Lissy Elle Laricchia
Γλωσσικές
Ασκήσεις Λυκείου: Συνώνυμα
1.
Να συμπληρώσετε τα κενά με το κατάλληλο ρήμα.
μετασχηματίζω
ανακαινίζω
μεταρρυθμίζω
μεταστρέφω
μεταμφιέζω
μεταποιώ
μεταμορφώνω
μεταπλάθω
μετουσιώνω
τροποποιώ
μετατρέπω
μεταβάλλω
1. Συνηθίζει να μεταβάλλει άποψη, όταν κρίνει ότι η προηγούμενη δεν τον εξυπηρετεί.
2. H Κίρκη μεταμόρφωσε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια.
3. O ληστής μεταμφιέστηκε, για να μην τον αναγνωρίσουν.
4. Μεταποίησε
το παλτό της, για να το φορέσει και η κόρη της.
5. H αληθινή τέχνη μεταπλάθει την πραγματικότητα.
6. Όλοι οι υπουργοί Παιδείας
αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους με το όραμα να μεταρρυθμίσουν το εκπαιδευτικό σύστημα.
7. O ρόλος του χριστιανισμού είναι να μετασχηματίζει την καταναλωτική
κοινωνία σε κοινωνία αγάπης.
8. Με τα επιχειρήματά του κατάφερε την
τελευταία στιγμή να μεταστρέψει την
κοινή γνώμη και να κερδίσει τις εντυπώσεις.
9. Ύστερα από παρέμβαση της
αντιπολίτευσης τροποποιήθηκαν
μερικές διατάξεις του νομοσχεδίου για την υγεία.
10. Εξαιτίας της αρρώστιας μετέτρεψε τα σχέδιά του.
11. Στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
ο άρτος και ο οίνος μετουσιώνονται
σε σώμα και αίμα Χριστού.
12. Αποφάσισα να ανακαινίσω το κατάστημά μου.
2.
Να συμπληρώσετε τα κενά στις προτάσεις που ακολουθούν με ένα από τα συνώνυμα
που σας δίνονται.
ιδιαιτερότητα
ιδιορρυθμία
ιδιοτροπία
ιδιοσυγκρασία
εκκεντρικότητα
παραξενιά
1. Φοράει μπότες μέχρι το γόνατο και
βραδινό κοστούμι· τέτοιες εκκεντρικότητες
είναι συνηθισμένες στους καλλιτέχνες, για να τραβούν την προσοχή.
2. Στις ιδιοτροπίες του οφείλεται ότι ζει απομονωμένος, χωρίς φίλους και
παρέες.
3. Λόγω ιδιοσυγκρασίας δεν μπορεί να συνεργαστεί με τους άλλους.
4. Τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα της άλλοι τις ανέχονται και άλλοι όχι.
5. Είναι όλο παραξενιές· ούτε μια μέρα δεν μπορείς να ζήσεις μαζί του.
6. H ιδιορρυθμία της ζωγραφικής του όχι μόνο δεν ενοχλεί, αλλά
επαινείται από πολλούς, γιατί τη θεωρούν στοιχείο προσωπικού ύφους.
3. Το ρήμα παύω και τα συνώνυμά του σταματώ,
διακόπτω έχουν γενικά τη σημασία «δε συνεχίζω (να κάνω) κάτι».
Το ρήμα τελειώνω και τα συνώνυμά του τερματίζω,
περατώνω, φέρω εις πέρας, αποτελειώνω, ολοκληρώνω, λήγω δηλώνουν ότι «δε
συνεχίζεται να γίνεται κάτι» με την πρόσθετη πληροφορία ότι «έχει περατωθεί,
έχει φτάσει στο τελικό του όριο». Από τα δύο τελευταία το ολοκληρώνω σημαίνει
«τελειώνω κάτι πλήρως ή με πληρότητα», το λήγω είναι αμετάβατο.
Συμπληρώστε
τα κενά στις προτάσεις που ακολουθούν με ένα από τα παραπάνω ρήματα:
1. Λήγει
αύριο η προθεσμία υποβολής δηλώσεων στην Εφορία.
2. Έπαψα
να ασχολούμαι μ’ αυτό το ζήτημα.
3. Είμαστε στη δυσάρεστη θέση να σας
ανακοινώσουμε ότι τερματίζουμε τη
συνεργασία μαζί σας.
4. H ανέγερση του ναού περατώθηκε με τη συνδρομή των πιστών.
5. H επιτροπή ελπίζει ότι σύντομα θα ολοκληρώσει το έργο της.
6. Διέκοψε
το κάπνισμα ύστερα από την αρρώστια που τον βρήκε.
7. Σταματήσαμε
σε ένα χωριό, για να ξεκουραστούμε.
4.
Να αντικαταστήσετε τις υπογραμμισμένες λέξεις με άλλες ισοδύναμες.
1. Οι εχθροί της δημοκρατίας βυσσοδομούν αδιάκοπα. [= μηχανορραφούν,
σκευωρούν, ραδιουργούν, δολοπλοκούν]
2. Χρησιμοποίησε αθέμιτα μέσα, για να αναρριχηθεί στην εξουσία. [= άνομα,
ανεπίτρεπτα, ανήθικα]
3. Περίμενε με αδημονία το τρένο. [= ανυπομονησία]
4. Έδειξε πρωτοφανή αδράνεια την ώρα του ατυχήματος. [=
απραξία, ραθυμία]
5. Καταδικάστηκε για ιδιοποίηση δημόσιου εγγράφου. [=
οικειοποίηση]
6. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε θαρραλέα
τις δυσμενείς συνθήκες. [=
αρνητικές, δυσχερείς, δύσκολες, αντίξοες]
7. Με τις πράξεις σου αμαύρωσες το όνομά σου. [= κηλίδωσες,
σπίλωσες]
8. Έχει την τάση να είναι δηκτικός στην κριτική του. [= δριμύς,
καυστικός, ειρωνικός, πικρόχολος, καυστικός, σαρκαστικός]
9. Είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν τα
προβλήματα με ενδοτικότητα ή
αδιαφορία. [= υποχωρητικότητα]
10. Πρέπει να περιμένουμε έντονες αντιδράσεις, [= δυνατές,
ζωηρές, δριμείες] επειδή διακυβεύονται
μεγάλα συμφέροντα. [= διακινδυνεύονται, ριψοκινδυνεύονται]
5. Οι
λέξεις σκέφτομαι και στοχάζομαι είναι συνώνυμες· έχουν όμως διαφορετική
σημασιολογική απόχρωση, όπως φαίνεται και από το παρακάτω κείμενο. Θα μπορούσατε να εντάξετε σε ένα σύντομο
κείμενο δύο (ή περισσότερες) συνώνυμες λέξεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται
η νοηματική απόχρωση της καθεμιάς;
Υπάρχουν, λέει ο Γερμανός φιλόσοφος
Σοπενχάουερ, τριών ειδών συγγραφείς: πρώτα εκείνοι που γράφουν χωρίς να
σκέφτονται. Αυτοί γράφουν «από μνήμης», από αναμνήσεις ή με δάνεια από ξένα
βιβλία. Είναι οι πολυαριθμότεροι. Έπειτα αυτοί που σκέφτονται την ώρα που γράφουν·
σκέφτονται για να γράψουν. Και τούτοι είναι κάμποσοι. Τέλος, όσοι έχουν ήδη
σκεφτεί, και είναι φυσικά σπάνιοι. Και σε τούτους όμως πρέπει να γίνει ακόμα
μια διάκριση. Ανάμεσα στους λίγους συγγραφείς που πραγματικά, σοβαρά και από
πριν σκέφτονται τα όσα γράφουν, ελάχιστοι είναι εκείνοι που στοχάζονται τα ίδια
τα πράγματα, οι άλλοι έχουν στο νου τους μόνο βιβλία, όσα δηλαδή έχουν ήδη
ειπωθεί από άλλους. Δε μελετούν τα ίδια τα ζητήματα, για να σχηματίσουν τη δική
τους γνώμη, αλλά τα σκέφτονται διαμέσου τρίτων. Για να στοχαστούν, έχουν ανάγκη
να ερεθιστούν άμεσα και δυνατά από ξένες δεδομένες σκέψεις. Δεν υπάρχει, επομένως,
πρωτοτυπία στο έργο τους· εξαρτώνται, επηρεάζονται από τους άλλους.
E.Π. Παπανούτσος
επίδραση / επιρροή
/ επήρεια
Το γεγονός ότι πολλοί νέοι
συλλαμβάνονται να οδηγούν υπό την επήρεια
αλκοόλ ή και ναρκωτικών ουσιών, φανερώνει την αδυναμία της πολιτείας να
προστατεύσει αποτελεσματικά την ευάλωτη αυτή πληθυσμιακή ομάδα, δρώντας
αποτρεπτικά σε τέτοιου είδους συμπεριφορές. Θα ήταν, πιθανώς, θετικό να
απευθυνθεί η πολιτεία σε πρόσωπα κύρους, αλλά και σε δημοφιλείς καλλιτέχνες,
προκειμένου να αξιοποιηθεί η επιρροή
που ασκούν στα άτομα νεαρής ηλικίας. Πράξη, βέβαια, που έχει νόημα μόνο ως προς
την προσπάθεια άμεσης αποτροπής από την επικίνδυνη αυτή τάση, καθώς η
πραγματική θεραπεία του προβλήματος απαιτεί συνεπή αντιμετώπιση των γενεσιουργών
αιτιών, όπως είναι η νεανική ανεργία. Ωστόσο, χρειάζεται και μια ευρύτερη επίδραση στον τρόπο που αντικρίζουν οι
νέοι τη ζωή, και στις αξίες που αυτοί αναγνωρίζουν και αποδέχονται, μιας και τα
τελευταία χρόνια οι νέες γενιές διακρίνονται από μια εν δυνάμει ολέθρια αίσθηση
ανικανοποίητου.
6.
Να κατατάξετε κλιμακωτά από το ασθενέστερο στο ισχυρότερο τα εξής συνώνυμα:
1. αφοσίωση, αγάπη, λατρεία, συμπάθεια
[= συμπάθεια, αφοσίωση, αγάπη, λατρεία]
2. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, επαινώ,
επικροτώ, εκθειάζω [= εγκρίνω, επιδοκιμάζω, επικροτώ, επαινώ, εκθειάζω]
3. κατάπληξη, απορία, έκπληξη [=
απορία, έκπληξη, κατάπληξη]
4. βλαβερός, ολέθριος, άχρηστος [=
άχρηστος, βλαβερός, ολέθριος]
5. αδιαφορώ, μισώ, αποστρέφομαι,
απεχθάνομαι [= αδιαφορώ, αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, μισώ]
6. άκαρδος, βάρβαρος, άγριος, άπονος,
σκληρός [= σκληρός, άπονος, άκαρδος, άγριος, βάρβαρος]
7. αναγκαίος, απαραίτητος, χρήσιμος [=
χρήσιμος, αναγκαίος, απαραίτητος]
8. κάποτε, σπανιότατα, συχνά, σπάνια,
συχνότατα, συνήθως [= σπάνια, σπανιότατα, κάποτε, συνήθως, συχνά, συχνότατα]
9. εκλιπαρώ, παρακαλώ, ικετεύω [=
παρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ]
10. ψέμα, τερατολογία, υπερβολή [= υπερβολή, ψέμα, τερατολογία]
11. αναγκαίος, χρήσιμος, απαραίτητος [=
χρήσιμος, αναγκαίος, απαραίτητος]
12. αποδοκιμάζω, στηλιτεύω, επικρίνω,
αποπαίρνω, καυτηριάζω [= επικρίνω, αποπαίρνω, αποδοκιμάζω, καυτηριάζω,
στηλιτεύω]
13. απαθής, ασυγκίνητος, ανάλγητος,
αναίσθητος [= ασυγκίνητος, απαθής, αναίσθητος, ανάλγητος]
14. σκεπτικισμός, αβεβαιότητα,
αμφιβολία, αμφισβήτηση [= αβεβαιότητα, σκεπτικισμός, αμφιβολία, αμφισβήτηση]
15. διαψεύδω, αναιρώ, ανασκευάζω,
αντικρούω [= διαψεύδω, αντικρούω, ανασκευάζω, αναιρώ]
7.
Σας δίνονται οι εξής συνώνυμες λέξεις:
δύναμη: η γενική έννοια του «δύνασθαι»
(ψυχική, σωματική, οικονομική κ.τ.λ.)
ισχύς: χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε
άσκηση εξουσίας
ρώμη: η σωματική δύναμη
σθένος: χρησιμοποιούμε τη λέξη για να
δηλώσουμε ψυχικές δυνάμεις
Να
εντάξετε την καθεμία σε μια σύντομη περίοδο λόγου.
- Οι πολεμιστές εκείνης της εποχής
διέθεταν φοβερή σωματική δύναμη.
- Με τη νέα στρατιωτική άσκηση στην
περιοχή το ΝΑΤΟ κάνει επίδειξη ισχύος.
- Ένας έφηβος είναι συνήθως γεμάτος ρώμη, σε αντίθεση με έναν άνθρωπο
μεγαλύτερης ηλικίας.
- Είχε το σθένος να παραδεχτεί το σφάλμα του.
8. Σας
δίνονται συνώνυμα του επιθέτου γόνιμος και σύντομες επεξηγήσεις για το πώς ή
πού χρησιμοποιείται το καθένα.
Να
εντάξετε καθεμία από αυτές τις συνώνυμες λέξεις σε ένα κατάλληλο γλωσσικό
περιβάλλον.
γόνιμος: έχει την ευρύτερη σημασία απ’ όλα
εύφορος: για παραγωγή καρπών
καρποφόρος: 1. για χαρακτηρισμό δέντρου
2. για ενέργεια με θετικά αποτελέσματα
δημιουργικός: για δημιουργήματα στο πνευματικό και
κοινωνικό πεδίο
παραγωγικός: 1. για δημιουργία οικονομικών αγαθών
2.
για κάποιον που παράγει πολύ έργο
- Στην Αθήνα του Περικλή οι φιλόσοφοι
έβρισκαν γόνιμο έδαφος για να
αναπτύξουν τις θεωρίες τους.
- Τα εύφορα χωράφια αυτού του κάμπου διασφαλίζουν σημαντικά έσοδα για
τους κατοίκους της περιοχής.
- Η καρυδιά ανήκει στα καρποφόρα δέντρα. / Η επαγγελματική
τους συνεργασία υπήρξε ιδιαίτερα καρποφόρα.
- Πρόκειται για έναν εξαιρετικά δημιουργικό και πρωτότυπο καλλιτέχνη.
- Οι επιχειρηματίες βρίσκονται πάντοτε
σε αναζήτηση παραγωγικών επενδύσεων.
/ Είναι από τους πιο παραγωγικούς
συγγραφείς· γράφει δύο μυθιστορήματα το χρόνο.
9.
Να συμπληρώσετε τα κενά με τις λέξεις πρώην ή τέως και να προσδιορίσετε τη
σημασιολογική τους διαφορά.
1. O νέος υπουργός διαχώρισε τη θέση
του από τον τέως.
2. Εγώ παρέδωσα στο σημερινό διευθυντή
της Τράπεζας. Είμαι, επομένως, ο τέως
διοικητής.
3. Στην εκδήλωση που οργάνωσε το
Πανεπιστήμιο προσκλήθηκε ο τέως πρύτανης
κ. X. και όλοι οι πρώην πρυτάνεις
του ιδρύματος.
4. Μερικοί αθλητές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας κατέφυγαν
στην Αμερική.
τέως
– πρώην: Και οι δύο λέξεις
δηλώνουν μπροστά από ονόματα αξιωμάτων ή επαγγελμάτων ότι η άσκηση του
αναφερόμενου επαγγέλματος ή αξιώματος τοποθετείται στο παρελθόν, ότι δεν ισχύει
πλέον. Η διαφορά στη χρήση των δύο επιρρημάτων για τον προσεκτικό χρήστη της
γλώσσας είναι ότι το μεν πρώην
αναφέρεται σε παρελθοντική κατάσταση που δεν προσδιορίζεται, ενώ το τέως δηλώνει το εγγύς παρελθόν, κάτι
που ίσχυε μέχρι πρόσφατα, μέχρι προ ολίγου χρόνου (ημερών, μηνών ή και ετών)·
το τέως δηλαδή αναφέρεται σε μία ή περισσότερες χρονικές φάσεις, που
προηγούνται αμέσως της παρούσας χρονικής φάσης.
Άρα πρώην σημαίνει «παλαιότερος, κάποτε στο παρελθόν», ενώ τέως σημαίνει «τελευταίος, πρόσφατος,
μέχρι πριν από λίγο».
10.
Να αντικαταστήσετε τις υπογραμμισμένες λέξεις με άλλες ισοδύναμες.
1. Του καταλόγισαν παραλείψεις και λάθη, που οδήγησαν στη χρεοκοπία της
επιχείρησης. [= επέρριψαν, απέδωσαν, χρέωσαν]
2. Καταδικάστηκε για διασπορά ψευδών ειδήσεων. [= διάδοση]
3. Έγιναν διεξοδικές συζητήσεις, πριν υπογράψουν οι δύο χώρες το σύμφωνο
φιλίας. [= εκτενείς, λεπτομερείς, αναλυτικές, εξαντλητικές, εξονυχιστικές]
4. H ζωή διέπεται από φυσικούς νόμους. [= καθορίζεται, ρυθμίζεται,
κανονίζεται]
5. H γερμανική κυβέρνηση ζήτησε την έκδοση ενός ατόμου που θεωρείται
υπεύθυνο για διάφορες τρομοκρατικές ενέργειες στη Γερμανία. [= παράδοση]
6. H σύλληψη ενός δραπέτη ήταν το έναυσμα, για να ξεσπάσουν ταραχές στις
φυλακές υψίστης ασφαλείας. [= αφορμή, ερέθισμα]
7. Πήρε όλα τα ενδεδειγμένα για την περίσταση μέτρα. [= κατάλληλα, αναγκαία,
απαραίτητα]
8. Μετά τον πόλεμο καταστράφηκε παντελώς. [= ολοσχερώς, πλήρως,
εντελώς]
9. Έχω την αίσθηση ότι μου λες ψέματα. [= εντύπωση]
10. H κομπορρημοσύνη και η μεγαλομανία του είναι παροιμιώδεις. [=
καυχησιολογία, μεγαλορρημοσύνη]
11.
Να βρείτε τα συνώνυμα των παρακάτω επιρρημάτων:
αδιακρίτως = ανεξαρτήτως, χωρίς να
γίνεται διάκριση
αδιάκριτα = αγενώς, χωρίς
διακριτικότητα, χωρίς ευγένεια, χωρίς λεπτότητα
άμεσα =
απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση προσώπου ή πράγματος
τέλεια =
θαυμάσια, υπέροχα, έξοχα, εξαίρετα
τελείως = εντελώς, πλήρως, καθ’
ολοκληρίαν
έκτακτα = έξοχα, υπέροχα
ευχαρίστως = πρόθυμα, με μεγάλη
ευχαρίστηση, με χαρά
συνοπτικά = σύντομα, περιληπτικά
12.
Στο κείμενο που ακολουθεί να αντικαταστήσετε τις υπογραμμισμένες λέξεις με
άλλες συνώνυμές τους.
Για να γίνει ένας λαός άξιος της
Δημοκρατίας, πρέπει να πάψει [=
σταματήσει] πρώτα να πιστεύει [=
έχει εμπιστοσύνη] στο χωροφύλακα. Να βλέπει σ’ αυτόν το σύμβολο της εξουσίας [= αρχής] κι όχι την ενσάρκωσή [= προσωποποίησή] της. Να μην
τον κρίνει απαραίτητο [= θεωρεί
αναγκαίο] στο κάθε του βήμα, επιτηρητή
[= επόπτη] και παιδαγωγό. Ένας λαός άξιος της Δημοκρατίας δίνει εξετάσεις
καθημερινά όχι μονάχα μπροστά στην κάλπη
[= ψηφοδόχο]: δίνει εξετάσεις στα πιο μικρά
[= απλά] πράγματα της καθημερινής ζωής: σέβεται τη θέση του στην «ουρά»,
προσέχει να μην ενοχλεί [= πειράζει]
το διπλανό του, πιστεύει πως έχει πρώτα καθήκοντα
[= υποχρεώσεις] κι έπειτα δικαιώματα. H κοινωνική αγωγή είναι αναγκαία προϋπόθεση [= βασικός όρος] της
Δημοκρατίας. Όταν ακούω κάποιους να λένε πως τους χρειάζεται δικτατορία, χαμογελώ [= μειδιώ] μέσα μου, παρ’ όλη
μου την αθυμία [= θλίψη], γιατί συλλογίζομαι [= σκέφτομαι] ως δεν το καταλαβαίνουν [= αντιλαμβάνονται] τι
λένε πραγματικά: ότι τους λείπει η αγωγή. Πώς μπορεί να νοηθεί Δημοκρατία δίχως
το σεβασμό του διπλανού σου;
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο στάδιο
βαρβαρότητας που πρέπει να ξεπεραστεί, για να είναι ένας λαός άξιος της
Δημοκρατίας: το στάδιο του θαυμασμού προς τη βαναυσότητα [= βιαιότητα]. H χοντρή πλάνη να την περνάει κανείς για
δύναμη. Συναντούμε κοινωνικά σύνολα που δεν ξέρουν, δεν υποπτεύονται [= υποψιάζονται] τι κρύβεται [= συγκαλύπτεται] πίσω από τη βαναυσότητα: πόση ουσιαστική
αδυναμία, πόση ανάγκη για άμυνα, πόση μεταμφιεσμένη μνησικακία, πόσα
συμπλέγματα, πόση περιφρόνηση [=
καταφρόνηση] προς το ανθρώπινο γένος, πόσοι παράγοντες αστάθμητοι [= απρόβλεπτοι] και σκοτεινοί. H πραγματική δύναμη είναι
κάτι πολύ πιο δύσκολα εξακριβώσιμο απ’ ό,τι πιστεύει ο κόσμος. Εμφανίζεται αθόρυβη [= σιγανή] και σεμνή, εκεί που
κανένας σχεδόν δεν το φαντάζεται: στο εργαστήρι του σοφού, στο κελί του αγίου,
στη φυλακή [= σωφρονιστικό κατάστημα
/ δεσμωτήριο] του επαναστάτη. Σπανιότατα στο προσκήνιο. Γιατί δύναμη ανθρώπου
θα πει ένα και μόνο: δύναμη ψυχής. Κι αυτή φανερώνεται στη μοναξιά και στον κατατρεγμό [= διωγμό], όχι στην αγορά
και στο θρίαμβο.
Άγγελος Τερζάκης, Προσανατολισμός στον
αιώνα
13.
Να αντικαταστήσετε τις υπογραμμισμένες εκφράσεις με άλλες ισοδύναμες.
1. O αρχηγός της αξιωματικής
αντιπολίτευσης εξαπέλυσε μύδρους κατά
της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της οικονομίας. [= χρησιμοποίησε
επιθετικά λόγια]
2. Οι ανταγωνιστές του χάλκευσαν συκοφαντίες εναντίον του,
προκειμένου να τον εμποδίσουν να αναλάβει τα ηνία της επιχείρησης. [=
κατασκεύασαν ψεύτικες κατηγορίες]
3. Η κατάργηση του σταυρού στα
ψηφοδέλτια κόβει τον ομφάλιο λώρο
που συνδέει το βουλευτή με τους ψηφοφόρους του. [= διακόπτει κάθε σύνδεσμο]
4. Παρά τα μεγάλα λόγια ότι θα
αντιδράσει στις αποφάσεις τους, τελικά περιορίστηκε
σε ρόλο κομπάρσου. [= διαδραμάτισε ασήμαντο ρόλο]
5. O μικρότερος γιος πήρε τη μερίδα του λέοντος από την πατρική
περιουσία. [= το μεγαλύτερο μέρος]
6. Αυτό το φόρεμα το έχω από καταβολής κόσμου. [= από πολύ
παλιά]
7. Εάν οι υπεύθυνοι παραπέμψουν [= αναβάλουν] το θέμα στις ελληνικές καλένδες, τότε τους αξίζει να
τιμωρηθούν παραδειγματικά από τον ελληνικό λαό. [= επ’ αόριστον]
14. Από
τα παρακάτω σχόλια σε λήμματα γνωστού λεξικού έχουν αφαιρεθεί τα παραδείγματα.
Μπορείτε να γράψετε ένα δικό σας παράδειγμα για κάθε λέξη;
Α. προβολή
– προπαγάνδα – διαφήμιση.
H λέξη προβολή έχει γενική σημασία και
θετικό περιεχόμενο
π.χ. «Η προβολή των αξιών στις οποίες
πιστεύει ένας λαός είναι έργο της παιδείας.»
Αρνητική χροιά έχει η σημασία της λ.
προπαγάνδα· δηλώνει την προβολή
πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών κυρίως αρχών και διδαγμάτων με κάθε
τρόπο, συχνά παραπειστικό, αποπροσανατολιστικό, επικοινωνιακά ανέντιμο, αφού
μπορεί να περιέχει ελλιπείς, παραποιημένες ή εσφαλμένες πληροφορίες, που δε
βοηθούν να διαμορφώσει κανείς ορθολογική, τεκμηριωμένη και αντικειμενική γνώμη.
π.χ. «Μην πιστεύετε τίποτε απ’ όλα
αυτά! Είναι προπαγάνδα.»
H μεταπολεμική, όλο και περισσότερο
καταναλωτικά προσανατολισμένη, κοινωνία, με προεξάρχουσα χώρα τις Ηνωμένες
Πολιτείες Αμερικής, προέβαλε και επέβαλε τη διαφήμιση, την προβολή
καταναλωτικών κυρίως προϊόντων με κύριο στόχο το εμπορικό κέρδος.
π.χ. «Χωρίς διαφήμιση δεν μπορεί να
κινηθεί ένα προϊόν στην αγορά.»
Β. χορηγώ
– επιχορηγώ – επιδοτώ.
Το χορηγώ σημαίνει «δίνω» και
χρησιμοποιείται συνήθως για χρήματα που δίνονται επισήμως (από το κράτος, οργανισμούς, χορηγούς
κ.λπ.) για συγκεκριμένο σκοπό.… Το αρχαίο ρήμα χορηγώ (<χορ-ηγός < χορός
+ άγω) σήμαινε «καταβάλλω χρήματα για την προετοιμασία του χορού στα δράματα»,
αναφερόμενο σε ιδιώτες χορηγούς ή και σε επίσημες αρχές (δήμος).
π.χ. «Θα χορηγηθεί διορθωτικό επίδομα
στους υπαλλήλους του Δημοσίου.»
Το επιχορηγώ δηλώνει ότι καταβάλλονται
από επίσημη αρχή (κράτος) και από τον κρατικό προϋπολογισμό χρήματα ως πρόσθετη ή συμπληρωματική
οικονομική υποστήριξη.
π.χ. «Η πολιτεία θα επιχορηγήσει
πρόγραμμα έρευνας των πανεπιστημίων που θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη.»
Το επιδοτώ αναφέρεται στην οικονομική
ενίσχυση που δίνεται εκτάκτως ή συμπληρωματικά σε ιδιώτες ως κίνητρο για συγκεκριμένη
επαγγελματική δραστηριότητα.
π.χ. «Η πολιτεία επιδοτεί τους
ελαιοπαραγωγούς με χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
15.
Στα συνώνυμα: παρασύρω, παραπλανώ, πλανεύω, δελεάζω, γοητεύω σαγηνεύω
υποδηλώνεται η έννοια της «απάτης».
α) Στα παρασύρω, παραπλανώ η
δήλωση αυτή είναι σχετικώς ουδέτερη.
β) Στο πλανεύω (πλάνη, πλάνος, αποπλανώ) η εξαπάτηση υπέχει το ερωτικό
στοιχείο.
γ) Στο δελεάζω (<δέλεαρ) η εξαπάτηση επιτυγχάνεται με θέλγητρα, με
προσφορές αρεστές στο υποψήφιο θύμα.
δ) Στο γοητεύω (<γόης) η εξαπάτηση διατηρεί το στοιχείο της μαγείας,
του μυστηριώδους.
ε) Το σαγηνεύω (<σαγήνη =δίχτυ για ψάρεμα) σημαίνει ότι χρησιμοποιώ
σαγήνες, θέλγητρα, για να οδηγήσω κάποιον εκεί όπου θέλω παραπλανώντας τον.
Τα δύο τελευταία έχουν και καλή σημασία.
Χρησιμοποιήστε
καθένα από τα παραπάνω ρήματα μέσα σε μία φράση, έτσι ώστε να φαίνεται η
ιδιαίτερη απόχρωση της σημασίας του.
- Είχε παρασύρει πολλούς να επενδύσουν με ψεύτικες υποσχέσεις και
εγγυήσεις.
- Η μελοδραματική αντίδραση ήταν για να
παραπλανήσει το δικαστήριο.
- Τον πλάνεψε με τα χάδια της.
- Τα χρήματα τον δελέασαν και τελικά υποχώρησε στις προτάσεις τους.
- Γοήτευε
πάντα όσους τον γνώριζαν.
- Η ομορφιά της σαγήνευε τους άνδρες.
16. αλλαγή,
μεταβολή, μεταλλαγή, τροπή, τροποποίηση, μετατροπή, αλλοίωση, διαφοροποίηση
Οι
παραπάνω συνώνυμες λέξεις εντάσσονται στη γενική σημασία «της μετάβασης από μια
κατάσταση (μορφή, σχήμα) σε μια άλλη».
Με βάση τα παραδείγματα που σας
δίνονται να συντάξετε ένα σχόλιο για την καθεμία στο οποίο θα εξηγείτε πού ή
πώς αυτή χρησιμοποιείται.
1. Με το δημοψήφισμα του 1974 επήλθε αλλαγή του πολιτεύματος της χώρας μας.
2. H μεταβολή ορισμένων άρθρων δεν απαιτεί και αλλαγή του νόμου.
3. Οι συνεχείς μεταλλαγές στην πολιτική ζωή της χώρας οδήγησαν σε αδιέξοδο.
4. Στις λέξεις «χτίζω», «χτίστης»
έχουμε τροπή του «κτ» σε «χτ».
5. H κυβέρνηση αποφάσισε να επιφέρει τροποποιήσεις στο σχέδιο νόμου για τη
διαδοχική ασφάλιση.
6. Έκανε πολλές μετατροπές στο σπίτι· σχεδόν το ξανάχτισε από την αρχή.
7. H αλλοίωση των χρωμάτων σ’ αυτόν τον πίνακα είναι μεγάλη.
8. H διαφοροποίηση του υπουργού από την κυβερνητική πολιτική οδήγησε
στην απομάκρυνσή του.
αλλαγή: Η μεταβολή (προσώπου, αντικειμένου,
κατάστασης), το να γίνεται κάποιος / κάτι διαφορετικός / ό από ό,τι ήταν.
μεταβολή: Η διαδικασία αλλαγής και μετάβασης σε
νέα κατάσταση.
μεταλλαγή: Η διαδικασία μεταβολής και μετάβασης
σε νέα μορφή.
τροπή: Το να τρέπει κανείς (κάτι) ή να
τρέπεται ο ίδιος προς ορισμένο σημείο, η αλλαγή κατευθύνσεως. Ειδικότερα, η
μερική ή ριζική μεταβολή της κατάστασης, της ουσίας κ.λπ. σε άλλη, η αλλαγή της
σύστασης ή η μεταβολή σε ισοδύναμη ποσότητα.
τροποποίηση: Η μερική μεταβολή, μικρή ή μεγάλη
αλλαγή (σε κάτι).
μετατροπή: Η μεταβολή ως προς τη μορφή ή τις
ιδιότητες· η τροποποίηση.
αλλοίωση: Η μεταβολή προς το χειρότερο της
ποιότητας ή της φύσης πράγματος ή καταστάσεως.
διαφοροποίηση: Το να γίνεται κάτι διαφορετικό από
άλλα όμοια.
17.
Να εντάξετε τα παρακάτω συγγενικά ρήματα στο κατάλληλο γλωσσικό περιβάλλον,
έτσι ώστε να διακρίνεται η ιδιαίτερη απόχρωση της σημασίας του καθενός.
μεταφέρω: Τα τρένα μεταφέρουν επιβάτες και
εμπορεύματα.
μετακινώ: Ο δάσκαλος μετακίνησε τον μαθητή σε
άλλο θρανίο, επειδή μιλούσε συνεχώς με τον διπλανό του.
μεταθέτω: Τον μετέθεσαν στα κεντρικά γραφεία
της εταιρείας. / Έχει τη συνήθεια να μεταθέτει τις ευθύνες του σε άλλους.
μετακομίζω: Θα μετακομίσουμε, μόλις βρούμε
καλύτερο διαμέρισμα.
μεταπηδώ: Δεν δυσκολεύεται να μεταπηδά από
παράταξη σε παράταξη.
μετατοπίζω: Μετατόπισαν τους πληθυσμούς σε νέες
περιοχές.
μετατάσσω: Τον μετέταξαν σε κενή θέση άλλης
υπηρεσίας.
μετοικίζω: Οι Τούρκοι μετοικίζουν πληθυσμούς από
την Ανατολία στα κατεχόμενα της Κύπρου.
18. Να
βρείτε όσο το δυνατόν περισσότερα συνώνυμα ή συγγενικά των ρημάτων «κλαίω» και
«κατηγορώ» και να τα κατατάξετε από τα ασθενέστερα στα ισχυρότερα.
κλαίω: βουρκώνω, δακρύζω, μοιρολογώ, θρηνώ,
οδύρομαι, ολολύζω
κατηγορώ: αποδοκιμάζω, επικρίνω, κατακρίνω, μέμφομαι,
καταγγέλλω, ενοχοποιώ, εγκαλώ, στιγματίζω
19. Σας
δίνονται ζεύγη συνωνύμων που κατά τη χρήση τους συχνά συγχέονται. Να εντάξετε
κάθε λέξη σε ένα κατάλληλο γλωσσικό περιβάλλον.
αμφιβάλλω (συντάσσεται πάντοτε με πρόθεση και με
ονοματική πρόταση (ότι, αν)) = έχω επιφυλάξεις ως προς το αν κάτι είναι σωστό
αμφισβητώ = εναντιώνομαι ρητά σε κάτι, απορρίπτω
- Αμφιβάλλω για την ειλικρίνεια των
προθέσεών του.
- Οι ανταγωνιστές τους αμφισβήτησαν την
εγκυρότητα της συμφωνίας.
αναγκαιότητα = η λογική ή ηθική επιταγή
ανάγκη = υποχρέωση που επιβάλλεται συνήθως
έξωθεν
- Οι δαπάνες για τον αμυντικό εξοπλισμό
της χώρας αποτελούν εθνική αναγκαιότητα.
- Η ανάγκη προσδιορίζει τη συμπεριφορά
των ανθρώπων.
ανακηρύσσω
> ανακήρυξη:
αναφέρεται στην απόφαση απονομής ενός τίτλου
αναγορεύω
> αναγόρευση:
αναφέρεται στη διαδικασία απόδοσης τιμής, στην τελετή
- Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε
το 1961 τον Κοσμά τον Αιτωλό άγιο.
- Η αναγόρευση του Γάλλου προέδρου σε
επίτιμο διδάκτορα της Νομικής.
απολαμβάνω = ευχαριστιέμαι, μου αρέσει
απολαύω = είμαι αποδέκτης (τιμής,
εμπιστοσύνης...)
- Απολαμβάνει το φαγητό.
- Απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής.
παρέμβαση: έχει αμετάβατη χρήση και συνήθως καλή
σημασία
παρεμβολή: έχει συνήθως μεταβατική χρήση και τις
περισσότερες φορές κακή σημασία
- Είναι σύνηθες φαινόμενο η παρέμβαση
ξένων στα εσωτερικά προβλήματα μιας χώρας.
- Στην ιστορία του Ηροδότου είναι συχνή
η παρεμβολή μυθολογικών αφηγήσεων.
βιώνω = ζω κάτι ως έντονη και συνειδητή
εμπειρία
ζω (μεταβ. ή αμετάβ.) = η ενέργεια του
ζην, της ζωής, περνώ τη ζωή μου
- Αυτές τις καταστάσεις δεν τις βγάλαμε
από το μυαλό μας, τις βιώσαμε.
- Αυτό το φυτό δεν ζει χωρίς συχνό
πότισμα.
20. α)
Οι ακόλουθες λέξεις είναι συνώνυμες,
εκφράζουν όμως διαφορετικές αποχρώσεις, διαφορετικούς χρωματισμούς της ίδιας
έννοιας. Να χρησιμοποιήσετε τις
λέξεις αυτές μέσα σε χαρακτηριστικά παραδείγματα, ώστε να φανεί η σημασιολογική
απόχρωση της καθεμιάς
1.
βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, διακρίνω, αντικρίζω, αγναντεύω
- Από αυτή τη θέση δεν βλέπω τίποτα.
- Κοίταξε
ποιος έρχεται!
- Παρατηρώντας
τα παιδιά να παίζουν, καταλαβαίνεις το χαρακτήρα τους.
- Διακρίνω
μια φιγούρα στο σκοτάδι.
- Αντικρίζω
τον εαυτό μου στον καθρέφτη.
- Απ’ την κορυφή αγναντεύω το πέλαγος.
[Το βλέπω είναι το λέξημα που εκφράζει
γενικά ότι έχει κανείς την ικανότητα της όρασης, ότι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή
πρόθεση ή ιδιαίτερη προσπάθεια χρησιμοποιεί την αίσθηση της όρασης. Το κοιτάζω
σημαίνει «στρέφω το βλέμμα μου για να δω». Το ατενίζω σημαίνει «καρφώνω και
κρατώ το βλέμμα μου στραμμένο κάπου». Όταν αυτό γίνεται με κάποια προσπάθεια,
δηλώνεται με το διακρίνω, ενώ όταν γίνεται με συγκέντρωση, προσοχή και σταδιακό
τρόπο δηλώνεται από τα ρήματα προσέχω, παρατηρώ και παρακολουθώ. Αν βλέπω
απέναντι ή μπροστά μου, αν προσδιορίζεται δηλαδή ο συγκεκριμένος τόπος (ή
κατεύθυνση), χρησιμοποιείται το αντικρίζω· αν βλέπω μακριά, σε απόσταση, τότε
το αγναντεύω· και αν βλέπω από πάνω κι εποπτεύω, τότε το επισκοπώ.]
2.
διάλεξη, κήρυγμα, λόγος, μάθημα, ομιλία
- Σειρά διαλέξεων για τη μοντέρνα τέχνη.
- Το κήρυγμα της Κυριακής.
- Ο υποψήφιος βουλευτής έβγαλε λόγο στη χθεσινή συγκέντρωση.
- Παρακολουθώ εντατικά μαθήματα Γαλλικών.
- Ο καθηγητής έκλεισε την ομιλία του με ένα αρχαίο απόφθεγμα.
β)
Αν υποθέσετε ότι σας ανέθεταν να συντάξετε τα λήμματα των λέξεων αυτών για
κάποιο λεξικό, τι θα γράφατε δίπλα σε κάθε λέξη;
βλέπω: αντιλαμβάνομαι (κάποιον / κάτι) μέσω
της όρασης.
κοιτάζω: στρέφω το βλέμμα μου προς (κάποιον),
τον βλέπω, τον παρατηρώ.
παρατηρώ: βλέπω με προσοχή (κάτι) εξετάζοντάς
το ή καταγράφοντας στοιχεία για αυτό.
διακρίνω: αναγνωρίζω (κάποιον / κάτι) με τις
αισθήσεις ή με τη λογική μου, σχηματίζω την οπτική ή ακουστική του παράσταση
στη σκέψη μου. Βλέπω κάτι με προσπάθεια.
αντικρίζω: έρχομαι σε οπτική επαφή με (κάποιον /
κάτι απέναντί μου), βλέπω (κάποιον / κάτι) μπροστά μου.
αγναντεύω: παρατηρώ από μακριά ή από ψηλά,
ατενίζω.
διάλεξη: η ομιλία που γίνεται μπροστά σε
ακροατήριο για τη διδασκαλία πανεπιστημιακού μαθήματος σε φοιτητές ή γενικότερα
για την πραγμάτευση συγκεκριμένου θέματος.
κήρυγμα: 1.
θρησκευτικού περιεχομένου λόγος που εκφωνείται σε εκκλησίες από τους ιερείς ή
τους επισκόπους ή και επιφορτισμένους προς τούτο πολίτες βάσει αποστολικών και
ευαγγελικών λατρευτικών αναγνωσμάτων για την προβολή βασικών χριστιανικών αρχών
και ο χρόνος που αυτός διαρκεί. 2. ο
λόγος που απευθύνεται ως διδασκαλία και με τη δηλωμένη πρόθεση να φανερώσει την
αλήθεια ορισμένης διδασκαλίες ή ορισμένων θέσεων και να εμπνεύσει πίστη σε
αυτές (επειδή θεωρεί σαφή την ανάγκη παραδοχής τους).
λόγος: η δημόσια ομιλία
μάθημα: η συστηματική μετάδοση γνώσεων ή
δεξιοτήτων από δάσκαλο σε μαθητή.
ομιλία: ο λόγος που εκφωνείται σε δημόσια
συγκέντρωση, ενώπιον ακροατηρίου, με συγκεκριμένο θέμα.
21.
Να συνδυάσετε τις συνώνυμες λέξεις που σας δίνονται με μια κατάλληλη λέξη ή
φράση. Στη συνέχεια να εντάξετε μερικά από τα λεκτικά σύνολα που δημιουργήσατε
σε ένα ευρύτερο γλωσσικό πλαίσιο.
διαπράττω
αδίκημα: Ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα της
εσχάτης προδοσίας.
1. διεξάγω
έρευνα: Η έρευνα για τον εντοπισμό του αγνοούμενου διεξάγεται υπό
δραματικές συνθήκες λόγω της έντονης κακοκαιρίας.
δημιουργώ
οικογένεια: Τα παιδιά μου
μεγάλωσαν και δημιούργησαν δική τους οικογένεια.
[Σημείωση: Το δημιουργώ είναι κατεξοχήν
εύσημο (meliorative)
ρήμα, έχει δηλαδή καλή σημασία, δηλώνοντας κάτι νέο και καλό: Δημιούργησαν
αθάνατα έργα τέχνης.]
επιτελώ
καθήκοντα: Η προσδοκία όλων
είναι να επιτελέσει με πληρότητα τα νέα του καθήκοντα.
εκτελώ
χρέη (+ γενική ουσιαστικού): Κατά την
απουσία του προϊσταμένου του, χρέη διευθυντού εκτελούσε ο τμηματάρχης.
διενεργώ
ανάκριση: Η αστυνομία
διενεργεί ανακρίσεις για τον εντοπισμό του ενόχου.
2. προσφέρω
έργο: Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα προσφέρουν σημαντικό έργο στην κοινωνία.
παρέχω
βοήθεια: Στους τραυματίες
παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες.
χορηγώ
υποτροφία: Το Ι.Κ.Υ. χορηγεί
υποτροφίες.
δωρίζω
περιουσία: Δώρισε όλη του την
περιουσία στο κράτος.
δίνω
ευκαιρία: Η εκδήλωση αυτή μας
δίνει την ευκαιρία να σας ευχαριστήσουμε.
χαρίζω
υγεία: Η σωστή διατροφή
χαρίζει καλή υγεία.
κερνώ
ποτό: Κέρασε τα ποτά, επειδή γιόρταζε.
προμηθεύω
υλικό: Τον προμήθευσε με
το απαραίτητο υλικό.
3. αναγκαίος
όρος: Η επιβολή νέων φόρων κρίθηκε αναγκαίος όρος για την επίτευξη
συμφωνίας με τους δανειστές.
αναπόφευκτος
πόλεμος: Η μακροχρόνια έχθρα
των δύο κρατών έκανε τον πόλεμο αναπόφευκτο.
υποχρεωτικός
δανεισμός: Τα οικονομικά
προβλήματα οδήγησαν το κράτος σε υποχρεωτικό εσωτερικό δανεισμό.
επιτακτικός
συμβιβασμός: Είναι
επιτακτικός ο συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο πλευρές προκειμένου να επιτευχθεί η
διασφάλιση μιας κοινά αποδεκτής λύσης.
αναπόδραστος
/ αναπόδραστη συνέπεια: Το
διαζύγιο αποτέλεσε αναπόδραστη συνέπεια της συνεχούς αδιαφορίας και κακομεταχείρισης.
χαρίζω
μετάλλια: Η ομάδα της άρσης
βαρών χάρισε στη χώρα μας πολλά μετάλλια.
4. αμετάβλητος
/ αμετάβλητη πολιτική: Η χώρα μας διατηρεί αμετάβλητη την πολιτική της σε
αυτό το ζήτημα.
αδιάσειστος
/ αδιάσειστα θεμέλια: Η πολιτική μας στηρίζεται στα
αδιάσειστα θεμέλια της δημοκρατίας.
ακλόνητος
/ ακλόνητο άλλοθι: Ο
βασικός ύποπτος για τη δολοφονία είχε τελικά ακλόνητο άλλοθι.
πάγιος
/ πάγιο αίτημα: Η
αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αποτελεί πάγιο αίτημα της κοινωνίας.
αναλλοίωτος
/ αναλλοίωτη αξία: Ο
θεσμός της οικογένειας αποτελεί μια αναλλοίωτη αξία για την ελληνική κοινωνία.
ανεπηρέαστος
/ ανεπηρέαστη κρίση: Η κρίση
του έμεινε ανεπηρέαστη από τις απειλές που δέχτηκε.
μόνιμος
κάτοικος: Ο Κώστας είναι
πλέον μόνιμος κάτοικος Αυστρίας, επισκέπτεται όμως την Ελλάδα δύο φορές τον
χρόνο.
5. προφυλάσσω
κάποιον (+ από): Θα πρέπει να προφυλάξουμε την νεολαία μας από τα
ναρκωτικά.
προστατεύω
κάποιον: Θεωρούσε ηθικό του
χρέος να προστατεύει τους αδικημένους.
υπερασπίζω
δικαιώματα: Υπερασπίζεται με σθένος
τα δικαιώματα των μεταναστών.
διασώζω
παράδοση: Στο έργο του
διέσωσε σημαντικές παραδόσεις για τη ζωή του Πλάτωνα.
6. φανερός
σκοπός: Η διπλωματική τους προσέγγιση υπηρετεί φανερούς σκοπούς.
ευδιάκριτος
/ ευδιάκριτα χαρακτηριστικά: Η
σπάνια αυτή ράτσα σκύλων έχει ευδιάκριτα χαρακτηριστικά.
εμφανής
/ εμφανές σημείο: Άφησα
το βιβλίο σου σε εμφανές σημείο.
πρόδηλος / πρόδηλη αλήθεια: Ωστόσο, από
την πρόδηλη αυτή αλήθεια πολλοί υπεκφεύγουν για λόγους ιδεαλισμού ή δόγματος.
πασιφανής
αντιπάθεια: Είναι πασιφανής η
αντιπάθεια του ενός για τον άλλο.
εναργής
εικόνα: Ο συγγραφέας με τις
περιγραφές και τους χαρακτηρισμούς των προσώπων πετυχαίνει να δώσει μια εναργή
εικόνα των προσώπων του Μεσοπολέμου, έτσι που ο αναγνώστης να αισθάνεται σαν
ένας από αυτούς.
7. ενισχύω
την άμυνα
προασπίζω
την ελευθερία
υπεραμύνομαι
της πολιτικής
προστατεύω
τα παιδιά
συνηγορώ
υπέρ της άποψης
ευνοώ
ένα σχέδιο
8. υπομένω
βάσανα
υποφέρω
τα πάνδεινα
ανέχομαι
μια συμπεριφορά
αντέχω
στις υψηλές θερμοκρασίες
9. συνεχής
παρουσία
αδιάκοπος
αγώνας
ακατάπαυστος
πόνος
συναπτός
/ συναπτά έτη
αέναος
/ αέναη προσπάθεια
ατέρμονος
/ ατέρμων (ως β τύπο) / ατέρμων πόλεμος
[Σημείωση:
Ο τύπος ατέρμονος είναι
παρεκκλίνουσα χρήση του ατέρμων «χωρίς
τέλος, χωρίς όρια, ατελείωτος». Πολύ συχνά χρησιμοποιείται ο λογιότερος τύπος
ατέρμων για το αρσενικό και το θηλυκό: ο ατέρμων πόλεμος, η ατέρμων ευτυχία. Τα
παλαιά τριτόκλιτα ονόματα σε -ων, -ων, -ον, μεταπλάστηκαν σε -ας (πβ. ο
ευγνώμων / ευγνώμονας – η ευγνώμων). Το ατέρμων, όπως και το μακραίων, είχαν
διαφορετική εξέλιξη και μεταπλάστηκαν σε τύπους σε -ος, -η, -ο (ατέρμονος,
ατέρμονη, ατέρμονο, μακραίωνος, μακραίωνη, μακραίωνο) με χρήση κυρίως στο
θηλυκό: ατέρμονη διαδικασία, μακραίωνη παράδοση.]
10. διαβαίνω τα σοκάκια
διέρχομαι
στιγμές αγωνίας
μεταβαίνω
σε άλλο μέρος
(μεταβαίνω στο εξωτερικό)
μετακινούμαι
με το αυτοκίνητο
μετατοπίζω
το κέντρο βάρους
διασχίζω
το δρόμο
διαπλέω
τον ποταμό
διανύω
μια απόσταση
22. Για κάθε λέξη που υπογραμμίζεται σας
δίνονται τρεις, από τις οποίες μία είναι συνώνυμή της. Να βρείτε αυτές τις
συνώνυμες λέξεις. Στη συνέχεια με τη
βοήθεια αυτού του λεξιλογίου (υπογραμμισμένες λέξεις και συνώνυμές τους) να
γράψετε ένα σύντομο κείμενο για την εξειδίκευση στην εργασία.
1. προσοδοφόρος α. προσεκτικός β. επικερδής γ. προσοντούχος
2. ευδοκιμώ α.
καλλιεργώ β.
δείχνομαι ευνοϊκός γ. προκόβω
3. επίμοχθος α.
επίπονος β. επίμονος γ. ακούραστος
4. επιλέγω α.
επικρίνω β. διακρίνω γ. διαλέγω
5. επίτευξη α.
επιτυχία β. εκτέλεση γ. πραγματοποίηση
6. αναπόφευκτος α. αναποτελεσματικός β. αναπόδραστος γ.
αναποφάσιστος
7. καταμερισμός α. διαίρεση β. καταχώριση γ. κατακερματισμός
8. μονομερής α.
μονόπλευρος β. μονολιθικός γ.
μονοκόμματος
9. μονήρης α.
μοναδικός β.
μοναχικός γ. μόνιμος
Η εκπληκτική ανάπτυξη των επιστημών και
της τεχνολογίας έχει καταστήσει τις τελευταίες δεκαετίες πρακτικά αναπόδραστη την επιδίωξη ενός ολοένα
και υψηλότερου επιπέδου εξειδίκευσης σε κάθε σχεδόν επαγγελματικό τομέα. Πέρα,
άλλωστε, από το γεγονός ότι είναι αδύνατο να καλύψει κάποιος ευρεία πεδία
γνώσεως, όσο επίμοχθη κι αν είναι η
προσπάθειά του, ο καταμερισμός
εργασίας αποτελεί αναπόφευκτη
επιλογή, προκειμένου το άτομο να είναι αποτελεσματικό στην εργασία του, και άρα
η επαγγελματική του ενασχόληση να είναι επικερδής.
Πλέον η επιτυχία σε κάθε επαγγελματικό τομέα διασφαλίζεται μόνο μέσω της πλήρους
εξειδίκευσης, ώστε το άτομο να γνωρίζει απόλυτα το αντικείμενό του, έστω κι αν
αυτό οδηγεί σε μονομερή πνευματική
ανάπτυξη, και συνεπώς σε μονόπλευρη
θέαση της πραγματικότητας. Η ανάγκη πραγματικής εμβάθυνσης μοιάζει να είναι στη
σύγχρονη κοινωνία πολύ πιο σημαντική από την επίτευξη μιας ολοκληρωμένης και πολύπλευρης παιδείας. Συνεπώς, για
να ευδοκιμήσουν οι επαγγελματικές
επιδιώξεις ενός νέου στη σύγχρονη εποχή, ζητούμενο δεν είναι πια οι γενικές
γνώσεις, αλλά η όσο γίνεται μεγαλύτερη εξειδίκευση σε ένα αντικείμενο.
Αν, μάλιστα, ο νέος διαλέξει το αντικείμενο των σπουδών
του, και κατ’ επέκταση τον τομέα στον οποίο πρόκειται να ειδικευτεί, με βάση
τις πραγματικές του κλίσεις και αρέσκειες, θα μπορέσει να αντισταθμίσει ως ένα
βαθμό την απώλεια της ευρύτερης παιδείας, αφού θα ασχολείται με κάτι που θα του
προκαλεί το ενδιαφέρον.
23. Υποθέστε πως κάποιος φίλος σας σάς
κατηγορεί ότι δεν έχετε άποψη για τα διαδραματιζόμενα στη δημόσια ζωή της χώρας
μας. Εσείς, φυσικά, διαφωνείτε.
Χρησιμοποιήστε
σε ένα σύντομο κείμενο τα παρακάτω συνώνυμα, για να διατυπώσετε ευκρινώς τη
στάση σας απέναντι σε όσα θετικά ή αρνητικά συμβαίνουν, κατά τη γνώμη σας, στη
χώρα μας.
επιδοκιμάζω, εγκρίνω, αποδέχομαι,
επικροτώ
αποδοκιμάζω, επικρίνω, καυτηριάζω,
στηλιτεύω
Μία από τις επιδιώξεις της σύγχρονης
πολιτείας που επιδοκιμάζω είναι
σαφώς η προσπάθεια που γίνεται για την αναβάθμιση της παιδείας. Αποδέχομαι, βέβαια, πως είναι
δυσεπίτευκτη η εύρεση ενός σχεδίου που να ικανοποιεί πλήρως όλους τους
εμπλεκόμενους, ωστόσο επικροτώ και εγκρίνω κάθε σχεδιασμό που αποβλέπει
στον εκσυγχρονισμό της διδακτέας ύλης, αλλά και στην πιο ουσιαστική εκμάθηση
βασικών αντικειμένων, όπως είναι αυτό της ελληνικής γλώσσας.
Σε αντίθεση, ωστόσο, με τις θετικές
προσπάθειες που γίνονται στο χώρο της παιδείας, παραμένουν αξιοκατάκριτα όσα
διαδραματίζονται στο χώρο της πολιτικής. Είναι προφανές, επομένως, ότι αποδοκιμάζω τη διαφθορά που συνεχίζει
να διακρίνει πλήθος δημοσίων προσώπων και λειτουργών. Επικρίνω, άλλωστε, όχι μόνο τα άτομα αυτά που καταχρώνται την
εμπιστοσύνη των πολιτών και προβαίνουν σε εγκληματικές πράξεις, προκειμένου να
εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα, αλλά κι εκείνους που παρακολουθούν
αδρανείς τέτοιου είδους φαινόμενα. Διότι, όπως είναι λογικό, δεν αρκεί μόνο να καυτηριάζει κάποιος τη διαφθορά των
πολιτικών, εφόσον το πρόβλημα αυτό συνεχίζει να ταλανίζει αδιάκοπα την κοινωνία
μας. Ζητούμενο πλέον είναι να καθιερωθεί η λογοδοσία, όσων άσκησαν εξουσία, στο
τέλος της θητείας τους, ώστε να διασφαλίζεται η αναγκαία απόδοση ευθυνών. Το να
στηλιτεύουμε απλώς τις παρανομίες δεν
είναι πια αρκετό, είναι καιρός να θεσμοθετηθεί ένας υποχρεωτικός απολογισμός
πεπραγμένων.
24. Υποθέστε ότι με μια μεγάλη παρέα φίλων
σας παρακολουθείτε μια μουσική συναυλία που δίνεται από ένα νεανικό συγκρότημα,
το οποίο έχει φανατικούς φίλους αλλά και επικριτές. Μετά τη συναυλία οι
εντυπώσεις και τα συναισθήματα είναι ποικίλα. Χρησιμοποιήστε μερικά από τα παρακάτω συνώνυμα, για να γράψετε μία
παράγραφο στην οποία θα περιγράφετε τα ανάμεικτα συναισθήματα της παρέας σας.
ευχαρίστηση, χαρά, ικανοποίηση,
αγαλλίαση, τέρψη
δυσαρέσκεια, απαρέσκεια, δυσανασχέτηση,
αηδία, αποστροφή
Μετά το τέλος της συναυλίας ήταν σαφές
πως τα συναισθήματα των μελών της πολυπληθούς παρέας μας ήταν ανάμεικτα, αφού
πλάι σ’ εκείνους που εξέφραζαν την απόλυτη ικανοποίησή
τους, υπήρχαν κι εκείνοι που δεν έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους. Το παράδοξο, μάλιστα, ήταν πως ό,τι είχε
προκαλέσει χαρά σε μερικούς είχε
επιτείνει τη δυσανασχέτηση άλλων,
δημιουργώντας ιδιαίτερη ένταση ανάμεσά τους. Για παράδειγμα, όταν ο
τραγουδιστής του συγκροτήματος ερμήνευσε α καπέλα ένα γνωστό κομμάτι,
προκαλώντας αγαλλίαση και τέρψη σ’ εκείνους που θεωρούν
εξαιρετική τη φωνή του, ώθησε εκείνους που δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν την απαρέσκειά τους να τον γιουχάρουν. Γεγονός,
φυσικά, που προκάλεσε αποστροφή και αηδία στους πιστούς θαυμαστές του.
25.
Υπάρχουν στη γλώσσα μας αρκετές συγγενικές λέξεις ή φράσεις που συγχέονται ως
προς τη σημασία. Σας δίνονται σχολιασμένες μερικές από αυτές. Να εντάξετε την
καθεμία σε μία περίοδο λόγου.
1. πλεονέκτημα:
(για πράγματα)
προτέρημα: (για πρόσωπα)
- Εκμεταλλεύεται όλα τα πλεονεκτήματα
της θέσης του, για να ανέλθει κοινωνικά.
- Το μεγαλύτερο προτέρημά του είναι η
ειλικρίνειά του.
2. συμβαίνοντα:
όσα γίνονται τυχαία
τεκταινόμενα: όσα γίνονται με μεθόδευση
- Παρακολουθούμε τα συμβαίνοντα με
μεγάλη ανησυχία.
- Οι νέοι παρατηρούν τα τεκταινόμενα
της πολιτικής σκηνής και απογοητεύονται.
3. διαβόητος/περιβόητος:
(μόνο για πρόσωπα) αυτός που έχει κακή φήμη
διάσημος: (μόνο για πρόσωπα) αυτός που έχει
καλή φήμη
περίφημος: (για πρόσωπα και για πράγματα)· όταν
χρησιμοποιείται για πρόσωπα, έχει μερικές φορές ειρωνική χροιά.
- Καταδικάστηκε σε δεκαετή κάθειρξη ο
διαβόητος απατεώνας.
- Ο ηθοποιός αυτός είναι διάσημος, όχι
μόνο για τη δουλειά του, αλλά και για τις εκκεντρικές του συνήθειες.
- Εξελίχθηκε σε περίφημο γιατρό.
4. ευπαρουσίαστος:
εμφανίσιμος
ευπρόσωπος: αξιοπρεπής, ευπρεπής, αυτός που κάνει
καλή εντύπωση
- Ο αρραβωνιαστικός της είναι νέος και
ευπαρουσίαστος.
- Τελικά παρουσίασε ένα ευπρόσωπο
κείμενο, που εκτιμήθηκε από όλους.
5. αναγνωρίζω:
(θετική σημασία)
καταλογίζω: (αρνητική σημασία)
- Το κράτος πρέπει να αναγνωρίζει τις
υπηρεσίες που προσφέρουν οι πολίτες.
- Του καταλόγισαν ευθύνες για την
απώλεια κερδών.
6. εξαιτίας:
(αρνητική σημασία)
χάρη
σε: (θετική σημασία)
- Το ταξίδι αναβλήθηκε εξαιτίας της
κακοκαιρίας.
- Χάρη σε σένα μπόρεσα να τα καταφέρω.
7. προξενώ:
(αρνητική σημασία)
προκαλώ: (θετική ή αρνητική ή ουδέτερη
σημασία) π.χ. θαυμασμό, προβλήματα, οργή, αίσθηση, εντύπωση κτλ.
- Η ξαφνική νεροποντή προξένησε ζημιές
σε ισόγεια καταστήματα.
- Η δράση τους προκαλεί ποικίλες
αντιδράσεις.
8. αιτιολογώ:
τεκμηριώνω, εξηγώ
δικαιολογώ: δίνω δίκιο σε κάποιον
- Της ζητήθηκε να αιτιολογήσει την
απόφασή της.
- Δικαιολογώ τις διαμαρτυρίες του, αφού
είναι προφανές ότι αδικήθηκε.
9. επισύρω:
(αρνητική σημασία)
προσελκύω: (θετική σημασία)
- Η έπαρσή του επισύρει την αγανάκτηση
όλων όσοι τον γνωρίζουν.
- Η επιχείρηση απέβλεπε στο να
προσελκύσει περισσότερους επενδυτές από το εξωτερικό.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου