Κωνσταντίνος Καβάφης «Περί τα των ξυστών άλση» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Περί τα των ξυστών άλση»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Κωνσταντίνος Καβάφης «Περί τα των ξυστών άλση»
 
Είχε εξαγριωθεί ο Δομιτιανός,
υπέφερον δεινώς η χώρες από αυτόν.
Στην Έφεσο, ως κι αλλού, πολλή ήταν δυσθυμία.
Ότ’ εξαίφνης, σαν μιλούσε μια μέρα ο Απολλώνιος
περί τα των ξυστών άλση εφάνη αίφνης
σαν νάναι αφηρημένος και σαν μηχανικώς
τον λόγον του να κάμει. Ως που έπαυσε τον λόγον
κ’ εφώναζε το «παε τον τύραννον», εν μέσω
λίαν απορημένων πολλών ακροατών.
Εκείνη τη στιγμή είχε η ψυχή του δει
τον Στέφανον, στην Ρώμη, χτυπώντας με το ξίφος
τον Δομιτιανόν ζητώντα ν’ αμυνθεί με κύλικα χρυσήν
και, τέλος, τους αθρόους
να μπαίνουν δορυφόρους, κ’ ευθύς τον μιαρόν
τον βασιλέα (σχεδόν λιπόθυμον) να σφάξουν.
 
Κ. Π. Καβάφης, Ατελή Ποιήματα 1918-1932, Φιλολογική έκδοση: Renata Lavagnini
 
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αποδίδει σε ποιητικό λόγο ένα περιστατικό από το έργο του Φιλόστρατου «Τα εις τον Τυανέα Απολλώνιον», κατά το οποίο ο Απολλώνιος, αν και βρισκόταν στην Έφεσο, «είδε» ενορατικά τη δολοφονία του αυτοκράτορα Δομιτιανού που συνέβαινε στη Ρώμη. Ο φιλόσοφος Απολλώνιος είχε χρησιμοποιηθεί από τους εθνικούς (ειδωλολάτρες) ως «απάντηση» στον Χριστό, καθώς του απέδιδαν εξαιρετικές ιδιότητες, όπως και τη δυνατότητα να πραγματοποιεί θαύματα.
Ο Καβάφης καταγράφει, χωρίς να σχολιάζει ή να αμφισβητεί το περιστατικό αυτό, όπως ακριβώς το κάνει και στο ίδιου θέματος ποίημα «Αθανάσιος», όπου χριστιανοί μοναχοί διαισθάνονται, κατά παρόμοιο τρόπο, τον θάνατο του αυτοκράτορα Ιουλιανού.
Η παράλληλη ανάγνωση των δύο αυτών ποιημάτων μάς επιτρέπει να αντιληφθούμε πως πρόθεση του ποιητή είναι να θέσει προς προβληματισμό την τάση των ανθρώπων να αποδίδουν σε πρόσωπα του πνεύματος ή της θρησκείας τέτοιου είδους ιδιότητες που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα. Μια τάση, μάλιστα, η οποία παρουσιάζεται -όπως προκύπτει από τα δυο αυτά ποιήματα- ίδια τόσο στους ειδωλολάτρες όσο και στους χριστιανούς, υποδηλώνοντας πως ξεπερνά τα όρια μιας συγκεκριμένης θρησκείας και συνιστά -σχεδόν- πανανθρώπινη ανάγκη ή πεποίθηση.
Ο ποιητής δεν επιχειρεί να απαντήσει γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να αναγνωρίζουν σε ορισμένα πρόσωπα υπερφυσικές ιδιότητες, αφήνοντας το ερώτημα αυτό στην κρίση του κάθε αναγνώστη.
 
«Είχε εξαγριωθεί ο Δομιτιανός,
υπέφερον δεινώς η χώρες από αυτόν.
Στην Έφεσο, ως κι αλλού, πολλή ήταν δυσθυμία.»
 
Οι εισαγωγικοί στίχοι του ποιήματος τοποθετούν τη δράση του στα εντελώς τελευταία χρόνια της βασιλείας του Δομιτιανού, κατά τη διάρκεια των οποίων ο αυτοκράτορας αυτός είχε επιδοθεί στην άσκηση μιας τρομοκρατικής τακτικής, με εκτελέσεις και δημεύσεις περιουσιών, που είχε προκαλέσει φόβο, αλλά και μένος στους υπηκόους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η αναφορά στην Έφεσο γίνεται, διότι σε αυτή την πόλη βρισκόταν ο Απολλώνιος ο Τυανεύς όταν πραγματοποιήθηκε η δολοφονία του αυτοκράτορα Δομιτιανού.
 
«Ότ’ εξαίφνης, σαν μιλούσε μια μέρα ο Απολλώνιος
περί τα των ξυστών άλση εφάνη αίφνης
σαν νάναι αφηρημένος και σαν μηχανικώς
τον λόγον του να κάμει. Ως που έπαυσε τον λόγον
κ’ εφώναζε το «παε τον τύραννον», εν μέσω
λίαν απορημένων πολλών ακροατών.»
 
Ο Καβάφης ακολουθεί με ακρίβεια τη διήγηση του Φιλόστρατου, καταγράφοντας όλες τις βασικές πληροφορίες του περιστατικού, ώστε να προκύπτει η ίδια εντύπωση για τον αναγνώστη είτε διαβάζει το πεζό ιστορικό κείμενο, είτε το ποιητικό.
Ο Απολλώνιος μιλά μπροστά σ’ ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, που έχει συγκεντρωθεί σ’ ένα άλσος κοσμημένο με αγάλματα, όταν ξαφνικά άρχισε να δίνει την εντύπωση πως έχει αφαιρεθεί και πως συνεχίζει τον λόγο του μηχανικά. Το αιφνίδιο της αλλαγής στον τρόπο ομιλίας του φιλοσόφου αποδίδεται με έμφαση, διότι ενισχύει το εκπληκτικό της διαισθητικής και ενορατικής θέασης ενός γεγονότος που συμβαίνει την ίδια στιγμή σε μια άλλη μακρινή περιοχή. Ο φιλόσοφος δεν βρίσκεται σε κάποια κατάσταση αυτοσυγκέντρωσης ή άλλως συνειδητής προσπάθειας να διαισθανθεί το τι συμβαίνει κάπου αλλού. Το όραμα της δολοφονίας του Δομιτιανού μοιάζει να έρχεται σε αυτόν ακούσια, διακόπτοντας τον λόγο του.
Το γεγονός ότι ο Απολλώνιος διακόπτει την ομιλία του και αρχίζει να φωνάζει «χτύπα τον τύραννο», σαν να βρίσκεται κι ο ίδιος παρών στη δολοφονική επίθεση εναντίον του Δομιτιανού, ενισχύει ακόμη περισσότερο την ισχύ του οράματός του, εφόσον δεν κινείται απλώς στο επίπεδο της διαίσθησης, αλλά της άμεσης όρασης και αντίληψης.
Η αναφορά στην παρουσία «πολλών ακροατών» λειτουργεί έμμεσα ως πιστοποίηση της αλήθειας του περιστατικού, εφόσον αυτό συνέβη μπροστά σε πολλούς μάρτυρες.
 
«Εκείνη τη στιγμή είχε η ψυχή του δει
τον Στέφανον, στην Ρώμη, χτυπώντας με το ξίφος
τον Δομιτιανόν ζητώντα ν’ αμυνθεί με κύλικα χρυσήν
και, τέλος, τους αθρόους
να μπαίνουν δορυφόρους, κ’ ευθύς τον μιαρόν
τον βασιλέα (σχεδόν λιπόθυμον) να σφάξουν.»
 
Ο Απολλώνιος που βρίσκεται στην Έφεσο, σ’ ένα άλσος κοσμημένο με αγάλματα -υπενθύμιση πως πρόκειται για έναν εθνικό φιλόσοφο, ο οποίος απευθύνεται σε ένα εθνικό ακροατήριο-, βλέπει τον απελεύθερο δούλο Στέφανο να χτυπά με το ξίφος του τον Δομιτιανό στη Ρώμη. Βλέπει, συνάμα, και την προσπάθεια του αυτοκράτορα να αμυνθεί, χτυπώντας με μια χρυσή κούπα τον Στέφανο, αλλά και την τελική πράξη της δολοφονίας, όταν εισέρχονται στον χώρο οι φρουροί και σφάζουν τον ανήθικο και απεχθή αυτοκράτορα.
Οι εθνικοί επιχειρούν να αναδείξουν τον συγκαιρινό του Χριστού, Απολλώνιο, ως τον δικό τους «θεϊκό άνδρα», με υπερφυσικές ιδιότητες ανάλογες με εκείνες του μεσσία των χριστιανών. Ο Καβάφης, ωστόσο, βλέπει εδώ πέρα από τη μάταιη προσπάθεια των εθνικών να δημιουργήσουν έναν δικό τους Χριστό και να διασώσουν έτσι τη δική τους θρησκεία˙ βλέπει την ανάγκη ή και την προσδοκία των ανθρώπων γενικά πως υπάρχουν ορισμένοι εκλεκτοί, που έχουν προικιστεί με δυνατότητες που ξεπερνούν κατά πολύ τα συνήθη μέτρα. Βλέπει την προθυμία των ανθρώπων να πιστέψουν πως υπάρχει κάτι κατά πολύ ισχυρότερο από αυτούς και θέτει τη διαπίστωση αυτή στην κρίση του αναγνώστη.
 
Σύμφωνα με τα σχόλια της Renata Lavagnini:
«Ξυστός ή ξυστόν σημαίνει εκτός των άλλων και «τόπος για περίπατο ανάμεσα σε δέντρα και αγάλματα» κατά το ελληνοαγγλικό λεξικό των Λίντελ – Σκωτ, που αναφέρει τον Βιτρούβιο και τον Φιλόστρατο. Την ερμηνεία αυτή δείχνει να ακολουθεί και ο Καβάφης.
Θέμα του ποιήματος είναι η δολοφονία, στη Ρώμη, του αυτοκράτορα Δομιτιανού, που την είδε τηλεπαθητικώς στην Έφεσο ο άσπονδος εχθρός του Απολλώνιος ο Τυανεύς (την οπτασία του Απολλώνιου αναφέρει και ο Δίων ο Κάσσιος, 48, 18, 1). Ο Καβάφης ακολουθεί πιστά τον Φιλόστρατο, Η΄, 25-26. Ο τίτλος και ο στ. 8 του σχεδιάσματος παραπέμπουν  φανερά στην πηγή.
Ο Φιλόστρατος διηγείται το τέλος του Δομιτιανού μ’ αυτόν τον τρόπο: ο αυτοκράτορας, συνεχίζοντας τα πολλά του εγκλήματα, είχε καταδικάσει σε θάνατο την ίδια την αδελφή του τότε ένας απελεύθερος δούλος της γυναίκας, που λεγόταν Στέφανος, βρήκε το θάρρος και την ευκαιρία να σκοτώσει τον τύραννο: προφασιζόμενος κάτι βρέθηκε μόνος μαζί του και, βγάζοντας το ξίφος που κρατούσε κρυμμένο, τον πλήγωσε στο πλευρό, ενώ ο ρωμαλέος αυτοκράτορας προσπαθούσε μάταια να αμυνθεί.»
 
Η συνέχεια της διήγησης του περιστατικού από το έργο του Φιλόστρατου:
δ’ ρρωμένος μεν και λλως το σμα, γεγονώς δε περί τα πέντε και τετταράκοντα τη ξυνεπλάκη τρωθείς, και καταβαλών τον Στέφανον πέκειτο τους φθαλμούς ρύττων και τας παρειάς ξυντρίβων πυθμένι χρυσς κύλικος ατο κειμένης περί τα ερά, κάλει δε και την θηνάν ρωγόν. Ξυνέντες ον ο δορυφόροι κακς πράττοντος σλθον θρόοι και τον τύραννον πέκτειναν λιποθυμοντα δη. Τατ’ πράττετο μεν κατά την ώμην, ωρτο δ’ πολλωνί κατά την φεσον. Διαλεγόμενος γαρ περί τα τν ξυστν λση κατά μεσημβρίαν, τε δη και τν τος βασιλείοις γίγνετο, πρτον μεν φκε τς φωνς οον δείσας, ετ’ λλιπέστερον κατά την αυτο δύναμιν ρμήνευσεν σα τος μεταξύ λόγων διορσι τι τερον, ετ’ σιώπησεν σπερ ο τν λόγων κπεσόντες, βλέψας τε δεινόν ς την γν και προβάς τρία τέτταρα τν βημάτων «παε τον τύραννον, παε» βόα, οχ σπερ κ κατόπτρου τινός εδωλον ληθείας λκων, λλ’ ατά ρν και ξυλλαμβάνειν δοκν τα δρώμενα. κπεπληγμένης δε τς φέσου (παρν γαρ διαλεγομέν πσα) πισχών σον ο διορντες, στ’ ν γένηταί τι τν μφιβόλων τέλος «θαρρετε,» επεν « νδρες, γαρ τύραννος πέσφακται τήμερον».
 
Μετάφραση: Αυτός ήταν δυνατός και με σωματική ρώμη, αν και ήταν περίπου σαράντα πέντε ετών, και παρά τον τραυματισμό του, ενεπλάκη σε πάλη και αφού έριξε κάτω τον Στέφανο, γονάτισε και του ξερίζωσε τα μάτια και συνέτριψε τα μάγουλά του με τη βάση μιας χρυσής κούπας που βρισκόταν εκεί για τις ιερές τελετές, και καλούσε την Αθηνά να τον βοηθήσει. Αμέσως οι φρουροί του κατανοώντας πως βρίσκεται σε κίνδυνο εισέβαλαν ατάκτως και αποτελείωσαν τον τύραννο που ήδη έχανε τις αισθήσεις του. Αν και αυτά συνέβαιναν στη Ρώμη, τα είδε ο Απολλώνιος στην Έφεσο. Ενώ μιλούσε στα περίστυλα άλση κατά το μεσημέρι, όταν ακριβώς συνέβαιναν αυτά στο παλάτι, αρχικά χαμήλωσε τη φωνή του, σαν να ήταν φοβισμένος, έπειτα συνέχισε την ομιλία του με λιγότερη ζωντάνια απ’ ό,τι το συνήθιζε, όπως κάποιος που μεταξύ των λόγων του αναλογιζόταν κάτι το διαφορετικό, κι έπειτα σιώπησε, όπως κάποιος που του διακόπτουν την ομιλία, κοιτάζοντας κάτι το φοβερό στο έδαφος και κάνοντας τρία ή τέσσερα βήματα, φώναξε «χτύπα τον τύραννο, χτύπα τον», όχι όπως κάποιος που βλέπει μέσα από κάποιο κάτοπτρο μια θολή εικόνα της αλήθειας, αλλά όπως κάποιος που βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τα γεγονότα και συμμετέχει σε αυτά. Η Έφεσος είχε εκπλαγεί -γιατί ήταν παρόντες όλοι στην ομιλία του-, αλλά εκείνος σταματώντας, όπως κάποιος που προσπαθεί να δει και περιμένει μέχρι να δοθεί τέλος στην απορία του, είπε στο τέλος «Έχετε θάρρος, άνδρες, γιατί ο τύραννος σφαγιάστηκε σήμερα».
 
Τα πρόσωπα του ποιήματος
Δομιτιανός: Ο Τίτος Φλάβιος Δομιτιανός ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας (81-96 μ.Χ.), γνωστός κυρίως για την τρομοκρατία που επέβαλε σε εξέχοντα μέλη της Συγκλήτου κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του. Γεννήθηκε στις 24 Οκτωβρίου του 51 μ.Χ. και πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου του 96 μ.Χ. στη Ρώμη.
Ο Τίτος Φλάβιος Δομιτιανός ήταν ο δεύτερος γιος του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και της Φλαβίας Δομιτίλλας.
Ως αυτοκράτορας ο Δομιτιανός συγκέντρωσε το μίσος της αριστοκρατίας. Στους συγγραφείς της εποχής του Τραϊανού, Τάκιτο και Πλίνιο τον Νεώτερο (ο Σουητώνιος είναι λιγότερο υπέρ αυτής της άποψης) είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το κοινό υβρεολόγια από τη γνήσια πεποίθηση, αλλά φαίνεται ότι οι κύριοι λόγοι της μη δημοτικότητας του Δομιτιανού ήταν μάλλον η σκληρότητα και η επιδεικτότητά του παρά κάποια στρατηγική και διοικητική του ανικανότητα. Στην πραγματικότητα ο αυστηρός του έλεγχος στους άρχοντες της Ρώμης και της επαρχίας απέσπασε τον έπαινο του Σουητώνιου.
Στη νομοθεσία ήταν αυστηρός και η προσπάθειά του να χαλιναγωγήσει ελαττώματα, από τα οποία και ο ίδιος δεν ήταν απαλλαγμένος, επέσυρε επικρίσεις. Ίσως θα ήταν πιο δίκαιο να τον κρίνει κανείς για υπέρμετρο πατερναλισμό.
Η στρατηγική του και η εξωτερική του πολιτική δεν υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχείς. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του τόσο στη Βρετανία όσο και στη Γερμανία οι Ρωμαίοι κέρδισαν έδαφος και η κατασκευή της συνοριακής οχυρωματικής γραμμής Ρήνου -  Δούναβη οφείλει περισσότερα στον Δομιτιανό παρά σε οποιονδήποτε άλλο αυτοκράτορα. Αντίθετα η σταθεροποίηση των κτήσεων στη Σκωτία διακόπηκε εξαιτίας σοβαρών πόλεμων στον Δούναβη, όπου ο Δομιτιανός ποτέ δεν πέτυχε μια απόλυτα ικανοποιητική εγκατάσταση, και επιπλέον έχασε δύο λεγεώνες και πολλά άλλα στρατεύματα. Ωστόσο οι εναντίον του επικρίσεις για το ζήτημα αυτό δεν επηρέασαν τη δημοτικότητα του Δομιτιανού στον στρατό, του οποίου τους μισθούς είχε τη σύνεση να αυξήσει κατά ένα τρίτο το 84 π.Χ.
Η θανάτωση του εξαδέλφου του Φλαβίου Σαβίνου, το 84 μ.Χ., ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά υπάρχουν ενδείξεις για πιο εκτεταμένες αναταραχές το 87 μ.Χ. Η κρίση ξέσπασε με την εξέγερση του Αντωνίου Σατουρνίνου, διοικητή της Άνω Γερμανίας, την 1η Ιανουαρίου του 89 μ.Χ., την οποία κατέπνιξε ο στρατός της Κάτω Γερμανίας, αλλά επακολούθησε σημαντικός αριθμός εκτελέσεων και ο νόμος περί προδοσίας εφαρμόστηκε αργότερα απεριόριστα εναντίον των συγκλητικών. Τα έτη 93-96 μ.Χ. θεωρήθηκαν περίοδος τρομοκρατίας, που όμοιά της δεν υπήρξε στο παρελθόν.
Οι οικονομικές δυσκολίες του Δομιτιανού αποτελούν αμφισβητούμενο ζήτημα. Κατά τη βασιλεία του η σκληρότητα εμφανίστηκε νωρίτερα από την αρπακτικότητα, στο τέλος όμως ο Δομιτιανός προέβαινε τακτικά σε δημεύσεις της περιουσίας των θυμάτων του. Το οικοδομικό του πρόγραμμα υπήρξε εκτεταμένο. Η Ρώμη απέκτησε μια νέα αγορά και πολλά άλλα έργα. Ο Δομιτιανός έχτισε νέα κατοικία στον Παλατίνο λόφο και μια αχανή έπαυλη στο όρος Αλβανό. Παράλληλα η αυξημένη μισθοδοσία του στρατού ήταν ένα μόνιμο έξοδο. Πιθανότατα οι δημεύσεις ήταν εκείνες που απέτρεψαν τη χρεοκοπία κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του.
Η συνωμοσία που οδήγησε στη δολοφονία του Δομιτιανού, στις 18 Σεπτεμβρίου του 96 μ.Χ., οργανώθηκε από τους δύο διοικητές της πραιτωριανής φρουράς, διάφορους αξιωματούχους των ανακτόρων και τη σύζυγό του Δομιτία Λογγίνα. Ο Νέρβας, που ανέλαβε αμέσως την εξουσία, ήταν σίγουρα μυημένος σε αυτήν. Η Σύγκλητος χάρηκε για τον θάνατο του Δομιτιανού, όχι όμως και ο στρατός, που τον επόμενο χρόνο ζήτησε να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι.
 
Απολλώνιος ο Τυανεύς: Πυθαγόρειος φιλόσοφος του 1ου μ.Χ. αιώνα. Εκπροσωπεί το ρεύμα εκείνο της αλεξανδρινής φιλοσοφίας που ονομάζεται νεοπυθαγορισμός και που παρουσιάζεται μέσα από μια σειρά συγγραμμάτων δημοσιευμένων στην Αλεξάνδρεια ανάμεσα στον 1ο π.Χ. και στον 1ο μ.Χ. αιώνα. Τα συγγράμματα αυτά προβάλλονται είτε με το όνομα του ίδιου του Πυθαγόρα είτε με το όνομα του Φιλολάου ή του Αρχύτα ή κάποιου άλλου από τους παλαιούς Πυθαγόρειους. Τα ελάχιστα αποσπάσματα που σώθηκαν από τα έργα αυτά δεν επιτρέπουν να διαμορφώσουμε μια σαφή ιδέα για τον νεοπυθαγορισμό. Με κάποια καθαρότητα προβάλλεται η μορφή του Απολλωνίου. Αν και η ζωή και η προσωπικότητά του περιγράφονται μυθιστορηματικά από τον Φιλόστρατο (αρχές 3ου μ.Χ. αιώνα), ωστόσο διαφαίνεται η ιστορική πραγματικότητα κάτω από τη μυθική διήγηση. Σύμφωνα με τη βιογραφία αυτή, ο Απολλώνιος γεννήθηκε στα Τύανα γύρω στο 3 π.Χ. Σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία. Ταξίδεψε στη Βαβυλώνα, την Ινδία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Αιθιοπία. Αν και η βιογραφία του Φιλοστράτου δεν δεσμεύεται από μια ορισμένη φιλοσοφία ή από προϋποθέσεις θρησκευτικές, ωστόσο φαίνεται πως θέλει να υπερασπίσει τον Απολλώνιο ενάντια στη μομφή της μαγείας παρουσιάζοντάς τον απλά σαν έναν διάσημο περιφερόμενο σοφιστή, ασκητή και θαυματοποιό, πραγματικό «θείον άνδρα». Ίσως αυτός ασχολήθηκε πραγματικά με μαγικές τέχνες, αλλά τούτο δεν σημαίνει πως ήταν απατεώνας. Ο τρόπος σκέψης που εισήγαγε ο νεοπυθαγορισμός προερχόταν, γενικά, από έναν μαγικό και μυστηριακό κόσμο. Χρησιμοποιούσε εξωτερικά μόνο τον μυστικισμό των αριθμών και τη μαγική αιτιότητά τους. Η όλη νεοπυθαγορική κίνηση φάνταζε μάλλον σαν θρησκευτική παρά σαν φιλοσοφική κίνηση. Και ο ίδιος ο Απολλώνιος προβαλλόταν σαν ιδρυτής θρησκείας.  
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...