Michelle Calkins
Γιώργος
Ιωάννου «Στου Κεμάλ το Σπίτι» Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1.
Γιατί τα αρχικώς αρνητικά συναισθήματα του αφηγητή απέναντι στη γυναίκα
μετατρέπονται εντέλει σε θετικά; Τι έχει μεσολαβήσει; Είναι δικαιολογημένη μια
τέτοια μεταστροφή;
Η αρχική αντίδραση του αφηγητή και της
οικογένειάς τους, όταν συνειδητοποίησαν ότι η μαυροφορεμένη γυναίκα είναι
Τουρκάλα, υπήρξε αρνητική καθώς είχαν ζήσει πολλές πίκρες και απώλειες εξαιτίας
των Τούρκων και δεν ήθελαν να έχουν καμία επαφή μαζί τους. Ήδη το γεγονός ότι
ζούσαν κοντά στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ αποτελούσε ικανή υπενθύμιση της
τουρκικής σκληρότητας, δεν χρειάζονταν και την Τουρκάλα να κάθεται στο κατώφλι
τους. Εντούτοις, καθώς σκέφτονται τα δεινά που τους έχουν προκαλέσει οι
Τούρκοι, θυμούνται πως εξαιτίας τους έφυγαν από την πατρογονική τους γη, την
Ανατολική Θράκη και ήρθαν πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη. Η σκέψη αυτή και η
νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, λειτουργεί τελικά ως συνδετικός
δεσμός με τα συναισθήματα της Τουρκάλας, καθώς κατανοούν πως και η ίδια υπήρξε
πρόσφυγας και εκδιώχθηκε από τον τόπο που γεννήθηκε, και τώρα υποφέρει όπως και
αυτοί κι έρχεται για να δει ξανά το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε.
Η προσφυγιά, η κοινή τους δηλαδή μοίρα,
λειτουργεί ισχυρότερα από τη διαφορετική τους εθνικότητα και η οικογένεια του
αφηγητή αισθάνεται συμπάθεια για την πικραμένη γυναίκα. Όταν, μάλιστα, τη
βλέπουν να επιστρέφει μετά το τέλος του πολέμου ξανά στο σπίτι, το οποίο έχει
σχεδόν καταστραφεί, αισθάνονται ακόμη πιο έντονα τον πόνο της και συγκινούνται
από την επίμονη νοσταλγία της. Η Τουρκάλα παρά το πέρασμα των χρόνων, παρά την
καταστροφική επέλαση του πολέμου συνεχίζει να νοσταλγεί το σπίτι της, συνεχίζει
να ποθεί την επιστροφή στον τόπο που πέρασε τα παιδικά της χρόνια.
Ο πόνος της προσφυγιάς λειτουργεί ως
ισχυρός κώδικας επικοινωνίας μεταξύ του αφηγητή και της Τουρκάλας,
δικαιολογώντας απόλυτα τη μεταστροφή των συναισθημάτων του. Ανεξάρτητα από το
γεγονός ότι ήταν Τουρκάλα, στην πραγματικότητα ήταν απλώς μια γυναίκα που
πονούσε για τον τόπο της και ήθελε να επιστρέψει ξανά στις ρίζες της, αίσθημα
κοινό και για την οικογένεια του αφηγητή που με πίκρα είχαν εγκαταλείψει τα
σπίτια και την περιουσία τους στην Ανατολική Θράκη.
2.
Μέσα στο διήγημα συνυπάρχουν, αλλά και συγκρούονται δύο κόσμοι, δύο διαφορετικές
εποχές. Πώς καταγράφεται στη συνείδηση του αφηγητή η εισβολή του νέου κόσμου;
Είναι δικαιολογημένα τα συναισθήματα που του προκαλεί;
Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου
πολέμου και του εμφυλίου, η Θεσσαλονίκη, όπως και άλλες μεγάλες πόλεις τη
χώρας, περνά με γρήγορους ρυθμούς στον εκσυγχρονισμό της. Η πόλη χάνει την
παραδοσιακή της εικόνα και μεταβάλλεται σε μία μεγαλούπολη, καθώς τα όμορφα
σπίτια του παρελθόντος γκρεμίζονται και στη θέση τους αναγείρονται μεγάλες και
ακαλαίσθητες πολυκατοικίες που εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο πρακτικούς
λόγους.
Η εποχή όπου τα σπίτια είχαν το πηγάδι
τους, δέντρα στην αυλή κι ένα κατώφλι στην είσοδο για να κάθονται οι άνθρωποι
τα απογεύματα, έχει παρέλθει. Όπως παρήλθε και η εποχή όπου τα κτίσματα
κοσμούνταν με υπέροχα ψηφιδωτά, όπως αυτό που είχαν βρει οι εργάτες όταν
έσκαβαν, εκεί που κάποτε βρισκόταν το σπίτι της οικογένειας του αφηγητή, για να
ρίξουν τα θεμέλια μιας πολυκατοικίας. Τώρα, τα κτίσματα δεν διακρίνονται για
την ομορφιά τους, τώρα η πόλη έχει γεμίσει με ακαλαίσθητες πολυκατοικίες που
έρχονται να εξυπηρετήσουν τις αυξημένες ανάγκες για στέγαση, καθώς ο πληθυσμός
αυξάνεται.
Η παλιά εικόνα της πόλης με την ομορφιά
και την αρμονία, όπως την έχει κρατήσει στη μνήμη του ο αφηγητής, αλλοιώνεται
με γοργούς ρυθμούς, στοιχείο που του προκαλεί αγανάκτηση και τον κάνει να θέλει
να αντιδράσει σε αυτή την ασέβεια απέναντι στην πόλη του. Θα παραφυλάει νύχτα
μέρα, σχολιάζει ο αφηγητής, προκειμένου να εμποδίσει τα νέα μεγαλεπήβολα σχέδια
των εργολάβων, εκφράζοντας τη δίκαιη οργή του.
Παρόλο που στο όνομα της ανάπτυξης
πολλές πόλης της Ελλάδας υπέστησαν τρομερή αλλοίωση και μετατράπηκαν σε
μεγαλουπόλεις άναρχα δομημένες, εντούτοις η σκέψη του Ιωάννου είναι σωστή. Η
αισθητική των πόλεων θα έπρεπε να έχει προφυλαχθεί, με κατάλληλο σχεδιασμό και
όχι με βιαστικές, πρόχειρες και συχνά παράνομες κατασκευές, που στέρησαν
διαπαντός την ιδιαίτερη ομορφιά και τον ξεχωριστό χαρακτήρα πολλών ελληνικών
πόλεων.
3.
Η απουσία μελοδραματισμού και η ποιητική ελλειπτικότητα χαρακτηρίζουν τον τρόπο
με τον οποίο χειρίζεται την εσωτερική φόρτιση και τη συγκίνησή του ο
πεζογράφος. Ποια στοιχεία του κειμένου δικαιολογούν αυτή την άποψη;
Ένα από τα χαρακτηριστικά της γραφής
του Ιωάννου είναι ο τρόπος που κατορθώνει να αποστασιοποιείται ακόμη κι από
πολύ προσωπικά του βιώματα, δίνοντάς τα αφηγηματικά με τρόπο ελλειπτικό και
απομακρύνοντας τα στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν στην αφήγησή του μια
μελοδραματική διάσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ως προς αυτό, είναι το
ακόλουθο απόσπασμα από το διήγημα «Η μόνη κληρονομιά» στο οποίο ο αφηγητής αναφέρεται στο θάνατο του πατέρα του: «Δεν
πρόκειται να εξιστορήσω πώς πέθανε ο πατέρας μου. Πέθανε, βέβαια, νέος κι
αυτός, αλλά στα ξαφνικά, πράγμα που είναι κάτι για μένα.»
Ο Ιωάννου σε πολλές περιπτώσεις θα
μπορούσε να παρασύρει τον αναγνώστη σε μια σειρά συναισθημάτων, μιας και τα
θέματα που πραγματεύεται είναι πολύ συχνά επώδυνα και αφορούν την κοινή μοίρα
πολλών ανθρώπων. Εντούτοις, ο συγγραφέας προτιμά να αφήνει τον αναγνώστη
ελεύθερο στο να διαμορφώσει τη στάση του, παρουσιάζοντάς του τα γεγονότα, ως
έχουν, χωρίς περιττές περιγραφές και μακροσκελείς αναφορές επί του θέματος. Με
σύντομες προτάσεις και λιτό τρόπο, ο συγγραφέας δίνει το γεγονός και αφήνει τον
αναγνώστη να κρίνει ανεπηρέαστος.
Όταν η Τουρκάλα, λίγο μετά τον πόλεμο,
επισκέπτεται ξανά τη Θεσσαλονίκη και βρίσκει σχεδόν κατεστραμμένο το σπίτι στο
οποίο μεγάλωσε, ο συγγραφέας δεν δημιουργεί μια εντυπωσιακή σκηνή θρήνου, με
την ηρωίδα του να ξεσπά σε μια θύελλα συναισθημάτων. Παρουσιάζει με τον πιο
διακριτικό τρόπο την εικόνα της θλιμμένης γυναίκας και αφήνει τον αναγνώστη να
σκεφτεί ποια θα ήταν τα συναισθήματα και οι σκέψεις της: «... όμως την είδαμε
μια μέρα να κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι του παλιού σπιτιού μας.», «Όμως
αυτή κοίταζε ακίνητη την κατάγυμνη αυλή και το έρημο σπίτι».
Ο Ιωάννου δεν αντιμετωπίζει το
αφηγηματικό του υλικό ως ευκαιρία να παρασύρει τον αναγνώστη σε μια πορεία
συγκίνησης και γι’ αυτό το λόγο ακόμη και σημεία που θα μπορούσε να τα
εκμεταλλευτεί αφηγηματικά, τα δίνει με τον πιο απλό και λιτό τρόπο, καθώς
θεωρεί ότι το σημαντικό είναι να καταγραφούν οι εμπειρίες του ως μέρος της
ιστορικής μνήμης κι όχι να αποτελέσουν αντικείμενο λογοτεχνικής υπερβολής.
Η ποιητική ελλειπτικότητα, επομένως,
συνίσταται στην τάση του αφηγητή να παρουσιάζει τα γεγονότα με περιεκτικό και
σύντομο τρόπο, χωρίς να τις διανθίζει με εκτενείς περιγραφές των αντιδράσεων
και των συναισθημάτων των ηρώων του. Όπως, για παράδειγμα, όταν η Τουρκάλα
μαθαίνει για την καταστροφή του πηγαδιού, η αντίδρασή της δίνεται ως εξής: «Η
γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της.» Το
γεγονός αυτό, η πρώτη αυτή απώλεια σε ό,τι αφορά το πατρικό της σπίτι, θα
μπορούσε στα χέρια κάποιου άλλου πεζογράφου να δοθεί με μεγαλύτερη ένταση και
με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες, δημιουργώντας έντονη συγκίνηση στον
αναγνώστη. Ο Ιωάννου, όμως, μένει πάντοτε πιστός στη βασική αφηγηματική του
αρχή, να δίνει τα γεγονότα, χωρίς μελοδραματισμούς.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου