Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δρω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
David H Yang
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δρω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
δρω, δρας, δρα, δρούμε, δράτε, δρουν (ή δρούνε)
Υποτακτική
να δρω, να δρας, να δρα, να δρούμε, να δράτε, να δρουν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δράτε
Μετοχή
δρώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
δρούσα, δρούσες, δρούσε, δρούσαμε, δρούσατε, δρούσαν
 
Αόριστος
Οριστική
έδρασα, έδρασες, έδρασε, δράσαμε, δράσατε, έδρασαν
Υποτακτική
να δράσω, να δράσεις, να δράσει, να δράσουμε, να δράσετε, να δράσουν
Προστακτική
β΄ ενικό: δράσε β΄ πληθυντικό: δράστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δρω, θα δρας, θα δρα, θα δρούμε, θα δράτε, θα δρούν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δράσω, θα δράσεις, θα δράσει, θα δράσουμε, θα δράσετε, θα δράσουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δράσει, θα έχεις δράσει, θα έχει δράσει, θα έχουμε δράσει, θα έχετε δράσει, θα έχουν δράσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δράσει, έχεις δράσει, έχει δράσει, έχουμε δράσει, έχετε δράσει, έχουν δράσει
Υποτακτική
να έχω δράσει, να έχεις δράσει, να έχει δράσει, να έχουμε δράσει, να έχετε δράσει, να έχουν δράσει
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δράσει, είχες δράσει, είχε δράσει, είχαμε δράσει, είχατε δράσει, είχαν(ε) δράσει

Ιστορία Γενικής Παιδείας: Ο χαρακτήρας και τα συστατικά στοιχεία της ελληνικής Επανάστασης του 1821 (πηγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Θεόδωρος Βρυζάκης  

Ιστορία Γενικής Παιδείας: Ο χαρακτήρας και τα συστατικά στοιχεία της ελληνικής Επανάστασης του 1821 (πηγή)
 
Συνδυάζοντας τις ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από το κείμενο που σας δίνεται: 
α. να προσδιορίσετε τον χαρακτήρα της ελληνικής επανάστασης του 1821
β. να παρουσιάσετε τα κυριότερα συστατικά στοιχεία του ελληνικού κινήματος.
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
Το ζήτημα περιπλεκόταν ακόμα πιο πολύ από τον ειδικό και πολύπλοκο χαρακτήρα του ελληνικού κινήματος. Βέβαια, ήταν ένα κίνημα εθνικό αλλά και κίνημα ενός χριστιανικού λαού ενάντια στον μουσουλμάνο κατακτητή που δεν ήταν εύκολο να θεωρηθεί νόμιμος. Τέλος, ήταν κίνημα ενός λαού που σ’ εκείνη τη ρομαντική εποχή και μόνο το άκουσμα του ονόματός του είχε τόση δύναμη υποβλητική που ξεσήκωσε ομόφωνη την παγκόσμια κοινή γνώμη, και οι κυβερνήσεις, ακόμα και οι πιο απολυταρχικές, έπρεπε να τη λογαριάζουν. Οι φιλελεύθεροι όλων των χωρών, εκείνοι που πρώτοι ξεσήκωσαν αυτό το φιλελληνικό ρεύμα, προβάλλουν κυρίως τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του κινήματος. […] Οι άνθρωποι των γραμμάτων πάλι ονειρεύονταν την ανάσταση της κλασικής Ελλάδας, ενώ οι συντηρητικοί και οι βασιλόφρονες […] απέφευγαν αρχικά να πάρουν τη θέση ή παρέμεναν εχθρικοί. Τελικά όμως, η ελληνική υπόθεση κέρδισε ένα μεγάλο τμήμα τους, προτάσσοντας τον χριστιανικό χαρακτήρα του κινήματος, χωρίς ωστόσο και να εγκαταλείψουν την πολεμική τους ενάντια στους φιλελεύθερους. Έτσι, η ελληνική υπόθεση αποτελούσε ένα θέμα εσωτερικής διαμάχης σε κάθε χώρα ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες δυνάμεις της Ευρώπης.
 
Σβορώνος, Ν., Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 232-233.
 
Ενδεικτική απάντηση
α. Η Επανάσταση του 1821 ήταν προϊόν εθνικού κινήματος, το οποίο αναπτύχθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα και τις πρώτες του 19ου, αν και οι καταβολές του ανάγονταν σε προγενέστερες εποχές. Η Ελληνική Εθνική Παλιγγενεσία, όπως ονομάστηκε το εθνικό κίνημα των Ελλήνων, συγγένευε με τα εθνικά κινήματα της ίδιας εποχής που αναπτύχθηκαν στις ιταλικές και τις γερμανικές χώρες -οι οποίες αποτέλεσαν την Ιταλία και τη Γερμανία αντίστοιχα- στις βρετανικές αποικίες στη Βόρεια Αμερική -οι οποίες αποτέλεσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής- καθώς και στην προεπαναστατική και επαναστατημένη Γαλλία. Παραλλήλως, σύμφωνα με τον Νίκο Σβορώνο, το χαρακτηριστικό εκείνο του ελληνικού εθνικού κινήματος που συνέβαλε στη θετική αποδοχή του από σημαντικό μέρος των Ευρωπαίων ήταν ο χριστιανικός του χαρακτήρας, καθώς επρόκειτο για το κίνημα ενός χριστιανικού λαού που ερχόταν σε αντιπαράθεση με μουσουλμάνους κατακτητές, η εξουσία των οποίων δεν μπορούσε να εκληφθεί ως νόμιμη. Υπ’ αυτή την έννοια, ακόμη και ορισμένοι συντηρητικοί και βασιλόφρονες Ευρωπαίοι, που τάσσονταν κατά του φιλελευθερισμού, δεν μπόρεσαν να παραβλέψουν τον χριστιανικό αυτό χαρακτήρα του ελληνικού κινήματος, γι’ αυτό και συναίνεσαν στην στήριξή του.
Το ελληνικό εθνικό κίνημα ήταν πολιτικό κίνημα αποσκοπούσε δηλαδή, όπως και τα αντίστοιχα κινήματα στην Ιταλία, τη Γερμανία και την Αμερική, όχι απλώς στην απελευθέρωση του έθνους και στη συγκρότηση ανεξάρτητου εθνικού κράτους, αλλά στη σύσταση αντιπροσωπευτικής και ευνομούμενης πολιτείας. Αυτά τα χαρακτηριστικά διαμορφώθηκαν και εμφανίστηκαν υπό την επίδραση των πολιτικών μηνυμάτων που εκπορεύονταν από την επαναστατημένη Γαλλία.
 
β. Από τα κυριότερα συστατικά στοιχεία του ελληνικού εθνικού κινήματος υπήρξαν: α) η προβολή των Ελλήνων της εποχής ως απογόνων και κληρονόμων των αρχαίων Ελλήνων, όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Νίκος Σβορώνος, στο πλαίσιο του ρομαντισμού της εποχής εκείνης και μόνο το όνομα των Ελλήνων ασκούσε βαθιά επίδραση σε όλους, με αποτέλεσμα να συνταχθεί με το κίνημά τους η παγκόσμια κοινή γνώμη, αναγκάζοντας ακόμη και τις πλέον αυταρχικές κυβερνήσεις να το λάβουν υπόψη τους· από την οπτική, άλλωστε, των μορφωμένων της εποχής το κίνημα αυτό αποτελούσε μια ευκαιρία για την αναβίωση της κλασικής Ελλάδας β) η ταύτιση των Ελλήνων με τους άλλους Ευρωπαίους και η διάκρισή τους από τους Τούρκους, γ) η καταγγελία της τουρκικής κυριαρχίας ως παράνομης και της εξουσίας του Οθωμανού σουλτάνου ως αυθαίρετης, όπως, άλλωστε, αναφέρει ο Νίκος Σβορώνος, οι φιλελεύθεροι της εποχής, που ενίσχυσαν το φιλελληνικό ρεύμα, τόνιζαν ακριβώς την εθνικοαπελευθερωτική επιδίωξη του κινήματος, προκαλώντας διαμάχες στο εσωτερικό των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες όφειλαν να λάβουν θέση, έστω κι αν δεν επιθυμούσαν άλλες αναταράξεις στον ευρωπαϊκό χώρο  και δ) η προβολή του δικαιώματος των Ελλήνων να διεκδικήσουν την απελευθέρωσή τους από την κυριαρχία και την εξουσία των Τούρκων και να συστήσουν ανεξάρτητη και ευνομούμενη πολιτεία στη βάση των αρχών της εθνικής αυτοδιάθεσης και της λαϊκής κυριαρχίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φαίνομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vince Cavataio 
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φαίνομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
φαίνομαι, φαίνεσαι, φαίνεται, φαινόμαστε, φαίνεστε / φαινόσαστε, φαίνονται
Υποτακτική
να φαίνομαι, να φαίνεσαι, να φαίνεται, να φαινόμαστε, να φαίνεστε / να φαινόσαστε, να φαίνονται
Προστακτική
---
Μετοχή
φαινόμενο (πρόκειται για το ουδέτερο της μετοχής, το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό)
 
Παρατατικός
Οριστική
φαινόμουν, φαινόσουν, φαινόταν, φαινόμαστε, φαινόσαστε, φαίνονταν
(& φαινόμουνα, φαινόσουνα, φαινότανε, φαινόμασταν, φαινόσασταν, φαινόντουσαν / φαινόντανε)
 
Αόριστος
Οριστική
φάνηκα, φάνηκες, φάνηκε, φανήκαμε, φανήκατε, φάνηκαν / φανήκανε
Υποτακτική
να φανώ, να φανείς, να φανεί, να φανούμε, να φανείτε, να φανούν / να φανούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: φανείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φαίνομαι, θα φαίνεσαι, θα φαίνεται, θα φαινόμαστε, θα φαίνεστε / θα φαινόσαστε, θα φαίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φανώ, θα φανείς, θα φανεί, θα φανούμε, θα φανείτε, θα φανούν / θα φανούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φανεί, θα έχεις φανεί, θα έχει φανεί, θα έχουμε φανεί, θα έχετε φανεί, θα έχουν φανεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φανεί, έχεις φανεί, έχει φανεί, έχουμε φανεί, έχετε φανεί, έχουν φανεί
Υποτακτική
να έχω φανεί, να έχεις φανεί, να έχει φανεί, να έχουμε φανεί, να έχετε φανεί, να έχουν φανεί
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φανεί, είχες φανεί, είχε φανεί, είχαμε φανεί, είχατε φανεί, είχαν(ε) φανεί
 

Οδυσσέας Ελύτης «Μυρίσαι το άριστον» [XV]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Oni Hazarian
 
Οδυσσέας Ελύτης «Μυρίσαι το άριστον» [XV]
 
                                                  XV
 
Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο
για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανε-
παίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.
Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και
άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η
πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με
καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνον-
ται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-
ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφο-
μοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κά-
θε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.
 
Θέλουμε δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας
αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό
που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να
μας αποδοθεί λευκό· το θνησιμαίο, αείζωο.
 
Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.
 
Οδυσσέας Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος, Ίκαρος
 
Με αφορμή προσωπικά του βιώματα ο ποιητής οδηγείται σε γενικότερες διαπιστώσεις τόσο σχετικά με τον νοηματικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας όσο και ευρύτερα για τη φύση του ανθρώπινου βίου. Οι συλλογισμοί του ποιητή, αν και ξεδιπλώνονται συνειρμικά, θίγουν με εύστοχο τρόπο καίρια ζητήματα.
 
«Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο
για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανε-
παίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.»
 
Η επαφή του ποιητή με τη φύση υπήρξε κυρίαρχη ήδη από την παιδική του ηλικία, στο πλαίσιο της οποίας πέρασε πολύ χρόνο κοντά σε περιοχές με καλαμιές, ακούγοντας τις πλείστες παραλλαγές του ήχου που προκαλούσε το πέρασμα του ανέμου μέσα από αυτές. Χρειάστηκε, όπως επισημαίνει με τη χρήση μιας μεταφοράς («ξόδεψα πολύν άνεμο»), να δαπανήσει πολύ χρόνο στην ύπαιθρο, αισθανόμενος και ακούγοντας τον άνεμο, προκειμένου να κάνει τη μετάβασή του από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή και σκέψη. Η μαθητεία του στους ήχους της φύσης, ωστόσο, διαδραμάτισε κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψής του και της ικανότητάς του να μπορεί να διακρίνει ακόμη και τον πλέον ανεπαίσθητο ήχο που προκαλεί η κίνηση του ανέμου. Η μαθητεία του αυτή συνιστά σε κυριολεκτικό επίπεδο μια πολύχρονη επαφή με την ελληνική φύση και τους ήχους της, παραπέμπει, όμως, συνειρμικά, στη γενικότερη επαφή του ποιητή με τους ήχους της ελληνικής γλώσσας σε όλες της τις εκφάνσεις είτε αυτές βρίσκονταν σε επαρχιακά είτε σε αστικά περιβάλλοντα. Κατόρθωσε, έτσι, ο ποιητής να μπορεί να διατυπώνει με ακρίβεια τα όσα ένιωθε, αισθανόταν και σκεφτόταν σε κάθε εμπειρία «μυστηρίου». Με τα «μυστήρια» να αποτελούν τα επιμέρους κομβικά βιώματα που επέφεραν σημαντικές αλλαγές στην ψυχοσύνθεση του ποιητή ή λειτούργησαν ως φορείς βαθιάς ευδαιμονίας και γοργής συναισθηματικής ωρίμασης.
 
«Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και
άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η
πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά.»
 
Η πολυετής μοναχική εξάσκηση αναγνώρισης των ηχητικών διαβαθμίσεων του ανέμου επέτρεψε στον ποιητή να μυηθεί τόσο στη λυρική διάσταση της ελληνικής γλώσσας όσο και στη νοηματική πολυμορφία της. Τα χρόνια που αφιέρωσε ακούγοντας τον άνεμο και εκφράζοντας με ακρίβεια τον εσωτερικό του κόσμο αποτέλεσαν ιδανική προετοιμασία για την ενασχόληση με μια γλώσσα τέτοιου ηχητικού και νοηματικού πλούτου, όπως είναι η ελληνική. Πώς θα μπορούσε κάποιος, άλλωστε, να ασχοληθεί με τις λεπτές νοηματικές διακρίσεις μεταξύ λέξεων που θεωρητικά αναφέρονται σε κάτι που μοιάζει ίδιο ή παρόμοιο, αν δεν είχε προηγουμένως αφιερωθεί με τόση μεθοδικότητα και υπομονή στις παραλλαγές του ήχου;
Η ελληνική γλώσσα απαιτεί χρόνο, ενδιαφέρον και μεράκι, προκειμένου να μπορέσει κάποιος να κατανοήσει -και κυρίως να αισθανθεί- τις κάποτε μικρές, αλλά ωστόσο ιδιαίτερα ουσιώδεις διαφορές μεταξύ φαινομενικά συνώνυμων λέξεων. Στην ελληνική γλώσσα η «αγάπη», το ανιδιοτελές ενδιαφέρον και το αίσθημα βαθιάς στοργής, διαφοροποιείται νοηματικά από τον «έρωτα», ο οποίος αποδίδει μια άλλη έκφανση συναισθηματικού ενδιαφέροντος, αφού σε αυτόν εμπεριέχεται η σωματική έλξη και η επιθυμία για ερωτική επαφή. Αντιστοίχως, στην ελληνική γλώσσα η «επιθυμία», το να θέλει, δηλαδή, κάποιος κάτι, τοποθετείται σε χαμηλότερο επίπεδο συναισθηματικής έντασης από αυτό που εκφράζει η «λαχτάρα», η οποία αποδίδει την πολύ έντονη επιθυμία· τον πόθο για κάτι. Παρομοίως, στην ελληνική γλώσσα υπάρχει μια δυσδιάκριτη, αλλά ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην «πίκρα», η οποία δηλώνει τη μεγάλη στεναχώρια κάποιου για ένα γεγονός, από το «μαράζι», το οποίο αποδίδει μια πολύ βαθύτερη αίσθηση ψυχικού πόνου· ενός πόνου εξαιρετικά δύσκολα αντιμετωπίσιμου που έχει μακρά διάρκεια. Διαφορά υπάρχει, επίσης, ανάμεσα στις λέξεις «σπλάχνα» και «σωθικά» παρ’ όλο που και οι δύο υποδηλώνουν τόσο τα εσωτερικά όργανα του σώματος όσο και την πηγή των συναισθημάτων ενός ανθρώπου. Η διαφορά εδώ έγκειται στο γεγονός πως οι Έλληνες χρησιμοποιούν συνηθέστερα τη λέξη «σωθικά» για να δηλώσουν πως κάτι πληγώνει ή ευφραίνει βαθιά την ψυχή τους.
 
«Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνον-
ται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-
ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφο-
μοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κά-
θε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.»
 
Ο λεξιλογικός αυτός πλούτος, ωστόσο, παρά την ιδιαίτερη αξία του, αφού επιτρέπει τη χρήση διαφορετικής λέξης για κάθε επιμέρους αναβαθμό συναισθήματος, μοιάζει να μένει όλο και περισσότερο αχρησιμοποίητος, με αποτέλεσμα να φθίνει, αφού οι φυσικοί ομιλητές της ελληνικής γλώσσας τείνουν να αφιερώνουν όλο και λιγότερο χρόνο στην επικοινωνία με την ίδια τους τη γλώσσα. Η αφθονία λέξεων πλασμένων για να αποδώσουν πλείστες συναισθηματικές καταστάσεις δεν μπορεί να διασφαλίσει από μόνη της τον πραγματικό πλούτο μιας γλώσσας, αν οι ομιλητές της δεν εξοικειώνονται επαρκώς με τις λέξεις αυτές και με το νόημά τους. Ο ποιητής, μάλιστα, προκειμένου να αποδώσει με έμφαση το τίμημα αυτής της απομάκρυνσης παραλληλίζει τη γλώσσα με τον ήλιο· με το ουράνιο εκείνο σώμα που μας προσφέρει ζωή. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αδιαφορία απέναντι στο πολύσημο των ελληνικών λέξεων μοιάζει με την αδιαφορία απέναντι στον κύριο φορέα ζωής, τον ήλιο, το φως του οποίου «δημιουργήθηκε» από τον κοινό μόχθο των ανθρώπων και, συνάμα, ως αντάλλαγμα για τον μόχθο αυτό. Όπως αυτό επιβεβαιώνεται από την επίμονη καθημερινή επιστροφή του, με όλο το θάμβος του φωτός του, για να μας ανταμείψει για τον κόπο και την αφοσίωση που του έχουμε προσφέρει.
Κατά παρόμοιο τρόπο, άρα, η απομάκρυνση από την ελληνική γλώσσα συνιστά, για τον ποιητή, ασυγχώρητο λάθος, εφόσον φανερώνει έλλειψη ενδιαφέροντος απέναντι σε έναν κώδικα επικοινωνίας που χρειάστηκε χιλιάδες χρόνια για να διαμορφωθεί και το συνεχή μόχθο αλλεπάλληλων γενεών. Ένας γλωσσικός κώδικας ικανός να εκφράσει κάθε συναίσθημα και κάθε σκέψη, προσφέροντας, συνάμα, το υλικό για να «φωτίσει» και να καλλιεργήσει τη σκέψη κάθε ομιλητή του, εγκαταλείπεται σταδιακά από τους ανθρώπους εκείνους που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν την υπέρμετρη λυρική και νοηματική του αξία και ποιότητα.
 
«Θέλουμε δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας
αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό
που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να
μας αποδοθεί λευκό· το θνησιμαίο, αείζωο.»
 
Η γλώσσα, το μέσο για την επικοινωνία, την έκφραση και τη σκέψη, έχει εξίσου ζωτική σημασία με τον ήλιο ή με ό,τι άλλο μας κρατά στη ζωή, καθώς λειτουργεί ταυτόχρονα ως το μέσο για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και ως το μέσο για να ενισχύσουμε και να διευρύνουμε την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε. Υπάρχει μια αλληλένδετη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την ικανότητα επιβίωσής μας, η οποία θα έπρεπε να μας κινητοποιεί αυτόματα για την προάσπισή της. Όπως, άλλωστε, επισημαίνει ο Ελύτης «θέλουμε δε θέλουμε» είμαστε την ίδια στιγμή εκείνοι που υλοποιούμε τα αναγκαία για την επιβίωσή μας, αλλά και το ίδιο το υλικό που απαιτείται να προσφέρουμε -ως κόπο, ως μέσο- για να επιτευχθεί η επιβίωση αυτή. Δίνουμε πολλή προσπάθεια, ψυχική αγωνία, ακόμη και πόνο, για να αναδυθεί κάπου στον ορίζοντα η ζητούμενη λευκότητα που θα απαλείψει το σκότος της ζωής μας· δίνουμε το πολυτιμότερο στοιχείο του θνητού μας βίου, τον χρόνο μας ή ακόμη και την ίδια μας τη ζωή, για να προκύψει κάτι σπουδαιότερο και κάτι το διαχρονικό που δεν θα κάμπτεται πια από το πέρασμα του χρόνου.
 
«Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.»
 
Η ζωή είναι ένας συνεχής αγώνας στο επίκεντρο του οποίου τίθεται ο ίδιος ο άνθρωπος ως βασικός συντελεστής, μα και ως το αξιοποιούμενο μέσο για την επιτυχή έκβασή του. Καίρια συνειδητοποίηση, άρα, για κάθε άνθρωπο είναι το γεγονός πως δεν μπορεί να επιτύχει ή να διασφαλίσει αυτό που επιθυμεί, αν δεν το επιδιώξει ο ίδιος· αν δεν αγωνιστεί ο ίδιος, εκμεταλλευόμενος όλο του το είναι και κάθε του προτέρημα στην προσπάθειά του αυτή. Πρόκειται για μια συνειδητοποίηση που δεν επέρχεται εύκολα και για την οποία δεν υπάρχει ευρύ περιθώριο χρόνου. Σε κάθε άνθρωπο προσφέρεται ένα στιγμιαίο περιθώριο, όσο διαρκεί μια λάμψη, για να αντιληφθεί που βασίζεται η πιθανότητα να ευτυχήσει, και οφείλει σε αυτή την πρόσκαιρη στιγμή να είναι δεκτικός στη σχετική αποκάλυψη, αν όντως επιθυμεί να γευτεί την ευτυχία που του αναλογεί.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...