Miki De Goodaboom
Για τη συλλογή του Γιώργου Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά»
Στη συλλογή Η μόνη κληρονομιά διακρίνω περισσότερη ωριμότητα˙ ωριμότητα συγγραφική, αλλά και ωριμότητα ανθρώπινη, που προέρχεται από πείρα ζωής. Η ωριμότητα αυτή νομίζω πως εκδηλώνεται με την ακόμα μεγαλύτερη αφηγηματική απλότητα: τη λιτότητα θα έλεγα των αφηγηματικών μέσων του Γιώργου Ιωάννου˙ αλλά και με την προσεκτική και συνειδητή, καθώς υποθέτω, αποφυγή κάθε παράταιρου τόνου και κάθε επιτήδευσης, που θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή του αναγνώστη από την ουσία των αφηγημάτων του, που είναι η αγάπη και η κατανόηση του ανθρώπου – των καημών και των βασάνων του.
Η αφήγηση του Γιώργου Ιωάννου αποκτά αυτοδύναμη αξία, καθώς είναι πλεγμένη με συγκίνηση συνάμα και με χιούμορ. Σημειώνω και υπογραμμίζω στα πεζογραφήματά του την παρουσία του χιούμορ – που τόσο λείπει από τα αφηγηματικά μας κείμενα. Όσο θυμάμαι, από τους παλιότερους μόνο ο Κοσμάς Πολίτης το έχει σε κάποιο βαθμό, και από τους νεότερους – σε πολύ μεγαλύτερο – ο Άλκης Αγγελόγλου. Επανέρχομαι στην αφήγηση του Γιώργου Ιωάννου για να παρατηρήσω πως είναι το σπουδαιότερο χάρισμά του: μετουσιώνει και τα πιο ασήμαντα προσωπικά περιστατικά και υψώνει, με τη συγκρατημένη συγκίνηση, στη σφαίρα της γνήσιας τέχνης. Δε θα είχε πολύ νόημα να ξεχωρίσω ορισμένα πεζογραφήματα του τόμου και να πω πως τα θεωρώ καλύτερα από τα άλλα: θα επρόκειτο για προσωπικές προτιμήσεις, αφού ο τόνος του βιβλίου είναι ενιαίος, η στάση ζωής η ίδια, οι ποιοτικές διαφορές μικρές. Σημειώνω ωστόσο τα «Η μόνη κληρονομιά», «Τα σκυλιά του Σέιχ-σου», «Το μέντιουμ». Ωραιότατο ποιητικό πεζογράφημα είναι και το «Ομίχλη». Προσωπικά προτιμώ τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου, όπου πρωταγωνιστούν η Θεσσαλονίκη και οι παλιοί άνθρωποί της˙ τα πεζογραφήματα αυτά, νομίζω, αποτελούν το συγκινημένο χρονικό τους ή, καλύτερα, το ελεγείο του χαμού τους. Έτσι αποκτούν τη γενικότερη προέκταση ή αναφέρονται σ’ ένα πλατύτερο – κοινωνικό και ανθρώπινο - σύνολο˙ έτσι νομίζω, παρουσιάζουν και περισσότερο ενδιαφέρον.
Απόστολος Σαχίνης, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Θεσσαλονίκη 1979, εκδ. Κωνσταντινίδη, σσ. 153-155.
Η «Σαρκοφάγος» (1971) τυχαίνει της ίδιας ή κάπως καλύτερης υποδοχής με τη συλλογή Για ένα φιλότιμο. Κριτικάρονται τα ίδια στοιχεία. Αυτή τη φορά ο Γ. Ιωάννου είναι πια εδραιωμένος στο χώρο της πεζογραφίας, είναι αρκετά γνωστός και οι κριτικές είναι περισσότερο επαινετικές. Αναζητούνται και υπογραμμίζονται, κυρίως, τα θετικά στοιχεία της πεζογραφίας του, ενώ τα αρνητικά στιγματίζονται λιγότερο. Η κριτική περιστρέφεται ιδιαίτερα γύρω από τη χρήση του πρώτου προσώπου και την «τέχνη του φενακισμού», όπως χαρακτηρίζει ο Αλ. Κοτζιάς, την τεχνική του Ιωάννου να πλησιάζει την αλήθεια χωρίς ποτέ να την αποκαλύπτει.
«Η μόνη κληρονομια» (1974) έχει την ίδια αντιμετώπιση με τα προηγούμενα βιβλία του. Η κριτική αναφέρεται κυρίως, στα γενικότερα θέματα που απασχολούν το συγγραφέα και δεν μπαίνει σε επιμέρους ζητήματα, όπως ο έρωτας ή ο θάνατος, αλλά κάνει την αποτίμηση του τελευταίου βιβλίου ενός συγγραφέα που έχει ήδη δείξει ποιος είναι και τι πρεσβεύει στο χώρο της λογοτεχνίας. Ο Αλ. Κοτζιάς μάλιστα βρίσκει ότι ο Ιωάννου έχει επηρεάσει κάπου λογοτέχνες πολύ έντονα. Γράφει σχετικά: «Ωστόσο, το γεγονός είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ιωάννου, έστω κι αν δεν μπορεί να αποκληθεί αρχηγός σχολής, έχει κιόλας επηρεάσει μια σειρά από αξιολογότατους νεότερος διηγηματογράφους...»/
[...]
Σήμερα, πολλοί θεωρούν τις τρεις πρώτες συλλογές σαν το σημαντικότερο κομμάτι του λογοτεχνικού έργου του Ιωάννου και ο ίδιος, κατά κάποιο τρόπο, το παραδέχεται. «Υπάρχουν αρκετοί φίλοι, (...) που κάθε φορά σου λένε πως εκείνα τα πρώτα κείμενά σου ήταν τα καλύτερα και πως από τότε δεν τα ξαναέφτασες κι ας έγραψες τόσα και τόσα. Έχουν δίκιο ως ένα σημείο οι φίλοι, μα δεν μπορείς να τους εμπιστευθείς και ολότελα.» (Καταπακτή, σελ. 75). Συγχρόνως πιστεύει ότι η επιτυχία των πρώτων έργων του, οφείλεται στο «δυστυχισμένο» ύφος που είχαν, ενώ από τα άλλα λείπει κι αυτό τα κάνει ίσως κατώτερα. Εδώ, μάλλον, εννοεί την επίδραση της «Σχολής» της Θεσσαλονίκης, από την οποία, όπως λέει, ξέφυγε όταν ήρθε στην Αθήνα και έγραψε το «Δικό μας αίμα», τον «Επιτάφιο θρήνο» και τα άλλα έργα του.
Ελευθερία Κρούπη-Κολώνα, Ο Έρωτας και ο Θάνατος στη λογοτεχνία του Γιώργου Ιωάννου, Κέδρος, 1992, σσ. 101-103.
Δείτε επίσης:
Στη συλλογή Η μόνη κληρονομιά διακρίνω περισσότερη ωριμότητα˙ ωριμότητα συγγραφική, αλλά και ωριμότητα ανθρώπινη, που προέρχεται από πείρα ζωής. Η ωριμότητα αυτή νομίζω πως εκδηλώνεται με την ακόμα μεγαλύτερη αφηγηματική απλότητα: τη λιτότητα θα έλεγα των αφηγηματικών μέσων του Γιώργου Ιωάννου˙ αλλά και με την προσεκτική και συνειδητή, καθώς υποθέτω, αποφυγή κάθε παράταιρου τόνου και κάθε επιτήδευσης, που θα μπορούσαν να αποσπάσουν την προσοχή του αναγνώστη από την ουσία των αφηγημάτων του, που είναι η αγάπη και η κατανόηση του ανθρώπου – των καημών και των βασάνων του.
Η αφήγηση του Γιώργου Ιωάννου αποκτά αυτοδύναμη αξία, καθώς είναι πλεγμένη με συγκίνηση συνάμα και με χιούμορ. Σημειώνω και υπογραμμίζω στα πεζογραφήματά του την παρουσία του χιούμορ – που τόσο λείπει από τα αφηγηματικά μας κείμενα. Όσο θυμάμαι, από τους παλιότερους μόνο ο Κοσμάς Πολίτης το έχει σε κάποιο βαθμό, και από τους νεότερους – σε πολύ μεγαλύτερο – ο Άλκης Αγγελόγλου. Επανέρχομαι στην αφήγηση του Γιώργου Ιωάννου για να παρατηρήσω πως είναι το σπουδαιότερο χάρισμά του: μετουσιώνει και τα πιο ασήμαντα προσωπικά περιστατικά και υψώνει, με τη συγκρατημένη συγκίνηση, στη σφαίρα της γνήσιας τέχνης. Δε θα είχε πολύ νόημα να ξεχωρίσω ορισμένα πεζογραφήματα του τόμου και να πω πως τα θεωρώ καλύτερα από τα άλλα: θα επρόκειτο για προσωπικές προτιμήσεις, αφού ο τόνος του βιβλίου είναι ενιαίος, η στάση ζωής η ίδια, οι ποιοτικές διαφορές μικρές. Σημειώνω ωστόσο τα «Η μόνη κληρονομιά», «Τα σκυλιά του Σέιχ-σου», «Το μέντιουμ». Ωραιότατο ποιητικό πεζογράφημα είναι και το «Ομίχλη». Προσωπικά προτιμώ τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου, όπου πρωταγωνιστούν η Θεσσαλονίκη και οι παλιοί άνθρωποί της˙ τα πεζογραφήματα αυτά, νομίζω, αποτελούν το συγκινημένο χρονικό τους ή, καλύτερα, το ελεγείο του χαμού τους. Έτσι αποκτούν τη γενικότερη προέκταση ή αναφέρονται σ’ ένα πλατύτερο – κοινωνικό και ανθρώπινο - σύνολο˙ έτσι νομίζω, παρουσιάζουν και περισσότερο ενδιαφέρον.
Απόστολος Σαχίνης, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Θεσσαλονίκη 1979, εκδ. Κωνσταντινίδη, σσ. 153-155.
Η «Σαρκοφάγος» (1971) τυχαίνει της ίδιας ή κάπως καλύτερης υποδοχής με τη συλλογή Για ένα φιλότιμο. Κριτικάρονται τα ίδια στοιχεία. Αυτή τη φορά ο Γ. Ιωάννου είναι πια εδραιωμένος στο χώρο της πεζογραφίας, είναι αρκετά γνωστός και οι κριτικές είναι περισσότερο επαινετικές. Αναζητούνται και υπογραμμίζονται, κυρίως, τα θετικά στοιχεία της πεζογραφίας του, ενώ τα αρνητικά στιγματίζονται λιγότερο. Η κριτική περιστρέφεται ιδιαίτερα γύρω από τη χρήση του πρώτου προσώπου και την «τέχνη του φενακισμού», όπως χαρακτηρίζει ο Αλ. Κοτζιάς, την τεχνική του Ιωάννου να πλησιάζει την αλήθεια χωρίς ποτέ να την αποκαλύπτει.
«Η μόνη κληρονομια» (1974) έχει την ίδια αντιμετώπιση με τα προηγούμενα βιβλία του. Η κριτική αναφέρεται κυρίως, στα γενικότερα θέματα που απασχολούν το συγγραφέα και δεν μπαίνει σε επιμέρους ζητήματα, όπως ο έρωτας ή ο θάνατος, αλλά κάνει την αποτίμηση του τελευταίου βιβλίου ενός συγγραφέα που έχει ήδη δείξει ποιος είναι και τι πρεσβεύει στο χώρο της λογοτεχνίας. Ο Αλ. Κοτζιάς μάλιστα βρίσκει ότι ο Ιωάννου έχει επηρεάσει κάπου λογοτέχνες πολύ έντονα. Γράφει σχετικά: «Ωστόσο, το γεγονός είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ιωάννου, έστω κι αν δεν μπορεί να αποκληθεί αρχηγός σχολής, έχει κιόλας επηρεάσει μια σειρά από αξιολογότατους νεότερος διηγηματογράφους...»/
[...]
Σήμερα, πολλοί θεωρούν τις τρεις πρώτες συλλογές σαν το σημαντικότερο κομμάτι του λογοτεχνικού έργου του Ιωάννου και ο ίδιος, κατά κάποιο τρόπο, το παραδέχεται. «Υπάρχουν αρκετοί φίλοι, (...) που κάθε φορά σου λένε πως εκείνα τα πρώτα κείμενά σου ήταν τα καλύτερα και πως από τότε δεν τα ξαναέφτασες κι ας έγραψες τόσα και τόσα. Έχουν δίκιο ως ένα σημείο οι φίλοι, μα δεν μπορείς να τους εμπιστευθείς και ολότελα.» (Καταπακτή, σελ. 75). Συγχρόνως πιστεύει ότι η επιτυχία των πρώτων έργων του, οφείλεται στο «δυστυχισμένο» ύφος που είχαν, ενώ από τα άλλα λείπει κι αυτό τα κάνει ίσως κατώτερα. Εδώ, μάλλον, εννοεί την επίδραση της «Σχολής» της Θεσσαλονίκης, από την οποία, όπως λέει, ξέφυγε όταν ήρθε στην Αθήνα και έγραψε το «Δικό μας αίμα», τον «Επιτάφιο θρήνο» και τα άλλα έργα του.
Ελευθερία Κρούπη-Κολώνα, Ο Έρωτας και ο Θάνατος στη λογοτεχνία του Γιώργου Ιωάννου, Κέδρος, 1992, σσ. 101-103.
Δείτε επίσης: