά.
 
3. Μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου: Τα σύνθετα του ρήματος άγω σχηματίζουν τη μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου με χρονική αύξηση (δηλαδή έκταση του α- σε η-, κληρονομημένη από την Αρχαία Ελληνική: εισάγω = εισηγμένος, προάγω = προηγμένος, συνάγω = συνηγμένος.
 
4. –άγω, -αγάγω. Το ρήμα άγω χρησιμοποιείται στη σύγχρονη Ελληνική ως σύνθετο με προθέσεις. Αξίζει να επισημανθεί η δυσκολία που προκύπτει συνήθως και που γεννά συχνά λάθη στη χρήση κυρίως των τύπων με θα / να (μέλλοντας και υποτακτικές ενεστώτα – αορίστου): πότε λέμε θα εισάγει και πότε θα εισαγάγει∙ πότε να διεξάγουμε και πότε να διεξαγάγουμε. Μνημονικά και πρακτικά, για να αντιμετωπίσουμε τη δυσκολία αρκεί να θυμόμαστε ότι οι διπλασιασμένοι τύποι με το αγαγ- χρησιμοποιούνται για πράξη στιγμιαία, συνοπτική, μη επαναλαμβανόμενη («μία φορά»)∙ αντιθέτως, οι αδιπλασίαστοι τύποι με το αγ- (μη συνοπτικοί) χρησιμοποιούνται για πράξη συνεχή, συχνή, επαναλαμβανόμενη («πολλές φορές»).
Παραδείγματα:
(πολλές φορές) Η αντιπροσωπεία θα εισάγει αυτοκίνητα από τη Γερμανία κάθε χρόνο.
(μία φορά) Η αντιπροσωπεία φέτος θα εισαγάγει αυτοκίνητα από τη Γερμανία.
 
- Με τα έχω / είχα / θα έχω χρησιμοποιείται πάντα ο διπλασιασμένος τύπος: έχω εισαγάγει, είχε παραγάγει, θα είχες εξαγάγει. Αντιθέτως, όταν δεν υπάρχει τίποτε μπροστά από το ρήμα, χρησιμοποιείται πάντοτε ο τύπος αγ-: εισάγει αυτοκίνητα, παράγουμε προϊόντα, διεξάγουμε ανάκριση.
Το αγαγ- δεν χρησιμοποιείται για επανάληψη, συνέχεια διάρκεια.
 
- Πολλοί ομιλητές πλέον χρησιμοποιούν τους αδόκιμους συνοπτικούς τύπους σε –άξω για μερικά σύνθετα του άγω (π.χ. θα / να παράξω κ.λπ.). Αξίζει να επισημανθεί όμως ότι για σύνθετα του άγω με την πρόθεση εξ (εξάγω, διεξάγω) θα σχηματίζονταν τύποι θα εξάξω και θα διεξάξω, που είναι όντως κακόηχοι.
 
Σύνθετα με το άγω:
α) με μία πρόθεση: ανάγω,  απάγω, διάγω, εισάγω, ενάγω, εξάγω, κατάγω, παράγω, περιάγω, προάγω, προσάγω, συνάγω, υπάγω
β) με δύο προθέσεις: αναπαράγω, διεξάγω, παρεισάγω, υπεισάγω. 
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...