Σπέτσες
Ερωτήσεις ΚΕΕ Μανόλης Αναγνωστάκης "Στον Νίκο Ε... 1949"
Ερωτήσεις ΚΕΕ Μανόλης Αναγνωστάκης "Στον Νίκο Ε... 1949"
Το έργο του
ποιητή Μ. Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από το ρεαλισμό του περιεχομένου και τη
λιτότητα των εκφραστικών μέσων. Ισχύει η επισήμανση αυτή στο συγκεκριμένο
ποίημα;
Ο Αναγνωστάκης στο ποίημα «Στον
Νίκο Ε… 1949», προχωρά σε μια αποτύπωση των επώδυνων εμπειριών του εμφυλίου
πολέμου, αλλά και των συναισθημάτων που του δημιουργούνται, καθώς βλέπει γύρω
του τον πόνο και την απελπισία. Η ποίηση του Αναγνωστάκη είναι σαφώς ρεαλιστική
καθώς ο ποιητής έχει έντονη συναίσθηση του χρέους του και μια ασίγαστη κοινωνική
συνείδηση. Για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι το μέσο αφύπνισης, καταγγελίας
και αλλαγής των αρνητικών όψεων της κοινωνίας, γι’ αυτό και στα ποιήματά του
παρακολουθεί και καταγράφει την πραγματικότητα γύρω του. Ο μοραλισμός που
διαπνέει την ποίησή του, το ηθικό χρέος δηλαδή που έχει η ποίηση να τίθεται
στην υπηρεσία της κοινωνικής αναδημιουργίας, κατευθύνει την ποίησή του σε μια
καταγραφή διαμαρτυρίας όσων συμβαίνουν και πληγώνουν την ελληνική κοινωνία.
Ο ποιητής γνωρίζει ότι η ένταση
των γεγονότων είναι τέτοια που καθιστά περιττή κάθε δική του λογοτεχνική
παρέμβαση. Η καθαρή και απλή αποτύπωση των γεγονότων έχει αρκετή δύναμη για να
συγκλονίσει και να κινητοποιήσει τον αναγνώστη. Στην ποίησή του, επομένως, δε
θα βρούμε περίπλοκα εκφραστικά μέσα και δυσνόητες διατυπώσεις, καθώς ο
Αναγνωστάκης προτιμά να αφήσει τις εικόνες που αντλεί από την πραγματικότητα ν’
αποκαλύψουν την απελπιστική κατάσταση που επικρατεί. Με λιτούς και σύντομους
στίχους ο Αναγνωστάκης μας δίνει μια σειρά εικόνων από τη βίαιη καθημερινότητα,
έτσι όπως έχει διαμορφωθεί τον τελευταίο χρόνο του εμφυλίου, κι αφήνει τον
αναγνώστη να αντιληφθεί την έκταση του πόνου και της καταστροφής που έχει
επέλθει. Άναρθρα ουσιαστικά, στίχοι μονολεκτικοί, ήχοι και εικόνες απελπισίας,
είναι τα λιτά δομικά στοιχεία, με τα οποία ο ποιητής δημιουργεί μια ισχυρή
εντύπωση και καλεί τόσο τους αναγνώστες όσο και τους άλλους ποιητές να
συνειδητοποιήσουν και να αποδεχτούν το χρέος τους.
Έχει επισημανθεί
ότι η ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από το χαμηλόφωνο, εξομολογητικό
τόνο και τη ζεστή ανθρωπιά του προφορικού λόγου. Να επιβεβαιώσετε αυτή την
κρίση σε αναφορά με το εξεταζόμενο ποίημα.
Η γραφή του Αναγνωστάκη στο
ποίημα «Στον Νίκο Ε… 1949» ακολουθεί τη γραφή του Εγγονόπουλου, όπως αυτή
εκφράζεται στο ποίημα «Ποίηση 1948», μιας και ο Αναγνωστάκης επιχειρεί να δώσει
μια ποιητική απάντηση στην αγωνία που εκφράζει ο Εγγονόπουλος στο δικό του
ποίημα. Ο Αναγνωστάκης μιμείται τη μορφή και το ύφος του ποιήματος του
Εγγονόπουλου αλλά ο δικός του λόγος ενισχύεται σε δραματικότητα και ένταση μέσω
των ιδιαίτερα παραστατικών εικόνων που μας παρουσιάζει. Ο Αναγνωστάκης τη
στιγμή που γράφει το ποίημά του είναι στη φυλακή, έχοντας καταδικαστεί σε
θάνατο, γεγονός που προσδίδει στο λόγο του μια τραγική διάσταση. Ο ποιητής
βιώνει τη διάψευση των προσδοκιών του και είναι παράλληλα αντιμέτωπος με το
ενδεχόμενο της εκτέλεσής του, κάτι που ενισχύει τη βαρύτητα του λόγου του και
δικαιολογεί την επιλογή του ύφους. Η αποσπασματικότητα της γραφής, όπου κάθε
εικόνα μας δίνεται θρυμματισμένη σε ελλειπτικούς στίχους, μοιάζει με μια
συλλαβιστή και διστακτική εξομολόγηση ενός ανθρώπου που βρίσκεται κοντά στο
βίαιο τέλος του. Ο ποιητής αγανακτεί, υποφέρει με τον πόνο που υπάρχει πια
παντού γύρω του και αναρωτιέται ποιος θα μιλήσει για την απάνθρωπη κατάσταση
που έχει δημιουργηθεί. Τα συναισθήματα του ποιητή δεν μας δίνονται λεκτικά αλλά
μπορούν να γίνουν αντιληπτά μέσα από τις εικόνες που επιλέγει να μας μεταφέρει
καθώς και από τα βιώματα που περιγράφει.
Ο λόγος του ποιητή δίνεται σε απλή,
καθημερινή γλώσσα κι αυτό ενισχύει την αίσθηση οικειότητας που δημιουργείται
στον αναγνώστη, καθώς διαβάζει τη συγκλονιστική αυτή ποιητική κατάθεση. Ο
τρόπος που έχει επιλέξει ο ποιητής να μας μεταφέρει τις σκέψεις του
υπαγορεύεται κυρίως από τη συναισθηματική του διάθεση. Οι λέξεις μας δίνονται,
σχεδόν αυτονομημένες, και η συμπλήρωση των εικόνων γίνεται αργά, καθώς η έντασή
τους πληγώνει τον ποιητή. Το ποίημα δίνει την αίσθηση ενός ψιθυριστού,
δραματικού μονολόγου του οποίου ο συναισθηματισμός είναι βέβαια ελεγχόμενος
αλλά παραμένει ισχυρός. Κάθε λέξη, κάθε στίχος έχει ιδιαίτερη αξία για τον
ποιητή, γι’ αυτό κι επιλέγει το αργό ξεδίπλωμα του λόγου του. Ο ποιητής
απομονώνει διάφορες λέξεις (φίλοι, φωνές, τη νύχτα, ερείπια, εφιάλτες), οι
οποίες κρατούν το νοηματικό βάρος και χτίζουν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και
συναισθηματική φόρτιση όλου του ποιήματος. Η διατύπωση παραμένει σταθερά
ελλειπτική καθώς ελλειπτική είναι και η πρόσληψη της πραγματικότητας από το
κελί του ποιητή.
Να βρείτε και να σχολιάσετε τις οπτικές και ηχητικές εικόνες του
ποιήματος. Πώς συνταιριάζονται στο
ποίημα ήχος και σιωπή, φως και σκοτάδι;
1η οπτική εικόνα: Φίλοι / Που φεύγουν / Που χάνονται μια
μέρα: Η αποχώρηση των φίλων δεν αποτελεί μια οικειοθελή διαδικασία, καθώς
κάποιοι από αυτούς εξορίζονται και άλλοι εκτελούνται ή πεθαίνουν κατά τις
πολεμικές συγκρούσεις.
Ο χαμός των φίλων, που δίνεται
από τον ποιητή με ήπιες διατυπώσεις, για να αποφύγει πιθανώς λεπτομέρειες που
θα του προκαλούσαν μεγαλύτερο πόνο, δεν αποκτά σαφή χρονικό προσδιορισμό, αλλά
παρουσιάζεται ως κάτι που συμβαίνει «μια μέρα». Η γενική αυτή τοποθέτηση βέβαια
εξηγείται από το γεγονός ότι οι φίλοι του ποιητή φεύγουν ή χάνουν τη ζωή τους
σε διαφορετικές στιγμές, καλύπτοντας ένα ευρύτερο χρονικό διάστημα.
Ηχητικές εικόνες: Τη νύχτα / Μακρινές φωνές / Μάνας τρελής στους
έρημους δρόμους / Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση: Οι ηχητικές αυτές εικόνες, της
μάνας και του παιδιού, μας δίνουν τον αντίκτυπο της απώλειας των ανθρώπων, που
παρουσιάστηκε στους αμέσως προηγούμενους στίχους. Ο χαμός των φίλων που
συμβαίνει τη μέρα, καταλήγει στο θρήνο και στην εγκατάλειψη, συνέπειες που
γίνονται αισθητές τη νύχτα. Η μέρα φέρνει το θάνατο και η νύχτα την απελπισία
και τον πόνο.
Η εικόνα της μητέρας που αναζητά,
τρελαμένη από τον πόνο, το παιδί της στους έρημους δρόμους, όπως κι αυτή με το
παιδί που κλαίει χωρίς ανταπόκριση, μας δίνονται ως ηχητικές εικόνες, μιας και
οι ήχοι ήταν το μόνο στο οποίο είχε πρόσβαση ο ποιητής που ήταν έγκλειστος στη
φυλακή.
Μέσα στη σιωπή της νύχτας, οι
φωνές της μάνας και το κλάμα του παιδιού, που μένει χωρίς απάντηση,
αποκαλύπτουν με δραματική ένταση τον πόνο των ανυπεράσπιστων γυναικών και
παιδιών, που λόγω του πολέμου βιώνουν την απώλεια και την εγκατάλειψη. Εδώ η
σιωπή της νύχτας και των έρημων δρόμων, λειτουργεί ως το φόντο πάνω στο οποίο
οι κραυγές της μάνας και το κλάμα του παιδιού, δίνονται με τον εντονότερο
δυνατό τρόπο. Μέσα σ’ έναν έρημο δρόμο, οι κραυγές μιας μάνας ακούγονται ακόμη
πιο σπαρακτικές. Ενώ το κλάμα του παιδιού που δε λαμβάνει απάντηση, που μένει
να κλαίει μόνο του απέναντι στην πένθιμη σιωπή, αποκαλύπτει τραγικότερη την
ορφάνια του.
2η οπτική εικόνα: Ερείπια / Σαν τρυπημένες σάπιες
σημαίες: Ο ποιητής αντικρίζει παντού ερείπια, που προκαλεί η σαρωτική επέλαση
του πολέμου, κι αυτά τα ερείπια δίνουν μια πικρή απάντηση σε όσους πίστεψαν ότι
μέσα από τον πόλεμο θα ερχόταν μια καλύτερη μέρα για τη χώρα. Τα ερείπια
μοιάζουν με τρυπημένες σάπιες σημαίες, μοιάζουν με προδομένα ιδανικά και
διαψευσμένες προσδοκίες.
Η εικόνα αυτή με την παρομοίωση
που έρχεται να αποσαφηνίσει το νόημα που αποκτούν τα ερείπια στα μάτια του
ποιητή, αποκαλύπτει την απογοήτευση που βιώνει ο Αναγνωστάκης.
3η οπτική εικόνα: Εφιάλτες / Στα σιδερένια κρεβάτια /
Όταν το φως λιγοστεύει / Τα ξημερώματα: Η εικόνα των κρατούμενων που έχουν
εφιάλτες πάνω στα σιδερένια κρεβάτια της φυλακής, αποτελεί μια ακόμη έκφανση
της φρίκης του εμφυλίου πολέμου, αλλά και μια πιο προσωπική διάσταση των
γεγονότων, όπως τα βιώνει ο ίδιος ο ποιητής.
Σ’ αυτή την εικόνα ο ποιητής δημιουργεί
μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα χρήση της αντίθεσης ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.
Οι εφιάλτες των φυλακισμένων τοποθετούνται χρονικά το ξημέρωμα -μιας και τα
ξημερώματα γίνονταν οι εκτελέσεις- την ώρα, όπως σχολιάζει ο ποιητής, που το
φως λιγοστεύει. Εδώ το φως χρησιμοποιείται ως σύμβολο της ελπίδας και της ζωής,
κι ενώ θα έπρεπε με το ξεκίνημα της ημέρας το φως να αυξάνεται, επειδή ακριβώς
πλησιάζει η ώρα των εκτελέσεων, το φως λιγοστεύει και η σκέψη των κρατούμενων
σκοτεινιάζει από το φόβο και την απελπισία. Το φως υποχωρεί μπροστά στο
ενδεχόμενο της εκτέλεσης, μπροστά στο ενδεχόμενο του βίαιου τερματισμού της
ζωής.