Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «φεύγω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
φεύγω, φεύγεις, φεύγει, φεύγομεν, φεύγετε, φεύγουσι(ν)
Υποτακτική
φεύγω, φεύγῃς, φεύγῃ, φεύγωμεν, φεύγητε, φεύγωσι(ν)
Ευκτική
φεύγοιμι, φεύγοις, φεύγοι, φεύγοιμεν, φεύγοιτε, φεύγοιεν
Προστακτική
---, φεῦγε, φευγέτω, ---, φεύγετε, φευγόντων (ή φευγέτωσαν)
Απαρέμφατο
φεύγειν
Μετοχή
φεύγων, φεύγουσα, φεῦγον
Παρατατικός
Οριστική
ἔφευγον, ἔφευγες, ἔφευγε, ἐφεύγομεν, ἐφεύγετε, ἔφευγον
Μέλλοντας
Οριστική
φεύξομαι, φεύξῃ /φεύξει, φεύξεται, φευξόμεθα, φεύξεσθε, φεύξονται
Ευκτική
φευξοίμην, φεύξοιο, φεύξοιτο, φευξοίμεθα, φεύξοισθε, φεύξοιντο
Απαρέμφατο
φεύξεσθαι
Μετοχή
φευξόμενος, φευξομένη, φευξόμενον
& Μέλλοντας (δωρικός)
Οριστική
φευξοῦμαι, φευξῇ/φευξεῖ, φευξεῖται, φευξοῦμεθα, φευξεῖσθε, φευξοῦνται
Ευκτική
φευξοίμην, φευξοῖο, φευξοῖτο, φευξοίμεθα, φευξοῖσθε, φευξοῖντο
Απαρέμφατο
φευξεῖσθαι
Μετοχή
φευξούμενος
φευξουμένη
φευξούμενον
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄
Οριστική
ἔφυγον, ἔφυγες, ἔφυγε(ν), ἐφύγομεν, ἐφύγετε, ἔφυγον
Υποτακτική
φύγω, φύγῃς, φύγῃ, φύγωμεν, φύγητε, φύγωσι(ν)
Ευκτική
φύγοιμι, φύγοις, φύγοι, φύγοιμεν, φύγοιτε, φύγοιεν
Προστακτική
---, φύγε, φυγέτω, ---, φύγετε, φυγόντων (ή φυγέτωσαν)
Απαρέμφατο
φυγεῖν
Μετοχή
φυγών, φυγοῦσα, φυγόν
Παρακείμενος
Οριστική
πέφευγα, πέφευγας, πέφευγε, πεφεύγαμεν, πεφεύγατε, πεφεύγασι(ν)
Υποτακτική
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός ὦ
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός ᾖς
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός ᾖ
πεφευγότες- πεφευγυῖαι- πεφευγότα ὦμεν
πεφευγότες- πεφευγυῖαι- πεφευγότα ἦτε
πεφευγότες- πεφευγυῖαι- πεφευγότα ὦσι
Ευκτική
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός εἴην
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός εἴης
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός εἴη
πεφευγότες- πεφευγυῖαι- πεφευγότα εἴημεν (εἶμεν)
πεφευγότες- πεφευγυῖαι- πεφευγότα εἴητε (εἶτε)
πεφευγότες- πεφευγυῖαι- πεφευγότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός ἴσθι
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός ἔστω
---
πεφευγότες- πεφευγυῖαι- πεφευγότα ἔστε
πεφευγότες- πεφευγυῖαι- πεφευγότα ἔστων
Απαρέμφατο
πεφευγέναι
Μετοχή
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐπεφεύγειν, ἐπεφεύγεις, ἐπεφεύγει, ἐπεφεύγεμεν, ἐπεφεύγετε, ἐπεφεύγεσαν
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
φεύγω, φεύγεις, φεύγει, φεύγομεν, φεύγετε, φεύγουσι(ν)
φεύγω, φεύγῃς, φεύγῃ, φεύγωμεν, φεύγητε, φεύγωσι(ν)
φεύγοιμι, φεύγοις, φεύγοι, φεύγοιμεν, φεύγοιτε, φεύγοιεν
Προστακτική
---, φεῦγε, φευγέτω, ---, φεύγετε, φευγόντων (ή φευγέτωσαν)
φεύγειν
Μετοχή
φεύγων, φεύγουσα, φεῦγον
Παρατατικός
Οριστική
ἔφευγον, ἔφευγες, ἔφευγε, ἐφεύγομεν, ἐφεύγετε, ἔφευγον
Μέλλοντας
Οριστική
φεύξομαι, φεύξῃ /φεύξει, φεύξεται, φευξόμεθα, φεύξεσθε, φεύξονται
φευξοίμην, φεύξοιο, φεύξοιτο, φευξοίμεθα, φεύξοισθε, φεύξοιντο
Απαρέμφατο
φεύξεσθαι
Μετοχή
φευξόμενος, φευξομένη, φευξόμενον
& Μέλλοντας (δωρικός)
Οριστική
φευξοῦμαι, φευξῇ/φευξεῖ, φευξεῖται, φευξοῦμεθα, φευξεῖσθε, φευξοῦνται
φευξοίμην, φευξοῖο, φευξοῖτο, φευξοίμεθα, φευξοῖσθε, φευξοῖντο
φευξεῖσθαι
φευξούμενος
φευξουμένη
φευξούμενον
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄
Οριστική
ἔφυγον, ἔφυγες, ἔφυγε(ν), ἐφύγομεν, ἐφύγετε, ἔφυγον
φύγω, φύγῃς, φύγῃ, φύγωμεν, φύγητε, φύγωσι(ν)
φύγοιμι, φύγοις, φύγοι, φύγοιμεν, φύγοιτε, φύγοιεν
Προστακτική
---, φύγε, φυγέτω, ---, φύγετε, φυγόντων (ή φυγέτωσαν)
Απαρέμφατο
φυγεῖν
φυγών, φυγοῦσα, φυγόν
Παρακείμενος
Οριστική
πέφευγα, πέφευγας, πέφευγε, πεφεύγαμεν, πεφεύγατε, πεφεύγασι(ν)
Υποτακτική
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός ὦ
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός ᾖς
πεφευγότες- πεφευγυῖαι- πεφευγότα ὦμεν
Ευκτική
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός εἴην
Προστακτική
---
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός ἴσθι
πεφευγότες- πεφευγυῖαι- πεφευγότα ἔστε
Απαρέμφατο
πεφευγέναι
Μετοχή
πεφευγώς- πεφευγυῖα- πεφευγός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐπεφεύγειν, ἐπεφεύγεις, ἐπεφεύγει, ἐπεφεύγεμεν, ἐπεφεύγετε, ἐπεφεύγεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου