Κωνσταντίνος Καβάφης «Περί τα των ξυστών άλση»
υπέφερον δεινώς η χώρες από αυτόν.
Στην Έφεσο, ως κι αλλού, πολλή ήταν δυσθυμία.
Ότ’ εξαίφνης, σαν μιλούσε μια μέρα ο Απολλώνιος
περί τα των ξυστών άλση‧ εφάνη αίφνης
σαν νάναι αφηρημένος και σαν μηχανικώς
τον λόγον του να κάμει. Ως που έπαυσε τον λόγον
κ’ εφώναζε το «παῖε τον τύραννον», εν μέσω
Εκείνη τη στιγμή είχε η ψυχή του δει
τον Στέφανον, στην Ρώμη, χτυπώντας με το ξίφος
τον Δομιτιανόν ζητώντα ν’ αμυνθεί με κύλικα χρυσήν
και, τέλος, τους αθρόους
να μπαίνουν δορυφόρους, κ’ ευθύς τον μιαρόν
τον βασιλέα (σχεδόν λιπόθυμον) να σφάξουν.
Ο Καβάφης καταγράφει, χωρίς να σχολιάζει ή να αμφισβητεί το περιστατικό αυτό, όπως ακριβώς το κάνει και στο ίδιου θέματος ποίημα «Αθανάσιος», όπου χριστιανοί μοναχοί διαισθάνονται, κατά παρόμοιο τρόπο, τον θάνατο του αυτοκράτορα Ιουλιανού.
Η παράλληλη ανάγνωση των δύο αυτών ποιημάτων μάς επιτρέπει να αντιληφθούμε πως πρόθεση του ποιητή είναι να θέσει προς προβληματισμό την τάση των ανθρώπων να αποδίδουν σε πρόσωπα του πνεύματος ή της θρησκείας τέτοιου είδους ιδιότητες που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα. Μια τάση, μάλιστα, η οποία παρουσιάζεται -όπως προκύπτει από τα δυο αυτά ποιήματα- ίδια τόσο στους ειδωλολάτρες όσο και στους χριστιανούς, υποδηλώνοντας πως ξεπερνά τα όρια μιας συγκεκριμένης θρησκείας και συνιστά -σχεδόν- πανανθρώπινη ανάγκη ή πεποίθηση.
Ο ποιητής δεν επιχειρεί να απαντήσει γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να αναγνωρίζουν σε ορισμένα πρόσωπα υπερφυσικές ιδιότητες, αφήνοντας το ερώτημα αυτό στην κρίση του κάθε αναγνώστη.
υπέφερον δεινώς η χώρες από αυτόν.
Στην Έφεσο, ως κι αλλού, πολλή ήταν δυσθυμία.»
περί τα των ξυστών άλση‧ εφάνη αίφνης
σαν νάναι αφηρημένος και σαν μηχανικώς
τον λόγον του να κάμει. Ως που έπαυσε τον λόγον
κ’ εφώναζε το «παῖε τον τύραννον», εν μέσω
Ο Απολλώνιος μιλά μπροστά σ’ ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, που έχει συγκεντρωθεί σ’ ένα άλσος κοσμημένο με αγάλματα, όταν ξαφνικά άρχισε να δίνει την εντύπωση πως έχει αφαιρεθεί και πως συνεχίζει τον λόγο του μηχανικά. Το αιφνίδιο της αλλαγής στον τρόπο ομιλίας του φιλοσόφου αποδίδεται με έμφαση, διότι ενισχύει το εκπληκτικό της διαισθητικής και ενορατικής θέασης ενός γεγονότος που συμβαίνει την ίδια στιγμή σε μια άλλη μακρινή περιοχή. Ο φιλόσοφος δεν βρίσκεται σε κάποια κατάσταση αυτοσυγκέντρωσης ή άλλως συνειδητής προσπάθειας να διαισθανθεί το τι συμβαίνει κάπου αλλού. Το όραμα της δολοφονίας του Δομιτιανού μοιάζει να έρχεται σε αυτόν ακούσια, διακόπτοντας τον λόγο του.
Το γεγονός ότι ο Απολλώνιος διακόπτει την ομιλία του και αρχίζει να φωνάζει «χτύπα τον τύραννο», σαν να βρίσκεται κι ο ίδιος παρών στη δολοφονική επίθεση εναντίον του Δομιτιανού, ενισχύει ακόμη περισσότερο την ισχύ του οράματός του, εφόσον δεν κινείται απλώς στο επίπεδο της διαίσθησης, αλλά της άμεσης όρασης και αντίληψης.
Η αναφορά στην παρουσία «πολλών ακροατών» λειτουργεί έμμεσα ως πιστοποίηση της αλήθειας του περιστατικού, εφόσον αυτό συνέβη μπροστά σε πολλούς μάρτυρες.
τον Στέφανον, στην Ρώμη, χτυπώντας με το ξίφος
τον Δομιτιανόν ζητώντα ν’ αμυνθεί με κύλικα χρυσήν
και, τέλος, τους αθρόους
να μπαίνουν δορυφόρους, κ’ ευθύς τον μιαρόν
τον βασιλέα (σχεδόν λιπόθυμον) να σφάξουν.»
Οι εθνικοί επιχειρούν να αναδείξουν τον συγκαιρινό του Χριστού, Απολλώνιο, ως τον δικό τους «θεϊκό άνδρα», με υπερφυσικές ιδιότητες ανάλογες με εκείνες του μεσσία των χριστιανών. Ο Καβάφης, ωστόσο, βλέπει εδώ πέρα από τη μάταιη προσπάθεια των εθνικών να δημιουργήσουν έναν δικό τους Χριστό και να διασώσουν έτσι τη δική τους θρησκεία˙ βλέπει την ανάγκη ή και την προσδοκία των ανθρώπων γενικά πως υπάρχουν ορισμένοι εκλεκτοί, που έχουν προικιστεί με δυνατότητες που ξεπερνούν κατά πολύ τα συνήθη μέτρα. Βλέπει την προθυμία των ανθρώπων να πιστέψουν πως υπάρχει κάτι κατά πολύ ισχυρότερο από αυτούς και θέτει τη διαπίστωση αυτή στην κρίση του αναγνώστη.
Θέμα του ποιήματος είναι η δολοφονία, στη Ρώμη, του αυτοκράτορα Δομιτιανού, που την είδε τηλεπαθητικώς στην Έφεσο ο άσπονδος εχθρός του Απολλώνιος ο Τυανεύς (την οπτασία του Απολλώνιου αναφέρει και ο Δίων ο Κάσσιος, 48, 18, 1). Ο Καβάφης ακολουθεί πιστά τον Φιλόστρατο, Η΄, 25-26. Ο τίτλος και ο στ. 8 του σχεδιάσματος παραπέμπουν φανερά στην πηγή.
Ο Φιλόστρατος διηγείται το τέλος του Δομιτιανού μ’ αυτόν τον τρόπο: ο αυτοκράτορας, συνεχίζοντας τα πολλά του εγκλήματα, είχε καταδικάσει σε θάνατο την ίδια την αδελφή του‧ τότε ένας απελεύθερος δούλος της γυναίκας, που λεγόταν Στέφανος, βρήκε το θάρρος και την ευκαιρία να σκοτώσει τον τύραννο: προφασιζόμενος κάτι βρέθηκε μόνος μαζί του και, βγάζοντας το ξίφος που κρατούσε κρυμμένο, τον πλήγωσε στο πλευρό, ενώ ο ρωμαλέος αυτοκράτορας προσπαθούσε μάταια να αμυνθεί.»
ὁ δ’ ἐρρωμένος μεν και ἄλλως το σῶμα, γεγονώς δε περί τα πέντε και τετταράκοντα ἔτη ξυνεπλάκη τρωθείς, και καταβαλών τον Στέφανον ἐπέκειτο τους ὀφθαλμούς ὀρύττων και τας παρειάς ξυντρίβων πυθμένι χρυσῆς κύλικος αὐτοῦ κειμένης περί τα ἱερά, ἐκάλει δε και την Ἀθηνάν ἀρωγόν. Ξυνέντες οὖν οἱ δορυφόροι κακῶς πράττοντος ἐσῆλθον ἀθρόοι και τον τύραννον ἀπέκτειναν λιποθυμοῦντα ἤδη. Ταῦτ’ ἐπράττετο μεν κατά την Ῥώμην, ἑωρᾶτο δ’ Ἀπολλωνίῳ κατά την Ἒφεσον. Διαλεγόμενος γαρ περί τα τῶν ξυστῶν ἄλση κατά μεσημβρίαν, ὅτε δη και τἀν τοῖς βασιλείοις ἐγίγνετο, πρῶτον μεν ὑφῆκε τῆς φωνῆς οἷον δείσας, εἶτ’ ἐλλιπέστερον ἤ κατά την ἑαυτοῦ δύναμιν ἡρμήνευσεν ἴσα τοῖς μεταξύ λόγων διορῶσι τι ἕτερον, εἶτ’ ἐσιώπησεν ὥσπερ οἱ τῶν λόγων ἐκπεσόντες, βλέψας τε δεινόν ἐς την γῆν και προβάς τρία ἢ τέτταρα τῶν βημάτων «παῖε τον τύραννον, παῖε» ἐβόα, οὐχ ὥσπερ ἐκ κατόπτρου τινός εἴδωλον ἀληθείας ἕλκων, ἀλλ’ αὐτά ὁρῶν και ξυλλαμβάνειν δοκῶν τα δρώμενα. ἐκπεπληγμένης δε τῆς Ἐφέσου (παρῆν γαρ διαλεγομένῳ πᾶσα) ἐπισχών ὅσον οἱ διορῶντες, ἔστ’ ἄν γένηταί τι τῶν ἀμφιβόλων τέλος «θαρρεῖτε,» εἶπεν «ὦ ἄνδρες, ὁ γαρ τύραννος ἀπέσφακται τήμερον».
Δομιτιανός: Ο Τίτος Φλάβιος Δομιτιανός ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας (81-96 μ.Χ.), γνωστός κυρίως για την τρομοκρατία που επέβαλε σε εξέχοντα μέλη της Συγκλήτου κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του. Γεννήθηκε στις 24 Οκτωβρίου του 51 μ.Χ. και πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου του 96 μ.Χ. στη Ρώμη.
Ως αυτοκράτορας ο Δομιτιανός συγκέντρωσε το μίσος της αριστοκρατίας. Στους συγγραφείς της εποχής του Τραϊανού, Τάκιτο και Πλίνιο τον Νεώτερο (ο Σουητώνιος είναι λιγότερο υπέρ αυτής της άποψης) είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς το κοινό υβρεολόγια από τη γνήσια πεποίθηση, αλλά φαίνεται ότι οι κύριοι λόγοι της μη δημοτικότητας του Δομιτιανού ήταν μάλλον η σκληρότητα και η επιδεικτότητά του παρά κάποια στρατηγική και διοικητική του ανικανότητα. Στην πραγματικότητα ο αυστηρός του έλεγχος στους άρχοντες της Ρώμης και της επαρχίας απέσπασε τον έπαινο του Σουητώνιου.
Στη νομοθεσία ήταν αυστηρός και η προσπάθειά του να χαλιναγωγήσει ελαττώματα, από τα οποία και ο ίδιος δεν ήταν απαλλαγμένος, επέσυρε επικρίσεις. Ίσως θα ήταν πιο δίκαιο να τον κρίνει κανείς για υπέρμετρο πατερναλισμό.
Η στρατηγική του και η εξωτερική του πολιτική δεν υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχείς. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του τόσο στη Βρετανία όσο και στη Γερμανία οι Ρωμαίοι κέρδισαν έδαφος και η κατασκευή της συνοριακής οχυρωματικής γραμμής Ρήνου - Δούναβη οφείλει περισσότερα στον Δομιτιανό παρά σε οποιονδήποτε άλλο αυτοκράτορα. Αντίθετα η σταθεροποίηση των κτήσεων στη Σκωτία διακόπηκε εξαιτίας σοβαρών πόλεμων στον Δούναβη, όπου ο Δομιτιανός ποτέ δεν πέτυχε μια απόλυτα ικανοποιητική εγκατάσταση, και επιπλέον έχασε δύο λεγεώνες και πολλά άλλα στρατεύματα. Ωστόσο οι εναντίον του επικρίσεις για το ζήτημα αυτό δεν επηρέασαν τη δημοτικότητα του Δομιτιανού στον στρατό, του οποίου τους μισθούς είχε τη σύνεση να αυξήσει κατά ένα τρίτο το 84 π.Χ.
Η θανάτωση του εξαδέλφου του Φλαβίου Σαβίνου, το 84 μ.Χ., ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά υπάρχουν ενδείξεις για πιο εκτεταμένες αναταραχές το 87 μ.Χ. Η κρίση ξέσπασε με την εξέγερση του Αντωνίου Σατουρνίνου, διοικητή της Άνω Γερμανίας, την 1η Ιανουαρίου του 89 μ.Χ., την οποία κατέπνιξε ο στρατός της Κάτω Γερμανίας, αλλά επακολούθησε σημαντικός αριθμός εκτελέσεων και ο νόμος περί προδοσίας εφαρμόστηκε αργότερα απεριόριστα εναντίον των συγκλητικών. Τα έτη 93-96 μ.Χ. θεωρήθηκαν περίοδος τρομοκρατίας, που όμοιά της δεν υπήρξε στο παρελθόν.
Οι οικονομικές δυσκολίες του Δομιτιανού αποτελούν αμφισβητούμενο ζήτημα. Κατά τη βασιλεία του η σκληρότητα εμφανίστηκε νωρίτερα από την αρπακτικότητα, στο τέλος όμως ο Δομιτιανός προέβαινε τακτικά σε δημεύσεις της περιουσίας των θυμάτων του. Το οικοδομικό του πρόγραμμα υπήρξε εκτεταμένο. Η Ρώμη απέκτησε μια νέα αγορά και πολλά άλλα έργα. Ο Δομιτιανός έχτισε νέα κατοικία στον Παλατίνο λόφο και μια αχανή έπαυλη στο όρος Αλβανό. Παράλληλα η αυξημένη μισθοδοσία του στρατού ήταν ένα μόνιμο έξοδο. Πιθανότατα οι δημεύσεις ήταν εκείνες που απέτρεψαν τη χρεοκοπία κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του.
Η συνωμοσία που οδήγησε στη δολοφονία του Δομιτιανού, στις 18 Σεπτεμβρίου του 96 μ.Χ., οργανώθηκε από τους δύο διοικητές της πραιτωριανής φρουράς, διάφορους αξιωματούχους των ανακτόρων και τη σύζυγό του Δομιτία Λογγίνα. Ο Νέρβας, που ανέλαβε αμέσως την εξουσία, ήταν σίγουρα μυημένος σε αυτήν. Η Σύγκλητος χάρηκε για τον θάνατο του Δομιτιανού, όχι όμως και ο στρατός, που τον επόμενο χρόνο ζήτησε να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου