Η θέση της γυναίκας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Ιωάννου
Ο Γιώργος Ιωάννου στα διηγήματά του αποτυπώνει τη ζωή στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, τότε που οι γυναίκες δεν είχαν κατορθώσει ακόμη να αντιμετωπίζονται ισότιμα με τους άντρες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι γυναίκες να βρίσκονται συχνά υπό τον έλεγχο της οικογένειάς τους ή των συζύγων τους, χωρίς όμως να λείπουν και τα παραδείγματα γυναικών που διέθεταν την απαιτούμενη δυναμικότητα για να ξεπεράσουν τους περιορισμούς που τους έθετε η κοινωνία ή τουλάχιστον να έρθουν αντιμέτωπες με την επίκριση του κοινωνικού συνόλου σε μια προσπάθεια να διεκδικήσουν το δικαίωμα μιας αυτόνομης πορείας. Οι γυναίκες που συναντάμε στα κείμενα του Ιωάννου είτε παρουσιάζονται με μάλλον αρνητικό τρόπο, ως χαζούλες, ελαφρόμυαλες ακόμη και ανήθικες είτε περιβάλλονται με συμπάθεια από το συγγραφέα, ο οποίος εκτιμά την ποιότητα του χαρακτήρα τους και τον αγώνα που δίνουν στη ζωή.
Στις γυναίκες που ο συγγραφέας δεν παρουσιάζει με ολότελα θετικό τρόπο συγκαταλέγονται κυρίως πρόσωπα δευτερεύουσας σημασίας που δεν αποκτούν ποτέ κεντρικό ρόλο στα διηγήματά του και συνήθως η επιτίμηση του Ιωάννου περιορίζεται σε σχόλια για την έλλειψη εξυπνάδας ή κάποτε και ηθικής, όπως για παράδειγμα: η λωλή δασκάλα στο «Ο θείος Βαγγέλης», η αλαφροΐσκιωτη γυναίκα του μαραγκού και η χαζούλα κόρη του χτίστη στο «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», η γεροντοκόρη στο «Βουγγάρι», αλλά και η γυναίκα του μηχανικού στο ίδιο διήγημα, η οποία χαρακτηρίζεται πολύ αρνητικά για την έλλειψη ηθικότητας που τη διακρίνει. Στα πλαίσια, επίσης, των δευτερευόντων χαρακτήρων ο συγγραφέας μας δίνει και δύο παραδείγματα γυναικών που ως πεθερές, φροντίζουν να δημιουργούν στους γαμπρούς τους μεγάλα προβλήματα με τη συνεχή γκρίνια τους. Στο διήγημα «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας» η πεθερά του αλκοολικού πατέρα δε χάνει καμία ευκαιρία να σχολιάσει την κατάντια του, αλλά και να του κρύψει το κρασί όποτε μπορεί, σε μια μάταιη προσπάθεια να τον βοηθήσει να ξεκόψει απ’ το ποτό. Με παρόμοιο τρόπο παρουσιάζεται και η γιαγιά του ίδιου του συγγραφέα, η οποία στο διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης», εμφανίζεται να έχει ομηρικούς καυγάδες με τον πατέρα του Ιωάννου για κάθε είδους θέμα και κυρίως για τα οικονομικά της οικογένειας.
Πέρα όμως από τις γυναίκες που δεν κερδίζουν παρά μικρές αναφορές στα κείμενα του Ιωάννου, υπάρχουν κι εκείνες που κατορθώνουν να συγκινήσουν το συγγραφέα με τη ζωή τους και αποκτούν κεντρική θέση στα διηγήματά του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ανώνυμη ηρωίδα στο διήγημα «Το Βουγγάρι», η οποία αποτελεί ουσιαστικά το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Την κοπέλα αυτή οι γονείς του Ιωάννου την είχαν καλέσει στη Φλώρινα, όπου έκαναν συνήθως τις διακοπές τους, για να της γνωρίσουν ένα χωρισμένο μηχανικό. Το συνοικέσιο πετυχαίνει, η κοπέλα τον ερωτεύεται και μάλιστα σε μια εκδρομή που γίνεται για να γνωριστούν καλύτερα κάνει έρωτα μαζί του. Η κοπέλα μένει έγκυος αλλά προτού προλάβει να παντρευτεί με το μηχανικό ξεκινά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και τον καλούν να παρουσιαστεί στο στρατό. Η εγκυμοσύνη αυτή θα προκαλέσει πολλές δυσκολίες στην κοπέλα καθώς δεν μπορούσε για κανένα λόγο να παρουσιαστεί στους γονείς της σ’ αυτή την κατάσταση χωρίς να έχει παντρευτεί. Η ηθική ακεραιότητα της γυναίκας είχε πολύ μεγάλη αξία τότε και αποτελούσε μεγάλη ντροπή για την ίδια αλλά και για την οικογένειά της μια εγκυμοσύνη εκτός γάμου. Για το λόγο αυτό η κοπέλα θα καταφύγει στην Αθήνα, όπου θα γεννήσει το παιδί της μακριά από την οικογένειά της και μακριά από τον πατέρα του παιδιού. Είναι, πάντως, τόσο αποφασισμένη να παντρευτεί για να αποκαταστήσει την τιμή της, ώστε με το που μαθαίνει ότι ο μηχανικός βρίσκεται στη Φλώρινα, φεύγει από την Αθήνα με το παιδί της και πηγαίνει να τον βρει παρόλο που διαρκούσε ακόμη ο πόλεμος και οι μετακινήσεις έκρυβαν θανάσιμους κινδύνους. Τελικά ο γάμος θα γίνει αλλά σύντομα οι Γερμανοί θα σκοτώσουν τον άντρα της κι εκείνη θα μείνει μόνη της αναγκασμένη να υποστεί πολλές ταπεινώσεις στην προσπάθειά της να μεγαλώσει ένα παιδί που απέκτησε προτού παντρευτεί.
Κι ενώ η ηρωίδα από το Βουγγάρι περνά μια δυστυχισμένη ζωή πληρώνοντας την απερισκεψία της και το γεγονός ότι δε διαφύλαξε την τιμή της, η Ευτυχούλα στο ομώνυμο διήγημα θα παραμείνει αγνή σε όλη της τη ζωή, θέλοντας να ζήσει σύμφωνα με τα ηθικά πρότυπα που της θέτουν οι γονείς της. Η Ευτυχούλα αποτελεί μία από τις πλέον συμπαθητικές μορφές στα διηγήματα του Ιωάννου, καθώς ενώ παρουσιάζεται να έχει όλες τις προϋποθέσεις για να φτιάξει μια πολύ όμορφη ζωή, εκείνη παραμένει εγκλωβισμένη σε μια αποστειρωμένη ζωή, χωρίς συγκινήσεις και χωρίς έρωτα. Οι γονείς της έχουν μια καλή οικονομική κατάσταση και στα ίδια χνάρια κινείται και η Ευτυχούλα που εργάζεται ως ιδιαιτέρα υπουργού, αλλά οι γονείς της είναι συντηρητικοί και δε θέλουν η κόρη τους να έρχεται σε επαφή με άτομα που δεν ανταποκρίνονται στα αυστηρά τους πρότυπα. Η Ευτυχούλα, επομένως, για να μπορέσει να τους ευχαριστήσει θα περιορίσει τη ζωή της, θα μείνει κοντά τους, θα τους φροντίσει στα γεράματά τους και θα μείνει τελείως μόνη της μετά το θάνατό τους. Παρόλο που η Ευτυχούλα διατηρούσε την ομορφιά της και παρόλο που είχε αρκετά μεγάλη περιουσία και θα μπορούσε να βρει εύκολα ένα σύζυγο, έστω κι αν δεν ήταν πια πολύ νέα, δε θα το τολμήσει. Έχοντας περάσει τη ζωή της περιορισμένη, χωρίς προσωπικές επαφές, δε θα έχει πια το θάρρος να διεκδικήσει το δικαίωμα στη δημιουργία μια δική της οικογένεια και θα μείνει μέχρι το τέλος μόνη της.
Μια ενδιαφέρουσα γυναικεία παρουσία στο έργο του Ιωάννου είναι η γιαγιά του, η μητέρα της μητέρας του, την οποία την έχουμε ήδη συναντήσει στο διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης» ως ανυπόφορη πεθερά. Η γιαγιά αυτή στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά» μας παρουσιάζεται από το συγγραφέα ως μια εξαιρετικά δυναμική γυναίκα που όταν πεθαίνει ο άντρας της, μη αντέχοντας να ζει μακριά από την πατρίδα της, θα αφήσει τις κόρες της σε συγγενικά πρόσωπα στη Θεσσαλονίκη και θα πάει με τα πόδια στην Ανατολική Θράκη. Η επιστροφή της γιαγιάς του Ιωάννου στην Ανατολική Θράκη δείχνει ότι ανεξάρτητα από το φύλο τους οι άνθρωποι είναι πάντοτε ικανοί για παράτολμες πράξεις, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δείξουν υπεράνθρωπο κουράγιο και να κατανικήσουν κάθε φόβο και δισταγμό. Η γιαγιά του συγγραφέα βάζει την αγάπη για την πατρίδα της πάνω απ’ όλα και αδιαφορώντας για την επισφαλή κατάσταση της περιοχής θα επιστρέψει στο σπίτι της και θα ξεκινήσει τις ίδιες εργασίες που έκανε όλα τα χρόνια της ζωής της, σα να μην είχε φύγει ποτέ από εκεί. Μόνη της, χωρίς τον άντρα και τα παιδιά της, θα ετοιμάσει τη σοδειά, θα ετοιμάσει τα τρόφιμα της χρονιάς και θα φροντίσει κάθε τι στο σπίτι της, επιστρέφοντας στη ρουτίνα που γνώριζε και της προσέφερε ένα αίσθημα ασφάλειας και ικανοποίησης. Βέβαια, οι ιστορικές εξελίξεις είχαν διαφορετική άποψη και η γιαγιά του συγγραφέα θα αναγκαστεί για δεύτερη φορά να εγκαταλείψει το σπίτι της και να ζήσει το υπόλοιπο της μακρόχρονης ζωής της με τον καημό της χαμένης πατρίδας.
Οι γυναίκες στα διηγήματα του Ιωάννου, επομένως, βρίσκονται τις περισσότερες φορές δέσμιες της θέσης που επιφύλασσε η τότε κοινωνία γι’ αυτές. Υποχρεωμένες να προστατεύσουν την τιμή τους, υποχρεωμένες να ζήσουν με βάση ένα αυστηρό πρότυπο ηθικών κανόνων, αλλά πάντοτε έτοιμες να επιδείξουν δυναμικότητα και αποφασιστικότητα όταν επρόκειτο για κάτι σημαντικό για εκείνες. Και παρά την αρνητική παρουσίαση μερικών γυναικών από το συγγραφέα, είναι εμφανές ότι ο Ιωάννου εκτιμά και θαυμάζει τις γυναίκες εκείνες που με πολύ κουράγιο παλεύουν για την οικογένειά τους, όπως άλλωστε σέβεται τον πόνο των γυναικών που παγιδεύονται στους περιορισμούς που θέτει σ’ αυτές η κοινωνία.
Ο Γιώργος Ιωάννου στα διηγήματά του αποτυπώνει τη ζωή στην Ελλάδα του 20ου αιώνα, τότε που οι γυναίκες δεν είχαν κατορθώσει ακόμη να αντιμετωπίζονται ισότιμα με τους άντρες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι γυναίκες να βρίσκονται συχνά υπό τον έλεγχο της οικογένειάς τους ή των συζύγων τους, χωρίς όμως να λείπουν και τα παραδείγματα γυναικών που διέθεταν την απαιτούμενη δυναμικότητα για να ξεπεράσουν τους περιορισμούς που τους έθετε η κοινωνία ή τουλάχιστον να έρθουν αντιμέτωπες με την επίκριση του κοινωνικού συνόλου σε μια προσπάθεια να διεκδικήσουν το δικαίωμα μιας αυτόνομης πορείας. Οι γυναίκες που συναντάμε στα κείμενα του Ιωάννου είτε παρουσιάζονται με μάλλον αρνητικό τρόπο, ως χαζούλες, ελαφρόμυαλες ακόμη και ανήθικες είτε περιβάλλονται με συμπάθεια από το συγγραφέα, ο οποίος εκτιμά την ποιότητα του χαρακτήρα τους και τον αγώνα που δίνουν στη ζωή.
Στις γυναίκες που ο συγγραφέας δεν παρουσιάζει με ολότελα θετικό τρόπο συγκαταλέγονται κυρίως πρόσωπα δευτερεύουσας σημασίας που δεν αποκτούν ποτέ κεντρικό ρόλο στα διηγήματά του και συνήθως η επιτίμηση του Ιωάννου περιορίζεται σε σχόλια για την έλλειψη εξυπνάδας ή κάποτε και ηθικής, όπως για παράδειγμα: η λωλή δασκάλα στο «Ο θείος Βαγγέλης», η αλαφροΐσκιωτη γυναίκα του μαραγκού και η χαζούλα κόρη του χτίστη στο «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», η γεροντοκόρη στο «Βουγγάρι», αλλά και η γυναίκα του μηχανικού στο ίδιο διήγημα, η οποία χαρακτηρίζεται πολύ αρνητικά για την έλλειψη ηθικότητας που τη διακρίνει. Στα πλαίσια, επίσης, των δευτερευόντων χαρακτήρων ο συγγραφέας μας δίνει και δύο παραδείγματα γυναικών που ως πεθερές, φροντίζουν να δημιουργούν στους γαμπρούς τους μεγάλα προβλήματα με τη συνεχή γκρίνια τους. Στο διήγημα «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας» η πεθερά του αλκοολικού πατέρα δε χάνει καμία ευκαιρία να σχολιάσει την κατάντια του, αλλά και να του κρύψει το κρασί όποτε μπορεί, σε μια μάταιη προσπάθεια να τον βοηθήσει να ξεκόψει απ’ το ποτό. Με παρόμοιο τρόπο παρουσιάζεται και η γιαγιά του ίδιου του συγγραφέα, η οποία στο διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης», εμφανίζεται να έχει ομηρικούς καυγάδες με τον πατέρα του Ιωάννου για κάθε είδους θέμα και κυρίως για τα οικονομικά της οικογένειας.
Πέρα όμως από τις γυναίκες που δεν κερδίζουν παρά μικρές αναφορές στα κείμενα του Ιωάννου, υπάρχουν κι εκείνες που κατορθώνουν να συγκινήσουν το συγγραφέα με τη ζωή τους και αποκτούν κεντρική θέση στα διηγήματά του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ανώνυμη ηρωίδα στο διήγημα «Το Βουγγάρι», η οποία αποτελεί ουσιαστικά το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Την κοπέλα αυτή οι γονείς του Ιωάννου την είχαν καλέσει στη Φλώρινα, όπου έκαναν συνήθως τις διακοπές τους, για να της γνωρίσουν ένα χωρισμένο μηχανικό. Το συνοικέσιο πετυχαίνει, η κοπέλα τον ερωτεύεται και μάλιστα σε μια εκδρομή που γίνεται για να γνωριστούν καλύτερα κάνει έρωτα μαζί του. Η κοπέλα μένει έγκυος αλλά προτού προλάβει να παντρευτεί με το μηχανικό ξεκινά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και τον καλούν να παρουσιαστεί στο στρατό. Η εγκυμοσύνη αυτή θα προκαλέσει πολλές δυσκολίες στην κοπέλα καθώς δεν μπορούσε για κανένα λόγο να παρουσιαστεί στους γονείς της σ’ αυτή την κατάσταση χωρίς να έχει παντρευτεί. Η ηθική ακεραιότητα της γυναίκας είχε πολύ μεγάλη αξία τότε και αποτελούσε μεγάλη ντροπή για την ίδια αλλά και για την οικογένειά της μια εγκυμοσύνη εκτός γάμου. Για το λόγο αυτό η κοπέλα θα καταφύγει στην Αθήνα, όπου θα γεννήσει το παιδί της μακριά από την οικογένειά της και μακριά από τον πατέρα του παιδιού. Είναι, πάντως, τόσο αποφασισμένη να παντρευτεί για να αποκαταστήσει την τιμή της, ώστε με το που μαθαίνει ότι ο μηχανικός βρίσκεται στη Φλώρινα, φεύγει από την Αθήνα με το παιδί της και πηγαίνει να τον βρει παρόλο που διαρκούσε ακόμη ο πόλεμος και οι μετακινήσεις έκρυβαν θανάσιμους κινδύνους. Τελικά ο γάμος θα γίνει αλλά σύντομα οι Γερμανοί θα σκοτώσουν τον άντρα της κι εκείνη θα μείνει μόνη της αναγκασμένη να υποστεί πολλές ταπεινώσεις στην προσπάθειά της να μεγαλώσει ένα παιδί που απέκτησε προτού παντρευτεί.
Κι ενώ η ηρωίδα από το Βουγγάρι περνά μια δυστυχισμένη ζωή πληρώνοντας την απερισκεψία της και το γεγονός ότι δε διαφύλαξε την τιμή της, η Ευτυχούλα στο ομώνυμο διήγημα θα παραμείνει αγνή σε όλη της τη ζωή, θέλοντας να ζήσει σύμφωνα με τα ηθικά πρότυπα που της θέτουν οι γονείς της. Η Ευτυχούλα αποτελεί μία από τις πλέον συμπαθητικές μορφές στα διηγήματα του Ιωάννου, καθώς ενώ παρουσιάζεται να έχει όλες τις προϋποθέσεις για να φτιάξει μια πολύ όμορφη ζωή, εκείνη παραμένει εγκλωβισμένη σε μια αποστειρωμένη ζωή, χωρίς συγκινήσεις και χωρίς έρωτα. Οι γονείς της έχουν μια καλή οικονομική κατάσταση και στα ίδια χνάρια κινείται και η Ευτυχούλα που εργάζεται ως ιδιαιτέρα υπουργού, αλλά οι γονείς της είναι συντηρητικοί και δε θέλουν η κόρη τους να έρχεται σε επαφή με άτομα που δεν ανταποκρίνονται στα αυστηρά τους πρότυπα. Η Ευτυχούλα, επομένως, για να μπορέσει να τους ευχαριστήσει θα περιορίσει τη ζωή της, θα μείνει κοντά τους, θα τους φροντίσει στα γεράματά τους και θα μείνει τελείως μόνη της μετά το θάνατό τους. Παρόλο που η Ευτυχούλα διατηρούσε την ομορφιά της και παρόλο που είχε αρκετά μεγάλη περιουσία και θα μπορούσε να βρει εύκολα ένα σύζυγο, έστω κι αν δεν ήταν πια πολύ νέα, δε θα το τολμήσει. Έχοντας περάσει τη ζωή της περιορισμένη, χωρίς προσωπικές επαφές, δε θα έχει πια το θάρρος να διεκδικήσει το δικαίωμα στη δημιουργία μια δική της οικογένεια και θα μείνει μέχρι το τέλος μόνη της.
Μια ενδιαφέρουσα γυναικεία παρουσία στο έργο του Ιωάννου είναι η γιαγιά του, η μητέρα της μητέρας του, την οποία την έχουμε ήδη συναντήσει στο διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης» ως ανυπόφορη πεθερά. Η γιαγιά αυτή στο διήγημα «Η μόνη κληρονομιά» μας παρουσιάζεται από το συγγραφέα ως μια εξαιρετικά δυναμική γυναίκα που όταν πεθαίνει ο άντρας της, μη αντέχοντας να ζει μακριά από την πατρίδα της, θα αφήσει τις κόρες της σε συγγενικά πρόσωπα στη Θεσσαλονίκη και θα πάει με τα πόδια στην Ανατολική Θράκη. Η επιστροφή της γιαγιάς του Ιωάννου στην Ανατολική Θράκη δείχνει ότι ανεξάρτητα από το φύλο τους οι άνθρωποι είναι πάντοτε ικανοί για παράτολμες πράξεις, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δείξουν υπεράνθρωπο κουράγιο και να κατανικήσουν κάθε φόβο και δισταγμό. Η γιαγιά του συγγραφέα βάζει την αγάπη για την πατρίδα της πάνω απ’ όλα και αδιαφορώντας για την επισφαλή κατάσταση της περιοχής θα επιστρέψει στο σπίτι της και θα ξεκινήσει τις ίδιες εργασίες που έκανε όλα τα χρόνια της ζωής της, σα να μην είχε φύγει ποτέ από εκεί. Μόνη της, χωρίς τον άντρα και τα παιδιά της, θα ετοιμάσει τη σοδειά, θα ετοιμάσει τα τρόφιμα της χρονιάς και θα φροντίσει κάθε τι στο σπίτι της, επιστρέφοντας στη ρουτίνα που γνώριζε και της προσέφερε ένα αίσθημα ασφάλειας και ικανοποίησης. Βέβαια, οι ιστορικές εξελίξεις είχαν διαφορετική άποψη και η γιαγιά του συγγραφέα θα αναγκαστεί για δεύτερη φορά να εγκαταλείψει το σπίτι της και να ζήσει το υπόλοιπο της μακρόχρονης ζωής της με τον καημό της χαμένης πατρίδας.
Οι γυναίκες στα διηγήματα του Ιωάννου, επομένως, βρίσκονται τις περισσότερες φορές δέσμιες της θέσης που επιφύλασσε η τότε κοινωνία γι’ αυτές. Υποχρεωμένες να προστατεύσουν την τιμή τους, υποχρεωμένες να ζήσουν με βάση ένα αυστηρό πρότυπο ηθικών κανόνων, αλλά πάντοτε έτοιμες να επιδείξουν δυναμικότητα και αποφασιστικότητα όταν επρόκειτο για κάτι σημαντικό για εκείνες. Και παρά την αρνητική παρουσίαση μερικών γυναικών από το συγγραφέα, είναι εμφανές ότι ο Ιωάννου εκτιμά και θαυμάζει τις γυναίκες εκείνες που με πολύ κουράγιο παλεύουν για την οικογένειά τους, όπως άλλωστε σέβεται τον πόνο των γυναικών που παγιδεύονται στους περιορισμούς που θέτει σ’ αυτές η κοινωνία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου