Michael Tompsett
Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Ανώτατη Εκπαίδευση
Τριτοβάθμια Εκπαίδευση (ζητούμενα -
προβλήματα – δυσκολίες)
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας
βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά προβλημάτων που υπονομεύουν την ποιότητα των
παρεχόμενων σπουδών και συνάμα θέτουν σε αμφισβήτηση την πραγματική δυνατότητα
των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων να επαναπροσδιορίσουν εγκαίρως τις στοχεύσεις
τους, ώστε να αντεπεξέλθουν επαρκώς στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.
- Σε μια διαρκώς εξελισσόμενη παγκόσμια
αγορά, ζητούμενο για την πανεπιστημιακή κοινότητα είναι η εστίαση στην
έρευνα και την καινοτομία, με απώτερο στόχο τη στήριξη της εγχώριας οικονομικής
δραστηριότητας. Τα πανεπιστήμια καλούνται να συνεισφέρουν στην επιστημονική
εκείνη έρευνα που θα έχει ουσιαστικό και μετρήσιμο αποτέλεσμα στην παραγωγική
δράση. Καινοτόμες ιδέες και προϊόντα, τεχνολογία και ερευνητικές εργασίες,
συνιστούν βασικές αξιώσεις από τα πανεπιστήμια του σήμερα.
- Συνάμα, από τα πανεπιστήμια αναμένεται
πλέον υψηλότερη εξειδίκευση στα προγράμματα σπουδών τους, προκειμένου
οι απόφοιτοί τους να μπορούν γρήγορα και αποτελεσματικά να αξιοποιηθούν στους
αντίστοιχους εργασιακούς τομείς. Στον αντίποδα της εύλογης αξίας που ενέχει η
πολύπλευρη παιδεία των σπουδαστών, προβάλλει η πιεστική ανάγκη μιας
απόλυτα εκσυγχρονισμένης και εξειδικευμένης κατάρτισης, ώστε οι απόφοιτοι
να θεωρούνται όχι μόνο θεωρητικώς πεπαιδευμένοι αλλά και επαγγελματικώς
επαρκείς.
Τα ζητούμενα αυτά, ωστόσο, προσκρούουν
σε θεμελιώδη προβλήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης:
- Η χρηματοδότηση των
πανεπιστημιακών ιδρυμάτων μειώνεται διαρκώς προκαλώντας αλυσιδωτά
προβλήματα στην ορθή λειτουργία τους.
1. Αδυναμία διασφάλισης
αναγκαίων υλικοτεχνικών υποδομών για τη διενέργεια αξιόλογων
ερευνητικών και πειραματικών εργασιών. Αν η πολιτεία απαιτεί από τα
πανεπιστήμια ερευνητική και τεχνολογική πρωτοπορία, οφείλει να διασφαλίζει σε
αυτά εγκαταστάσεις, εργαστήρια και τεχνολογικό υλικό αιχμής.
2. Συνεχείς καθυστερήσεις στην
έγκριση χρηματοδότησης ερευνητικών προγραμμάτων∙ απόρροια της μη αυτόνομης
λειτουργίας των πανεπιστημίων.
3. Ελλιπής πρόσβαση σε σύγχρονα
συγγράμματα, που συνιστά τροχοπέδη στην ενδελεχή έρευνα.
4. Το διδακτικό προσωπικό είναι
χαμηλά αμειβόμενο και δεν έχει πάντοτε μια σταθερή συνεργασία με τα
εκάστοτε ιδρύματα, γεγονός που κάμπτει τη διάθεση ουσιαστικής και παραγωγικής
προσφοράς.
5. Μη επαρκής επάνδρωση των
ιδρυμάτων με αποτέλεσμα να δημιουργείται αρνητική αναλογία μεταξύ
διδασκόντων και φοιτητών, στοιχείο που υπονομεύει την αποτελεσματική διενέργεια
των μαθημάτων, αλλά και τη δυνατότητα επικοινωνίας ανάμεσα στους καθηγητές και
τους φοιτητές.
6. Προβλήματα οργάνωσης, τα
οποία δυσχεραίνουν την εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων, εξαιτίας
ελλείψεων ακόμη και στο διοικητικό προσωπικό.
- Τα πανεπιστήμια των μεγάλων αστικών
κέντρων δέχονται κάθε χρόνο πολύ μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών απ’ αυτόν
που μπορούν πραγματικά να διαχειριστούν. Στο φαινόμενο αυτό συντείνει η
επιτεινόμενη οικονομική κρίση, που οδηγεί όλο και περισσότερους φοιτητές να
επιδιώκουν απευθείας ή μέσω μεταγραφής πρόσβαση στα κεντρικά αυτά πανεπιστήμια.
- Οι φοιτητές δεν εισάγονται
πάντοτε σε ό,τι αποτελούσε την πρώτη επιλογή τους, με αποτέλεσμα να μην
έχουν την απαιτούμενη διάθεση να αφοσιωθούν στην επιστήμη που καλούνται να
θεραπεύσουν. Ενώ, συχνά, επειδή δεν έχουν λάβει την κατάλληλη καθοδήγηση και
δεν έχουν διαγνωσθεί ορθά οι κλίσεις και οι δεξιότητές τους, οδηγούνται σε
λανθασμένη επιλογή επιστημονικού κλάδου. Έτσι, αφενός δεν αντλούν κάποια
ουσιαστική ικανοποίηση από τις σπουδές τους κι αφετέρου δεν έχουν τη δυνατότητα
ή τη διάθεση να ενισχύσουν το εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο του
πανεπιστημίου τους.
- Τα πανεπιστήμια, επομένως, μη
έχοντας λόγο στην επιλογή των φοιτητών τους, δέχονται κάθε χρόνο νέους
ανθρώπους που δεν πληρούν πάντοτε τις επαρκείς προϋποθέσεις για την εκεί
παρουσία τους. Η πολιτεία αξιώνει, έτσι, από τα ιδρύματα διαπρεπείς επιδόσεις,
χωρίς ωστόσο να τους δίνεται η δυνατότητα να αναζητήσουν και να επιλέξουν τους
φοιτητές εκείνους που μπορούν πραγματικά να συνεισφέρουν στον εκάστοτε
επιστημονικό τομέα.
- Η αξίωση της πολιτείας για υψηλή
επαγγελματική εξειδίκευση των αποφοίτων έρχεται σε αντίθεση με την
ανάγκη μιας συνολικότερης εποπτείας του επιστημονικού αντικειμένου, ώστε να
επιτυγχάνεται τόσο η διασφάλιση ενός σταθερού γνωστικού υπόβαθρου, όσο κι η
μελλοντική επαγγελματική ευελιξία των αποφοίτων μεταξύ των επιμέρους κλάδων της
επιστήμης τους.
- Παρά τις αξιώσεις που εγείρει η
πολιτεία, δεν φροντίζει ούτε για την κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων
των αποφοίτων, ούτε πολύ περισσότερο για την επαγγελματική τους
αποκατάσταση.
- Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν
έχουν πλήρη αυτονομία στη διοικητική και οικονομική τους λειτουργία. Το
κράτος ελέγχει τη χρηματοδότησή τους και με ποικίλους τρόπους τις επιμέρους δράσεις
τους.
- Το κράτος χρηματοδοτεί τα
πανεπιστήμια, διασφαλίζοντας έτσι δωρεάν σπουδές στους εισαχθέντες φοιτητές.
Ωστόσο, υπό το βάρος των δυσμενών οικονομικών συνθηκών εγείρεται πλέον
το θέμα της εξεύρεσης οικονομικών πόρων από τα ίδια τα ιδρύματα. Η απαίτηση
αυτή μπορεί να ικανοποιηθεί είτε με ιδιωτικές χορηγίες και με εμπορευματοποίηση
του ερευνητικού προϊόντος των πανεπιστημίων μέσα από συνεργασίες με ιδιωτικές
εταιρείες είτε με την επιβολή διδάκτρων, μετακυλώντας όμως έτσι το κόστος της
λειτουργίας τους στις οικογένειες των φοιτητών.
Η επιλογή των διδάκτρων, που εφαρμόζεται για χρόνια στις ΗΠΑ
και σε μικρότερο βαθμό σε ευρωπαϊκά κράτη, θα αποκλείσει από την
ανώτερη και την ανώτατη εκπαίδευση τους νέους εκείνους που δε θα έχουν
την απαιτούμενη οικονομική δυνατότητα. Ενώ, θα εξωθήσει πολλούς στη
λήψη φοιτητικών δανείων, για να καλύψουν το κόστος των σπουδών τους,
δημιουργώντας έναν ακόμη ανασχετικό παράγοντα στην ήδη επιβαρυμένη
επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων.
- Η επιλογή των διδάκτρων, άλλωστε, θα
μοιάζει μονόδρομος για τα πανεπιστήμια ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών,
των οποίων το ερευνητικό και επιστημονικό έργο δεν έχει εξ ορισμού μεγάλη
δυνατότητα εμπορευματικής αξιοποίησης.
Το ζητούμενο για τα ίδια τα
πανεπιστήμια είναι η αυτόνομη και οικονομικά υγιής λειτουργία τους, ώστε
απρόσκοπτα να επιτελούν το έργο τους που είναι σαφώς η εκπαίδευση νέων
επιστημόνων με στιβαρό γνωστικό υπόβαθρο, κοινωνική συνείδηση του ρόλου που θα
αναλάβουν και υπευθυνότητα απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.
Η θεμιτή αυτή επιδίωξη, ωστόσο, τίθεται
σε δοκιμασία στις μέρες καθώς οι σύγχρονες απαιτήσεις κρίνουν την εκπαίδευση
και την απλή επιστημονική διερεύνηση ως ελλιπείς σε σχέση με την πλήρη
επαγγελματική κατάρτιση και τη δημιουργία εμπορικά αξιοποιήσιμου ερευνητικού
προϊόντος, που παρέχονται από πανεπιστήμια άλλων κρατών.
Η
συνεισφορά της ανώτατης εκπαίδευσης
Παρά τα σημαντικά προβλήματα που
αντιμετωπίζουν τα ελληνικά Πανεπιστήμια, δεν θα πρέπει να παραβλέπονται τα
σημαντικά οφέλη που μπορεί να αποκομίσει ένας νέος από τις σπουδές του. Οφέλη
τα οποία διατηρούν την ιδιαίτερη αξία τους ακόμη κι αν στην πορεία ο νέος δεν
εργαστεί στον τομέα των σπουδών του∙ φαινόμενο που τείνει να λάβει δραματικές
διαστάσεις στη χώρα μας.
Ειδικότερα:
- Η εμπειρία των πανεπιστημιακών
σπουδών φέρνει το άτομο σ’ επαφή με μια διαφορετική προσέγγιση της γνώσης από
αυτή που είχε συνηθίσει στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης. Πλέον η τυπική
διαδικασία της αποστήθισης καθίσταται ανώφελη κι ο φοιτητής καλείται να
αναζητήσει την ουσιαστική κατανόηση και την εμβάθυνση στο αντικείμενο μελέτης. Αντιμέτωπος
με τα -συχνά- ογκώδη πανεπιστημιακά εγχειρίδια αντιλαμβάνεται από νωρίς πως
ζητούμενο πια δεν είναι να απομνημονεύσει σελίδες επί σελίδων, αλλά να
ερευνήσει συστηματικά -κάποτε και με δική του πρωτοβουλία- το εξεταζόμενο
αντικείμενο, μέχρι να είναι σε θέση να το εμπεδώσει απόλυτα και να το
καταστήσει κεκτημένη γνώση.
- Μέσα από ερευνητικές εργασίες,
σεμινάρια και αναλυτικές παρουσιάσεις υψηλού επιπέδου, ο φοιτητής απομακρύνεται
από τις εκλαϊκευτικές προσεγγίσεις των σχολικών εγχειριδίων και συνειδητοποιεί
πως η σε βάθος γνώση κατακτάται με συστηματική προσωπική αναζήτηση και έρευνα.
Σύμμαχο σε αυτή του την προσπάθεια έχει τις πλούσιες βιβλιοθήκες των
Πανεπιστημίων, όπου είναι συγκεντρωμένο άφθονο και έγκυρο υλικό σχετικά με την
επιστήμη του.
- Η κατάρτιση και η εξειδίκευση που
παρέχουν οι πανεπιστημιακές σπουδές προσφέρουν στον νέο την ευκαιρία να
αντιληφθεί την ευρύτητα του αντικειμένου που μελετά, καθώς και τις ποικίλες
προοπτικές που ανοίγονται μέσα από την ακόμη μεγαλύτερη εξειδίκευση των μεταπτυχιακών
σπουδών. Ο φοιτητής, μάλιστα, έχει την ευκαιρία να γνωρίσει ακόμη και πιθανές
επαγγελματικές επιλογές που δεν είχε υπόψη του, όταν επέλεγε τη σχολή και το αντικείμενο των σπουδών του.
- Το επίπεδο κατάρτισης που παρέχουν οι
πανεπιστημιακές σπουδές, καθώς και η προσπάθεια που απαιτείται, ώστε να
καταστεί εφικτή η σε βάθος γνώση του αντικειμένου σπουδών, εμπνέουν στο νέο
άτομο μια πρωτόγνωρη επαφή με την έννοια της αφοσίωσης και του επαγγελματισμού,
μιας και πλέον αντιλαμβάνεται το επίπεδο αυτοπειθαρχίας που ζητείται
προκειμένου να επιτύχει το επίπεδο γνώσης και εξοικείωσης που επιθυμεί.
- Οι πανεπιστημιακές σπουδές, σε
συνδυασμό με το γεγονός πως ο νέος έχει πια ενηλικιωθεί, συνιστούν ένα
σημαντικό χώρο για την πληρέστερη διαμόρφωση της προσωπικότητας και των απόψεών
του. Ο νέος έχει πια τη δυνατότητα να κατακτήσει ένα πεδίο του επιστητού, να
αντικρίσει στην ολότητά της μία επιστήμη, και άρα να αποδεσμευτεί από τον
ερασιτεχνισμό της μερικής γνώσης και της περιστασιακής ενασχόλησης. Το
πανεπιστήμιο προσφέρει, έτσι, όχι μόνο γνώση, μα κι ένα πεδίο ώριμης έκφρασης
για τον νέο φοιτητή.
- Οι πανεπιστημιακές σπουδές μπορούν
αυτόνομα να λειτουργήσουν ως επαρκές εφόδιο για την ακόλουθη επαγγελματική
αποκατάσταση ή μπορούν να αποτελέσουν ένα πρώτο πολύ σημαντικό βήμα για την
περαιτέρω επιστημονική κατάρτιση και εκπαίδευση του νέου, αν επιλέξει να
ακολουθήσει και μεταπτυχιακές σπουδές.
Ανώτατη Παιδεία. Πώς φθάσαμε στο
αδιέξοδο
[Γ. Μ. Σηφάκης, "Ανώτατη
Παιδεία. Πώς φθάσαμε στο αδιέξοδο", Οικονομικός Ταχυδρόμος, Νοέμβριος 1987]
Όλα τα προβλήματα της ανώτατης παιδείας
μας -έλλειψη πόρων, στενότητα χώρων, φτωχές βιβλιοθήκες, κακή οργάνωση,
υποτυπώδης έως ανύπαρκτη έρευνα, κ.ο.κ.- ανάγονται και συνοψίζονται σε δύο
μεγάλα και σύνθετα προβλήματα, που είναι ο γιγαντισμός και η χαμηλή της
ποιότητα. Τα δυο αυτά μείζονα προβλήματα, που εμφανίζονται εναλλάξ άλλοτε
ως αποτέλεσμα και άλλοτε ως αίτιο (ή άλλοθι) το ένα του άλλου, είναι πράγματι
αλληλένδετα σε ένα γνήσιο φαύλο κύκλο, που δεν είναι εύκολο να δει κανείς με
ποιον τρόπο θα μπορούσε να σπάσει, καθώς συνεχίζει όλο και πιο συσσωρευτικά και
επικίνδυνα την ατέρμονα κίνηση του.
Σκοπός αυτού του δοκιμίου, που είναι
διαιρεμένο σε τρία αλληλένδετοι άρθρα, για να διευκολυνθεί η δημοσίευσή του
στον "Οικονομικό Ταχυδρόμο" (1987), είναι όχι τόσο να υποδείξει
λύσεις σε εθνική κλίμακα (δυστυχώς βρισκόμαστε πολύ μακριά από αυτές), αλλά να
περιγράψει το πρόβλημα, να επιχειρήσει διάγνωση της αρρώστιας, της οποίας τα
συμπτώματα είναι αισθητά σε όλους τους τομείς της πανεπιστημιακής ζωής-
μολονότι σπανιότερα αναγνωρίζονται ως συμπτώματα μιας και της αυτής νόσου και
συνηθέστερα θεωρούνται ιδιαίτερα προβλήματα, που επιδέχονται, υποτίθεται,
ανεξάρτητες λύσεις. Κι όμως, αν ξαφνικά διπλασιάζονταν ή τριπλασιάζονταν τα
κονδύλια για βιβλία, τα ελληνικά πανεπιστήμια θα εξακολουθούσαν να μην έχουν
βιβλιοθήκες· αν διπλασιαστούν οι θέσεις του διδακτικού προσωπικού (πράγμα
που έγινε άλλωστε από το 1982 κι εδώ με την αναβάθμιση του Ειδικού Διδακτικού
Προσωπικού), δεν πρόκειται να βελτιωθεί η πανεπιστημιακή διδασκαλία· αν
πολλαπλασιαστούν οι δαπάνες για την έρευνα, πολύ λίγο θα ωφεληθεί από αυτό η
ελληνική οικονομία... Αυτό που πρωτεύει και προέχει, λοιπόν, είναι η
διάγνωση, η κατά το δυνατόν ακριβής διατύπωση του προβλήματος στο σύνολο του
και η αναζήτηση των αιτιών του. Μόνον τότε και υπό την προϋπόθεση ότι θα υπήρχε
στοιχειώδης συμφωνία της πολιτικής ηγεσίας της χώρας ως προς τους όρους του
προβλήματος, θα μπορούσαν να αναζητηθούν λύσεις [...] Ας αρχίσουμε με τον
πίνακα, που δείχνει την ανάπτυξη του φοιτητικού πληθυσμού μεταξύ των ετών 1961
και 1981.
Φοιτητές εγγεγραμμένοι στις ανώτατες
σχολές και στις παιδαγωγικές ακαδημίες.
1960-61
28.302
1961-62
30.617
1962-63
35.432
1963-64
43.411
1964-65
53.305
1965-66
58.000
1966-67
64.591
1967-68
73.438
1968-69
74.896
1969-70
76.181
1970-71
76.198
1971-72
74.348
1972-73
80.314
1973-74
84.603
1974-75
97.759
1975-76
99.793
1976-77
98.604
1977-78
99.604
1978-79
100.325
1979-80
90.292
1980-81
92.306
1981-82
94.729
Σύμφωνα με τον πίνακα, που βασίζεται σε
στοιχεία δημοσιευμένα στις Επετηρίδες της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η
αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού κατά την πενταετία 1960-1965 έφτασε το 105%,
ενώ κατά την δεκαετία 1960 - 1970 έφτασε το 169%. Κατά την εικοσαετία 1961-
1981 η αύξηση πέρασε το 209%. Μολονότι ο ρυθμός αύξησης κατά τη δεύτερη
δεκαετία είναι μειωμένος, η πτώση που εμφανίζουν οι αριθμοί μετά το 1978 είναι
φαινομενική, γιατί εντωμεταξύ αναπτύσσονται τα ΚΑΤΕΕ, τα οποία απορροφούν ένα
ποσοστό εισακτέων, ενώ με κάποιες χαριστικές διατάξεις δόθηκαν μετά τη
μεταπολίτευση πτυχία χωρίς την υποχρέωση πτυχιακών εξετάσεων σε πολλά μαθήματα.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η τεράστια
αύξηση του αριθμού των φοιτητών κατά τη δεκαετία του '60 είναι άσχετη με την
αύξηση του πληθυσμού που, σύμφωνα με την απογραφή του 1971, μόλις έφτασε το
ποσοστό 4,53% μεταξύ του 1961 και του 1971 (έφτασε όμως το 11% κατά την επόμενη
δεκαετία 1971-1981).
Ανάμεσα σε τόσα ρεκόρ γιατί όχι και μια
τελευταία θέση: Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Τράπεζας, γύρω στο 1980
οι δημόσιες δαπάνες για την παιδεία μας ήταν πολύ λιγότερο από
"μαζικές" και μόλις έφταναν το 2,2% του ακαθόριστου εγχώριου
προϊόντος. Το ποσοστό αυτό ήταν όχι μόνο το χαμηλότερο στην Ευρώπη αλλά από
τα χαμηλότερα στον κόσμο, χαρίζοντας στη χώρα μας την 121η θέση ανάμεσα σε 133
χώρες του πίνακα της Διεθνούς Τραπέζης, ίσα ίσα πιο πάνω από την Ουγκάντα, τη
Νιγηρία, τις Φιλιππίνες, το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν και μερικές ακόμα [...]
Τα πολύπλοκα προβλήματα έχουν πολύπλοκα
αίτια και δεν είναι καθόλου εύκολο να τα ξεκαθαρίσει κανείς -ακόμη λιγότερο να
τα εκτιμήσει αντικειμενικά και με ακρίβεια. Ωστόσο, θα προσπαθήσω παρακάτω να
τα σκιαγραφήσω όσο μπορώ καλύτερα, προχωρώντας "κατά φύσιν", όπως θα
έλεγε ο Αριστοτέλης, από τα ιστορικά και πιο γενικά στα κοινωνικοπολιτικά και
πιο ειδικά αίτια.
Η ιστορία και ανάπτυξη της ανώτατης
εκπαίδευσης στην Ελλάδα ακολουθεί βήμα προς βήμα και αντικατοπτρίζει την
ιστορία και εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας από την ίδρυση του ελληνικού
κράτους ως σήμερα.
Το κύριο χαρακτηριστικό της ιδεολογίας
του ελληνικού κράτους σε όλον τον 19ο αιώνα ήταν η απόρριψη του πρόσφατου
παρελθόντος της οθωμανικής κατοχής και
η προσπάθεια για μεταμόρφωση της βαλκανικής και ανατολίτικης ελληνικής
κοινωνίας σε δυτικοευρωπαϊκή. Η προσπάθεια αυτή είναι φανερή σε όλους τους
τομείς της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, π.χ. στη νομοθεσία, στα σχολικά
προγράμματα, στους πολιτικούς προσανατολισμούς και τις διεθνείς σχέσεις, στη
λογοτεχνία και στις καλές τέχνες.
Το ιδανικό του νεοέλληνα έγινε η
μεταμόρφωσή του από ανατολίτη σε Ευρωπαίο, ο μετασχηματισμός του από χωρικό σε
αστό, η "μεταφύτευσή" του από το χωριό στην πόλη, η ανέλιξη και ένταξή
του στην αρχικά ολιγάριθμη τάξη των μη χειρωνακτών αστών, που συνέπιπτε σε
μεγάλο βαθμό με την άρχουσα τάξη του νεοσύστατου κράτους.
Η μέθοδος και ο τρόπος για την επίτευξη
της ποθητής κοινωνικής μεταμόρφωσης ήταν η εκπαίδευση, η εγγραμματοσύνη, τα
"γράμματα". Το κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα ήταν ακριβώς το στοιχείο,
που διαφοροποιούσε την προσανατολισμένη προς τη Δύση κοινωνία του ελληνικού
κράτους από τις παραδοσιακές κοινότητες την ελληνόφωνων περιοχών, που
βρίσκονταν κάτω από την τουρκική κατοχή. Για όποιον τα αποκτούσε, τα
"γράμματα" του εξασφάλιζαν την ένταξή του στην αστική τάξη, μια θέση
στην κρατική διοίκηση, ένα επάγγελμα στην πρωτεύουσα του νομού ή την πρωτεύουσα
του κράτους, πράγματα που τον διαφοροποιούσαν ριζικά από όποιους δεν μπορούσαν
να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το μοναδικό της
χώρας κατά το 19ο αιώνα (το Μετσόβιο Πολυτεχνείο είναι εξίσου παλιό ως ίδρυμα
αλλά δεν ήταν ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα κατά την πρώτη φάση της λειτουργίας
του) έπαιζε καίριο ρόλο σ’ αυτή τη διαφοροποίηση. Γιατί με το να χορηγεί τους
τίτλους του δικηγόρου, του καθηγητή ή του γιατρού στους αποφοίτους του
επισφράγιζε την κοινωνική τους επιτυχία. Σε τελευταία ανάλυση, το πανεπιστήμιο
δεν απένειμε απλώς επαγγελματικά διπλώματα, αλλά τίτλους για μιαν επιτυχημένη
κοινωνική σταδιοδρομία. Αυτό το τελευταίο υπήρξε ο κύριος ρόλος του, η
πραγματική του κοινωνική λειτουργία, και καθόρισε τελικά το ίδιο και την
ποιότητα των σπουδών που παρείχε. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να
παράγει επιστήμονες ερευνητές, ούτε καν ικανούς επαγγελματίες, αλλά μόνο, κατά
κανόνα, κοινωνικά επιτυχημένους διπλωματούχους.
Αυτός ο πρώιμος ρόλος του πανεπιστημίου
αποτελεί βαρύ κληρονομικό στίγμα στο χαρακτήρα της ελληνικής ανώτατης παιδείας,
που όχι μόνο δεν έχει εξαλειφθεί ως σήμερα, αλλά προσέλαβε τερατώδεις
διαστάσεις στα χρόνια που ακολούθησαν τον Εμφύλιο πόλεμο και ως την πτώση της
πρόσφατης δικτατορίας [...]
Μάλλον αργά, βέβαια, και όχι γρήγορα,
αλλά είναι αποδεδειγμένο ότι, ενώ οι πτυχιούχοι παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό
ανεργίας από τους απόφοιτους της μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως ως την
ηλικία των τριάντα ετών, μετά την ηλικία αυτή τα πράγματα αλλάζουν και οι
πτυχιούχοι των ανωτάτων σχολών φαίνονται να τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα από
τους άλλους σε μιαν αγορά εργασίας που κυριαρχείται από το κράτος ως
μεγαλοεργοδότη. Το μήνυμα, λοιπόν, που δέχεται η μέση αστική ή αγροτική
οικογένεια είναι ότι οι πτυχιούχοι μπορεί να αργούν αλλά τελικά βρίσκουν μόνιμη
δουλειά, επομένως αξίζει τον κόπο να επενδύσουν ένα σημαντικό μέρος του
οικογενειακού εισοδήματος για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Γι’ αυτό
προθυμοποιούνται να χρηματοδοτήσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους, όχι μόνο
κατά την περίοδο της εντατικής τους προετοιμασίας για τις εισαγωγικές
εξετάσεις, αλλά και κατά την περίοδο των σπουδών τους και για αρκετά χρόνια
μετά την αποφοίτησή τους από το Πανεπιστήμιο.
Εκτός λοιπόν από το γεγονός ότι η
διάκριση μεταξύ χειρωνακτικής και μη χειρωνακτικής εργασίας είναι γενικά, σε
όλες τις καπιταλιστικές χώρες, το σαφέστερο τεκμήριο της κοινωνικής θέσης, οι
ειδικοί ιστορικοί και κοινωνικοπολιτικοί παράγοντες που έχουν συντρέξει στην
Ελλάδα, έχουν εντείνει και μεγεθύνει τη ζήτηση για ανώτατη εκπαίδευση αλλά
και παραμορφώσει την ανάπτυξή της σε τέτοιο βαθμό, ώστε, μολονότι εξακολουθεί
να λειτουργεί ως το ασφαλέστερο εφαλτήριο κοινωνικής ανόδου, έχει
πλήρως αχρηστευτεί ως προς την ικανότητά της να συμβάλλει στην πρόοδο της
επιστήμης διεθνώς ή στην οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής
στη χώρα. Έτσι, κατά μια περίεργη αλλά όχι ανεξήγητη ειρωνεία, η χώρα με το
μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων και κατά τεκμήριο "πεπαιδευμένων"
πολιτών στην Ευρώπη βρίσκεται ανάμεσα στις πιο καθυστερημένες χώρες της ηπείρου
μας όσον αφορά στην παραγωγή αγαθών και την ποιότητα των υπηρεσιών της.
Εντωμεταξύ, τα πανεπιστήμιά μας
εξακολουθούν να χορηγούν τα διπλώματα με τις χιλιάδες κάθε χρόνο, τα
οποία μπορεί να έχουν πολύ μικρή σχέση με το πραγματικό περιεχόμενο των σπουδών
που υποτίθεται πως αντιπροσωπεύουν, έχουν όμως μεγάλη ονομαστική αξία ως
επαγγελματικοί τίτλοι που απαιτούνται για τους τύπους απασχόλησης και τα
επαγγέλματα που αντιστοιχούν σ’ αυτά. Βραδέως αλλά ασφαλώς, οι περισσότεροι από
τους πτυχιούχους θα καταφέρουν τελικά να εκπληρώσουν τη φιλοδοξία τους να
απορροφηθούν από τις κρατικές υπηρεσίες και τα περιορισμένα, παραδοσιακά,
ελευθέρια επαγγέλματα, που είναι οργανωμένα σ’ ένα αντιπαραγωγικό μοντέλο
κοινωνίας που συνδυάζει το μικροκαπιταλισμό με τον κρατισμό και εξαρτάται για
την επιβίωσή του από συνεχή δάνεια, εισαγόμενη γνώση και τεχνολογία, εισαγόμενα
αγαθά - υλικά όσο και πολιτιστικά.
Ερωτήσεις - Εργασίες
1. Κοιτάξτε πάλι το δεύτερο μέρος του άρθρου, όπου ο
συγγραφέας αναφερόμενος στα αίτια του προβλήματος σημειώνει ότι "θα
προσπαθήσει να τα σκιαγραφήσει". Πώς εξηγείτε τη στάση αυτή του συγγραφέα; Γιατί
δεν υποστηρίζει με απόλυτη βεβαιότητα τη γνώμη του, αφού στηρίζεται σε
αναμφισβήτητα δεδομένα;
Ο συγγραφέας εύλογα διευκρινίζει πως τα
αίτια του προβλήματος είναι πολύπλοκα, γεγονός που καθιστά δύσκολη την ακριβή
και αντικειμενική εκτίμησή τους. Άρα, ακόμη κι αν δεχτούμε ως αναμφισβήτητα τα
δεδομένα που παρουσιάζονται στο πρώτο μέρος, αυτό δε σημαίνει πως η εξήγηση και
η αιτιολόγησή τους μπορεί να θεωρηθεί εξίσου ακριβής και έγκυρη. Τα προβλήματα
που παρουσιάζονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση προκύπτουν και επηρεάζονται από
πολλούς παράγοντες, που δεν μπορούν να αναλυθούν ή και να διερευνηθούν επαρκώς
στα περιορισμένα όρια ενός άρθρου.
Ο συγγραφέας, επομένως, σχολιάζοντας
πως θα σκιαγραφήσει απλώς τα προβλήματα αυτά, υποδηλώνει πως η εξέταση που
ακολουθεί δεν είναι εξαντλητική και δεν μπορεί να εκληφθεί ως οριστική
προσέγγιση επί του θέματος. Σε τόσο πολύπλοκα ζητήματα, άλλωστε, δεν μπορούν να
υπάρξουν απόλυτες βεβαιότητες, καθώς ενυπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να
υπερτιμηθούν κάποια αίτια και να παραγνωριστούν κάποια άλλα που πιθανώς να
διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο.
Ο συγγραφέας αποφεύγει έτσι το
δογματισμό, που δεν έχει ούτως ή άλλως θέση στα γραφόμενα ενός επιστήμονα,
καθώς γνωρίζει πολύ καλά πως προσεγγίζει ένα πολύπλευρο πρόβλημα, που προφανώς
μπορεί να αιτιολογηθεί με πολλούς τρόπους.
2. Πιστεύετε ότι τα αίτια που
επισημαίνει ο συγγραφέας (ιστορικά - κοινωνικοπολιτικά) είναι επαρκή και
αναγκαία για να προκύψουν τα αποτελέσματα (γιγαντισμός και χαμηλή ποιότητα της
εκπαίδευσης);
Ο συγγραφέας προκειμένου να
αιτιολογήσει το γιγαντισμό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζει ιστορικά
και κοινωνικοπολιτικά αίτια, δηλαδή την ανάγκη των Ελλήνων να προσεγγίσουν τα
δυτικά πρότυπα, ώστε να αποδεσμευτούν από την επίδραση του οθωμανικού
παρελθόντος, αλλά και τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση πως οι σπουδές διασφαλίζουν
κοινωνική και επαγγελματική καταξίωση. Ως προς το γιγαντισμό της εκπαίδευσης η
επίμονη τάση των Ελλήνων να διεκδικούν έναν πανεπιστημιακό τίτλο αποτελεί
αναγκαίο αίτιο, αλλά όχι επαρκές, καθώς για την αύξηση των εισακτέων φέρει
ευθύνη η κρατική παρέμβαση που δεν επιτρέπει στα πανεπιστήμια να λειτουργούν
αυτόνομα και να καθορίζουν τα ίδια τον αριθμό των φοιτητών τους.
Ενώ, ως προς τη χαμηλή ποιότητα
εκπαίδευσης, η χαμηλή χρηματοδότηση και ο μεγάλος αριθμός φοιτητών αποτελούν
σαφώς αναγκαία αίτια, αλλά και πάλι όχι επαρκή, καθώς υπάρχουν κι άλλοι
παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
3. Να εντοπίσετε: α) το πρόβλημα που απασχολεί το
συγγραφέα, β) τη θέση του, γ) τα επιχειρήματα και τα
τεκμήριά του, δ) το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει στον επίλογο.
α) Το πρόβλημα που απασχολεί το συγγραφέα είναι η γενικότερη
παθογένεια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (έλλειψη πόρων, στενότητα χώρων, φτωχές
βιβλιοθήκες, κακή οργάνωση, υποτυπώδης έως ανύπαρκτη έρευνα κ.ο.κ).
β) Ο συγγραφέας ανάγει και συνοψίζει τα γενικότερα προβλήματα
της ανώτερης και ανώτατης παιδείας στο γιγαντισμό και τη χαμηλή ποιότητα της
εκπαίδευσης. Η θέση του, ωστόσο, είναι πως μολονότι αυτά τα δύο αίτια έχουν τη
μεγαλύτερη βαρύτητα για τα συνολικά προβλήματα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης,
τα αίτια στην πραγματικότητα είναι πολύπλοκα και δεν είναι εύκολο να τα
ξεκαθαρίσει κανείς πλήρως και με ακρίβεια. Η δική του προσέγγιση, οπότε, θα
βασιστεί σε μια σκιαγράφηση των ιστορικών και κοινωνικών παραγόντων που
οδήγησαν στα δύο βασικά προβλήματα που έθεσε ως κύρια αίτια της συνολικής
κατάστασης.
γ) Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί είναι κοινωνικοπολιτικού
περιεχομένου και αναδεικνύουν την ανάγκη των Ελλήνων να αναπροσδιορίσουν την
ταυτότητά τους, καθώς και την πεποίθησή τους πως η πανεπιστημιακή εκπαίδευση
είναι η βέβαιη επιλογή για μια, έστω και καθυστερημένη, επαγγελματική
αποκατάσταση.
Τα τεκμήρια που παρουσιάζει συνίστανται
στα στατιστικά στοιχεία που αφενός φανερώνουν την αύξηση του φοιτητικού
πληθυσμού (Επετηρίδες της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας) κι αφετέρου δείχνουν
τις χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την παιδεία σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη
(Διεθνής Τράπεζα).
δ) Το συμπέρασμα του συγγραφέα είναι πως η συνεχιζόμενη τάση
των Ελλήνων να επιδιώκουν την πανεπιστημιακή εκπαίδευση ως ασφαλές εφαλτήριο
κοινωνικής ανόδου, σε συνδυασμό με τη χαμηλή παρεχόμενη εκπαίδευση, έχουν
δημιουργήσει αφθονία πτυχιούχων, χωρίς να προκύπτει ωστόσο η ανάλογη παραγωγική
και δημιουργική δύναμη στη χώρα μας. Ως εκ τούτου η ελληνική κοινωνία παραμένει
δέσμια ενός αντιπαραγωγικού μοντέλου που συνδυάζει τον μικροκαπιταλισμό και τον
κρατισμό, κι εξαρτάται από τα συνεχή δάνεια και την εισαγωγή γνώσης,
τεχνολογίας και αγαθών.
4. Διαβάστε πάλι το α' μέρος του άρθρου και προσέξτε τον
τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει, ερμηνεύει και σχολιάζει τα
τεκμήρια που χρησιμοποιεί, για να υποστηρίξει την άποψή του. Ποια είναι
γενικά η γνώμη σας για την ευρύτατη χρήση των στατιστικών στοιχείων ως
τεκμηρίων; Πιστεύετε ότι είναι αξιόπιστα κάθε φορά τα αποτελέσματά
τους;
Στο πρώτο μέρος του άρθρου του ο
καθηγητής Γ. Μ. Σηφάκης επιχειρεί να δείξει πως στη χώρα μας έχει σημειωθεί
κατακόρυφη αύξηση του φοιτητικού δυναμικού, χωρίς να υπάρχει μια ανάλογη αύξηση
στις κρατικές δαπάνες για την παιδεία. Φροντίζει, μάλιστα, να επεξηγήσει
ορισμένες αποκλίσεις στην εν γένει αυξητική τάση των φοιτητών, καθώς και να
υποβαθμίσει ως ένα σημείο τον παράγοντα της συνολικής αύξησης του πληθυσμού της
χώρας, ώστε να μην αμβλύνεται το γενικό συμπέρασμα.
Τα στατιστικά στοιχεία, αν προέρχονται
από αξιόπιστη πηγή, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τεκμήρια, με επικουρικό όμως
ρόλο στη στήριξη των θέσεων του γράφοντος. Η ευρύτατη χρήση των στατιστικών
στοιχείων υπονομεύει εν τέλει την αποδεικτική διαδικασία, καθώς η ερμηνεία των
στοιχείων αυτών μπορεί να είναι παραπλανητική, και επιδεκτική διαφορετικών κάθε
φορά προσεγγίσεων.
Η αξιοπιστία, άλλωστε, των στατιστικών
στοιχείων δεν είναι πάντοτε δεδομένη υπό την έννοια πως τα αποτελέσματά τους
μπορούν να αμφισβητηθούν από μια άλλη αντίστοιχη έρευνα που ακολουθεί
διαφορετική μέθοδο ή βασίζεται σ’ ένα ευρύτερο δείγμα.
5. Το άρθρο του Γ. Μ. Σηφάκη γράφτηκε το 1987. Νομίζετε
πως ισχύουν και σήμερα όσα υποστηρίζει ο συγγραφέας στο απόσπασμα
"Βραδέως αλλά ασφαλώς... ελευθέρια επαγγέλματα";
Η διαπίστωση του καθηγητή Γ. Μ. Σηφάκη
πως εν τέλει οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων θα απορροφηθούν σε κάποια δημόσια
θέση ή σε κάποιο από τα ελεύθερα επαγγέλματα, αν και δεν έχει πια ακριβώς την
ίδια δεδομένη επαλήθευση, συνεχίζει να επηρεάζει τις κοινωνικές τάσεις. Οι
πολίτες εξακολουθούν να θεωρούν την πανεπιστημιακή εκπαίδευση ως ένα αξιόλογο
προσόν που, αν δεν διασφαλίζει πλήρως, τουλάχιστον διευκολύνει την
επαγγελματική αποκατάσταση. Ωστόσο, σταδιακά καθίσταται σαφές πως η υποτιθέμενη
εργασιακή ασφάλεια του δημοσίου δεν επαρκεί ως κίνητρο, καθώς οι διαρκώς
μειούμενες απολαβές των δημοσίων υπαλλήλων κλονίζουν την παλαιότερη σκέψη πως
το δημόσιο αποτελεί ιδανική επαγγελματική αποκατάσταση, ικανή να προσφέρει και
ανάλογη κοινωνική καταξίωση.
Πλέον οι νέοι αντικρίζουν την
πανεπιστημιακή εκπαίδευση ως μέσο άντλησης της κατάρτισης εκείνης που θα τους
επιτρέψει να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους σε πιο δημιουργικές επιλογές,
αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες. Επιδιώκουν, κυρίως, την απασχόλησή τους σε
ελεύθερα επαγγέλματα, χωρίς να εξαρτούν τη μελλοντική τους αποκατάσταση από
κάποιου είδους κρατική παρέμβαση. Παραμένει, ωστόσο, ως διαρκές ζητούμενο η απεξάρτηση
της ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας από τις αντιπαραγωγικές επιλογές που
την κρατούν δέσμια εξωγενούς βοήθειας και στήριξης.
6. "Η διάκριση μεταξύ χειρωνακτικής και μη
χειρωνακτικής εργασίας είναι, γενικά, σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, το
σαφέστερο τεκμήριο της κοινωνικής θέσης". Να αναπτύξετε την παραπάνω
φράση σε μια παράγραφο περίπου 100 λέξεων.
Στις καπιταλιστικές χώρες υπάρχει η
τάση να θεωρούνται τα χειρωνακτικά επαγγέλματα ως κοινωνικώς κατώτερα, καθώς
όσοι τα ασκούν δεν έχουν συνήθως υψηλού επιπέδου μόρφωση και δε λαμβάνουν
αξιόλογες αμοιβές. Αντιθέτως, η μη χειρωνακτική εργασία ταυτίζεται με την
πανεπιστημιακή εκπαίδευση, τις υψηλές αμοιβές κι ένα συνολικά καλύτερο βιοτικό
επίπεδο. Η πνευματική εργασία, άλλωστε, προϋποθέτει μια γενικότερη επιστημονική
κατάρτιση και γίνεται δεκτή με μεγαλύτερο σεβασμό από το κοινωνικό περιβάλλον.
Ενώ, συνάμα, είναι μεγαλύτερες οι πιθανότητες για έναν μη χειρώνακτα να
επιτύχει μέσω της δουλειάς του την επιζητούμενη κοινωνική άνοδο, καθώς έχει τη δυνατότητα
μιας διαρκούς εξέλιξης στον επαγγελματικό τομέα, σε αντίθεση μου τον χειρώνακτα
που παραμένει σε μεγάλο βαθμό στάσιμος.
[Λέξεις: 108]
7. Η Διεύθυνση Εργασίας του νομού σας οργανώνει
ημερίδα με θέμα "Νέοι, κατάρτιση και επάγγελμα", με συμμετοχή
αρμοδίων φορέων, επιστημόνων, επαγγελματιών, γονέων και μαθητών. Στην ημερίδα
αυτή συμμετέχεις ως εκπρόσωπος των μαθητών της Γ' Λυκείου.
Στη γραπτή εισήγησή σου (περίπου 300 -
350 λέξεις) μπορείς:
Να αναπτύξεις την άποψή σου για το ρόλο
της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα μας. (Στην
αρχή της εισήγησής σου μπορείς να αναφερθείς στην άποψη του Γ. Μ. Σηφάκη, να
συμφωνήσεις ή να διαφοροποιηθείς)
Κυρίες και κύριοι,
Ο καθηγητής κλασικής φιλολογίας Γ. Μ.
Σηφάκης στη μελέτη του για την Ανώτατη Εκπαίδευση επισημαίνει το παράδοξο της
ελληνικής πραγματικότητας, καθώς σε μια χώρα με πληθώρα πτυχιούχων
πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, σημειώνεται ανεπαρκής παραγωγή αγαθών και
παρέχονται χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες. Φαινόμενο που λαμβάνει την εξήγησή του
από τη διεκπεραιωτική επί της ουσίας παιδευτική διαδικασία στα υπερπλήρη
πανεπιστήμια της χώρας.
Με δεδομένο πως η πλειονότητα των
φοιτητών αποζητά κυρίως έναν πανεπιστημιακό τίτλο προκειμένου να διασφαλίσει
μια άκοπη εργασία γραφείου, κατά προτίμηση σε κάποια δημόσια υπηρεσία, οι
παρεχόμενες σπουδές δεν ξεπερνούν το επίπεδο της ερασιτεχνικής ενασχόλησης. Οι
ίδιοι οι φοιτητές αδιαφορούν για μια ουσιαστική εμβάθυνση στην επιστήμη τους,
ενώ τα ανεπαρκώς χρηματοδοτούμενα ιδρύματα κι οι χαμηλά μισθοδοτούμενοι
διδάσκοντες, αδυνατούν να προσφέρουν το αναγκαίο επίπεδο σπουδών, αλλά και να
υποδείξουν επαρκώς τις αξιοποιήσιμες πτυχές της εκάστοτε επιστήμης.
Η αναντιστοιχία που εντοπίζεται ανάμεσα
στους παρεχόμενους τίτλους σπουδών και τις πραγματικές δεξιότητες που έχουν
αποκομίσει οι φοιτούντες, αντανακλάται σε μεγάλο βαθμό στη μετέπειτα
επαγγελματική τους πορεία. Ενώ, γίνεται εμφανής και στην απουσία ουσιαστικής
καινοτόμου παραγωγής που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία, στοιχείο που την
κρατά καθηλωμένη σε μια διαρκή ανάγκη εισαγωγής τεχνολογίας, τεχνογνωσίας και
λοιπών αγαθών. Προκύπτουν, έτσι, δύο βασικά ζητούμενα για τα πανεπιστημιακά
ιδρύματα: αφενός η πληρέστερη εξειδίκευση των φοιτητών κι αφετέρου η ενεργή
αξιοποίηση των γνωστικών αντικειμένων και επιστημών, με τρόπο που να ενισχύει
την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα.
Η επίτευξη, ωστόσο, αυτών των
επιδιώξεων απαιτεί διαφορετική προσέγγιση τόσο στη λειτουργία των πανεπιστημίων
όσο και στους όρους χρηματοδότησής τους. Χρειάζεται, δηλαδή, να δοθεί πλήρης
αυτονομία στη διοίκηση των πανεπιστημίων, ώστε να μπορούν να καθορίζουν τον
πραγματικό αριθμό φοιτητών που είναι σε θέση να εκπαιδεύσουν άρτια. Ενώ,
παράλληλα, θα λειτουργούσε ενισχυτικά στην εκπαιδευτική διαδικασία, η επιλογή
των φοιτητών βάσει κριτηρίων που θα έθετε το κάθε πανεπιστήμιο χωριστά, ανάλογα
με τις ειδικότερες απαιτήσεις που κρίνει ως ουσιώδεις για την επιτυχή
ενασχόληση με τον κάθε επιστημονικό κλάδο.
Βέβαια, οποιαδήποτε αξίωση σχετικά με
το επίπεδο των παρεχόμενων σπουδών, αλλά και την αποδοτικότερη αξιοποίηση των
ερευνητικών δυνατοτήτων που έχουν τα πανεπιστήμια, οφείλει να συνοδεύεται από
μια σημαντική αύξηση στη χρηματοδότησή τους. Είναι το δίχως άλλο άτοπο να
αναμένεται οποιαδήποτε αλλαγή στην κατάσταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αν
δεν ληφθεί μέριμνα για τις ανάγκες των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων σε θέματα
υποδομών, στελέχωσης, υλικοτεχνικών προμηθειών και της οικονομικής εν γένει
ευρωστίας τους.
Σας ευχαριστώ.
[Λέξεις: 381]
Να υποστηρίξεις με κατάλληλα
επιχειρήματα την άποψή σου για την ισοτιμία χειρωνακτικής και πνευματικής
εργασίας.
Κυρίες και κύριοι,
Η επικρατούσα για καιρό αντίληψη πως η
πνευματική εργασία υπερτερεί της χειρωνακτικής, έχει δημιουργήσει μια επιζήμια
για την οικονομία συσσώρευση ανενεργών πτυχιούχων. Την ίδια στιγμή που η
παραγωγική δύναμη των χειρωνακτικών επαγγελμάτων παραμένει σε μεγάλο βαθμό
αναξιοποίητη.
Πολλοί νέοι άνθρωποι καθοδηγούμενοι από
τις προσδοκίες του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, για τη διασφάλιση μιας πιο
άνετης ζωής, στράφηκαν προς τις πανεπιστημιακές σπουδές. Θεώρησαν πως η
κοπιώδης εργασία του χειρώνακτα συνιστά μια ήσσονος αξίας επιλογή και
προτίμησαν τις δυνατότητες εξέλιξης που παρέχει η κατοχή ενός πανεπιστημιακού
τίτλου. Η επιλογή αυτή, ως ένα βαθμό και για κάποιο χρονικό διάστημα, εύρισκε
τη δικαίωσή της, ωστόσο σταδιακά έγινε ολοένα και πιο φανερό πως τα περιθώρια
απορρόφησης πτυχιούχων πανεπιστημίου έχουν πια ελαχιστοποιηθεί.
Η δυσμενής αυτή κατάσταση αποτελεί μια
ιδανική ευκαιρία για να επανεξετάσουμε ως κοινωνικό σύνολο την πραγματική αξία
της χειρωνακτικής εργασίας, την οποία επί μακρόν έχουμε θέσει σε υποδεέστερη
μοίρα. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη μας πως τα αναπτυξιακά έργα και τα έργα υποδομής,
όπως κι η γενικότερη παραγωγική διαδικασία, που μπορούν να αλλάξουν ουσιαστικά
την οικονομική κατάσταση μιας χώρας, εξαρτώνται ακριβώς από τη χειρωνακτική
εργασία, θα αντιληφθούμε πως οποιαδήποτε προσδοκία προόδου απαιτεί ενίσχυση του
χειρωνακτικού δυναμικού.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό, άλλωστε, πως
στις περισσότερες ουσιώδεις για την οικονομία ανθρώπινες δράσεις η πνευματική
εργασία δεν μπορεί αφ’ εαυτής να αποδώσει το ζητούμενο αποτέλεσμα. Η
χειρωνακτική εργασία συνυπάρχει με την πνευματική και ενέχει ανάλογη αξία,
καθώς μέσω αυτής επιτυγχάνεται η υλοποίηση των πνευματικών και θεωρητικών
συλλήψεων. Καθίσταται, επομένως, παράδοξη η υποτίμηση της εργασίας εκείνης που
μας προσφέρει κάθε πιθανό έργο υποδομής, που τόσο εκτιμούμε κατόπιν για τη
διευκόλυνση ή και τη βελτίωση της καθημερινής μας ζωής.
Συνάμα, ένα σημαντικό μέρος της
οικονομικής δράσης ενός κράτους οφείλει να βασίζεται στην παραγωγή προϊόντων
είτε αυτά είναι γεωργικά και κτηνοτροφικά είτε βιομηχανικά και βιοτεχνικά,
καθώς έτσι διασφαλίζεται η δυνατότητα επωφελούς εμπορικής δραστηριότητας, όσο
και η αναγκαία αυτάρκεια αγαθών. Ο παραγκωνισμός των χειρωνακτικών και εξ
ορισμού παραγωγικών επαγγελμάτων φέρνει τη χώρα σε μια διαρκή ανάγκη εισαγωγών
κάθε είδους προϊόντων, ακόμη κι εκείνων που θα μπορούσε η ίδια να παράγει και
μάλιστα σε αφθονία. Ζημιώνεται, οπότε, η οικονομική της κατάσταση διπλά, καθώς
όχι μόνο αναγκάζεται να εισάγει αγαθά, αλλά και στερείται εκείνων των εσόδων
που θα μπορούσε να διασφαλίσει από δικά της εξαγώγιμα προϊόντα.
Η αξία, αλλά και οι εν δυνάμει
αξιοποιήσιμες προοπτικές των χειρωνακτικών επαγγελμάτων σε κάθε είδους
παραγωγική διαδικασία, προκύπτουν εύλογα. Όπως εύλογα γίνονται αντιληπτά και τα
οικονομικά οφέλη που μπορούν να προκύψουν, αν οι νέοι άνθρωποι
συνειδητοποιήσουν και εκτιμήσουν την πραγματική δυναμική της χειρωνακτικής
εργασίας.
Σας ευχαριστώ.
[Λέξεις: 419]
8 σχόλια:
Αν επρεπε να γραφθει ένα αρθρο για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εκπαιδευση στην χωρα μας καθως και για τους τροπους αντιμετωπισης τους ,ποιος πιστευετε θα ηταν ενας καλος πρόλογος για να ξεκινήσει το αρθρο;Σας ευχαριστώ πολύ!
Ένας πιθανός πρόλογος είναι ο ακόλουθος, στον οποίο δεν γίνεται μνεία στους τρόπους αντιμετώπισης, καθώς το δεύτερο αυτό ζητούμενο μπορείς να το εντάξεις στο κείμενο χρησιμοποιώντας μία μεταβατική παράγραφο.
Ένα εκπαιδευτικό σύστημα υψηλής ποιότητας και απόδοσης συνιστά πολύτιμο κεφάλαιο για κάθε πολιτεία, αφού χάρη σε αυτό προκύπτουν σκεπτόμενοι πολίτες με γνώσεις και άρτια κατάρτιση. Πρόκειται, άρα, για μια επένδυση καίριας σημασίας, η παραγνώρισης της οποίας δεν μπορεί παρά να έχει σημαντικό αντίκτυπο. Μια τέτοια παραγνώριση, δυστυχώς, εντοπίζουμε στη χώρα μας, όπου αφενός η έλλειψη χρηματοδότησης κι αφετέρου οι παρωχημένες μέθοδοι διδασκαλίας και οι λανθασμένες στοχεύσεις, έχουν οδηγήσει το εκπαιδευτικό σύστημα σε πορεία παρακμής και απαξίωσης.
Σας ευχαριστώ.Γράφετε πραγματικά τόσο ωραία
Σ' ευχαριστώ κι εγώ.
Στον επίλογο θα μπορούσα απλά να μετασχηματίσω τα λόγια του προλόγου ή χρείαζεται κατι πιο εκτεταμένο;
Στον επίλογο ανακεφαλαιώνουμε επιγραμματικά βασικές θέσεις που έχουμε ήδη αναπτύξει και καταλήγουμε σε κάποιο συμπέρασμα. Το περιεχόμενο του επιλόγου εξαρτάται οπότε από τις ιδέες που έχουν παρουσιαστεί στο κύριο μέρος της έκθεσης.
Καλησπέρα!
Καταρχην το αρθρο σας ήταν πολυ βοηθητικό!Θα μπορουσατε μήπως συνοπτικά να μου πείτε μερικούς λογους που οδηγουν στη συσσωρευση πτυχιων και πτυχιουχων φοιτητων και κατα συνεπεια την τυποποιηση και αχρηστευση τους στην αγορα εργασιας?
Σας ευχαριστω πολύ!
Ένα βασικό ζήτημα, ως προς αυτό, είναι η πεποίθηση που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα πως η κατοχή πτυχίου σηματοδοτεί την κοινωνική καταξίωση του ατόμου, τη διασφάλιση μιας επικερδούς επαγγελματικής ενασχόλησης και φυσικά την αποφυγή κάποιου κουραστικού χειρωνακτικού επαγγέλματος, που θα έθετε το άτομο χαμηλά στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Με τη σκέψη, λοιπόν, πως η κατοχή πτυχίου μπορεί να προσφέρει όλα αυτά, η είσοδος στο πανεπιστήμιο αποτέλεσε αυτοσκοπό για τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες. Το γεγονός, μάλιστα, πως οι κυβερνήσεις έσπευσαν να ικανοποιήσουν το αίτημα αυτό με τη δημιουργία πολλών νέων πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων, είχε τις γνωστές επώδυνες συνέπειες.
Οι απόφοιτοι πανεπιστημίων αυξήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην υπάρχει πια η δυνατότητα απορρόφησής του από την αγορά εργασίας. Ιδίως για τις εξαιρετικά δημοφιλείς σχολές (ιατρική, νομική, καθηγητικές σχολές κ.ά.) η πληθώρα αποφοίτων είναι τέτοια που δύσκολα μπορεί να υπάρξει έγκαιρη επαγγελματική αποκατάστασή τους.
Συνάμα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως συχνά οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων δεν έχουν την αναγκαία κατάρτιση για να ανταποκριθούν επαρκώς στις απαιτήσεις των νέων επαγγελματικών δεδομένων. Αν κι έχουν στα χέρια τους ένα πανεπιστημιακό πτυχίο, στερούνται εντούτοις της εξειδίκευσης εκείνης που απαιτείται από τις επιχειρήσεις. Άλλωστε, πολλές φορές το πτυχίο από μόνο του δεν είναι επαρκές εφόδιο σε μια αγορά εργασίας που καθίσταται ολοένα και πιο ανταγωνιστική.
Δημοσίευση σχολίου