Richard Nowitz
Αρχαία Ελληνικά: Αρχικοί χρόνοι
ανωμάλων ρημάτων
[Σύμφωνα με τη σχολική γραμματική]
Ἅγαμαι, εύχρ.
η ευκτ. α΄ ενικού ἀγαίμην
και γ΄ πληθ. ἄγαιντο (ο τονισμός κατά τα βαρύτονα), παρατ. ἠγά-μην,
(μέσ. μέλλ. ἀγά-σομαι), μέσ. αόρ. ἠγα-σάμην,
παθ. αόρ. ἠγάσ-θην. Ρημ. επίθ. ἀγασ-τός, ἀξιάγαστος. Παράγ. ἄγασμα (=
αντικείμενο θαυμασμού ή λατρείας), επίρρ. (από τη μετοχή) ἀγαμένως (= με θαυμασμό) κτλ.
ἄγνυμι = κατάγνυμι (κατά + ἄγνυμι = σπάζω, τσακίζω), μέλλ. κατάξω,
αόρ. κατέαξα (υποτ. κατ-άξω κτλ.). Παθ. κατάγνυμαι, παθ. αόρ. κατεάγην (υποτ. καταγῶ, ευκτ. καταγείην κτλ.), ενεργ. πρκμ.
β΄ με παθ. σημασ. κατέαγα (= είμαι τσακισμένος).
ἀγορεύω, πρτ. ἠγόρευον,
μέλλ. -αγορεύσω και συνήθ. -ερῶ, αόρ. -ηγόρευσα και β΄ -εῖπον, πρκμ. -είρηκα,
υπερσ. -ειρήκειν. Παθ. ἀγορεύομαι,
πρτ. -ηγορευόμην, μέσ.
μέλλ. ως παθ. -αγορεύσομαι,
παθ. μέλλ. -ρηθήσομαι,
παθ. αόρ. -ηγορεύθην και συνήθ. -ερρήθην, πρκμ. -ειρημαι, υπερσ. -ειρήμην. Παράγ. ἀγόρευσις, ἀγορητής, προσρητέος, προσ-αγορευτέος, ἀπόρρητον κτλ.
ἄγω (= οδηγώ, φέρνω·), πρτ. ἦγον,
μέλλ. ἄξω, αόρ. β΄ ἤγαγον, πρκμ. ἦχα και (μτγν.) ἀγήοχα,
υπερσ. (μτγν.) ἠγηόχειν. Μέσ. και παθ. ἄγομαι,
πρτ. ἠγόμην, μέσ. μέλλ. ἄξομαι, παθ. μέλλ. ἀχθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἠγαγόμην,
παθ. αόρ. ἤχθην, πρκμ. ἦγμαι, υπερσ. ἤγμην. Παράγ. ἀγωγή, ἀγωγός, ἀγωγεύς, ἐπακτός, ἐπείσακτος, ἀκτέον κτλ.
ἀδικέω -ῶ, πρτ. ἠδίκουν,
μελλ. ἀδικήσω, αόρ. ἠδίκησα,
πρκμ. ἠδίκηκα, υπερ. ἠδικήκειν.
Μέσ. και παθ. ἀδικοῦμαι, πρτ. ἠδικούμην, μέσος μέλλοντα με σημασία παθητική ἀδικήσομαι (= θ’ αδικηθώ από άλλον), παθ. αόρ. ἠδικήθην,
πρκ. ἠδίκημαι, υπερ. ἠδικήμην.
ᾄδω (= ψάλλω, τραγουδώ), πρτ. ᾖδον, μέσ.
μέλλ. ως ενεργ. ᾄσομαι, αόρ. ᾖσα. Παθ. ᾄδομαι, παθ. αόρ. ᾔσθην. Παράγ. ἆσμα, ᾠδὴ (από το ἀοιδή), ᾀστέον.
αἰδέομαι -οῦμαι (= ντρέπομαι, σέβομαι), παρατ. ᾐδεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. αἰδέ-σομαι, μέσ. αόρ. ᾐδε-σάμην,
παθ. αόρ. ως μέσ. ᾐδέσ-θην, παρακ. ᾔδεσ-μαι.
Ρημ. επίθ. αἰδεσ-τός, αἰδεσ-τέον. Παράγ. αἴδε-σις, αἰδέ-σιμος κτλ.
αἰνέω -ῶ, συνήθ. σύνθ. ἐπαινῶ, παραινῶ κτλ., παρατ. ᾔνεον -ουν, μέλλ. αἰνέ-σω, αόρ. ᾔνε-σα, παρακ. ᾔνε-κα. Παθ. αἰνέομαι -οῦμαι, παρατ. ᾐνεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. ως ενεργ. αἰνέ-σομαι, παθ. μέλλ. αἰνεθήσομαι, παθ. αόρ. ᾐνέ-θην,
παρακ. ᾔνη-μαι. Ρημ. επίθ. αἰνε-τός, αἰνε-τέος.
αἱρέω -ῶ. (= πιάνω, κυριεύω), παρατ. ᾕρεον -ουν,
μέλλ. αἱρήσω, αόρ. εἷλον, παρακ. ᾕρη-κα, υπερσ. ᾑρή-κειν. (Ως παθ. του αἱρέω χρησιμεύει το ρ. ἁλίσκομαι = πιάνομαι, κυριεύομαι). Μέσ. με ενεργ. σημασία αἱρέομαι -οῦμαι (= εκλέγω, προτιμώ), παρατ. ᾑρεόμην -ούμην, μέλλ. αἱρή-σομαι, αόρ. β΄ εἱλ-όμην, παρακ. ᾕρη-μαι,
υπερσ. ᾑρή-μην. Παθ. αἱρέομαι -οῦμαι (= εκλέγομαι, προτιμιέμαι), παρατ. ᾑρεόμην -ούμην, μέλλ. αἱρε-θήσομαι, αόρ. ᾑρέ-θην,
παρακ. ᾕρη-μαι, υπερσ. ᾑρή-μην,
συντελ. μέλλ. ᾑρή-σομαι, ή ᾑρη-μένος ἔσομαι.
αἴρω (= σηκώνω), πρτ. ᾖρον,
μέλλ. ἀρῶ, αόρ. ἦρα (υποτ. ἄρω, προστ. ἆρον κτλ.),
πρκμ. ἦρκα, ύπερσ. ἤρκειν. Μέσ. και παθ. αἴρομαι, πρτ. ᾐρόμην, μέσ. μέλλ. ἀροῦμαι, μέσ.
αόρ. ἠράμην, παθ. αόρ. ἤρθην (και ως μέσ.), πρκμ. ἦρμαι,
υπερσ. ἤρμην. Παράγ. ἄρσις, ἄρμα (= το βάρος που σηκώνει κανείς), ἄρδην κτλ.
αἰσθάνομαι (αποθ. μέσ.), πρτ. ᾐσθανόμην,
μέσ. μέλλ. αἰσθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ ᾐσθόμην,
πρκμ. ᾔσθημαι, υπερσ. ᾐσθήμην.
Παράγ. αἴσθημα, αἴσθησις, αἰσθητὸς (εὐαίσθητος, ἀναίσθητος).
αἰτιάομαι -ῶμαι (αποθ. μεικτό). (= κατηγορῶ), παρατ. ᾐτιᾰόμην
-ώμην, μέσ. μέλλ. αἰτιᾱ ΄-σομαι,
(παθ. μέλλ. αἰτιᾱ-θήσομαι,
μεταγ.), μέσ. αόρ. ᾐτιᾱ-σάμην,
παθ. αόρ. ᾐτιᾱ ΄-θην,
παρακ. ᾐτίᾱ-μαι,
υπερσ. ᾐτιᾱ ΄-μην.
Ρημ. επίθ. αἰτιᾱ-τέος.
ἀκέομαι -οῦμαι (αποθ. ενεργ.) (= θεραπεύω), μέλλ. ἀκοῦμαι, αόρ. ἠκεσάμην.
Ρημ. επίθ. ἀκεστός (ἀνήκεστος).
ἀκούω. πρτ. ἤκουον,
μέσ. μέλλ. ως ενεργ. ἀκούσομαι, αόρ. ἤκουσα,
πρκμ. ἀκήκοα, υπερσ. ἠκηκόειν. Παθ. ἀκούομαι,
παθ. μέλλ. ἀκουσθήσομαι, παθ. αόρ. ἠκούσθην.
Ρηματ. επίθ. ἀκουστός, ἀκουστέος.
ἀλέω -ῶ. (= αλέθω), (ποιητ. και μεταγεν.
παρατ. ἤλεον -ουν, αόρ. ἤλεσα,
παρακ. με αττ. αναδιπλ. ἀλ-ήλε-κα. Παθ. αόρ. ἠλέ-σ-θην),
παρακ. ἀλ-ήλε-(σ)-μαι. Παράγ. ἄλε-σις, ἄλε-σ-μα, ἀλε-σ-μός, ἀλέ-της (= αυτός που αλέθει, ὄνος ἀλέτης = μυλόπετρα), ἀλε-τρὶς (= γυναίκα που αλέθει), ἀλε-τὸς (= άλεσμα).
ἁλίσκομαι (= πιάνομαι, κυριεύομαι· αποθ., παθ. του αἱρέω -ῶ), πρτ. ἡλισκόμην,
μέσ. μέλλ. με παθ. σημασ. ἁλώσομαι, ενεργ. αόρ. β΄ με παθ. σημασ. ἑάλων και σπάν. με συναίρεση ἥλων (υποτ. ἁλῶ, -ῷς, -ῷ κτλ., ευκτ. ἁλοίην, απαρ. ἁλῶναι, μετ. ἁλούς), πρκμ. ἑάλωκα και σπάν. με συναίρ. ἥλωκα,
υπερσ. ἡλώκειν. Παράγ. ἅλωσις, ἁλωτός, εὐάλωτος κτλ.
ἁμαρτάνω (= αποτυχαίνω, λαθεύω) πρτ. ἡμάρτανον,
μέσ. μέλλ. μ’ ενεργ. σημασ. ἁμαρτήσομαι, αόρ. β΄ ἥμαρτον,
πρκμ. ἡμάρτηκα, υπερσ. ἡμαρτήκειν.
Παθ. ἁμαρτάνομαι και συνήθ.
ως απρόσ. ἁμαρτάνεται, πρτ. ἡμαρτάνετο,
παθ. αόρ. ἡμαρτήθη, πρκμ. ἡμάρτηται,
υπερσ. ἡμάρτητο. Παράγ. ἁμαρτία, ἁμάρτημα, ἁμαρτωλός, ἀναμάρτητος, ἐπεξαμαρτητέον κτλ.
ἀμφιέννυμι (ἀμφί + ἕν-νυ-μι = ντύνω), πρτ. ἠμφιέννυν,
μέλλ. συνηρ. ἀμφιῶ, - εῖς, -εῖ κτλ., αόρ. ἠμφίεσα.
Μέσ. ἀμφιέννυμαι, (πρτ. ἠμφιεννύμην),
μέσ. μέλλ. ἀμφιέσομαι, πρκμ. ἠμφίεσμαι.
Παράγ. ἀμφίεσις, ἀμφίεσμα, εἷμα, ἐσθὴς, ἱμάτιον (υποκορ. από το εἷμα, ἷμα).
ἀναλίσκω και ἀναλόω -ῶ (= ξοδεύω), πρτ. ἀνήλισκον και ἀνήλουν, μέλλ. ἀναλώσω,
αόρ. ἀνήλωσα, πρκμ. ἀνήλωκα.
Μέσ. και παθ. ἀναλίσκομαι και σπάν. ἀναλόομαι -οῦμαι, πρτ. ἀνηλισκόμην και ἀνηλούμην, παθ. μέλλ. ἀναλωθήσομαι,
παθ. αόρ. ἀνηλώθην, πρκμ. ἀνήλωμαι,
υπερσ. ἀνηλώμην. Παράγ. ἀνάλωμα, ἀνάλωσις, ἀναλωτής, ἀναλωτέος κτλ.
ἀνιάω -ῶ (= λυπώ, στενοχωρώ), πρτ. ἠνίαον -ων,
μέλλ. ἀνιᾶ΄σω, αόρ. ἠνίᾱσα. Μέσ. ἀνιῶμαι, πρτ. ἠνιώμην,
μέσ. μέλλ. ἀνιᾱ΄σομαι,
παθ. αόρ. ως μέσ. ἠνιᾱ΄θην.
Παράγ. ἀνιᾱρὸς κτλ.
ἀνοίγω και ἀνοίγνυμι (ἀνὰ + οἰγω), πρτ. ἀνέῳγον,
μέλλ. ἀνοίξω, αόρ. ἀνέῳξα, πρκμ. ἀνέῳχα. Παθ. ἀνοίγομαι,
πρτ. ἀνεῳγόμην,
παθ. αόρ. ἀνεῴχθην,
πρκμ. ἀνέῳγμαι,
υπερσ. ἀνεῴγμην,
συντελ. μέλλ. ἀνεῴξομαι (= θα είμαι ανοιχτός). Παράγ. ἄνοιγμα, ἄνοιξις, ἀνοικτός, ἀνοικτέον.
ἀνύω και ἀνύτω (ή ἁνύτω). (= τελειώνω), πρτ. ἤνυον και ἤνυτον, μέλλ. ἀνῠ'σω, αόρ. ἤνῠσα, πρκμ. ἤνῠκα. Παθ. ἀνύτομαι,
μέσ. αόρ. ἠνῠσάμην,
παθ. αόρ. ἠνῠ΄σθην,
πρκμ. ἤνῠσμαι.
Ρηματ. επίθ. ἀνυστός
ἀπεχθάνομαι (αποθ. = γίνομαι μισητός), πρτ. ἀπηχθανόμην,
μέσ. μέλλ. με παθ. σημασ. ἀπεχθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ με παθ. σημασ. ἀπηχθόμην,
πρκμ. ἀπήχθημαι, υπερσ. ἀπηχθήμην.
(ἀπο)δειλιάω -ῶ. (= είμαι δειλός, δεν τολμώ), παρατ. ἀπ-ε-δειλίᾰον
-ων, μέλλ. ἀπο-δειλιᾱ'-σω, αόρ. ἀπ-ε-δειλίᾱ-σα, παρακ. ἀπο-δε-δειλίᾱ-κα. Ρημ. επίθ. ἀπο-δειλιᾱ-τέον.
(ἀπο)διδράσκω (= δραπετεύω), πρτ. ἀπεδίδρασκον,
μέσ. μέλλ. μ’ ενεργ. σημασ. ἀποδράσομαι, αόρ. β΄ ἀπέδραν,
πρκμ. ἀποδέδρακα, υπερσ. ἀπεδεδράκειν.
Παράγ. ἀπόδρασις, ἄδραστος (= εκείνος που δεν μπορεί να
ξεφύγει).
(ἀπο)θνῄσκω, πρτ. ἀπέθνῃσκον, μέσ. μέλλ. (συνηρ.) ἀποθανοῦμαι, αόρ. β΄ ἀπέθανον,
πρκμ. τέθνηκα, υπερσ. ἐτεθνήκειν,
συντελ. μέλλ. τεθνήξω.
Παράγ. θνητός.
ἀπόλλυμι και ἀπολλύω (= καταστρέφω, χάνω), πρτ. ἀπώλλυν και ἀπώλλυον, μέλλ. (συνηρ.) ἀπολῶ, αόρ. ἀπώλεσα,
πρκμ. ἀπολώλεκα, υπερσ. ἀπωλωλέκειν,
συντελ. μέλλ. ἀπολωλεκὼς ἔσομαι.
Παθ. ἀπόλλυμαι, πρτ. ἀπωλλύμην,
μέσ. μέλλ. (συνηρ.) ἀπολοῦμαι, μέσ. αόρ. β΄ με παθ. σημασ. ἀπωλόμην,
ενεργ. πρκμ. β΄ με παθ. σημασ. ἀπόλωλα, υπερσ. ἀπωλώλειν.
Παράγ. ὀλετήρ, ὄλεθρος, ἀπώλεια,
πανώλης, ἐξώλης (= ολότελα χαμένος), προώλης (=
χαμένος από πριν, άξιος να χαθεί πρόωρα).
ἀρέσκω, πρτ. ἤρεσκον,
μέλλ. ἀρέσω, αόρ. ἤρεσα. Μέσ. ἀρέσκομαι, πρτ. ἠρεσκόμην,
μέσ. αόρ. ἠρεσάμην. Παράγ. ἀρεστὸς (εὐάρεστος, δυσάρεστος) κτλ.
ἀρκέω -ῶ. παρατ. ἤρκεον -ουν,
μέλλ. ἀρκέ-σω, αόρ. ἤρκε-σα.
Παθ. ἀρκέομαι -οῦμαι, εύχρ.
το γ΄ εν. ἀρκεῖται (μεταγεν. παθ. μέλλ. ἀρκεσ-θήσομαι, παθ. αόρ. ἠρκέσ-θην, παρακ. ἤρκεσ-μαι).
Παράγ. ἄρκε-σις (= επικουρία, υπηρεσία), ἄρκεσ-μα (= βοήθεια), ἀρκε-τὸς κτλ.
ἀρόω -ῶ. (= αλετρίζω, οργώνω), αόρ. ἤρο-σα.
Παθ. ἀρόομαι -οῦμαι. Ρημ. επίθ. ἀρο-τός.
Παράγ. ἄρο-τος, ἄρο-σις, ἀρό-σιμος, ἀρο-τήρ, ἄρο-τρον κτλ.
αὔξω και αὐξάνω, πρτ. ηὔξανον και ηὖξον, μέλλ. αὐξήσω, αόρ. ηὔξησα, πρκμ. ηὔξηκα. Μέσ. και παθ. αὔξομαι και αὐξάνομαι, πρτ. ηὐξόμην και ηὐξανόμην, μέσ. μέλλ. αὐξήσομαι, παθ. μέλλ. αὐξηθήσομαι, παθ. αόρ. ηὐξήθην, πρκμ. ηὔξημαι, υπερσ. ηὐξήμην. Παράγ. αὔξησις, αὐξητός, αὐξητέον κτλ.
ἀφικνέομαι -οῦμαι (αποθ. = φθάνω), πρτ. ἀφικνούμην,
μέσ. μέλλ. ἀφίξομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἀφικόμην,
πρκμ. ἀφῖγμαι,
υπερσ. ἀφίγμην. Παράγ. ἄφιξις, ἐφικτὸς (ἀνέφικτος) κτλ.
ἄχθομαι (αποθ. = στενοχωριέμαι, αγανακτώ), πρτ. ἠχθόμην,
μέσ. μέλλ. ἀχθέσομαι, παθ. αόρ. με μέσ. σημασ. ἠχθέσθην.
Β
Βαίνω (= βαδίζω), πρτ. -εβαινον, μέσ. μέλλ. μ’ ενεργ.
σημασ. -βήσομαι, αόρ. β΄ -εβην, πρκμ. βέβηκα, υπερσ. ἐβεβήκειν.
Παθ. -βαίνομαι, παθ. αόρ. -εβάθην, πρκμ. βέβαμαι. Παράγ. βάσις, βάδην,
-βατὸς (ἄβατος κτλ.).
βάλλω (= ρίχνω, χτυπώ), πρτ. ἔβαλλον,
μέλλ. (συνηρ.) βαλῶ, αόρ. β΄ ἔβαλον,
πρκμ. βέβληκα, υπερσ. ἐβεβλήκειν.
Παθ. βάλλομαι, πρτ. ἐβαλλόμην,
μέσ. μέλλ. βαλοῦμαι, μέσ. αόρ. β΄ ἐβαλόμην, παθ. μέλλ. βληθήσομαι, παθ. αόρ. ἐβλήθην,
πρκμ. βέβλημαι, υπερσ. -εβεβλήμην. Παράγ. βλῆμα, βλητὸς (ἀπόβλητος κτλ.), βλητέον κτλ.
βιβάζω (= βάζω), πρτ. -εβίβαζον, μέλλ. (συνηρ.) βιβῶ, -ᾷς, -ᾷ κτλ. αόρ. -εβίβασα. Παθ. βιβάζομαι, μέσ. μέλλ. (συνηρ.) βιβῶμαι, -ᾷ, ᾶται κτλ., μέσ. αόρ. -εβιβασάμην. Παράγ. -βιβαστέον
κτλ.
βιβρώσκω (= τρώγω), εύχρ. μόνο ο ενεργ. πρκμ. βέβρωκα, το απαρ. παθ. πρκμ.
-βεβρῶσθαι και η μετ. -βεβρωμένος. Παράγ.
βρωτὸς (ἡμίβρωτος). Τα λοιπά αναπληρώνονται από το ἐσθίω.
βούλομαι (αποθ. παθ. = θέλω), πρτ. ἐβουλόμην και ἠβουλόμην, μέσ. μέλλ. βουλήσομαι, παθ. αόρ. ἐβουλήθην και ἠβουλήθην, πρκμ. βεβούλημαι. Παράγ. βούλησις,
βούλημα, βουλητὸς (ἀβούλητος).
Γ
Γελάω -ῶ. παρατ. ἐγέλᾱον
-ων, μέσ. μέλλ. ως
ενεργ. γελᾰ΄-σομαι, αόρ. ἐ-γέλᾰ-σα. Παθ. (κατα)γελᾰ΄-ομαι -ῶμαι, αόρ. ἐ-γελᾰ΄σ-θην, παρακ. γε-γέ-λᾰσ-μαι. Ρημ. επίθ. κατα-γέλᾰσ-τος.
γεύω. (= προσφέρω γεύμα), μόνο ο ενεστώτας.
Μέσ. γεύομαι, μέσ. μέλλ. γεύσομαι, μέσ. αόρ. ἐγευσάμην,
πρκμ. γέγευσμαι. Ρηματ.
επίθ. ἄγευστος, γευστέον.
γηράσκω και (σπάν.) γηράω -ῶ, πρτ. ἐγήρασκον,
μέλλ. γηράσω και μέσ. ως ενεργ. -γηράσομαι, αόρ. α΄ ἐγήρασα,
αόρ. β΄ ἐγήραν, πρκμ. γεγήρακα.
Παράγ. ἀγήρατος.
γίγνομαι, πρτ. ἐγιγνόμην,
μέσ. μέλλ. γενήσομαι, μέσ.
αόρ. β΄ ἐγενόμην, πρκμ. γεγένημαι και ενεργ. πρκμ. β΄ (με την ίδια
σημασ.) γέγονα, υπερσ. ἐγεγενήμην και ενεργ. υπερσ. β΄ (με την ίδια
σημασ.) ἐγεγόνειν. Παράγ. γένος, γενεά, γένεσις, γενέτης
ή γενετήρ (θηλ. γενέτειρα), γονεύς, γόνος κτλ.
γιγνώσκω (= ξέρω, φρονώ, αποφασίζω), πρτ. ἐγίγνωσκον,
μέσ. μέλλ. γνώσομαι, αόρ.
β΄ ἔγνων, πρκμ. ἔγνωκα, υπερσ. ἐγνώκειν. Παθ. γιγνώσκομαι, πρτ. ἐγιγνωσκόμην,
παθ. μέλλ. γνω-σ-θήσομαι,
παθ. αόρ. ἐγνώ-σ-θην, πρκμ. ἔγνω-σ-μαι,
υπερσ. ἐγνώ-σ-μην. Παράγ. γνῶσις, γνώστης, γνώμη, γνωστὸς (ἄγνωστος), γνωστέος κτλ.
Δ
Δάκνω (= δαγκώνω), πρτ. ἔδακνον,
μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) δήξομαι,
αόρ. β΄ ἔδακον. Μέσ. και παθ. δάκνομαι,
παθ. αόρ. ἐδήχθην, πρκμ. δέδηγμαι. Παράγ. δῆξις, δῆγμα κτλ.
δέδοικα και δέδια.
(= φοβούμαι) Τούτο είναι παρακείμ. του άχρηστου ρ. δείδω και έχει σημασία
ενεστώτα. Υπερσυντέλ. (με σημασ. παρατ.) ἐ-δε-δοί-κειν, -κεις, -κει, -κεμεν, -κετε, -κεσαν
και ἐ-δέ-δι-σαν. Μέλλ. δεί-σομαι, -σει, -σεται κτλ.
Αόρ. ἔ-δει-σα. Παράγ. δεῖ-μα (= τρόμος), δέος ουδ. (= φόβος).
δείκνυμι (= δείχνω) και δεικ-νύ-ω,
παρατ. ἐ-δείκ-νυ-ν και ἐ-δείκ-νυ-ον, μέλλ. δείξω, αόρ. ἔ-δειξα, παρακ. δέ-δειχ-α. Μέσ. και παθ. δείκ-νυ-μαι, παρατ. ἐ-δεικ-νύ-μην, μέσ. μέλλ. -δείξομαι,
παθ. μέλλ. δειχ-θή-σομαι,
μέσ. αόρ. -ε-δειξάμην,
παθ. αόρ. ἐ-δείχ-θην, παρακ. δέ-δειγ-μαι, υπερσ. ἐ-δε-δείγ-μην, συντελ. μέλλ. δε-δειγ-μένος
ἔσομαι. Ρημ. επίθ. δεικ-τός, δεικ-τέον. Παράγ. δεῖγ-μα, δεῖξις, δείκ-της κτλ.
δέω - δῶ (= δένω), παρατ. -έδεον -ουν, μέλλ. δή-σω, αόρ. ἔ-δη-σα,
παρακ. δέ-δε-κα, υπερσ. ἐ-δε-δέ-κειν.
Παθ. δέομαι -οῦμαι, παρατ. -ε-δε-όμην
-ούμην, παθ. μέλλ. δε-θήσομαι,
παθ. αόρ. ἐ-δέ-θην, παρακ. δέ-δε-μαι, υπερσ. ἐ-δε-δέ-μην.
Ρημ. επίθ. δε-τός, δε-τέος. Παράγ. δέ-σις, δέ-μα κτλ.
δέω, δεῖς, δεῖ, δέομεν, δεῖτε, δέουσι. (= έχω ανάγκη), μέλλ. δεήσω, αόρ. ἐδέησα. (Συνηθ.
ως απρόσ. δεῖ, ἔδει, δεήσει, ἐδέησε, δεδέηκε). Μέσ. δέομαι, δέῃ ή δέει, δεῖται, δεόμεθα, δεῖσθε, δέονται, πρτ. ἐδεόμην,
μέσ. μέλλ. δεήσομαι, παθ.
αόρ. ως μέσ. ἐδεήθην, πρκμ. δεδέημαι.
διαλέγομαι (αποθ. μέσ. = συνομιλώ, συζητώ), πρτ. διελεγόμην, μέσ. μέλλ. διαλέξομαι και σπάν. παθ. μέλλ. (μ’ ενεργ.
σημασ.) διαλεχθήσομαι,
παθ, αόρ. (μ’ ενεργ. σημασ.) διελέχθην,
πρκμ. διείλεγμαι, υπερσ. διειλέγμην. Παράγ. διάλεξις,
διάλογος, διάλεκτος, διαλεκτέον. Βλ. και ρ. λέγω (= μιλώ).
δίδωμι (= δίνω), παρατ. ἐ-δί-δουν (-ους, -ου), μέλλ. δώ-σω, αόρ. ἔ-δω-κα,
παρακ. δέ-δω-κα, υπερσ. ἐ-δε-δώ-κειν,
συντελ. μέλλ. δεδωκώς ἔσομαι. Μέσ. και παθ. δί-δο-μαι,
παρατ. ἐ-δι-δό-μην, μέσ. μέλλ. δώ-σομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἐ-δό-μην,
παθ. μέλλ. δο-θήσομαι,
παθ. αόρ. ἐ-δό-θην, παρακ. δέ-δο-μαι, υπερσ. ἐ-δε-δό-μην.
Ρημ. επίθ. δο-τός, δο-τέος. Παράγ. δό-σις, δο-τήρ, δῶ-ρον κτλ.
δοκέω -ῶ (= φαίνομαι, μου φαίνεται, νομίζω),
πρτ. ἐδόκουν, μέλλ. δόξω, αόρ. ἔδοξα. Και ως απρόσωπο: δοκεῖ, πρτ. ἐδόκει,
μέλλ. δόξει, αόρ. ἔδοξε,
πρκμ. δέδοκται και δεδογμένον
ἐστί, υπερσ. ἐδέδοκτο. Παράγ. δόξα, δόκησις, δόγμα, ἀδόκητος (ἀπροσδόκητος) κτλ.
δράω -δρῶ (= κάνω, ενεργώ), παρατ. ἔδρᾱον
-ων, μέλλ. δρᾱ΄-σω, αόρ. ἔ-δρᾱ-σα, παρακ. δέ-δρᾱ-κα. Παθ. δράομαι
-ῶμαι, ἐδρᾱόμην -ώμην,
αόρ. ἐ-δρᾱ΄-σ-θην, παρακ. δέ-δρᾱ-μαι. Ρημ. επίθ. δρᾱ-σ-τέον.
Παράγ. δρᾶμα, δρᾶ-σις, δρᾱ΄-σ-της κτλ.
δύναμαι. Ενεστ. οριστ. δύναμαι, δύνασαι,
δύναται, δυνάμεθα, δύνασθε, δύνανται, υποτ. δύνωμαι, δύνῃ, δύνηται, δυνώμεθα, δύνησθε, δύνωνται,
ευκτ. δυναίμην, δύναιο, δύναιτο, δυναίμεθα, δύναισθε, δύναιντο, προστ. μόνο
δυνάσθω, δυνάσ-θωσαν, απαρ. δύνασ-θαι, μετ. δυνά-μενος· παρατ. ἐ(ἠ)δυνάμην, ἐ(ἠ)δύνω, ἐ(ἠ)δύνατο κτλ., μέσ. μέλλ. δυνή-σομαι, παθ. αόρ. ως μέσ. ἐ(ἠ)δυνή-θην και (σπάν.) ἐ-δυνάσ-θην,
παρακ. δε-δύνη-μαι. Ρημ.
επίθ. δυνα-τός, ἀδύνατος. Παράγ. δυνάστης κτλ.
Ε
Ἐάω -ῶ. (= αφήνω), (θ. ἐᾰ), παρατ. εἰᾶον -ων, μέλλ. ἐᾱ΄-σω,
αόρ. εἴᾱ-σα, παρακ. εἴα-κα. Παθ. ἐάομαι-ῶμαι, παρατ. δεν έχει, μέσ. μέλλ. ως παθ. ἐᾱ'-σομαι,
παθ. αόρ. εἰᾱ'-θην, παρακ. εἴᾱ-μαι. Ρημ. επίθ. ἐᾱ-τέος.
ἐγείρω (= σηκώνω), πρτ. ἤγειρον,
μέλλ. (συνηρ.) ἐγερῶ, αόρ. ἤγειρα,
πρκμ. β΄ (με ουδ. διάθ.) ἐγρήγορα (= αγρυπνώ, είμαι άγρυπνος), υπερσ. ἐγρηγόρειν.
Μέσ. και παθ. ἐγείρομαι, πρτ. ἠγειρόμην,
μέσ. αόρ. β΄ ἠγρόμην (υποτ. ἔγρ-ωμαι κτλ.), παθ. αόρ. και ως μέσ. ἠγέρθην,
πρκμ. ἐγήγερμαι. Παράγ. ἔγερσις, ἐγερτός, ἐγερτέον.
ἐθέλω και (σπάν.) θέλω, πρτ. ἤθελον,
μέλλ. (ἐ)θελήσω, αόρ. ἠθέλησα,
πρκμ. ἠθέληκα, υπερσ. ἠθελήκειν.
Παράγ. ἐθελοντὴς (μτγν. θέλησις, θέλημα) κτλ.
εἴμαρται. Το απρόσωπο εἴμαρται (= είναι πεπρωμένο). Τούτο είναι
παρακείμ. του ποιητ. ρ. μείρομαι (= παίρνω το μέρος που μου ανήκει).
Εύχρηστοι τύποι: το γ΄ εν. του παρακ. εἵ-μαρ-ται, το γ΄ εν. του υπερσυντ. εἵ-μαρ-το και η μετοχή του παρακ. εἱμαρμένος (μάλιστα στο θηλ. εἱμαρμένη σαν ουσιαστ. με παράλειψη του
μοῖρα).
εἶμι. (=
θα πάω) Απαρ. ἰ-έναι. Μετοχή ἰ-ὼν (ἰόντος), ἰ-οῦσα (ἰούσης), ἰ-ὸν (ἰόντος), πρτ. ᾖ-α ή ᾔ-ειν. Ρημ. επιθ. ἰ-τὸς (ἁμαξ-ιτός), ἰ-τέον.
Παράγ. εἰσ-ι-τήριος κτλ.. Βλ. και ἔρχομαι.
Μέλλ. ἔσομαι (θα είμαι). Αόρ. ἐ-γεν-όμην (υπήρξα, έγινα)
Παρακ. γέ-γον-α (έχω υπάρξει, έχω γίνει).
Υπερ. ἐ-γε-γόν-ειν (είχα υπάρξει, είχα γίνει).
εἴωθα, πρκμ. με σημασ. ενεστ. (= συνηθίζω),
υπερσ. με σημασ. πρτ. εἰώθειν ή εἰωθὼς ἦν. Παράγ. εἰωθότως (= κατά συνήθεια).
ἐκ-πλήττω (= προκαλώ έκπληξη), πρτ. ἐξ-έπληττον,
μέλλ. ἐκπλήξω, αόρ. ἔπληξα.
Μέσ. και παθ. ἐκ-πλήττομαι, πρτ. ἐξ-επληττόμην, παθ. μέλλ. β΄ (ως μέσος) ἐκ-πλαγήσομαι, παθ. αόρ. β΄ (και ως μέσος) ἐξ-επλάγην,
πρκμ. ἐκ-πέπληγμαι, υπερσ. ἐξ-επεπλήγμην. Παράγ. ἔκπληξις, ἔκπληκτος κτλ. Όμοια σχηματίζονται οι χρόνοι του
κατα-πλήττω. Βλ. και πλήττω.
ἐλαύνω (= θέτω σε κίνηση, προχωρώ έφιππος ή
πάνω σε άμαξα), πρτ. ἤλαυνον, μέλλ. (συνηρ.) ἐλῶ, -ᾷς, -ᾷ -ῶμεν, -ᾶτε, -ῶσι(ν), αόρ. ἤλασα,
πρκμ. ἐλήλακα. Μέσ. και παθ. ἐλαύνομαι,
πρτ. ἠλαυνόμην, μέσ. αόρ. ἠλασάμην,
παθ. αόρ. -ηλάθην, πρκμ. ἐλήλαμαι.
Παράγ. ἔλασις, ἐλατὸς (θεήλατος, σφυρήλατος κτλ.), ἐλατέον κτλ.
ἕλκω (= σέρνω, τραβώ) πρτ. εἷλκον, μέλλ. ἕλξω, αόρ. εἵλκῠσα, πρκμ. -είλκυκα, μεσ. και παθ. ἕλκομαι,
πρτ. εἱλκόμην, μέσ. αορ. -ειλκῠσάμην, παθ. αόρ. -ειλκύσθην,
πρκμ. - είλκυσμαι. Παράγ. ἕλξις, ἑλκτός, ἑλκτέον.
ἐμέω -ῶ (= κάνω εμετό), παρατ. ἤμεον -ουν,
αόρ. ἤμε-σα. Παράγ. ἔμε-σις, ἔμετος κτλ.
ἔοικα. (= μοιάζω). Τούτο είναι παρακείμενος του
άχρηστου ρ. εἴκ-ω
και έχει σημασία ενεστώτα. Κλίνεται έτσι: Παρακείμ. Οριστ. ἔ-οικ-α, -ας, -ε, ἐ-οίκ-αμεν,
-ατε, -ασι και εἴξασι. Υποτ. ἐ-οίκ-ω, -ῃς, -ῃ, -ωμεν, -ητε, -ωσι(ν). Ευκτ. ἐ-οίκ-οιμι, -οις, -οι κτλ. Προστ.
λείπει. Απαρ. εἰκ-έναι (και μεταγεν. ἐ-οικ-έναι). Μετ. εἰκὼς (-ότος), εἰκυῖα (-υίας), εἰκὸς (-ότος)
(και μεταγ. ἐ-οικ-ώς, -υῖα, -ός). Υπερσ. (με σημασία παρατ.) ἐ-ῴκ-ειν, ἐ-ῴκ-εις, ἐ-ῴκ-ει, ἐ-ῴκ-εμεν, ἐ-ῴκ-ετε, ἐ-ῴκ-εσαν.
ἐπαινέω -ῶ. Βλ. αἰνέω -ῶ.
ἐπιλανθάνομαι (αποθ. μέσ. = λησμονώ), πρτ. ἐπ-ελανθανόμην, μέσ. μέλλ. ἐπι-λήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἐπ-ελαθόμην,
πρκμ. ἐπι-λέλησμαι, υπερσ. ἐπ-ελελήσμην.
Παράγ. ἐπιλήσμων κ.ά.
ἐπιμελέομαι -οῦμαι και ἐπιμέλομαι (αποθ. παθ. = φροντίζω), πρτ. ἐπεμελούμην και ἐπεμελόμην, μέσ. μέλλ. ἐπιμελήσομαι,
παθ. μέλλ. (ως μέσ.) ἐπιμεληθήσομαι, παθ. αόρ. (ως μέσος) ἐπεμελήθην,
πρκμ. ἐπιμεμέλημαι. Παράγ. ἐπιμελητής, ἐπιμέλημα, ἐπιμελητέον κ.ά.
ἐπίσταμαι. Ενεστ. οριστ. ἐπίσταμαι, - σαι, -ται κτλ., υποτ. ἐπίστωμαι, -ῃ, -ηται κτλ., ευκτ. ἐπισταίμην, -αιο, -αιτο κτλ. (ο τονισμός
κατά τα βαρύτ.), προστ. ἐπίστω (και ἐπίστασο), ἐπιστάσθω κτλ., απαρ. ἐπίστασθαι, μετ. ἐπιστάμενος· παρατ. ἠπιστάμην,
ἠπίστω (και ἠπίστασο), ἠπίστατο κτλ., μέσ. μέλλ. ἐπι-στή-σομαι, παθ. αόρ. ἠπιστή-θην. Ρημ. επίθ. ἐπιστη-τός, -τέος. Παράγ. ἐπιστήμη, ἐπιστήμων κτλ.
ἕπομαι (αποθ. μέσ. = ακολουθώ), πρτ. εἱπόμην, μέσ. μέλλ. ἕψομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἑσπόμην (υποτ. ἐπίσπωμαι κτλ.). Τα λοιπά από το συνών. ἀκολουθῶ.
ἔρχομαι (αποθ.), πρτ. ᾔειν και ᾖα, μέλλ. εἶμι (= θα έρθω ή θα πάω), αόρ. β΄ ἦλθον,
πρκμ. ἐλήλυθα, υπερσ. ἐληλύθην.
Παράγ. ἔπ-ηλυς, γεν. ἐπ-ήλυδος (= αυτός που ήρθε τελευταία),
νέ-ηλυς, γεν. νε-ήλυδος (= νεοφερμένος) κ.ά.
ἐρωτάω -ῶ, πρτ. ἠρώτων,
μέλλ. ἐρωτήσω και μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) ἐρήσομαι,
αόρ. ἠρώτησα και μέσ. αόρ. β΄ (μ’ ενεργ. σημασ.) ἠρόμην (υπ. ἔρωμαι κτλ.), πρκμ. ἠρώτηκα. Παθ. ἐρωτῶμαι, πρτ. ἠρωτώμην,
παθ. αόρ. ἠρωτήθην, πρκμ. ἠρώτημαι.
Παράγ. ἐρώτησις, ἐρώτημα, ἐρωτητέον.
ἐσθίω (= τρώγω), πρτ. ἤσθιον,
μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) ἔδ-ομαι, αόρ. β΄ ἔφαγον,
πρκμ. ἐδήδοκα, παθ. πρκμ. -εδήδεσμαι. Παράγ. ἔδεσμα, ἐδωδή, ἐδεστός, ἐδεστέον.
εὑρίσκω, πρτ. ηὕρισκον και εὕρισκον, μέλλ. εὑρήσω, αόρ. β΄ ηὗρον και εὗρον, πρκμ. ηὕρηκα και εὕρηκα. Μέσ. και παθ. εὑρίσκομαι, πρτ. ηὑρισκόμην και εὑρισκόμην, μέσ. μέλλ. εὑρήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ ηὑρόμην και εὑρόμην, παθ. μέλλ. εὑρεθήσομαι, παθ. αόρ. ηὑρέθην και εὑρέθην, πρκμ. εὕρημαι, υπερσ. ηὑρήμην και εὑρήμην. Παράγ. εὕρεσις, εὕρημα, εὑρετὸς (ἀνεύρετος, δυσεύρετος κτλ.).
ἔχω, πρτ., εἶχον, μέλλ. ἕξω και σχήσω,
αόρ. β΄ ἔσχον (υποτ. σχῶ, σχῇς, σχῇ κτλ., ευκτ. σχοίην, σχοίης, σχοίη κτλ., αλλά σύνθ. παράσχοιμι, παράσχοις, παράσχοι κτλ., προστ., σχές, απαρ. σχεῖν, μετ. σχών, σχοῦσα, σχόν), πρκμ. ἔσχηκα.
Μέσ. και παθ. ἔχομαι, πρτ. εἰχόμην, μέσ. μέλλ. ἕξομαι και σχήσομαι,
μέσ. αόρ. β΄ (και ως παθ.) ἐσχόμην (υποτ. σχῶμαι, σχῇ, σχῆται κτλ.), πρκμ. -έσχημαι. Παράγ. ἕξις, ἑξῆς, -οχος (ἔνοχος, ἔξοχος κτλ.), -οχὴ (ἐσοχή, ἐξοχή κτλ.), σχῆμα, σχέσις,
-εκτὸς (ἀνεκτὸς κτλ.), ἑκτέος, ἑκτέον κ.ά.
ἕψω (= βράζω), πρτ. ἧψον, μέσ.
μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) ἑψήσομαι, αόρ. ἥψησα.
Παθ. ἕψομαι. Παράγ. ἕψησις, ἕψημα (μτγν. ἀφέψημα), ἑψητὸς ή ἑφθὸς (= βραστός) και ὀπτὸς (= ψητός),
όπου δεν κρατήθηκε η δασεία του θέματος.
Ζ
Ζεύγνυμι (= ζεύω), πρτ. -εζεύγνυν, αόρ. ἔζευξα.
Μέσ. και παθ. ζεύγνυμαι,
μέσ. αόρ. ἐζευξάμην, παθ. αόρ. α΄ ἐζεύχθην,
παθ. αόρ. β΄ ἐζύγην, πρκμ. ἔζευγμαι. Παραγ. ζεῦγος, ζεῦξις, ζευκτὸς κ.ά.
ζῶ, πρτ. ἔζων,
μέλλ. ζήσω και συνήθ. μέσ. μέλλ. (με την ίδια
σημασ.) βιώσομαι, αόρ. β΄ ἐβίων,
πρκμ. βεβίωκα. Παθ. πρκμ. βεβίωται, μτχ. ὁ βεβιωμένος (βίος) καιτὰ βεβιωμένα. Παράγ. βιωτὸς (ἀβίωτος), βιωτέος, -τέον.
ζώννυμι (= ζώνω), αόρ. -έζωσα. Παθ. πρκμ. ἔζωσμαι ή ἔζωμαι. Παράγ. ζῶμα
(διάζωμα), ζωστήρ, ἄζωστος κ.ά.
Η
Ἥδομαι (αποθ. = ευχαριστιέμαι, ευφραίνομαι),
πρτ. ἡδόμην, παθ. μέλλ. (ως μέσος) ἡσθήσομαι, παθ. αόρ. (ως μέσος) ἥσθην.
ἠμὶ (= λέω). Εύχρηστος ο παρατ. στο α΄ ενικό ἦ-ν (= ἔφην) και το γ΄ ενικό ἦ (= ἔφη), στις παρενθετικές φράσεις: ἦν δ’ ἐγὼ (= είπα εγώ), ἦ δ’ ὅς (=είπε αυτός), ἦ δ’ ἣ (= είπε αυτή).
Θ
Θέω, θεῖς, θεῖ κτλ. (= τρέχω), πρτ. ἔθεον,
-εις, -ει κτλ., μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) -θεύσομαι.
Τα λοιπά από το ρ. τρέχω. Παθ. μόνο μεταθέομαι (= καταδιώκομαι, με κυνηγούν). Παράγ.
θοὸς (ποιητ. = γρήγορος).
θηράω -ῶ (= κυνηγώ), παρατ. ἐ-θήραον-ων,
μέλλ. θη-ράσω, αόρ. ἐ-θήρᾱ-σα, παρακ. τε-θήρᾱ-κα, υπερσ. ἐ-τε-θηρᾱ'-κειν. Μέσ. και παθ. θηράομαι -ῶμαι· τα λοιπά ποιητ. και μεταγ. Ρημ. επίθ. θηρᾱ-τός, θηρᾱ-τέος. Παράγ. θηρᾱ-τής, θήρᾱ-μα κτλ.
θιγγάνω (εγγίζω, ψαύω), αόρ. β΄ ἔθιγον. Τα
λοιπά από το ἅπτομαι. Παράγ. ἄθικτος, εὔθικτος.
θραύω. μόνο ο ενεστώτας και ο αόρ. ἔθραυσα.
Παθ. θραύομαι, παθ. αόρ. ἐθραύσθην,
πρκμ. τέθραυσμαι. Ρηματ.
επίθ. θραυστός.
I
Ἰάομαι -ῶμαι (αποθ.). (= γιατρεύω), παρατ. ἰᾰόμην-ώμην,
μέσ. μέλλ. ἰᾱ'-σομαι, μέσ. αόρ. ἰᾱ-σάμην,
παθ. αόρ. με παθ. διάθ. ἰᾱ'-θην. Ρημ. επίθ. ἰᾱ-τός, ἰᾱ-τέος. Παράγ. ἴᾱ-σις, ἴᾱ-μα, ἰᾱ-τρὸς κτλ.
ἵζω. Βλ. καθίζω.
ἵημι. (= ρίχνω), παρατ. ἵ-η-ν,
μέλλ. ἥ-σω, αόρ. ἧ-κα, παρακ. εἷ-κα. Μέσ. και παθ. ἵ-ε-μαι, παρατ. ἱ-έ-μην,
μέσ. μέλλ. -ή-σο-μαι (ἀφ-ή-σομαι),
παθ. μέλλ. -ε-θήσομαι (ἀφ-ε-θήσομαι),
μέσ. αόρ. α΄ -η-κά-μην (προ-η-κά-μην, σπάν.), μέσ.
αόρ. β΄ -εί-μην (ἀφ-εί-μην,
ἀφ-εῖσο, ἀφ-εῖτο κτλ.), παθ. αόρ. -εί-θην (ἀφ-εί-θην,
υποτ. ἀφ-ε-θῶ κτλ.), παρακ. -εῖ-μαι (ἀφ-εῖ-μαι), υπερσ. -εί-μην (ἀφ-εί-μην,
ἀφ-εῖ-σο, ἀφ-εῖ-το κτλ.). Ρημ. επίθ. (ἑ-τὸς) κάθ-ε-τος, ἄφ-ε-τος, συν-ε-τός. Παράγ. ἄν-ε-σις, ἄφ-ε-σις, ἔν-ε-σις,
σύν-ε-σις κτλ., ἀφ-έ-της, ἐφ-έ-της κτλ.
ἱλάσκομαι (αποθ. μεικτό = εξιλεώνω), πρτ. ἱλασκόμην,
μέσ. μέλλ. ἱλάσομαι, μέσ. αόρ. -ιλασάμην, παθ. αόρ. ἱλάσθην.
Παράγ. ἱλασμός, ἱλαστὴς κ.ά.
ἵστημι. (= στήνω), παρατ. ἵ-στη-ν,
μέλλ. στή-σω, αόρ. α΄ ἔ-στη-σα,
αόρ. β΄ ἔ-στη-ν, παρακ. ἕ-στη-κα,
υπερσ. εἱ-στή-κειν και ἑ-στή-κειν, συντέλ. μέλλ. ἑ-στή-ξω.
Μέσ. και παθ. ἵ-στα-μαι, παρατ., ἱστά-μην,
μέσ. μέλλ. στή-σομαι, , παθ. μέλλ. στα-θήσομαι, μέσ. αόρ. α΄ ἐ-στη-σάμην,
παθ. αόρ. ἐ-στά-θην. Ρημ. επιθ. ἀνά-στα-τος, ἀν-υπό-στατος, ἀπο-στα-τέον. Παράγ. στά-σις, ἐπι-στά-της, στα-θμός, στή-λη, στή-μων
κτλ.
Ο παρακείμ. ἕστηκα και ο υπερσυντ. εἱστήκειν έχουν σε ορισμένα πρόσωπα και
δεύτερους τύπους. Έτσι σχηματίζονται οι τύποι: ἕστηκα,
-κας, -κε, -καμεν, -κατε, -κασι και ἕ-στα-μεν, ἕ-στα-τε, ἑ-στᾶ-σι. Απαρ. ἑστηκέναι και ἑ-στάναι. Μετοχή: ἑστηκώς,
-κυῖα, -κὸς και ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς και ἐστός,
γεν. ἑστῶτος, ἑστώσης, ἑστῶτος. Υπερσυντέλ. εἱστήκειν, -κεις, -κει, -κεμεν, -κετε, -κεσαν
και ἕ-στα-σαν.
Κ
Καθέζομαι (κατά + ἕζομαι, αποθ. = κάθομαι), πρτ. (με σημασ. αορ.) ἐκαθεζόμην,
μέσ. μέλλ. (συνηρ.) καθεδοῦμαι.
κάθημαι. Ο
ενεστώτας με σημασία παρακειμένου του καθέζομαι. Παρατατ. ἐ-καθ-ή-μην,
ἐ-κάθ-η-σο, ἐ-κάθ-η-το κτλ. Και χωρίς αύξηση: καθ-ή-μην, καθ-ῆ-σο, καθ-ῆ-το, καθ-ή-μεθα, καθ-ῆ-σθε, καθ-ῆ-ντο. Μέλλ. (συνηρ.) καθ-εδοῦμαι, καθ-εδεῖ, καθ-εδεῖται κτλ. (από το καθέζομαι).
καθίζω (κατά + ἵζω = βάζω κάποιον να καθίσει), πρτ. ἐκάθιζον,
μέλλ. (συνηρ.), καθιῶ, -εῖς, -εῖ κτλ., αόρ. ἐκάθισα και καθῖσα. Μέσ. καθίζομαι (= καθίζω τον εαυτό μου, βυθίζομαι),
πρτ. ἐκαθιζόμην, μέσ. μέλλ. καθιζήσομαι, μέσ. αόρ. -εκαθισάμην.
καίω και κάω.
πρτ. ἔκαιον και ἔκαον, μέλλ. καύσω,
αόρ. ἔκαυσα, πρκμ. κέκαυκα.
Παθ. καίομαι και κάομαι,
πρτ. ἐκαόμην (μόνο), παθ. μέλλ. καυθήσομαι, παθ. αόρ. ἐκαύθην,
πρκμ. κέκαυμαι, υπερσ. ἐκεκαύμην.
Ρηματ. επίθ. ἄκαυ-σ-τος, περίκαυ-σ-τος (αλλά
πυρίκαυ-σ-τος και πυρίκαυ-τος).
καλέω -ῶ. παρατ. ἐκάλεον -ουν,
μέλλ. συνηρημ. καλῶ, αόρ. ἐ-κάλε-σα,
παρακ. κέ-κλη-κα, υπερσ. ἐ-κε-κλή-κειν. Παθ. καλέομαι
-οῦμαι, παρατ. ἐκαλεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. καλοῦμαι, παθ. μέλλ. κλη-θήσομαι,
μέσ. αόρ. ἐ-καλε-σάμην, παθ. αόρ. ἐ-κλή-θην,
παρακ. κέ-κλη-μαι, υπερσ. ἐ-κε-κλή-μην.
Ρημ. επίθ. κλη-τός, κλη-τέος. Παράγ. κλῆ-σις, κλη-τὴρ κτλ.
κάμνω (= κοπιάζω, κουράζομαι), πρτ. ἔκαμνον,
μέσ. μέλλ. καμοῦμαι, αόρ. β΄ ἔκαμον, πρκμ. κέκμηκα,
υπερσ. ἐκεκμήκειν. Παράγ. κάματος, ἀποκμητέον.
κατάγνυμι (κατά + ἄγνυμι = σπάζω, τσακίζω), μέλλ. κατάξω,
αόρ. κατέαξα (υποτ. κατ-άξω κτλ.). Παθ. κατάγνυμαι, παθ. αόρ. κατεάγην (υποτ. καταγῶ, ευκτ. καταγείην κτλ.), ενεργ. πρκμ.
β΄ με παθ. σημασ. κατέαγα (= είμαι τσακισμένος). Παράγ. κάταξις,
κάταγμα, κατακτὸς (= που μπορεί κανείς να τον σπάσει).
καταδαρθάνω (κατά + δαρθάνω = κοιμούμαι), αόρ. β΄ κατέδαρθον, πρκμ. καταδεδάρθηκα.
(κατα)λεύω. (= λιθοβολώ), πρτ. κατέλευον, αόρ. κατέλευσα. Παθ. μέλλ. καταλευσθήσομαι, παθ. αόρ. κατελεύσθην. Ρηματ. επίθ.
λιθό-λευστος.
κεῖμαι. Το ρ. κεῖμαι (= κείτομαι, είμαι τοποθετημένος). Ενεστώτας με σημασία παρακειμένου
του ρ. τίθεμαι. Παρατ. (με σημασία υπερσυντ.) ἐ-κεί-μην,
ἔ-κει-σο, ἔ-κει-το κτλ. Μέλλ. κεί-σομαι,
κεί-σῃ, κεί-σεται κτλ.
Παράγ. κειμήλιον, κοίτη (απ’ όπου
κοιτίς, κοιτὼν κτλ.).
κελεύω. (= διατάζω, παραγγέλνω), πρτ. ἐκέλευον,
μέλλ. κελεύσω, αόρ. ἐκέλευσα,
πρκμ. κεκέλευκα. Παθ. κελεύομαι, πρτ. ἐκελευόμην,
παθ. αόρ. ἐκελεύσθην, πρκμ. κεκέλευσμαι. Ρηματ. επίθ. ἀκέλευστος, κελευστέος.
κεράννυμι και (σπάν.) κεραννύω (λέγεται για τα υγρά = κάνω μείγμα,
ανακατεύω) αόρ. ἐκέρασα. Μέσ. και παθ. κεράννυμαι, παθ. μέλλ. κραθήσομαι, παθ. αόρ. ἐκράθην και ἐκεράσθην, μέσ. αόρ. -εκερασάμην, πρκμ. κέκραμαι, υπερσ. ἐκεκράμην.
Παράγ. κρᾶσις, κρᾶμα, κρατήρ, ἄκρατος, εὔκρατος, ἀκέραστος, συγκρατέον κ.ά.
κλαίω και κλάω.
πρτ. ἔκλαον, μέλλ. κλαύσομαι και κλαήσω ή κλαιήσω,
αόρ. ἔκλαυσα. Μέσ. αόρ. ἐκλαυσάμην.
Ρηματ. επίθ. κλαυ(σ)τός, ἄκλαυ(σ)τος.
κλείω (κλῄω) πρτ. ἔκλῃον ή ἔκλειον, μέλλ. κλῄσω ή κλείσω,
αόρ. ἔκλῃσα ή ἔκλεισα. Μέσ. και παθ. -κλήομαι ή -κλείομαι,
πρτ. -εκλῃόμην ή -εκλειόμην,
παθ. μέλλ. -κλῃ-σ-θήσομαι ή -κλει-σ-θήσομαι,
μέσ. αόρ. -εκλῃσάμην ή -εκλεισάμην,
παθ. αόρ. ἐκλῄ-σ-θην ή ἐκλεί-σ-θην, πρκμ. κέκλῃμαι ή κέκλειμαι,
υπερσ. ἐκεκλῄμην ή ἐκε-κλείμην. Ρηματ. επίθ. κλῃ-σ-τός ή κλει-σ-τός.
κλέπτω, πρτ. ἔκλεπτον,
μέλλ. κλέψω και μέσ. μέλλ. (με την ίδια σημασ.) κλέψομαι, αόρ. ἔκλεψα,
πρκμ. κέκλοφα. Παθ. κλέπτομαι, παθ. αόρ. ἐκλάπην,
πρκμ. -κέκλεμμαι. Παράγ.
κλέμμα, κλέπτης, κλοπή.
κράζω, αόρ. β΄ -έκραγον, πρκμ. β΄ (με σημασ.
ενεστ.) κέκραγα (= φωνάζω δυνατά), υπερσ. β΄ ἐκεκράγειν). Παράγ. κραυγή· από το θ.
του πρκμ. κεκραγμός, κεκράκτης (ποητικά).
κρεμάννυμι (= κρεμώ), αόρ. ἐκρέμασα.
Μέσ. και παθ. κρεμάννυμαι,
παθ. αόρ. ἐκρεμάσθην, πρκμ. κρέμαμαι.
κρούω. πρτ. ἔκρουον,
μέλλ. κρούσω, αόρ. ἔκρουσα,
πρκμ. -κέκρουκα, υπερσ. -εκεκρούκειν. Μέσ. και παθ. κρούομαι, πρτ. ἐκρουόμην,
μέσ. μέλλ. κρούσομαι, μέσ.
αόρ. ἐκρουσάμην, παθ. αόρ. -εκρούσθην, πρκμ. κέκρου(σ)μαι, υπερσ. ἐκεκρούσμην.
Ρηματ. επίθ. ἀπο-κρουστέον.
κτάομαι -ῶμαι (αποθ. μεικτό), πρτ. ἐκτώμην,
μέσ. μέλλ. κτήσομαι, μέσ.
αόρ. ἐκτησάμην, παθ. αόρ. ἐκτήθην,
πρκμ. κέκτημαι και ἔκτημαι (υποτ. (κ)ἐκτημένος ὦ κτλ. και μονολ. κέκτωμαι, γ΄ εν. κεκτῆται, β΄ πλ. κεκτῆσθε· ευκτ. (κ)ἐκτημένος εἴην κτλ. και μονολ. κεκτῄμην, κεκτῇο, κεκτῇτο κτλ.·
προστ. κέκτησο· απαρ. κεκτῆσθαι, μετ.
(κ)ἐκτημένος), υπερσ. ἐκεκτήμην,
συντελ. μέλλ. κεκτήσομαι και ἐκτήσομαι. Παράγ. κτῆμα, κτήτωρ, κτητὸς (ἄκτητος κτλ.), κτητέον κ.ά.
Λ
Λαγχάνω (= παίρνω κάτι με κλήρο, παίρνω μέρος
σε κάτι), πρτ. ἐλάγχανον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) λήξομαι, αόρ. β’ ἔλαχον,
πρκμ. εἴληχα, υπερσ. εἰλήχειν. Παθ. λαγχάνομαι, παθ. αόρ. ἐλήχθην,
πρκμ. εἴληγμαι. Παράγ. λῆξις (= κλήρωση· διαφορετικό από το λῆξις = τέλος, παράγ. του λήγω), λάχος (=
κλήρος, μερίδιο), ληκτέος κ.ά.
λαμβάνω, πρτ. ἐλάμβανον,
μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) λήψομαι,
αόρ. β΄ ἔλαβον, πρκμ. εἴληφα, υπερσ. εἰλήφειν. Μέσ. και παθ. λαμβάνομαι, πρτ. ἐλαμβανόμην,
παθ. μέλλ. ληφθήσομαι,
παθ. αόρ. ἐλήφθην, μέσ. αόρ. β΄ ἐλαβόμην,
πρκμ. εἴλημμαι, υπερσ. -ειλήμμην. Παράγ. λῆψις, λῆμμα (δίλημμα κτλ.), λήπτης, ληπτός, ληπτέος κ.ά.
λανθάνω (= μένω κρυμμένος ή απαρατήρητος,
ξεφεύγω την προσοχή κάποιου), πρτ. ἐλάνθανον, μέλλ. λήσω, αόρ. β΄ ἔλαθον,
πρκμ. λέληθα, υπερσ. ἐλελήθειν.
Παράγ. λάθος, λήθη. Βλ. και ἐπιλανθάνομαι.
λέγω (= μιλώ), πρτ. ἔλεγον,
μέλλ. λέξω ή (συνηρ.) ἐρῶ, -εῖς, -εῖ κτλ., αόρ. α΄ ἔλεξα ή εἶπα, αόρ. β΄ εἶπον, πρκμ. εἴρηκα, υπερσ. εἰρήκειν. Παθ. λέγομαι, πρτ. ἐλεγόμην,
παθ. μέλλ. λεχθήσομαι και συνήθ. ῥηθήσομαι,
παθ. αόρ. ἐλέχθην και συνήθ. ἐρρήθην,
πρκμ. λέλεγμαι και και συνήθ. εἴρημαι, υπερσ. εἰρήμην, συντελ. μέλλ. εἰρήσομαι. Παράγ. λέξις, λόγος, ῥῆμα, ῥήτωρ, λεκτός, λεκτέος. Βλ. και ρ. διαλέγομαι.
λείπω (= αφήνω), πρτ. ἔλειπον,
μέλλ. λείψω, αόρ. β΄ ἔλιπον,
πρκμ. β΄ λέλοιπα, υπερσ. ἐλελοίπειν.
Μέσ. και παθ. λείπομαι,
πρτ. ἐλειπόμην, μέσ. μέλλ. -λείψομαι, παθ. μέλλ. -λειφθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ -ελιπόμην, παθ. αόρ. ἐλείφθην,
πρκμ. λέλειμμαι, υπερσ. ἐλελείμμην,
συντελ. μέλλ. λελείψομαι.
Παράγ. λεῖψις (ἔκλειψις, ἔλλειψις κτλ.),
λεῖμμα (διάλειμμα κτλ.), λειπτὸς (ἀδιάλειπτος κτλ.), λειπτέον, λοιπὸς κ.ά.
λεύω. Βλ. (κατα)λεύω
λούω. μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. λοῦμαι, πρτ. ἐλούμην, μέσ. μέλλ. λούσομαι, μέσ. αόρ. ἐλουσάμην,
πρκμ. λέλουμαι (μεταγεν. λέλουσμαι).
Μ
Μανθάνω, πρτ. ἐμάνθανον,
μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) μαθήσομαι,
αόρ. β΄ ἔμαθον, πρκμ. μεμάθηκα,
υπερσ. ἐμεμαθήκειν. Παθ. μόνο ενεστ. μανθάνομαι. Παράγ. μάθησις,
μάθημα, μαθητής, μαθητός, μαθητέον κ.ά.
μάχομαι (αποθ. μέσ.), πρτ. ἐμαχόμην,
μέσ. μέλλ. (συνηρ.) μαχοῦμαι, -εῖ, -εῖται κτλ., μέσ. αόρ. ἐμαχεσάμην,
πρκμ. μεμάχημαι. Παράγ.
μαχητής, μαχητός (ἀμάχητος κτλ.), μαχητέον και μαχετέον
κ.ά.
μείγνυμι και μειγνύω (= σμίγω), πρτ. -εμείγνυν, μέλλ. μείξω, αόρ. ἔμειξα.
Μέσ. και παθ. μείγνυμαι,
πρτ. -εμειγνύμην, παθ.
μέλλ. -μειχθήσομαι, μέσ. αόρ. ἐμειξάμην, παθ. αόρ. α΄ (και ως μέσ.) ἐμείχθην και παθ. αόρ. β΄ (και ως μέσ.) ἐμίγην,
πρκμ. μέμειγμαι, υπερσ. ἐμεμείγμην.
Παράγ. μεῖξις, μεῖγμα, μιγάς, μεικτός, μεικτέον κ.ά.
μέλει (απρόσ. = υπάρχει φροντίδα), πρτ. ἔμελε,
μέλλ. μελήσει, αόρ. ἐμέλησε,
πρκμ. μεμέληκε, υπερσ. ἐμεμελήκει.
Παράγ. μέλημα (= φροντίδα), μελητέον κ.ά.
μέλλω (= έχω σκοπό, αναβάλλω), πρτ. ἔμελλον και ἤμελλον, μέλλ. μελλήσω, αόρ. ἐμέλλησα.
Παθ. γ΄ εν. μέλλεται.
Παράγ. μέλλησις, μέλλημα (= αργοπορία), μελλητής (= αυτός που αργοπορεί, που
διστάζει), μελλητέον κ.ά.
μένω, πρτ. ἔμενον,
μέλλ. (συνηρ.) μενῶ, -εῖς, -εῖ κτλ., αόρ. ἔμεινα,
πρκμ. μεμένηκα. Παράγ.
μενετός, μενετέον, μόνος, μονάς, μονὴ κ.ά.
μιμνήσκω (= θυμίζω), εύχρ. τα συνθ. ἀνα(ὑπο)μιμνήσκω κτλ., πρτ. -εμίμνησκον, μέλλ. -μνήσω, αόρ. -έμνησα. Μέσ. μιμνήσκομαι (συνήθ. σύνθ.) πρτ. -εμιμνησκόμην, μέσ. μέλλ. -μνήσομαι, παθ. μέλλ.
(ως μέσος) μνησθήσομαι,
παθ. αόρ. (ως μέσος) ἐμνήσθην, πρκμ. (με σημασ. ενεστ.) μέμνημαι (= θυμούμαι· υποτ. μεμνῶμαι, -ῇ, -ῆται, κτλ., ευκτ. μεμνῄμην, -ῇo, -ῇτο κτλ.), υπερσ. (με σημασ. πρτ.) ἐμεμνήμην,
συντελ. μέλλ. μεμνήσομαι.
Παράγ. μνήμη, μνήμων, μνῆμα, ὑπό(ἀνά)μνησις, -μνηστὸς (ἀναμνηστός, ἀείμνηστος κτλ.), -μνηστέον κ.ά.
Ν
Νέμω (= μοιράζω, βόσκω), πρτ. ἔνεμον,
μέλλ. (συνηρ.) νεμῶ, -εῖς, -εῖ κτλ., αόρ. ἔνειμα,
πρκμ. νενέμηκα. Μέσ. και
παθ. νέμομαι, πρτ. ἐνεμόμην,
μέσ. μέλλ. (συνηρ.) νεμοῦμαι, - εῖ, -εῖται κτλ., μέσ. αόρ. ἐνειμάμην,
παθ. αόρ. ἐνεμήθην, πρκμ. νενέμημαι, υπερσ. ἐνενεμήμην.
Παράγ. νομεύς, νομή, νόμος, νομός, -νεμητός (ἀνέμητος κτλ.), -νεμητέον κ.ά.
νέω, νεῖς, νεῖ κτλ. (= πλέω, κολυμπώ), πρτ. -ένεον, -ένεις, -ένει κτλ.,
μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργητ. σημασ.) νεύσομαι,
αόρ. ἔνευσα, πρκμ. νένευκα.
Παράγ. νεῦσις (= κολύμπημα), νευστέον κ.ά.
Ξ
Ξέω, ξεῖς, ξεῖ, ξέομεν, ξεῖτε, ξέουσι. (= ξύνω), αόρ. ἔξεσα.
Παράγ. ξέσις, ξέσμα, ξεστήρ, ξέστρον, ξεστός (ἄξεστος) κ.ά. Ρημ. επίθ. ξεσ-τός, ἄ-ξεσ-τος. Παράγ. ξέ-σις κτλ.
ξύω. αόρ. ἔξῡσα. Μέσ. αόρ. ἐξυσάμην,
παθ. αόρ. -εξύσθην. Ρηματ.
επίθ. ξυστός.
Ο
Οἶδα (= ξέρω) Το οἶδα είναι παρακείμ. β΄ του άχρηστου ρ. εἴδω και πήρε σημασία ενεστώτα. Υπερσυντέλ. (με σημασία παρατ.) ᾔδ-ειν ή ᾔδ-η, ᾔδ-εις ή ᾔδ-ησθα, ᾔδ-ει ή ᾔδ-ειν, ᾔδ-ε-μεν ή ᾖσ-μεν, ᾔδ-ε-τε ή ᾖστε, ᾔδ-ε-σαν ή ᾖ-σαν, ᾔδ-ειτον ή ᾖσ-τον, ᾐδ-είτην ή ᾔσ-την. Μέλλ. εἴ-σομαι και εἰδή-σω. Ρημ. επίθ. ἰσ-τέον.
Παράγ. εἴδησις, εἶδος, επίρρ. (από τη μετοχή) εἰδότως (= με
επίγνωση, συνειδητά), ἵστωρ (=
γνώστης, έμπειρος)· απ’ αυτό: ἱστορία.
οἴομαι και οἶμαι (αποθ. παθ. = νομίζω, φρονώ), πρτ. ᾠόμην και ᾤμην, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) οἰήσομαι, παθ. αόρ. (μ’ ενεργ. σημασ.) ᾠήθην.
Παράγ. οἰησις, οἰητέον.
οἴχομαι (αποθ. ενεστ. με σημασ. πρκμ. = έχω
φύγει), πρτ. (με σημασ. υπερσ.) ᾠχόμην, μέσ. μέλλ. οἰχήσομαι. Παράγ. οἰχητέον.
ὄμνυμι (= ορκίζομαι), πρτ. ὤμνυν,
μέσ. μέλλ. (συνηρ., μ’ ενεργ. σημασ.) ὀμοῦμαι, -εῖ, -εῖται κτλ., αόρ. ὤμοσα, πρκμ. ὀμώμοκα, υπερσ. ὠμωμόκειν.
Μέσ. και παθ. -όμνυμαι,
πρτ. -ωμνήμην, παθ. μέλλ.
-ομοσθήσομαι, μέσ. αόρ. -ωμοσάμην, παθ. αόρ. ὠμό(σ)θην,
πρκμ. ὀμώμο(σ)ται (πβ. ὀμώμοσται Ζεύς = έχει γίνει όρκος στ’ όνομα του Δία), υπερσ. ὠμώμο(σ)το.
Παράγ. ἀνώμοτος, ἀπώμοτος, συνώμοτον (= σύνδεσμος που έγινε με όρκο, ομοσπονδία),
συνωμότης κ.ά.
ὀνίνημι. (=οφελώ, ευεργετώ) (Ενεστ. οριστ. ὀ-νί-νη-μι, ὀνίνης, ὀνίνησι· τα λοιπά πρόσ. άχρηστα - υποτ., ευκτ. και προστ. λείπουν·
απαρ. ὀνινάναι, μετοχή μόνο θηλ. ὀνινᾶσα), παρατ. (λείπει και στη θέση του χρησιμοποιείται ο παρατ. του ὠφελῶ) ὠφέλουν, μελλ. ὀνή-σω,
αόρ. ὤνη-σα. Μέσ. και παθ. ὀ-νί-νᾰ-μαι (εκτός από την οριστ. εύχρηστη η ευκτ. ὀνιναίμην, ὀνίναιο, ὀνίναιτο, ὀνιναίμεθα, ὀνίναισθε, ὀνίναιντο, που τονίζεται κατά τα
βαρύτονα, και το απαρ. ὀνίνασθαι),
παρατ. ὠ-νι-νά-μην, μέσ. μέλλ. ὀνή-σομαι,
μέσ. αόρ. ὠνή-μην (ευκτ. ὀναίμην, ὄναιο, ὄναιτο, ὀναίμεθα, ὄναισθε, ὄναιντο, που τονίζεται κατά τα βαρύτονα·
απαρ. ὄνα-σθαι), παθ. αόρ. ὠνή-θην·
τα λοιπά από το ὠφελοῦμαι. Ρημ. επίθ ἀνόνη-τος
(ενεργ. = εκείνος που δεν ωφελεί, ανώφελος· παθ. = εκείνος που δεν ωφελείται), ὀνη-τέον. Παράγ. ὄνησις κτλ.
ὁράω -ῶ (= βλέπω), πρτ. ἑώρων,
μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) ὄψομαι, αόρ. β΄ εἶδον, (υποτ. ἴδω, ευκτ. ἴδοιμι, προστ. ἰδέ, απαρ. ἰδεῖν, μετ. ἰδών), πρκμ. ἑόρακα ή ἑώρακα και ποιητ. ὄπωπα,
υπερσ. ἑωράκειν. Μεσ. και παθ. ὁρῶμαι, πρτ. ἑωρώμην,
παθ. μέλλ. ὀφθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ -ειδόμην (υποτ. ἴδωμαι κτλ.), παθ. αόρ. ὤφθην, πρκμ. ἑόραμαι ή ἑώραμαι και ὦμμαι (ὦψαι, ὦπται, ὤμμεθα, ὦφθε, ὠμμένοι εἰσιν.). Παράγ. ὅρασις, ὄψις, ὄμμα, ὀπή, ὁρατὸς (ἀόρατος κτλ.), ἄοπτος (ὕποπτος, ἀνύποπτος κτλ.).
ὀφείλω (= χρωστώ), πρτ. ὤφειλον,
μέλλ. ὀφειλήσω, αόρ. ὠφείλησα και αόρ. β΄ ὤφελον (υποτ. ὀφέλω κτλ.), πρκμ. ὠφείληκα, υπερσ. ὠφειλήκειν.
Παθ. ὀφείλομαι, πρτ. ὠφειλόμην,
παθ. αόρ. ὠφειλήθην. Παράγ. ὀφειλή, ὀφείλημα, ὀφειλέτης (θηλ. ὀφειλέτις -ιδος) κ.ά.
ὀφλισκάνω (= καταδικάζομαι να πληρώσω πρόστιμο), πρτ. ὠφλίσκανον,
μέλλ. ὀφλήσω, αόρ. β΄ ὦφλον (υποτ. ὄφλω κτλ.), πρκμ. ὤφληκα, υπερσ. ὠφλήκειν. Παθ. πρκμ. μετ. ὠφλημένος. Παράγ. ὄφλησις, ὄφλημα, ὀφλητὴς κ.ά.
Π
Παίζω, πρτ. ἔπαιζον,
μέσ. μέλλ. (δωρικός, μ’ ενεργ. σημασ.) παιξοῦμαι, -εῖ, -εῖται κτλ., αόρ. ἔπαισα.
Παθ. πρκμ. πέπαισμαι.
Παράγ. παιδιὰ (ἡ), παίκτης,
παικτός, παικτέον και παιστέον κ.ά.
παίω. (= χτυπώ), πρτ. ἔπαιον, μέλλ. παίσω,
αόρ. ἔπαισα, πρκμ. πέπαικα.
Παθ. παίομαι, (πρτ. ἐπαιόμην,
μέσ. αόρ. ἐπαισάμην), παθ. αόρ. ἐπαίσθην.
Ρηματ. επίθ. ἀνά-παι-σ-τος.
πάσχω, πρτ. ἔπασχον,
μέσ. μέλλ. (με παθ. σημασ.) πείσομαι,
αόρ. β΄ ἔπαθον, πρκμ. πέπονθα,
υπερσ. ἐπεπόνθειν. Παράγ. πάθος, πάθη ἡ (= παθητική κατάσταση, πάθημα),
πάθημα, πάθησις, πένθος κ.ά.
πατάσσω (= χτυπώ), εύχρ. ο αόρ. ἐπάταξα.
Τα λοιπά από τα συνώνυμα παίω, πλήττω, τύπτω.
παύω. πρτ. ἔπαυον,
μέλλ. παύσω, αόρ. ἔπαυσα,
πρκμ. πέπαυκα. Μέσ. και
παθ. παύομαι, πρτ. ἐπαυόμην,
μέσ. μέλλ. παύσομαι, μέσ.
αόρ. ἐπαυσάμην, παθ. μέλλ. παυ(σ)θήσομαι, παθ. αόρ. ἐπαύ(σ)θην,
πρκμ. πέπαυμαι, υπερσ. ἐπεπαύμην.
Ρηματ. επίθ. ἄπαυ(σ)τος, παυ(σ)τέον.
πείθω, πρτ. ἔπειθον,
μέλλ. πείσω, αόρ. ἔπεισα,
πρκμ. πέπεικα, υπερσ. ἐπεπείκειν.
Μέσ. και παθ. πείθομαι,
πρτ. ἐπειθόμην, μέσ. μέλλ. πείσομαι, παθ. μέλλ. πεισθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἐπιθόμην,
παθ. αόρ. (και ως μέσ.) ἐπείσθην, πρκμ. πέπεισμαι, υπερσ. ἐπεπείσμην και ενεργ. πρκμ. β΄ (ως μέσ.) πέποιθα (= έχω πεποίθηση, έχω θάρρος), ενεργ.
υπερσ. β΄ (ως μέσ.) ἐπεποίθειν. Παράγ. πειθώ, πιθανός, πίστις,
πιστός, πειστέον κ.ά.
πεινῶ, πεινῇς, πεινῇ, πεινῶμεν, πεινῆτε, πεινῶσι, πρτ. ἐπείνων,
-ης, -η, -ῶμεν, -ῆτε, -ων, μέλλ. πεινήσω,
αόρ. ἐπείνησα, πρκμ. πεπείνηκα.
πέπρωται. To απρόσωπο πέπρωται (= είναι
πεπρωμένο). Τούτο είναι παρακείμ. ρήματος άχρηστου στον ενεστώτα, που έχει αόρ.
β΄ ἔ-πορ-ον (ποιητ. = έδωσα). Εύχρηστοι
τύποι: το γ΄ εν. του παρακ. πέ-πρω-ται ή πε-πρω-μένον
ἐστί, το γ΄ εν. του υπερσ. ἐ-πέ-πρω-το και η μετοχή του παρακ. ἡ πεπρωμένη (ενν. μοῖρα), τὸ πεπρωμένον (ενν. μέρος).
πετάννυμι (= ανοίγω), εύχρ. τα συνθ. ἀνα-πετάνννμι κτλ., πρτ. -επετάννυν, αόρ. -επέτασα. Παθ. -πετάννυμαι, πρτ. -επεταννύμην, πρκμ. -πέπταμαι. Τα λοιπά ποιητ. και
μτγν. Παράγ. πέτασμα, πέτασος κ.ά.
πέτομαι (αποθ. μέσ. = πετώ), μέσ. μέλλ. -πτήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ -επτόμην.
Τα λοιπά ποιητ. και μτγν. Παράγ. πτῆσις, πτῆμα κ.ά.
πήγνυμι και πηγνύω (= μπήγω), αόρ. ἔπηξα.
Μέσ. και παθ. πήγνυμαι,
πρτ. ἐπηγνύμην, παθ. μέλλ. β΄ παγήσομαι, μέσ. αόρ. -επηξάμην, παθ. αόρ. β΄ ἐπάγην,
ενεργ. πρκμ. β΄ (ως μέσος) πέπηγα,
υπερσ. ἐπεπήγειν. Παράγ. πηκτός, πῆξις, πῆγμα, πάγος, παγίς, πάγη (= παγίδα) κ.ά.
πίμπλημι. παρατ. ἐ-πί-μ-πλη-ν,
μέλλ. -πλή-σω, αόρ. -έ-πλη-σα, παρακ. πέ-πλη-κα. Μέσ. και παθ. πί-μ-πλᾰ-μαι, παρατ. ἐ-πι-μ-πλά-μην, (μέσ. μέλλ. πλή-σομαι), παθ. μέλλ. πλη-σ-θήσομαι, μέσ. αόρ. α΄ ἐ-πλη-σάμην και μέσ. αόρ. β΄ -ε-πλή-μην (σπάν.), παθ. αόρ. ἐ-πλήσ-θην,
παρακ. -πέ-πλη-σ-μαι. Ρημ. επίθ. ἄ-πλη-σ-τος, ἐμ-πλη-σ-τέος. Παράγ. πλήρης, πλῆθος κτλ.
πίμπρημι. συνήθ.
σύνθ. ἐμ-πί-(μ)-πρη-μι, παρατ. ἐν-ε-πί-μ-πρη-ν, μέλλ. ἐμ-πρή-σω, αόρ. ἐν-έ-πρη-σα.
Παθ. ἐμ-πί-πρα-μαι, παθ. αόρ. ἐν-ε-πρή-σ-θην. Παράγ. πρῆσις, ἐμπρησμός, ἐμπρηστής κτλ.
πίνω, πρτ. ἔπινον,
μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) πίομαι,
αόρ. β΄ ἔπιον, πρκμ. πέπωκα.
Παθ. πίνομαι, πρτ. ἐπινόμην,
παθ. αόρ. -επόθην, πρκμ. πέπομαι. Παράγ. πόσις, πότης,
ποτὸς (ως ουσ. ποτόν), ἄποτος, ποτέος κ.ά. Τα συνθ. παράγ. αττ.
αἱματοπώτης, οἰνοπώτης, ὑδροπώτης κτλ.. Επίσης σύνθ. αττ. φιλοπότης, φιλοποσία (από θ. πο-).
πιπράσκω (= πουλώ), εύχρ. μόνο ο πρκμ. πέπρακα και ο υπερσ. ἐπεπράκειν.
Παθ. πιπράσκομαι, παθ.
αόρ. ἐπράθην, πρκμ. πέπραμαι, υπερσ. ἐπεπράμην,
συντελ. μέλλ. πεπράσομαι.
Οι χρόνοι που λείπουν αναπληρώνονται από το ρ. πωλῶ και ἀποδίδομαι. Παράγ. πρᾶσις, πρατήρ,
ἄπρατος, πρατέος κ.ά. Βλ. και ρ. πωλῶ.
πίπτω, πρτ. ἔπιπτον,
μέσ. μέλλ. (δωρικός) πεσοῦμαι, -εῖ, -εῖται, -ούμεθα, -εῖσθε, -οῦνται, αόρ. β΄ ἔπεσον, πρκμ. πέπτωκα,
υπερσ. ἐπεπτώκειν. Παράγ. πτῶσις, πτῶμα κ.ά.
πλέκω, αόρ. ἔπλεξα.
Μέσ. και παθ. πλέκομαι,
πρτ. ἐπλεκόμην, παθ. αόρ. α΄ ἐπλέχθην,
παθ. αόρ. β΄ (και ως μέσος) -επλάκην,
πρκμ. πέπλεγμαι. Τα λοιπά
ποιητ. και μτγν. Παράγ. πλέξις, πλέγμα, πλοκὴ κ.ά.
πλέω, πλεῖς, πλεῖ, πλέομεν,
πλεῖτε, πλέουσι, πρτ. ἔπλεον, ἔπλεις, ἔπλει, ἐπλέομεν, ἐπλεῖτε, ἔπλεον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) πλεύσομαι και δωρικός πλευσοῦμαι, -εῖ, -εῖται κτλ., αόρ. ἔπλευσα,
πρκμ. πέπλευκα, υπερσ. -επεπλεύκειν. Παθ. πρκμ. πέπλευσμαι. Παράγ. πλεῦσις, ἄπλευστος, πλευστέον, (πλόος) πλοῦς, (πλό-ιον) πλοῖον κ.ά.
πλήττω (= χτυπώ), συνήθ. σύνθ. ἐκπλήττω, ἐπιπλήττω κτλ.· το απλό ρ. πλήττω με τη σημασία
του «χτυπώ» έχει εκτός από τον ενεστ. εύχρηστους χρόνους μόνο: ενεργ. πρκμ. β΄ πέπληγα, παθ. μέλλ. β΄ πληγήσομαι, παθ. αόρ. β΄ ἐπλήγην,
πρκμ. πέπληγμαι, συντελ.
μέλλ. πεπλήξομαι. Τα λοιπά
αναπληρώνονται από τα ρ. παίω, πατάσσω και τύπτω. Παράγ. πληγή, πλῆγμα, πλήκτης, πλῆκτρον κ.ά.
πνέω, πνεῖς, πνεῖ, πνέομεν,
πνεῖτε, πνέουσι, πρτ. ἔπνεον, ἔπνεις, ἔπνει, ἐπνέομεν, ἐπνεῖτε, ἔπνεον, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) πνεύσομαι και δωρικός πνευσοῦμαι, -εῖ, -εῖται, -ούμεθα, -εῖσθε, οῦνται, αόρ. ἔπνευσα, πρκμ. -πέπνευκα. Παθ. σύνθ. διαπνέομαι. Τα λοιπά ποιητ. και
μτγν.
πρίω. (= πριονίζω), πρτ. ἔπριον,
αόρ. ἔπρισα. Παθ. πρκμ. πέπρισμαι.
πτάρνυμαι (αποθ. = φτερνίζομαι), εύχρ. ο ενεστ.
και ο ενεργ. αόρ. β΄ ἔπταρον. Παράγ. πταρμός.
πτύω. αόρ. -έπτῠσα. Ρηματ. επίθ. κατά-πτυστος. Τα λοιπά μεταγενέστερα.
πυνθάνομαι (αποθ. μέσ. = ρωτώ, μαθαίνω), πρτ. ἐπυνθανόμην,
μέσ. μέλλ. πεύσομαι, μέσ.
αόρ. β΄ ἐπυθόμην, πρκμ. πέπυσμαι, υπερσ. ἐπεπύσμην.
Παράγ. πευστέον, πύστις (= ερώτηση, πληροφορία, φήμη), πύσμα (= ερώτηση).
πωλέω -ῶ, πρτ. ἐπώλουν,
μέλλ. πωλήσω. Παθ. πωλοῦμαι, πρτ. ἐπωλούμην, παθ. αόρ. ἐπωλήθην.
Τα λοιπά αναπληρώνονται από τα ρ. πιπράσκω και ἀποδίδομαι. Παράγ. πώλησις, πωλητής. Βλ. και ρ. πιπράσκω.
Ρ
Ῥέω, ῥεῖς, ῥεῖ, ῥέομεν, ῥεῖτε, ῥέουσι, πρτ. ἔρρεον, ἔρρεις, ἔρρει, ἐρρέομεν, ἐρρεῖτε, ἐρρέουσι, μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) ῥυήσομαι,
αόρ. ἐρρύην, πρκμ. ἐρρύηκα, υπερσ. -ερρυήκειν. Παράγ. ῥεῦμα, ῥευστός, ῥυτός (περίρρυτος κτλ.), ῥύμη, ῥύαξ, ῥοή, (ῥό-ος) ῥοῦς κ.ά.
ῥήγνυμι (= σκίζω), πρτ. -ερρήγνυν, μέλλ. -ρήξω, αόρ. ἔρρηξα.
Μέσ. και παθ. ῥήγνυμαι πρτ. ἐρρηγνύμην, μέσ. αόρ. -ερρηξάμην, παθ. αόρ. β΄ ἐρράγην,
ενεργ. πρκμ. ως μέσ. και παθ. -έρρωγα,
υπερσ. -ερρώγειν. Παράγ. ῥῆξις, ῥῆγμα, ῥήκτης, ῥηκτὸς (ἄρρηκτος κτλ.), ῥωγμὴ κ.ά.
ῥιγόω -ῶ. (= με πιάνει ρίγος, κρυώνω), Οριστ.
ενεστ. ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ, ῥιγῶμεν, ῥιγῶτε, ῥιγῷσι(ν)·
παρατ. (ἐρρίγω-ον) ἐρρίγων, ἐρρίγως, ἐρρίγω, ἐρριγῶμεν, ἐρριγῶτε, ἐρρίγων.
Υποτ. ῥιγῶ, ῥιγῷς, ῥιγῷ, ῥιγῶμεν, ῥιγῶτε, ῥιγῶσι.
Ευκτ. ῥιγῴην, ῥιγῴης, ῥιγῴη, ῥιγῷμεν, ῥιγῷτε, ῥιγῷεν.
Προστ. δεν έχει. Απαρ. ῥιγῶν. Μετ. ῥιγῶν, γεν. ῥιγῶντος κτλ.
ῥώννυμι (= δυναμώνω), αόρ. ἔρρωσα.
Παθ. αόρ. (και ως μέσος) ἐρρώσθην, πρκμ. ἔρρωμαι,
υπερσ. ἐρρώμην. Παράγ. ῥώμη, ῥῶσις (ἀνάρρωσις), ἄρρωστος, εὔρωστος κ.ά.
Σ
Σβέννυμι (= σβήνω), αόρ. ἔσβεσα. Παθ. -σβέννυμαι,
πρτ. -εσβεννύμην, μέσ.
μέλλ. (ως παθ.) -σβήσομαι,
παθ. αόρ. -εσβέσθην,
ενεργ. αόρ. β΄ (ως παθ.) ἔσβην, ενεργ. πρκμ. (ως παθ.) -έσβηκα,
ενεργ. υπερσ. (ως παθ.) -εσβήκειν. Παράγ. σβέσις, σβεστὸς (ἄσβεστος) κ.ά.
σείω. πρτ. ἔσειον,
αόρ. ἔσεισα. Μέσ. και παθ. σείομαι,
μέσ. αόρ. ἐσεισάμην, παθ. αόρ. ἐσεί-σ-θην,
πρκμ. σέ-σει-σ-μαι. Ρηματ.
επίθ. διά-σει-σ-τος.
σήπω (= σαπίζω). Παθ. σήπομαι, παθ. μέλλ. β΄ -σαπήσομαι, παθ. αόρ. β΄ ἐσάπην,
ενεργ. πρκμ. β΄ (με παθ. σημασ.) σέσηπα.
Παράγ. σῆψις, σαπρός, ἄσηπτος κ.ά.
σκοπέω -ῶ και σκοπέομαι
-οῦμαι (= παρατηρώ, εξετάζω, σκέφτομαι), πρτ. ἐσκόπουν και ἐσκοπούμην, μέσ. μέλλ. σκέψομαι, μέσ. αόρ. ἐσκεψάμην,
πρκμ. (μ’ ενεργ. και παθ. σημασ.) ἔσκεμμαι, υπερσ. (με παθ. σημασ.) ἐσκέμμην,
συντελ. μέλλ. (με παθ. σημασ.) ἐσκέψομαι. Παράγ. σκέψις, σκέμμα, σκοπός,
σκοπιά, ἄσκεπτος (ἀπερίσκεπτος κτλ.), σκεπτέος, σκεπτέον.
σπάω -ῶ. παρατ. ἔσπᾰον
-ων, μέλλ. σπᾰ΄σω, αόρ. ἔ-σπᾰ-σα. Παθ. σπᾰ΄ομαι -ῶμαι, παρατ. ἐ-σπᾰόμην -ώμην, μέσ. μέλλ. σπᾰ΄-σομαι, μέσ. αόρ. ἐ-σπᾰ-σάμην, παρακ. ἔ-σπᾰ-
σ-μαι. Ρημ. επίθ. ἀνά-σπᾰσ-τος, ἀ-διά-σπᾰσ-τος κτλ.
σπένδω (= κάνω σπονδή, δηλ. χύνω από το ποτήρι
μου λίγο κρασί προς τιμή των θεών και απλώς: χύνω), πρτ. ἔσπενδον,
μέλλ. σπείσω, αόρ. ἔσπεισα.
Μέσ. σπένδομαι (= κάνω συνθήκη με σπονδές, ειρηνεύω),
πρτ. ἐσπενδόμην, μέσ. μέλλ. σπείσομαι, μέσ. αόρ. ἐσπεισάμην,
πρκμ. (μέσ. και παθ.) ἔσπεισμαι, υπερσ. ἐσπείσμην.
Παράγ. σπονδὴ (= το χύσιμο του κρασιού κατά τη
θυσία, προσφορά ποτού κτλ.)· πληθ. σπονδαὶ (= επίσημη
συνθήκη, ανακωχή κτλ.).
στρέφω, πρτ. ἔστρεφον,
μέλλ. στρέψω, αόρ. ἔστρεψα.
Μέσ. και παθ. στρέφομαι,
πρτ. ἐστρεφόμην, μέσ. μέλλ. -στρέφομαι, παθ. μέλλ. β΄ -στραφήσομαι,
μέσ. αόρ. -εστρεψάμην,
παθ. αόρ. β΄ (και ως μέσ.) ἐστράφην, παθ. αόρ. α΄ (σπάν.) ἐστρέφθην,
πρκμ. ἔστραμμαι, υπερσ. -εστράμμην. Παράγ. στρέψις,
στρέμμα, στροφή, στρεπτός, ἀναστρεπτέον
κ.ά.
στρώννυμι και ποιητ. στόρνυμι (= στρώνω), πρτ. ἐστρώννυν,
αόρ. ἐστόρεσα. Παθ. -στόρνυμαι, πρκμ. ἔστρωμαι.
Παράγ. στρωτός, ἄστρωτος κ.ά.
συλλέγω (σὺν + λέγω =
μαζεύω), πρτ. συν-έλεγον,
μέλλ. συλ-λέξω, αόρ. συν-έλεξα, πρκμ. συν-είλοχα. Μέσ. και παθ. συλ-λέγομαι, πρτ. συν-ελεγόμην, μέσ. μέλλ. συλ-λέξομαι, παθ. μέλλ. β΄ συλ-λεγήσομαι, μέσ. αόρ. συν-ελεξάμην, παθ. αόρ. β΄ συν-ελέγην και (σπάν.) παθ. αόρ. α΄ συν-ελέχθην, πρκμ. συν-είλεγμαι, υπερσ. συνειλέγμην. Παράγ. σύλλογος,
συλλογὴ κ.ά.
Τ
Τείνω (= τεντώνω), πρτ. ἔτεινον,
μέλλ. τενῶ, αόρ. ἔτεινα,
πρκμ. -τέτακα. Μέσ. και
παθ. τείνομαι, πρτ. ἐτεινόμην,
μέσ. μέλλ. -τενοῦμαι, -εῖ, -εῖται κτλ., μέσ. αόρ. -ετεινάμην,
παθ. μέλλ. -ταθήσομαι,
παθ. αόρ. -ετάθην, πρκμ. τέταμαι,
υπερσ. -ετετάμην. Παράγ.
τάσις, ἐκτατός, συντατέον κ.ά.
τελέω -ῶ. (= εκτελώ), παρατ. ἐ-τέλε-ον = -ουν, μέλλ. συνηρ. τελῶ, αόρ. ἐ-τέλε-σα,
παρακ. τε-τέλε-κα, υπερσ. ἐ-τε-τελέ-κειν. Παθ. τελέομαι
-οῦμαι, παρατ. ἐτελεόμην -ούμην, παθ. μέλλ. τελεσ-θήσομαι, μέσ. αόρ. ἐ-τελε-σάμην,
παθ. αόρ. ἐ-τελέσ-θην, παρακ. τε-τέλεσ-μαι, υπερσ. ἐ-τε-τελέσ-μην. Ρημ. επίθ. ἀ-τέλεσ-τος, ἐπι-τελεσ-τέος. Παράγ. τέλε-σις, τελε-τὴ κτλ.
τέμνω (= κόβω), πρτ. ἔτεμνον,
μέλλ. (συνηρ.) τεμῶ, αόρ. β΄ ἔτεμον,
πρκμ. τέτμηκα. Μέσ. και
παθ. τέμνομαι, πρτ. ἐτεμνόμην,
μέσ. μέλλ. -τεμοῦμαι, μέσ. αόρ. β΄ ἐτεμόμην, παθ. μέλλ. τμηθήσομαι, παθ. αόρ. ἐτμήθην,
πρκμ. τέτμημαι, υπερσ. ἐτετμήμην,
συντελ. μέλλ. -τετμήσομαι.
Παράγ. τμῆσις, τμῆμα, τόμος (ἄτομον),
τομή, τμητὸς (ἄτμητος), τμητέος (ἀποτμητέον)
κ.ά.
τήκω (= λιώνω), πρτ. -έτηκον, αόρ. ἔτηξα.
Μέσ. και παθ. τήκομαι,
παθ. αόρ. α΄ ἐτήχθην, παθ. αόρ. β΄ ἐτάκην,
πρκμ. ενεργ. (ως μέσ. ή παθ.) τέτηκα,
υπερσ. ἐτετήκειν. Παράγ. τῆξις, τηκτὸς (ἄτηκτος κτλ.).
τίθημι. (= θέτω), παρατ. ἐ-τί-θην,
μέλλ. θή-σω, αόρ. ἔ-θη-κα,
παρακ. τέ-θη-κα ή τέ-θει-κα.
Μέσ. και παθ. τί-θε-μαι,
παρατ. ἐ-τι-θέ-μην, μέσ. μέλλ. θή-σομαι, παθ. μέλλ. τε-θή-σομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἐ-θέ-μην,
παθ. αόρ. ἐ-τέ-θην, παρακ. μέσ. τέ-θει-μαι, παρακ. παθ. κεῖμαι (= είμαι τοποθετημένος από κάποιον),
υπερσ. παθ. ἐ-κεί-μην. Ρημ. επίθ. θετός, πρόσθε-τος ή
προσ-θε-τός, σύν-θε-τος, θε-τέον κτλ. Παράγ. θῆ-μα, ἀ-νά-θη-μα (= αφιέρωμα), θέ-σις κτλ.·
τίκτω (= γεννώ), πρτ. ἔτικτον,
μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) τέξομαι,
αόρ. β’ ἔτεκον, πρκμ. τέτοκα.
Παράγ. τέκος (ποιητ.), τέκνον, τοκεύς, τόκος κ.ά.
τίνω (= πληρώνω), πρτ. ἔτινον,
μέλλ. τῑ΄σω (και τείσω),
αόρ. ἔτῑσα (και ἔτεισα), πρκμ. -τέτικα (και τέτεικα).
Μέσ. αόρ. ἐτισάμην, παθ. αόρ. -ετίσθην (και -ετείσθην),
πρκμ. -τέτισμαι, υπερσ. -ετετίσμην. Παράγ. τῐ΄σις (ἔκτισις) κ.ά.
τιτρώσκω (= πληγώνω), πρτ. ἐτίτρωσκον,
μέλλ. τρώσω, αόρ. ἔτρωσα.
Παθ. τιτρώσκομαι, πρτ. ἐτιτρωσκόμην,
παθ. μέλλ. τρωθήσομαι,
παθ. αόρ. ἐτρώθην, πρκμ. τέτρωμαι, υπερσ. ἐτετρώμην.
Παράγ. τρωτὸς (ἄτρωτος κτλ.) κ.ά.
τρέπω, πρτ. ἔτρεπον,
μέλλ. τρέψω, αόρ. ἔτρεψα,
ποιητ. αόρ. β΄ ἔτραπον, πρκμ. τέτροφα. Μέσ. και παθ. τρέπομαι, πρτ. ἐτρεπόμην,
μέσ. μέλλ. τρέφομαι, μέσ.
αόρ. α΄ ἐτρεψάμην, μέσ. αόρ. β΄ ἐτραπόμην,
παθ. αόρ. α΄ ἐτρέφθην, παθ. αόρ. β΄ ἐτράπην,
πρκμ. τέτραμμαι, υπερσ. ἐτετράμμην.
Παράγ. τρεπτός, τρεπτέον, τρέψις, τρόπος, τροπὴ κ.ά.
τρέφω, πρτ. ἔτρεφον,
μέλλ. θρέψω, αόρ. ἔθρεψα,
πρκμ. (ποιητ.) τέτροφα.
Μέσ. και παθ. τρέφομαι,
πρτ. ἐτρεφόμην, μέσ. μέλλ. (και ως παθ.) θρέψομαι, μέσ. αόρ. ἐθρεψάμην,
παθ. μέλλ. β΄ τραφήσομαι,
παθ. αόρ. β΄ ἐτράφην και (σπάν.) παθ. αόρ. α΄ ἐθρέφθην,
πρκμ. τέθραμμαι, υπερσ. ἐτεθράμμην.
Παράγ. θρέμμα, θρέψις, τροφή, τροφεύς, τροφός, θρεπτέον κ.ά.
τρέχω, πρτ. ἔτρεχον,
μέσ. μέλλ. (συνηρ., μ’ ενεργ. σημασ.) δραμοῦμαι, -εῖ, -εῖται κτλ., αόρ. β΄ ἔδραμον,
πρκμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν.
Παράγ. τρόχος (= το τρέξιμο ή ο τόπος για το τρέξιμο), τροχὸς κ.ά.
τυγχάνω (= πετυχαίνω, βρίσκω, τυχαίνω), πρτ. ἐτύγχανον,
μέσ. μέλλ. (μ’ ενεργ. σημασ.) τεύξομαι,
αόρ. β΄ ἔτυχον, πρκμ. τετύχηκα,
υπερσ. ἐτετυχήκειν και συνήθ. περιφρ. τετυχηκὼς ἦν.
τύπτω (= χτυπώ), πρτ. ἔτυπτον,
μέλλ. τυπτήσω· τα λοιπά
από τα ρ. παίω, πατάσσω, πλήττω, πληγὰς δίδωμι
κτλ. Παθ. τύπτομαι· τα
λοιπά από το πλήττομαι ή πληγὰς λαμβάνω.
Παράγ. τύπος, τύψις, τυπτητέος κ.ά.
Υ
Ὑπισχνέομαι -οῦμαι (αποθ. μέσ. = υπόσχομαι), πρτ. ὑπισχνούμην,
μέσ. μέλλ. ὑποσχήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ ὑπεσχόμην,
πρκμ. ὑπέσχημαι, υπερσ. ὑπεσχήμην.
Παράγ. ὑπόσχεσις.
Φ
Φαίνω (= φανερώνω), πρτ. ἔφαινον,
μέλλ. φανῶ, αόρ. ἔφηνα, πρκμ. -πέφαγκα.
Μέσ. και παθ. φαίνομαι,
πρτ. ἐφαινόμην, μέσ. μέλλ. φανοῦμαι, παθ. μέλλ. β΄ (ως μέσ.) φανήσομαι, μέσ. αόρ. -εφηνάμην, παθ. αόρ. β΄ (ως
μέσ.) ἐφάνην, παθ. αόρ. α΄ (με παθ. διάθ.) ἐφάνθην,
ενεργ. πρκμ. (ως μέσ.) πέφηνα,
παθ. πρκμ. (με παθ. διάθ.) πέφασμαι (-νσαι, -νται, -σμεθα, -νθε,
πεφασμένοι εἰσί(ν).).
φέρω, πρτ. ἔφερον,
μέλλ. οἴσω, αόρ. α΄ ἤνεγκα, αόρ. β΄ ἤνεγκον (υποτ. ἐνέγκω κτλ.), πρκμ. ἐνήνοχα, υπερσ. -ενηνόχειν. Μέσ. και παθ. φέρομαι, πρτ. ἐφερόμην,
μέσ. μέλλ. οἴσομαι, μέσ. αόρ. α΄ ἠνεγκάμην, παθ. μέλλ. οἴσθήσομαι και ἐνεχθήσομαι, παθ. αόρ. (και ως μεσ.) ἠνέχθην,
πρκμ. ἐνήνεγμαι, υπερσ. -ενηνέγμην. Παράγ. φόρος, φορά,
φορεύς, οἰστός, οἰστέον κ.ά.
φεύγω (= φεύγω, τρέπομαι σε φυγή, καταδιώκομαι,
είμαι εξόριστος), πρτ. ἔφευγον, μέλλ. φεύξομαι και (δωρικός) φευξοῦμαι, -εῖ, -εῖται, -ούμεθα, -εῖσθε, -οῦνται, αόρ. β΄ ἔφυγον, πρκμ. πέφευγα,
υπερσ. ἐπεφεύγειν. Παράγ. φυγή, φυγάς, φευκτὸς (ἄφευκτος και συνήθ. ἄφυκτος),
φευκτέος, -τέον κ.ά.
φημί. (= 1 λέω· 2) συμφωνώ· 3)
ισχυρίζομαι), πρτ. ἔ-φην, απαρ. ενεστ. φά-ναι. μετοχή ενεστ. φά-σκ-ων, φά-σκ-ουσα,
φά-σκ-ον. μέλλ. φή-σω.
αόρ. ἔ-φη-σα. Ρημ. επίθ. φατός, ἄ-φατος. Παράγ. φήμη, προφήτης κτλ.
φθείρω (= καταστρέφω), πρτ. ἔφθειρον,
μέλλ. (συνηρ.) φθερῶ, -εῖς, -εῖ -οῦμεν, -εῖτε, -οῦσι(ν), αόρ. ἔφθειρα,
πρκμ. ἔφθαρκα, υπερσ. ἐφθάρκειν.
Παθ. φθείρομαι, πρτ. ἐφθειρόμην,
μέσ. μέλλ. (ως παθ.) φθεροῦμαι, παθ. μέλλ. β΄ -φθαρήσομαι, παθ. αόρ. β΄ ἐφθάρην,
πρκμ. ἔφθαρμαι, υπερσ. ἐφθάρμην.
Παράγ. φθορά, φθορεύς, φθαρτὸς (ἄφθαρτος κτλ.).
φύω (= γεννώ, παράγω, φυτρώνω), πρτ. ἔφυον,
μέλλ. (ποιητ.) φῡ΄σω, αόρ. ἔφῡσα. Μέσ.
και παθ. φύομαι, πρτ. ἐφυόμην,
μέσ. μέλλ. (ως παθ.) φύσομαι,
ενεργ. αόρ. β΄ (ως μέσ. και παθ.) ἔφυν, ενεργ. πρκμ. (ως μέσ. και παθ.) πέφυκα, ενεργ. υπερσ. (ως μέσ.
και παθ.) ἐπεφύκειν. Παράγ. φύσις, φυή, φῦμα, φυτὸς (ούσ. τὸ φυτὸν) κ.ά.
Χ
Χαίρω (= χαίρομαι), πρτ. ἔχαιρον,
μέλλ. χαιρήσω, παθ. αόρ.
β΄ (ως ενεργ.) ἐχάρην, πρκμ. (με σημασ. ενεστ.) γέγηθα (του ποιητ. γήθω). Παράγ. χαρά, χάρμα,
χαρτὸς (ἐπίχαρτος).
χαλάω -ῶ (= χαλαρώνω), (αρχ. θ. χαλᾰσ-· πβ. γελάω-ῶ), παρατ. ἐχάλᾰον
-ων, αόρ. ἐ-χάλᾰ-σα. Παθ. χαλᾰ΄ομαι -ῶμαι, παθ. αόρ. ἐ-χαλᾰ΄σ-θην.
χέω, χεῖς, χεῖ, χέομεν, χεῖτε, χέουσι (= χύνω), παρατ. -έ-χε-ον (ἐν-έ-χε-ον, ἐν-έ-χεις, ἐν-έ-χει, ἐνεχέομεν, ἐνεχεῖτε, ἐνέχεον), μέλλ. χέ-ω (όμοιος με τον ενεστ.), αόρ. -έ-χε-α (ἐν-έ-χε-α, ἐν-έ-χε-ας, ἐν-έ-χε-ε κτλ.). Παθ. χέομαι, παρατ. ἐ-χε-όμην,
μέσ. μέλλ. χέ-ομαι (όμοιος με τον ενεστ.), μέσ. αόρ. -ε-χε-άμην (ἐν-ε-χε-άμην,
ἐν-ε-χέ-ω, ἐν-ε-χέ-ατο κτλ., υποτ. -χέ-ωμαι, μετ.
-χε-άμενος), παθ. μέλλ. -χῠ-θήσομαι, παθ. αόρ. ἐ-χῠ΄-θην, παρακ. κέ-χυ-μαι, υπερσ. ἐ-κε-χύ-μην.
Ρημ. επίθ. χυ-τός. Παράγ. χύσις, χύμα κτλ.
χόω -χῶ ή χώννυμι (= σκεπάζω με χώμα). Ενεστ. χῶ, χοῖς, χοῖ, χοῦμεν, χοῦτε, χοῦσι(ν). (απαρ. χοῦν, συγχοῦν), παρατ. ἔχοον- ἔχουν (-ους, -ου κτλ.), μέλλ. χώ-σω, αόρ. ἔ-χω-σα,
παρακ. κέ-χω-κα. Παθ. -χόομαι -χοῦμαι, παρατ. -εχοόμην -ἐχούμην (ἐχοῦ, ἐχοῦτο, ἐχούμεθα, ἐχοῦσθε, ἐχοῦντο.), παθ. αόρ. ἐ-χώ-σ-θην,
παρακ. κέ-χω-σ-μαι. Ρημ.
επίθ. χω-σ-τός. Παράγ. χῶ-σις κτλ.
Στον ενεστ. υπάρχει και τύπος χών-νυ-μι, κατά τα ρ. σε -μι
χράω – χρῶ, χρῇς, χρῇ, χρῶμεν, χρῆτε, χρῶσι(ν) (= δίνω χρησμό, προφητεύω), αόρ. ἔχρησα.
Μέσ. χρῶμαι (= ζητώ χρησμό, ρωτώ το μαντείο), μέσ.
αόρ. ἐχρησάμην, παθ. αόρ. ἐχρήσθην.
Παράγ. χρησμός, χρήστης (= αυτός που δίνει χρησμούς, προφήτης).
χρή (είναι ανάγκη, πρέπει) Παρατ. χρῆν ή ἐχρῆν. Υποτ.
χρῇ. Ευκτ. χρείη. Απαρ. χρῆναι. Μετοχή μόνο ουδ. τό χρεὼν με σημασία ουσιαστικού (το πρέπον να
γίνει).
χρίω (= αλείφω), μόνο ο ενεστώτας. Μέσ. και
παθ. χρῑ΄ομαι, πρτ. ἐχρῑόμην,
μέσ. αόρ. ἐχρισάμην, πρκμ. κέχρῑμαι, υπερσ. ἐκεχρῑ΄μην. Ρηματ. επίθ. χριστός (ποιητ. και μεταγεν.).
χρῶμαι (μεταχειρίζομαι), χρῇ, χρῆται, χρώμεθα, χρῆσθε, χρῶνται. (αποθ. μεικτό), πρτ. ἐχρώμην, ἐχρῶ, ἐχρῆτο, ἐχρώμεθα, ἐχρῆσθε, ἐχρῶντο, μέσ. μέλλ. χρήσομαι, μέσ. αόρ. ἐχρησάμην,
παθ. αόρ. ἐχρήσθην, πρκμ. (ως ενεργ.) κέχρημαι, υπερσ. ἐκεχρήμην.
Παράγ. χρηστὸς (ἄχρηστος, εὔχρηστος
κτλ.), χρηστέον, χρῆσις, χρῆμα κ.ά.
Ψ
Ω
Ὠθέω -ῶ (= σπρώχνω) πρτ. ἐώθουν , μέλλ. ὤσω, αόρ. ἔωσα. Μέσ.
και παθ. ὠθοῦμαι, πρτ. ἐωθούμην,
μέσ. μέλλ. -ώσομαι, παθ. μέλλ. -ωσθήσομαι, μέσ. αόρ. ἐωσάμην,
παθ. αόρ. ἐώσθην, πρκμ. -έωσμαι
Παράγ. ὤθησις, ὦσις (ἄνωσις, ἄπωσις), ὤστης κ.ά.
ὠνέομαι -οῦμαι (αποθ. μεικτό = αγοράζω), πρτ. ἐωνούμην,
μέσ. μέλλ. ὠνήσομαι, μέσ. αόρ. α΄ ἐπριάμην,
παθ. αόρ. ἐωνήθην, πρκμ. ἐώνημαι,
υπερσ. ἐωνήμην.
Παράγ. ὠνητής, ὠνητός, ὠνητέος κ.ά.