Vincent van Gogh
Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»
Ο Βιζυηνός ξέρει «να κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να σκορπίζει πρόωρες «ενδείξεις» που η σημασία τους θα φανεί αργότερα». Επιβεβαιώνεται αυτή η άποψη στο κείμενό μας;
[Το ανθρώπινο δράμα είναι ο μόνος σκοπός που αγιάζει τα αφηγηματικά μέσα, και ο συγγραφέας μας ξέρει τη δουλειά του: να μας οδηγεί από τον καλύτερο δρόμο στο τέρμα του ταξιδιού, στη διαλεύκανση του μυστηρίου ή του αινίγματος, δηλ. στη λύση του δράματος (αδιάφορο αν η λύση αυτή ισοδυναμεί με αδιέξοδο). Έτσι ό,τι μετράει εδώ περισσότερο είναι τα δυναμικά μοτίβα: η δράση, η πλοκή, οι πράξεις των προσώπων και τα ίδια τα πρόσωπα κοιταγμένα μέσα από τις πράξεις τους. Γεννημένος αφηγητής, ο συγγραφέας μας ξέρει να στήνει μια ιστορία, να κανονίζει τις αναλογίες και τους ρυθμούς της, να δημιουργεί τις κατάλληλες εντάσεις στην κατάλληλη στιγμή, να κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να σκορπίζει πρόωρες «ενδείξεις» που η σημασία τους θα φανεί αργότερα. Ο Τσέχωφ έλεγε πως, αν στην αρχή ενός διηγήματος κάποιος μιλάει για ένα καρφί στον τοίχο, στο τέλος ο ήρωας θα κρεμαστεί από το καρφί αυτό. Παρόμοια και ο Βιζυηνός ξέρει να στέλνει πρώιμα τα αναγνωριστικά σήματά του. Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» η ηρωίδα, πολύ πριν ομολογήσει τον ακούσιο φόνο της υπαινίσσεται την «αμαρτίαν» της δύο φορές (Ἐνθυμήθηκες τὴν ἁμαρτίαν μου καὶ ἐβάλθηκες νὰ μοῦ πάρῃς τὸ παιδί, γιὰ νὰ μὲ τιμωρήσῃς. Εὐχαριστῶ σε, Κύριε! / - Ἔ! τί νὰ γείνῃ! Κ' ἐγὼ τὸ ἤθελα καλλίτερο, μὰ -ἡ ἁμαρτία μου, βλέπεις, δὲν ἐσώθηκεν ἀκόμη. Καὶ τὸ ἔκαμεν ὁ Θεὸς τέτοιο, διὰ νὰ δοκιμάσὴ τὴν ὑπομονή μου, καὶ νὰ μὲ σχωρέσῃ. Εὐχαριστῶ σέ, Κύριε!).
Παν. Μουλλάς]
Στη δεύτερη ενότητα του διηγήματος η βασικότερη ένδειξη που μας παρέχει ο αφηγητής είναι η αναφορά της μητέρας, κατά τη διάρκεια της προσευχής της, στην αμαρτία της. Με τον τρόπο αυτό ο αφηγητής μας προετοιμάζει για την αποκάλυψη της αμαρτίας αυτής, η οποία θα γίνει αργότερα στο διήγημα.
Στα πλαίσια της ενότητας αυτής επίσης έρχεται το τέλος της Αννιώς, για το οποίο ο αφηγητής μας προετοίμαζε ήδη από την προηγούμενη ενότητα, αλλά τώρα οι σχετικές αναφορές πληθαίνουν, ώστε η κατάληξη του κοριτσιού να έρθει όσο πιο φυσικά γίνεται.
«Ἀπ' ἐναντίας, ἡ ὑγρασία, τὸ ψῦχος, τὸ ἀσύνηθες καί, μὰ τὸ ναί, φρικαλέον τῶν ἐν τῷ ναῷ διανυκτερεύσεων δὲν ἤργησαν νὰ ἐπιδράσουν βλαβερῶς ἐπὶ τῆς ἀσθενοῦς, τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις ἤρχησε νὰ ἐμπνέῃ τώρα τοὺς ἐσχάτους φόβους.» Η τελευταία επιδείνωση της υγείας του μικρού παιδιού αναγκάζει πλέον τη μητέρα να ξεπεράσει τα όρια και να ζητήσει στην προσευχή της να της πάρει ο θεός το άλλο παιδί για να της αφήσει το κορίτσι. Ενώ, η παράκληση του ιερέα να πάρει το κορίτσι στο σπίτι έρχεται να επισφραγίσει το δεδομένο τέλος του παιδιού.
«Ἦτο τὸ μοιρολόγι τοῦ πατρός μας. Πρὶν ἀσθενήσῃ ἡ Ἀννιῶ, τὸ ἔψαλλε πολὺ συχνὰ, ἀλλ' ἀφ' ὅτου ἀσθένησε, τὸ ἤκουον διὰ πρώτην φορὰν.» Για πρώτη φορά από τότε που αρρώστησε η Αννιώ, η μητέρα θυμάται το μοιρολόι που είχε συνθέσει ένας αθίγγανος για το θάνατο του άντρα της. Είναι προφανές πως η μητέρα ετοιμάζεται να θρηνήσει έναν ακόμη θάνατο στην οικογένειά της.
«Ἡ ἀσθενὴς ἀνέπνεε βαρέως, ὅπως πάντοτε. Πλησίον αὐτῆς ἦτο τοποθετημένη ἀνδρικὴ ἐνδυμασία, καθ' ἥν τάξιν φορείται. Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον μὲ μαῦρον ὕφασμα, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε σκεῦος πλῆρες ὕδατος καὶ ἐκατέρωθεν δύο λαμπάδες ἀναμμέναι.» «Ὅταν ἡ μικρὰ ἐκείνη χρυσαλὶς ἐχάθη εἰς τὸ βάθος τοῦ δωματίου, ἡ μήτηρ μου ἀνέπνευσεν, ἐσηκώθη ἱλαρὰ καὶ εὐχαριστημένη, καὶ - Ἐπέρασεν ἡ ψυχὴ τοῦ πατέρα σου! - εἶπε, παρακολουθοῦσα εἰσέτι τὴν πτῆσιν τοῦ χρυσαλιδίου μὲ βλέμματα στοργῆς καὶ λατρείας.» Η παρουσία του πατέρα γίνεται αισθητή πρώτα με τα ρούχα του, τα οποία η μητέρα έχει τοποθετήσει κοντά στην άρρωστη Αννιώ και αμέσως κατόπιν με την εμφάνιση της χρυσαλλίδας, η οποία εκλαμβάνεται από τη μητέρα ως παρουσία της ψυχής του νεκρού. Το τέλος της Αννιώς είναι πια γεγονός.