Ερμηνευτικές προσεγγίσεις Λογοτεχνικών Κειμένων - Σημειώσεις Λατινικών - Σημειώσεις Αρχαίων & Νέων Ελληνικών - Συγγραφή Σημειώσεων: Κωνσταντίνος Μάντης
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρατείνω»
Κωνσταντίνος Μάντης |
Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων

Linda Woods
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρατείνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατείνω, παρατείνεις, παρατείνει, παρατείνουμε, παρατείνετε, παρατείνουν (ή παρατείνουνε)
Υποτακτική
να παρατείνω, να παρατείνεις, να παρατείνει, να παρατείνουμε, να παρατείνετε, να παρατείνουν (ή να παρατείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράτεινε – β΄ πληθυντικό: παρατείνετε
Μετοχή
παρατείνοντας
Παρατατικός
Οριστική
παρέτεινα, παρέτεινες, παρέτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παρέτειναν ή παρατείνανε
& παράτεινα, παράτεινες, παράτεινε,
παρατείναμε, παρατείνατε, παράτειναν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
παρέτεινα, παρέτεινες, παρέτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παρέτειναν ή παρατείνανε
Υποτακτική
να παρατείνω, να παρατείνεις, να παρατείνει, να παρατείνουμε, να παρατείνετε, να παρατείνουν (ή να παρατείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράτεινε – β΄ πληθυντικό: παρατείνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνω, θα παρατείνεις, θα παρατείνει, θα παρατείνουμε, θα παρατείνετε, θα παρατείνουν (ή θα παρατείνουνε)
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνω, θα παρατείνεις, θα παρατείνει, θα παρατείνουμε, θα παρατείνετε, θα παρατείνουν (ή θα παρατείνουνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρατείνει, θα έχεις παρατείνει, θα έχει παρατείνει, θα έχουμε παρατείνει, θα έχετε παρατείνει, θα έχουν παρατείνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρατείνει, έχεις παρατείνει, έχει παρατείνει, έχουμε παρατείνει, έχετε παρατείνει, έχουν(ε) παρατείνει
Υποτακτική
να έχω παρατείνει, να έχεις παρατείνει, να έχει παρατείνει, να έχουμε παρατείνει, να έχετε παρατείνει, να έχουν(ε) παρατείνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρατείνει, είχες παρατείνει, είχε παρατείνει, είχαμε παρατείνει, είχατε παρατείνει, είχαν(ε) παρατείνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατείνομαι, παρατείνεσαι, παρατείνεται, παρατεινόμαστε, παρατείνεστε, παρατείνονται
Υποτακτική
να παρατείνομαι, να παρατείνεσαι, να παρατείνεται, να παρατεινόμαστε, να παρατείνεστε, να παρατείνονται
Προστακτική
---
Μετοχή
παρατεινόμενος, παρατεινόμενη, παρατεινόμενο
Παρατατικός
Οριστική
παρατεινόμουν, παρατεινόσουν, παρατεινόταν, παρατεινόμαστε, παρατεινόσαστε, παρατείνονταν
(&
παρατεινόμουνα, παρατεινόσουνα, παρατεινότανε, παρατεινόμασταν, παρατεινόσασταν,
παρατεινόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
παρατάθηκα, παρατάθηκες, παρατάθηκε, παραταθήκαμε, παραταθήκατε, παρατάθηκαν (ή παραταθήκανε)
Υποτακτική
να παραταθώ, να παραταθείς, να παραταθεί, να παραταθούμε, να παραταθείτε, να παραταθούν (ή να παραταθούνε)
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνομαι, θα παρατείνεσαι, θα παρατείνεται, θα παρατεινόμαστε, θα παρατείνεστε, θα παρατείνονται
Συνοπτικός
Μέλλοντας
Οριστική
θα παραταθώ, θα παραταθείς, θα παραταθεί, θα παραταθούμε, θα παραταθείτε, θα παραταθούν (ή θα παραταθούνε)
Συντελεσμένος
Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παραταθεί, θα έχεις παραταθεί, θα έχει παραταθεί, θα έχουμε παραταθεί, θα έχετε παραταθεί, θα έχουν παραταθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραταθεί, έχεις παραταθεί, έχει παραταθεί, έχουμε παραταθεί, έχετε παραταθεί, έχουν παραταθεί
Υποτακτική
να έχω παραταθεί, να έχεις παραταθεί, να έχει παραταθεί, να έχουμε παραταθεί, να έχετε παραταθεί, να έχουν παραταθεί
Μετοχή
παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραταθεί, είχες παραταθεί, είχε παραταθεί, είχαμε παραταθεί, είχατε παραταθεί, είχαν(ε) παραταθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρατείνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατείνω, παρατείνεις, παρατείνει, παρατείνουμε, παρατείνετε, παρατείνουν (ή παρατείνουνε)
να παρατείνω, να παρατείνεις, να παρατείνει, να παρατείνουμε, να παρατείνετε, να παρατείνουν (ή να παρατείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράτεινε – β΄ πληθυντικό: παρατείνετε
Μετοχή
παρατείνοντας
Παρατατικός
Οριστική
παρέτεινα, παρέτεινες, παρέτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παρέτειναν ή παρατείνανε
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Αόριστος
Οριστική
παρέτεινα, παρέτεινες, παρέτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παρέτειναν ή παρατείνανε
να παρατείνω, να παρατείνεις, να παρατείνει, να παρατείνουμε, να παρατείνετε, να παρατείνουν (ή να παρατείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράτεινε – β΄ πληθυντικό: παρατείνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνω, θα παρατείνεις, θα παρατείνει, θα παρατείνουμε, θα παρατείνετε, θα παρατείνουν (ή θα παρατείνουνε)
Οριστική
θα παρατείνω, θα παρατείνεις, θα παρατείνει, θα παρατείνουμε, θα παρατείνετε, θα παρατείνουν (ή θα παρατείνουνε)
Οριστική
θα έχω παρατείνει, θα έχεις παρατείνει, θα έχει παρατείνει, θα έχουμε παρατείνει, θα έχετε παρατείνει, θα έχουν παρατείνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρατείνει, έχεις παρατείνει, έχει παρατείνει, έχουμε παρατείνει, έχετε παρατείνει, έχουν(ε) παρατείνει
να έχω παρατείνει, να έχεις παρατείνει, να έχει παρατείνει, να έχουμε παρατείνει, να έχετε παρατείνει, να έχουν(ε) παρατείνει
Οριστική
είχα παρατείνει, είχες παρατείνει, είχε παρατείνει, είχαμε παρατείνει, είχατε παρατείνει, είχαν(ε) παρατείνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρατείνομαι, παρατείνεσαι, παρατείνεται, παρατεινόμαστε, παρατείνεστε, παρατείνονται
να παρατείνομαι, να παρατείνεσαι, να παρατείνεται, να παρατεινόμαστε, να παρατείνεστε, να παρατείνονται
Προστακτική
---
Μετοχή
παρατεινόμενος, παρατεινόμενη, παρατεινόμενο
Παρατατικός
Οριστική
παρατεινόμουν, παρατεινόσουν, παρατεινόταν, παρατεινόμαστε, παρατεινόσαστε, παρατείνονταν
Αόριστος
Οριστική
παρατάθηκα, παρατάθηκες, παρατάθηκε, παραταθήκαμε, παραταθήκατε, παρατάθηκαν (ή παραταθήκανε)
να παραταθώ, να παραταθείς, να παραταθεί, να παραταθούμε, να παραταθείτε, να παραταθούν (ή να παραταθούνε)
Οριστική
θα παρατείνομαι, θα παρατείνεσαι, θα παρατείνεται, θα παρατεινόμαστε, θα παρατείνεστε, θα παρατείνονται
Οριστική
θα παραταθώ, θα παραταθείς, θα παραταθεί, θα παραταθούμε, θα παραταθείτε, θα παραταθούν (ή θα παραταθούνε)
Οριστική
θα έχω παραταθεί, θα έχεις παραταθεί, θα έχει παραταθεί, θα έχουμε παραταθεί, θα έχετε παραταθεί, θα έχουν παραταθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραταθεί, έχεις παραταθεί, έχει παραταθεί, έχουμε παραταθεί, έχετε παραταθεί, έχουν παραταθεί
να έχω παραταθεί, να έχεις παραταθεί, να έχει παραταθεί, να έχουμε παραταθεί, να έχετε παραταθεί, να έχουν παραταθεί
Μετοχή
παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραταθεί, είχες παραταθεί, είχε παραταθεί, είχαμε παραταθεί, είχατε παραταθεί, είχαν(ε) παραταθεί
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πονέω-πονῶ»
Κωνσταντίνος Μάντης |
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρημάτων

Charles James Adams
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πονέω-πονῶ»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πονῶ, πονεῖς, πονεῖ, πονοῦμεν, πονεῖτε, πονοῦσι(ν)
πονῶ, πονῇς, πονῇ, πονῶμεν, πονῆτε, πονῶσι(ν)
πονοῖμι, πονοῖς, πονοῖ, ή πονοίην, πονοίης, πονοίη, πονοῖμεν, πονοῖτε, πονοῖεν
---, πόνει, πονείτω, ---, πονεῖτε, πονούντων (ή πονείτωσαν)
πονεῖν
πονῶν, πονοῦσα, πονοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐπόνουν, ἐπόνεις, ἐπόνει, ἐπονοῦμεν, ἐπονεῖτε, ἐπόνουν
Μέλλοντας
Οριστική
πονέσω, πονέσεις, πονέσει, πονέσομεν, πονέσετε, πονέσουσι(ν)
Ευκτική
πονήσοιμι, πονήσοις, πονήσοι, πονήσοιμεν, πονήσοιτε, πονήσοιεν
Απαρέμφατο
πονήσειν
Μετοχή
πονήσων, πονήσουσα, πονῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐπόνησα, ἐπόνησας, ἐπόνησε(ν), ἐπονήσαμεν, ἐπονήσατε, ἐπόνησαν
πονήσω, πονήσῃς, πονήσῃ, πονήσωμεν, πονήσητε, πονήσωσι(ν)
πονήσαιμι, πονήσαις ή πονήσειας, πονήσαι ή πονήσαιε(ν) πονήσαιμεν, πονήσαιτε, πονήσαιεν ή πονήσειαν
Προστακτική
---, πόνησον, πονησάτω, ---, πονήσατε, πονησάντων (ή πονησάτωσαν)
Απαρέμφατο
πονῆσαι
πονήσας, πονήσασα, πονῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόνηκα, πεπόνηκας, πεπόνηκε, πεπονήκαμεν, πεπονήκατε, πεπονήκασι(ν)
Υποτακτική
πεπονηκώς- πεπονηκυῖα- πεπονηκός ὦ
πεπονηκώς- πεπονηκυῖα- πεπονηκός ᾖς
πεπονηκότες- πεπονηκυῖαι- πεπονηκότα ὦμεν
Ευκτική
πεπονηκώς- πεπονηκυῖα- πεπονηκός εἴην
Προστακτική
---
πεπονηκώς- πεπονηκυῖα- πεπονηκός ἴσθι
πεπονηκότες- πεπονηκυῖαι- πεπονηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
πεπονηκέναι
Μετοχή
πεπονηκώς, πεπονηκυῖα, πεπονηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐπεπονήκειν, ἐπεπονήκεις, ἐπεπονήκει, ἐπεπονήκεμεν, ἐπεπονήκετε, ἐπεπονήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
πονοῦμαι, πονῇ/πονεῖ, πονεῖται, πονούμεθα, πονεῖσθε, πονοῦνται
πονῶμαι, πονῇ, πονῆται, πονώμεθα, πονῆσθε, πονῶνται
πονοίμην, πονοῖο, πονοῖτο, πονοίμεθα, πονοῖσθε, πονοῖντο
---, πονοῦ, πονείσθω, ---, πονεῖσθε, πονείσθων ή πονείσθωσαν
ποιεῖσθαι
πονούμενος
πονουμένη
πονούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπονούμην, ἐπονοῦ, ἐπονεῖτο, ἐπονούμεθα, ἐπονεῖσθε, ἐπονοῦντο
Μέλλοντας
Οριστική
πονήσομαι, πονήσῃ / πονήσει, πονήσεται, πονησόμεθα, πονήσεσθε, πονήσονται
πονησοίμην, πονήσοιο, πονήσοιτο, πονησοίμεθα, πονήσοισθε, πονήσοιντο
Απαρέμφατο
πονήσεσθαι
Μετοχή
πονησόμενος
πονησομένη
πονησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐπονησάμην, ἐπονήσω, ἐπονήσατο, ἐπονησάμεθα, ἐπονήσασθε, ἐπονήσαντο
πονήσωμαι, πονήσῃ, πονήσηται, πονησώμεθα, πονήσησθε, πονήσωνται
πονησαίμην, πονήσαιο, πονήσαιτο, πονησαίμεθα, πονήσαισθε, πονήσαιντο
Προστακτική
---, πόνησαι, πονησάσθω, ---, πονήσασθε, πονησάσθων ή πονησάσθωσαν
Απαρέμφατο
πονήσασθαι
Μετοχή
πονησάμενος
πονησαμένη
πονησάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐπονήθην, ἐπονήθης, ἐπονήθη, ἐπονήθημεν, ἐπονήθητε, ἐπονήθησαν
πονηθῶ, πονηθῇς, πονηθῇ, πονηθῶμεν, πονηθῆτε, πονηθῶσι(ν)
πονηθείην, πονηθείης, πονηθείη, πονηθείημεν ή πονηθεῖμεν, πονηθείητε ή πονηθεῖτε, πονηθείησαν ή πονηθεῖεν
---, πονήθητι, πονηθήτω, ---, πονήθητε, πονηθέντων ή πονηθήτωσαν
Απαρέμφατο
πονηθῆναι
πονηθείς
πονηθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
πεπόνημαι, πεπόνησαι, πεπόνηται, πεπονήμεθα, πεπόνησθε, πεπόνηνται
Υποτακτική
πεπονημένος - πεπονημένη- πεπονημένον ὦ
πεπονημένος - πεπονημένη- πεπονημένον ᾖς
πεπονημένοι- πεπονημέναι- πεπονημένα ὦμεν
Ευκτική
πεπονημένος - πεπονημένη- πεπονημένον εἴην
Προστακτική
---, πεπόνησο, πεπονήσθω, --- πεπόνησθε, πεπονήσθων ή πεπονήσθωσαν
Απαρέμφατο
πεπονῆσθαι
πεπονημένος,
πεπονημένη,
πεπονημένον
Υπερσυντέλικος
ἐπεπονήμην, ἐπεπόνησο, ἐπεπόνητο, ἐπεπονήμεθα, ἐπεπόνησθε, ἐπεπόνηντο
Ιστορία Προσανατολισμού: Εθνικόν Κομιτάτον & Εκλεκτικοί (πηγή)
Κωνσταντίνος Μάντης |
Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές

Ιστορία Προσανατολισμού: Εθνικόν Κομιτάτον & Εκλεκτικοί (πηγή)
Οι Εκλεκτικοί (μετριοπαθείς και μορφωμένοι κατά κανόνα βουλευτές), από την άλλη, δεν μοιάζουν να αποτελούν μια συμπαγή ομάδα: αποσκοπούν στην ύφεση των εντάσεων και στη συμμετοχή τους σε κυβερνητικά σχήματα, αλλάζοντας όμως διαρκώς και εύκολα στρατόπεδα. Η συγκεκριμένη πολιτική ομάδα συνέτεινε στην πολιτική αστάθεια και στην παραίτηση διαδοχικών κυβερνήσεων, στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πολιτική πραγματικότητα μέχρι και την έλευση του Γεωργίου Α΄.
Ετικέτες
Ιστορία Κατεύθυνσης: Πηγές
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)