Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παραβιάζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Olga Shvartsur
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παραβιάζω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παραβιάζω, παραβιάζεις, παραβιάζει, παραβιάζουμε, παραβιάζετε, παραβιάζουν ή παραβιάζουνε
Υποτακτική
να παραβιάζω, να παραβιάζεις, να παραβιάζει, να παραβιάζουμε, να παραβιάζετε, να παραβιάζουν ή να παραβιάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: παραβίαζε – β΄ πληθυντικό: παραβιάζετε
Μετοχή
παραβιάζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
παραβίαζα, παραβίαζες, παραβίαζε, παραβιάζαμε, παραβιάζατε, παραβίαζαν ή παραβιάζανε
 
Αόριστος
Οριστική
παραβίασα, παραβίασες, παραβίασε, παραβιάσαμε, παραβιάσατε, παραβίασαν ή παραβιάσανε
Υποτακτική
να παραβιάσω, να παραβιάσεις, να παραβιάσει, να παραβιάσουμε, να παραβιάσετε, να παραβιάσουν ή να παραβιάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: παραβίασε – β΄ πληθυντικό: παραβιάστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραβιάζω, θα παραβιάζεις, θα παραβιάζει, θα παραβιάζουμε, θα παραβιάζετε, θα παραβιάζουν ή θα παραβιάζουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραβιάσω, θα παραβιάσεις, θα παραβιάσει, θα παραβιάσουμε, θα παραβιάσετε, θα παραβιάσουν ή θα παραβιάσουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παραβιάσει, θα έχεις παραβιάσει, θα έχει παραβιάσει, θα έχουμε παραβιάσει, θα έχετε παραβιάσει, θα έχουν(ε) παραβιάσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραβιάσει, έχεις παραβιάσει, έχει παραβιάσει, έχουμε παραβιάσει, έχετε παραβιάσει, έχουν(ε) παραβιάσει
Υποτακτική
να έχω παραβιάσει, να έχεις παραβιάσει, να έχει παραβιάσει, να έχουμε παραβιάσει, να έχετε παραβιάσει, να έχουν(ε) παραβιάσει
Μετοχή
έχοντας παραβιάσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραβιάσει, είχες παραβιάσει, είχε παραβιάσει, είχαμε παραβιάσει, είχατε παραβιάσει, είχαν(ε) παραβιάσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παραβιάζομαι, παραβιάζεσαι, παραβιάζεται, παραβιαζόμαστε, παραβιάζεστε, παραβιάζονται
Υποτακτική
να παραβιάζομαι, να παραβιάζεσαι, να παραβιάζεται, να παραβιαζόμαστε, να παραβιάζεστε, να παραβιάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: παραβιάζεστε
Μετοχή
παραβιαζόμενος, παραβιαζόμενη, παραβιαζόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
παραβιαζόμουν, παραβιαζόσουν, παραβιαζόταν, παραβιαζόμαστε, παραβιαζόσαστε, παραβιάζονταν
(& παραβιαζόμουνα, παραβιαζόσουνα, παραβιαζότανε, παραβιαζόμασταν, παραβιαζόσασταν, παραβιαζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
παραβιάστηκα, παραβιάστηκες, παραβιάστηκε, παραβιαστήκαμε, παραβιαστήκατε, παραβιάστηκαν ή παραβιαστήκανε
Υποτακτική
να παραβιαστώ, να παραβιαστείς, να παραβιαστεί, να παραβιαστούμε, να παραβιαστείτε, να παραβιαστούν ή να παραβιαστούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: παραβιάσου - β΄ πληθυντικό: παραβιαστείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραβιάζομαι, θα παραβιάζεσαι, θα παραβιάζεται, θα παραβιαζόμαστε, θα παραβιάζεστε, θα παραβιάζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραβιαστώ, θα παραβιαστείς, θα παραβιαστεί, θα παραβιαστούμε, θα παραβιαστείτε, θα παραβιαστούν ή θα παραβιαστούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παραβιαστεί, θα έχεις παραβιαστεί, θα έχει παραβιαστεί, θα έχουμε παραβιαστεί, θα έχετε παραβιαστεί, θα έχουν(ε) παραβιαστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραβιαστεί, έχεις παραβιαστεί, έχει παραβιαστεί, έχουμε παραβιαστεί, έχετε παραβιαστεί, έχουν(ε) παραβιαστεί
Υποτακτική
να έχω παραβιαστεί, να έχεις παραβιαστεί, να έχει παραβιαστεί, να έχουμε παραβιαστεί, να έχετε παραβιαστεί, να έχουν(ε) παραβιαστεί
Μετοχή
παραβιασμένος, παραβιασμένη, παραβιασμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραβιαστεί, είχες παραβιαστεί, είχε παραβιαστεί, είχαμε παραβιαστεί, είχατε παραβιαστεί, είχαν(ε) παραβιαστεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «απελευθερώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

June Erica Vess

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «απελευθερώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
απελευθερώνω, απελευθερώνεις, απελευθερώνει, απελευθερώνουμε, απελευθερώνετε, απελευθερώνουν (ή απελευθερώνουνε)
Υποτακτική
να απελευθερώνω, να απελευθερώνεις, να απελευθερώνει, να απελευθερώνουμε, να απελευθερώνετε, να απελευθερώνουν (ή να απελευθερώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απελευθέρωνε – β΄ πληθυντικό: απελευθερώνετε
Μετοχή
απελευθερώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
απελευθέρωνα, απελευθέρωνες, απελευθέρωνε, απελευθερώναμε, απελευθερώνατε, απελευθέρωναν ή απελευθερώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
απελευθέρωσα, απελευθέρωσες, απελευθέρωσε, απελευθερώσαμε, απελευθερώσατε, απελευθέρωσαν ή απελευθερώσανε
Υποτακτική
να απελευθερώσω, να απελευθερώσεις, να απελευθερώσει, να απελευθερώσουμε, να απελευθερώσετε, να απελευθερώσουν (ή να απελευθερώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απελευθέρωσε – β΄ πληθυντικό: απελευθερώστε (ή απελευθερώσετε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελευθερώνω, θα απελευθερώνεις, θα απελευθερώνει, θα απελευθερώνουμε, θα απελευθερώνετε, θα απελευθερώνουν (ή θα απελευθερώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελευθερώσω, θα απελευθερώσεις, θα απελευθερώσει, θα απελευθερώσουμε, θα απελευθερώσετε, θα απελευθερώσουν (ή θα απελευθερώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω απελευθερώσει, θα έχεις απελευθερώσει, θα έχει απελευθερώσει, θα έχουμε απελευθερώσει, θα έχετε απελευθερώσει, θα έχουν(ε) απελευθερώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απελευθερώσει, έχεις απελευθερώσει, έχει απελευθερώσει, έχουμε απελευθερώσει, έχετε απελευθερώσει, έχουν(ε) απελευθερώσει
Υποτακτική
να έχω απελευθερώσει, να έχεις απελευθερώσει, να έχει απελευθερώσει, να έχουμε απελευθερώσει, να έχετε απελευθερώσει, να έχουν(ε) απελευθερώσει
Μετοχή
έχοντας απελευθερώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απελευθερώσει, είχες απελευθερώσει, είχε απελευθερώσει, είχαμε απελευθερώσει, είχατε απελευθερώσει, είχαν(ε) απελευθερώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
απελευθερώνομαι, απελευθερώνεσαι, απελευθερώνεται, απελευθερωνόμαστε, απελευθερώνεστε, απελευθερώνονται
Υποτακτική
να απελευθερώνομαι, να απελευθερώνεσαι, να απελευθερώνεται, να απελευθερωνόμαστε, να απελευθερώνεστε, να απελευθερώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: απελευθερώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
απελευθερωνόμουν, απελευθερωνόσουν, απελευθερωνόταν, απελευθερωνόμαστε, απελευθερωνόσαστε, απελευθερώνονταν
(& απελευθερωνόμουνα, απελευθερωνόσουνα, απελευθερωνότανε, απελευθερωνόμασταν, απελευθερωνόσασταν, απελευθερωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
απελευθερώθηκα, απελευθερώθηκες, απελευθερώθηκε, απελευθερωθήκαμε, απελευθερωθήκατε, απελευθερώθηκαν (ή απελευθερωθήκανε)
Υποτακτική
να απελευθερωθώ, να απελευθερωθείς, να απελευθερωθεί, να απελευθερωθούμε, να απελευθερωθείτε, να απελευθερωθούν (ή να απελευθερωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: απελευθερώσου β΄ πληθυντικό: απελευθερωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελευθερώνομαι, θα απελευθερώνεσαι, θα απελευθερώνεται, θα απελευθερωνόμαστε, θα απελευθερώνεστε, θα απελευθερώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελευθερωθώ, θα απελευθερωθείς, θα απελευθερωθεί, θα απελευθερωθούμε, θα απελευθερωθείτε, θα απελευθερωθούν (ή θα απελευθερωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω απελευθερωθεί, θα έχεις απελευθερωθεί, θα έχει απελευθερωθεί, θα έχουμε απελευθερωθεί, θα έχετε απελευθερωθεί, θα έχουν(ε) απελευθερωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απελευθερωθεί, έχεις απελευθερωθεί, έχει απελευθερωθεί, έχουμε απελευθερωθεί, έχετε απελευθερωθεί, έχουν(ε) απελευθερωθεί
Υποτακτική
να έχω απελευθερωθεί, να έχεις απελευθερωθεί, να έχει απελευθερωθεί, να έχουμε απελευθερωθεί, να έχετε απελευθερωθεί, να έχουν(ε) απελευθερωθεί
Μετοχή
απελευθερωμένος, απελευθερωμένη, απελευθερωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απελευθερωθεί, είχες απελευθερωθεί, είχε απελευθερωθεί, είχαμε απελευθερωθεί, είχατε απελευθερωθεί, είχαν(ε) απελευθερωθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θίγω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Skip Hunt
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θίγω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θίγω, θίγεις, θίγει, θίγουμε, θίγετε, θίγουν (ή θίγουνε)
Υποτακτική
να θίγω, να θίγεις, να θίγει, να θίγουμε, να θίγετε, να θίγουν (ή να θίγουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: θίγε – β΄ πληθυντικό: θίγετε
Μετοχή
θίγοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έθιγα, έθιγες, έθιγε, θίγαμε, θίγατε, έθιγαν ή θίγανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
έθιξα, έθιξες, έθιξε, θίξαμε, θίξατε, έθιξαν ή θίξανε
Υποτακτική
να θίξω, να θίξεις, να θίξει, να θίξουμε, να θίξετε, να θίξουν (ή να θίξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: θίξε – β΄ πληθυντικό: θίξετε ή θίξτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θίγω, θα θίγεις, θα θίγει, θα θίγουμε, θα θίγετε, θα θίγουν (ή θα θίγουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θίξω, θα θίξεις, θα θίξει, θα θίξουμε, θα θίξετε, θα θίξουν (ή θα θίξουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω θίξει, θα έχεις θίξει, θα έχει θίξει, θα έχουμε θίξει, θα έχετε θίξει, θα έχουν(ε) θίξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω θίξει, έχεις θίξει, έχει θίξει, έχουμε θίξει, έχετε θίξει, έχουν(ε) θίξει
Υποτακτική
να έχω θίξει, να έχεις θίξει, να έχει θίξει, να έχουμε θίξει, να έχετε θίξει, να έχουν(ε) θίξει
Μετοχή
έχοντας θίξει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα θίξει, είχες θίξει, είχε θίξει, είχαμε θίξει, είχατε θίξει, είχαν(ε) θίξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θίγομαι, θίγεσαι, θίγεται, θιγόμαστε, θίγεστε, θίγονται
Υποτακτική
να θίγομαι, να θίγεσαι, να θίγεται, να θιγόμαστε, να θίγεστε, να θίγονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: θίγεστε
Μετοχή
θιγόμενος, θιγόμενη, θιγόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
θιγόμουν, θιγόσουν, θιγόταν, θιγόμαστε, θιγόσαστε, θίγονταν
(& θιγόμουνα, θιγόσουνα, θιγότανε, θιγόμασταν, θιγόσασταν, θιγόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
θίχθηκα, θίχθηκες, θίχθηκε, θιχθήκαμε, θιχθήκατε, θίχθηκαν (ή θιχθήκανε)
& θίχτηκα, θίχτηκες, θίχτηκε, θιχτήκαμε, θιχτήκατε, θίχτηκαν (ή θιχτήκανε)
Υποτακτική
να θιχθώ, να θιχθείς, να θιχθεί, να θιχθούμε, να θιχθείτε, να θιχθούν (ή να θιχθούνε)
& να θιχτώ, να θιχτείς, να θιχτεί, να θιχτούμε, να θιχτείτε, να θιχτούν (ή να θιχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: θίξου - β΄ πληθυντικό: θιχθείτε & θιχτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θίγομαι, θα θίγεσαι, θα θίγεται, θα θιγόμαστε, θα θίγεστε, θα θίγονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θιχθώ, θα θιχθείς, θα θιχθεί, θα θιχθούμε, θα θιχθείτε, θα θιχθούν (ή θα θιχθούνε)
& θα θιχτώ, θα θιχτείς, θα θιχτεί, θα θιχτούμε, θα θιχτείτε, θα θιχτούν (ή θα θιχτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω θιχθεί, θα έχεις θιχθεί, θα έχει θιχθεί, θα έχουμε θιχθεί, θα έχετε θιχθεί, θα έχουν(ε) θιχθεί
& θα έχω θιχτεί, θα έχεις θιχτεί, θα έχει θιχτεί, θα έχουμε θιχτεί, θα έχετε θιχτεί, θα έχουν(ε) θιχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω θιχθεί, έχεις θιχθεί, έχει θιχθεί, έχουμε θιχθεί, έχετε θιχθεί, έχουν(ε) θιχθεί
& έχω θιχτεί, έχεις θιχτεί, έχει θιχτεί, έχουμε θιχτεί, έχετε θιχτεί, έχουν(ε) θιχτεί
Υποτακτική
να έχω θιχθεί, να έχεις θιχθεί, να έχει θιχθεί, να έχουμε θιχθεί, να έχετε θιχθεί, να έχουν(ε) θιχθεί
& να έχω θιχτεί, να έχεις θιχτεί, να έχει θιχτεί, να έχουμε θιχτεί, να έχετε θιχτεί, να έχουν(ε) θιχτεί
Μετοχή
θιγμένος, θιγμένη, θιγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα θιχθεί, είχες θιχθεί, είχε θιχθεί, είχαμε θιχθεί, είχατε θιχθεί, είχαν(ε) θιχθεί
& είχα θιχτεί, είχες θιχτεί, είχε θιχτεί, είχαμε θιχτεί, είχατε θιχτεί, είχαν(ε) θιχτεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «απελαύνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Alfredo Martirena
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «απελαύνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
απελαύνω, απελαύνεις, απελαύνει, απελαύνουμε, απελαύνετε, απελαύνουν ή απελαύνουνε
Υποτακτική
να απελαύνω, να απελαύνεις, να απελαύνει, να απελαύνουμε, να απελαύνετε, να απελαύνουν ή να απελαύνουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: απέλαυνε – β΄ πληθυντικό: απελαύνετε
Μετοχή
απελαύνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
απήλαυνα, απήλαυνες, απήλαυνε, απελαύναμε, απελαύνατε, απήλαυναν ή απελαύνανε
& απέλαυνα, απέλαυνες, απέλαυνε, απελαύναμε, απελαύνατε, απέλαυναν ή απελαύνανε
Η χρονική αύξηση γράφεται με -η- και διατηρείται μόνο εφόσον τονίζεται
 
Αόριστος
Οριστική
απήλασα, απήλασες, απήλασε, απελάσαμε, απελάσατε, απήλασαν ή απελάσανε
& απέλασα, απέλασες, απέλασε, απελάσαμε, απελάσατε, απέλασαν ή απελάσανε
Υποτακτική
να απελάσω, να απελάσεις, να απελάσει, να απελάσουμε, να απελάσετε, να απελάσουν ή να απελάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: απέλασε – β΄ πληθυντικό: απελάσετε ή απελάστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελαύνω, θα απελαύνεις, θα απελαύνει, θα απελαύνουμε, θα απελαύνετε, θα απελαύνουν ή θα απελαύνουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελάσω, θα απελάσεις, θα απελάσει, θα απελάσουμε, θα απελάσετε, θα απελάσουν ή θα απελάσουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω απελάσει, θα έχεις απελάσει, θα έχει απελάσει, θα έχουμε απελάσει, θα έχετε απελάσει, θα έχουν(ε) απελάσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απελάσει, έχεις απελάσει, έχει απελάσει, έχουμε απελάσει, έχετε απελάσει,  έχουν(ε) απελάσει
Υποτακτική
να έχω απελάσει, να έχεις απελάσει, να έχει απελάσει, να έχουμε απελάσει, να έχετε απελάσει, να έχουν(ε) απελάσει
Μετοχή
έχοντας απελάσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απελάσει, είχες απελάσει, είχε απελάσει, είχαμε απελάσει, είχατε απελάσει, είχαν(ε) απελάσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
απελαύνομαι, απελαύνεσαι, απελαύνεται, απελαυνόμαστε, απελαύνεστε, απελαύνονται
Υποτακτική
να απελαύνομαι, να απελαύνεσαι, να απελαύνεται, να απελαυνόμαστε, να απελαύνεστε, να απελαύνονται
Μετοχή
απελαυνόμενος, απελαυνόμενη, απελαυνόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
απελαυνόμουν, απελαυνόσουν, απελαυνόταν, απελαυνόμαστε, απελαυνόσαστε, απελαύνονταν
(& απελαυνόμουνα, απελαυνόσουνα, απελαυνότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
απελάθηκα, απελάθηκες, απελάθηκε, απελαθήκαμε, απελαθήκατε, απελάθηκαν ή απελαθήκανε
Υποτακτική
να απελαθώ, να απελαθείς, να απελαθεί, να απελαθούμε, να απελαθείτε, να απελαθούν ή να απελαθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: απελάσου β΄ πληθυντικό: απελαθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελαύνομαι, θα απελαύνεσαι, θα απελαύνεται, θα απελαυνόμαστε, θα απελαύνεστε, θα απελαύνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα απελαθώ, θα απελαθείς, θα απελαθεί, θα απελαθούμε, θα απελαθείτε, θα απελαθούν ή θα απελαθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω απελαθεί, θα έχεις απελαθεί, θα έχει απελαθεί, θα έχουμε απελαθεί, θα έχετε απελαθεί, θα έχουν(ε) απελαθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω απελαθεί, έχεις απελαθεί, έχει απελαθεί, έχουμε απελαθεί, έχετε απελαθεί,  έχουν(ε) απελαθεί
Υποτακτική
να έχω απελαθεί, να έχεις απελαθεί, να έχει απελαθεί, να έχουμε απελαθεί, να έχετε απελαθεί, να έχουν(ε) απελαθεί
Μετοχή
(απελασμένος, απελασμένη, απελασμένο)
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα απελαθεί, είχες απελαθεί, είχε απελαθεί, είχαμε απελαθεί, είχατε απελαθεί, είχαν(ε) απελαθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...