Ρήγας
Βελεστινλής «Θούριος» O
Θούριος του Ρήγα είναι ο πιο διαδεδομένος προεπαναστατικός πατριωτικός ύμνος.
Στους σαράντα πρώτους στίχους του εξαίρεται η ιδέα της ελεύθερης ζωής και
αντηχεί το προσκλητήριο της επανάστασης σε όλους τους βαλκανικούς λαούς και
ιδιαίτερα στους Έλληνες, οι οποίοι δεσμεύονται με ιερό όρκο ότι θα αγωνιστούν,
για να ελευθερώσουν το σκλαβωμένο γένος τους. Συνολικά το ποίημα αποτελείται
από 126 στίχους. Ως
πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά, μονάχοι,
σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά; Σπηλιές
να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά, να
φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά; Να
χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς, τους
φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς; Καλλιό
‘ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά
σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή! Τι
σ’ ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά; Στοχάσου
πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά. Βεζίρης,
Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής, ο
Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής· δουλεύεις
όλ’ ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη, κι
αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιη. O
Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής, Γκίκας
και Μαυρογένης, καθρέπτης είν’ να ιδής. Ανδρείοι
καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί, σκοτώθηκαν,
κι αγάδες, με άδικον σπαθί· κι
αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί, ζωήν
και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά ‘φορμή. Ελάτε
μ’ έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν, να
κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν· συμβούλους
προκομμένους, με πατριωτισμόν, να
βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν· οι
Νόμοι να ‘ν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός, και
της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός· γιατί
κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά· να
ζούμε σαν θηρία είν’ πλιο σκληρή φωτιά. Και
τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν, ας
πούμ’ απ’ την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν. Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί και,
υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν
τον Όρκον: «Ω
Βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε, στην
γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ! Μήτε
να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ εις
τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ. Εν
όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός, για
να τους αφανίσω, θε να ‘ναι σταθερός. Πιστός
εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν, αχώριστος
για να ‘μαι υπό τον στρατηγόν. Κι
αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Oυρανός και
να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!» Ρήγα
Βελεστινλή, Απάνθισμα κειμένων, Βουλή
των Ελλήνων Ο
Θούριος του Ρήγα αποσκοπούσε στο να ξεσηκώσει τους σκλαβωμένους Έλληνες,
προκειμένου να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Για τον λόγο αυτό ο Ρήγας
ονόμασε την ποιητική του σύνθεση θούριο, καθώς η λέξη αυτή σήμαινε το ρυθμικό
πολεμικό τραγούδι που στόχο είχε να εμψυχώνει πολεμιστές και αγωνιστές. Ο
Θούριος ήταν μέρος του βιβλίου του Ρήγα Βελεστινλή «Νέα Πολιτική Διοίκησις»∙
ενός βιβλίου με πατριωτικό περιεχόμενο, στο οποίο ο Ρήγας επηρεασμένος από τον
ευρωπαϊκό διαφωτισμό καταγράφει τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες θα έπρεπε να
διοικηθεί ο ελληνικός χώρος μετά την απελευθέρωσή του. Ο Ρήγας οραματιζόταν
κοινή εξέγερση όλων των βαλκανικών λαών εναντίον του δυνάστη και την ίδρυση
μιας παμβαλκανικής Ελληνικής Δημοκρατίας. Τα επαναστατικά του όμως σχέδια
ματαιώθηκαν, όταν οι αυστριακές αρχές τον συνέλαβαν στην Τεργέστη μαζί με τους
συντρόφους του και τον παρέδωσαν στις οθωμανικές αρχές του Βελιγραδίου, όπου
και εκτελέστηκε στις 24 Ιουνίου 1798. «Ως
πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά, μονάχοι,
σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά; Σπηλιές
να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά, να
φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά; Να
χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς, τους
φίλους, τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς;» Ο
ποιητής ξεκινά το κάλεσμά του απευθυνόμενος σ’ εκείνους τους Έλληνες που είχαν
ήδη εξεγερθεί ενάντια στους Οθωμανούς και ζούσαν στα βουνά, μη θέλοντας να
μένουν άλλο υποταγμένοι. Πρόκειται για τους περιβόητους ληστές και τους
αρματολούς οι οποίοι είχαν επιδοθεί σε σποραδικά, μικρής κλίμακας χτυπήματα εις
βάρος του εχθρού∙ στον λεγόμενο κλεφτοπόλεμο. Αποκαλώντας τους «παλληκάρια»,
για να τονίσει την ανδρεία τους ο ποιητής τούς απευθύνει τρία ρητορικά
ερωτήματα μέσω των οποίων επισημαίνει τη δεινή κατάσταση που βιώνουν εξαιτίας
της σκλαβιάς. Μέχρι
πότε θα αντέξουν, τους ρωτά, να ζουν σε στενά περιορισμένα μέρη, στις
κορυφογραμμές και στα βουνά, ολομόναχοι σαν να είναι λιοντάρια. Με την
παρομοίωση κατορθώνει ο ποιητής αφενός να επισημάνει τη γενναιότητα των
αγωνιστών, κι αφετέρου τον μοναχικό βίο τους. Ως πότε θα αντέξουν να μένουν σε
σπηλιές και να έχουν ως μόνη συντροφιά τα κλαδιά των δέντρων∙ ως πότε θα
αντέξουν να φεύγουν μακριά από τους συμπατριώτες τους εξαιτίας της πικρής
σκλαβιάς που τους έχει επιβληθεί. Οι δυσκολίες, άλλωστε, που καλούνται να
αντιμετωπίσουν δεν αφορούν μόνο τους ίδιους, διότι η μοίρα των υπόδουλων είναι
οδυνηρή για όλους. Λόγω, ακριβώς, της ύπαρξης ενός αδίστακτου δυνάστη είναι
συχνές οι απώλειες ανθρώπων, οι οποίοι είτε φονεύονται είτε υποκύπτουν στις
δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Ως πότε, λοιπόν, θα αντέξουν να χάνουν μέλη της
οικογένειάς τους -αδέλφια, γονείς, παιδιά-, συγγενείς και φίλους. Ως πότε θα
αντέξουν να χάνουν την ίδια τους την πατρίδα εξαιτίας των Οθωμανών. «Καλλιό
‘ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά
σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!» Ο
ποιητής, έχοντας καταγράψει τις πολλαπλές δυσκολίες που βιώνουν οι ανδρείοι
αγωνιστές, κορυφώνει το κάλεσμά του για ξεσηκωμό με την ευσύνοπτη, αλλά ουσιώδη
διαπίστωση πως είναι προτιμότερο να ζήσει κάποιος έστω και μια ώρα ελεύθερη
ζωή, παρά να υπομείνει σαράντα χρόνια σκλαβιάς. Με το δίστιχο αυτό ο Ρήγας
επιτυγχάνει να αποδώσει έξοχα την αξία της ελευθερίας, τονίζοντας πως έστω και
μια ώρα ελευθερίας αξίζει περισσότερο από μια ολόκληρη υποδουλωμένη ζωή. «Τι
σ’ ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά; Στοχάσου
πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.» Στην
τρίτη στροφή του ποιήματος ο Ρήγας Βελεστινλής διευρύνει το κάλεσμά του για
εξέγερση σε όλους τους Έλληνες, θέτοντάς τους το ερώτημα ποιο θα είναι το
όφελος για εκείνους αν παραμείνουν ζωντανοί -αν γλιτώσουν τη ζωή τους-, αλλά
την περάσουν σκλαβωμένοι. Οι Έλληνες δεν θα έπρεπε να σκέφτονται πώς θα
προσαρμοστούν σε αυτή την καταπίεση, αλλά να σκέφτονται πως όσο παραμένουν
υπόδουλοι είναι σαν να τους ψήνουν κάθε ώρα και κάθε στιγμή πάνω στη φωτιά.
Οφείλουν να αντικρίζουν τη δουλεία ως μια εντελώς ανυπόφορη κατάσταση και να
μην επαναπαύονται, μήτε να δείχνουν υπομονή. «Βεζίρης,
Δραγουμάνος, Αφέντης κι αν σταθής, ο
Τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής· δουλεύεις
όλ’ ημέρα σε ό,τι κι αν σοι πη, κι
αυτός πασχίζει πάλιν το αίμα σου να πιη. O
Σούτζος κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής, Γκίκας
και Μαυρογένης, καθρέπτης είν’ να ιδής.» Ο
Ρήγας απευθύνει το κάλεσμά του σ’ εκείνους τους Έλληνες -ιδίως τους Φαναριώτες-
που θεωρούν πως, αν μορφωθούν κι αν εργαστούν για τους Οθωμανούς, θα
κατορθώσουν να ενταχθούν στον κρατικό μηχανισμό και να διεκδικήσουν κάποια
υψηλή θέση. Η προσδοκία τους αυτή είναι λανθασμένη, διότι όσο ψηλά κι αν
ανέβουν στην ιεραρχία, οι Τούρκοι ενδέχεται να τους σκοτώσουν ανά πάσα στιγμή,
αφού πρώτα θα τους έχουν εκμεταλλευθεί. Καταγράφει, μάλιστα, ο ποιητής ποικίλα
παραδείγματα Ελλήνων που είχαν κάποια σημαντική θέση, αλλά δολοφονήθηκαν τελικά
από τους Οθωμανούς. Ακόμη
κι αν κάποιος Έλληνας γίνει σημαντικός διοικητικός αξιωματούχος (βεζίρης) ή
διερμηνέας (δραγουμάνος), οι «Τύραννοι» Οθωμανοί μπορούν οποιαδήποτε στιγμή να
τον σκοτώσουν, χωρίς καμία αιτιολογία. Οι υπηρεσίες, άλλωστε, που προσφέρονται
στους δυνάστες είναι μάταιες, διότι όσο σκληρά κι αν εργάζονται γι’ αυτούς οι
Έλληνες, εκείνοι πάλι το μόνο που αναζητούν είναι τρόποι για να τους
εκμεταλλευτούν ακόμη περισσότερο. Υπάρχουν, μάλιστα, πολλά παραδείγματα Ελλήνων
που λειτουργούν ως «καθρέφτες» για να δει κανείς την κατάληξη ακόμη κι εκείνων
που θεώρησαν πως έλαβαν κάποια καλή θέση και πως, έτσι, θα ήταν ασφαλείς. Ο
Νικόλαος Σούτσος ήταν διερμηνέας (δραγουμάνος), ο οποίος αποκεφαλίστηκε το 1769
από τους Οθωμανούς ως προδότης. Ο Γεώργιος Μουρούζης, διερμηνέας κι αυτός της
Υψηλής Πύλης, εξορίστηκε το 1796 στην Κύπρο, όπου τον δηλητηρίασαν. Ο Πετράκης,
επόπτης οικονομικών του Σουλτάνου, αποκεφαλίστηκε το 1786. Ο Δημήτριος Σκαναβής
από τη Χίο, αν και είχε δημιουργήσει μεγάλη περιουσία μέσω του εμπορίου και
προσέφερε σημαντική οικονομική βοήθεια στο νησί του, αποκεφαλίστηκε το 1788. Ο
Γρηγόριος Γκίκας, αν και είχε γίνει ηγεμόνας της Βλαχίας και της Μολδαβίας,
αποκεφαλίστηκε το 1777. Ο Νικόλαος Μαυρογένης, αν και είχε γίνει ηγεμόνας της
Βλαχίας, αποκεφαλίστηκε το 1790. Τα
παραδείγματα αυτά είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικά για το γεγονός πως οι Έλληνες δεν
έπρεπε κι ούτε μπορούσαν να εμπιστευτούν τους Οθωμανούς, αφού όσο κι αν τους
επέτρεπαν να αναλάβουν σημαντικά αξιώματα, στρέφονταν αιφνιδίως εναντίον τους
και τους δολοφονούσαν. «Ανδρείοι
καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί, σκοτώθηκαν,
κι αγάδες, με άδικον σπαθί· κι
αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί, ζωήν
και πλούτον χάνουν, χωρίς καμιά ‘φορμή.» Τα
πρόσωπα που κατονόμασε ο Ρήγας υπήρξαν μικρό μόνο μέρος εκείνων που έχασαν την
περιουσία και τη ζωή τους από τους Οθωμανούς, χωρίς να τους έχουν καν δώσει
κάποια αφορμή. Οι Οθωμανοί, άλλωστε, διοικούσαν απολυταρχικά όχι μόνο τους
υπόδουλους Έλληνες (Ρωμιούς), αλλά ακόμη και τους ομοεθνείς τους, τούς οποίους
δολοφονούσαν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την κοινή τους καταγωγή. Η αδικία και η
βία ήταν τα χαρακτηριστικά της διοίκησης των Οθωμανών, γι’ αυτό και αμέτρητοι
άνθρωποι εκτελέστηκαν από αυτούς. Γενναίοι καπετάνιοι, παπάδες, απλοί πολίτες,
αλλά και τοπικοί άρχοντες βρήκαν βίαιο θάνατο από τους αδίστακτους Οθωμανούς,
κι αυτό υποδεικνύει την αναγκαιότητα της εξέγερσης. «Ελάτε
μ’ έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν, να
κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·» Ο
Ρήγας έχοντας επισημάνει το πόσο ανυπόφορο και δύσκολο είναι να ζουν οι Έλληνες
υπόδουλοι, αλλά και το πόσο αδίστακτοι και αναξιόπιστοι είναι οι Τούρκοι, καλεί
τους συμπατριώτες του να δώσουν με αφοσίωση και ενθουσιασμό όρκο πάνω στον
Σταυρό πως θα εξεγερθούν και θα διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Ο όρκος πάνω
στον Σταυρό, πέρα από την ιερότητα της δέσμευσης αυτής, υπενθυμίζει πως η
χριστιανική πίστη λειτούργησε ως στοιχείο ενότητας για τους Έλληνες και ως
σωτήριο στοιχείο διαχωρισμού με τους Τούρκους, επιτρέποντας στο ελληνικό έθνος
να διατηρήσει την πνευματική και ψυχική αυτονομία του. «συμβούλους
προκομμένους, με πατριωτισμόν, να
βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν· οι
Νόμοι να ‘ν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός, και
της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός· γιατί
κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά· να
ζούμε σαν θηρία είν’ πλιο σκληρή φωτιά.» Ο
Ρήγας, πάντως, δεν ζητά την απελευθέρωση των Ελλήνων χωρίς να έχει λάβει υπόψη
του το τι πρέπει να γίνει στη συνέχεια. Ζητά, έτσι, από τους συμπατριώτες του
να αναθέσουν κατόπιν σε «συμβούλους», που θα είναι άνθρωποι προκομμένοι και
πατριώτες, το να τους καθοδηγούν σε σχέση με το πώς θα πρέπει να οργανωθεί το
ελληνικό κράτος. Παραλλήλως, οφείλουν οι Έλληνες να κατανοήσουν την αξία των
νόμων, ώστε να αποδεχτούν πως μόνο με τη συνδρομή των νόμων θα μπορέσει να
εξελιχθεί σωστά η ελεύθερη πατρίδα τους. Θα χρειαστούν, επίσης, έναν κυβερνήτη
να αναλάβει τον έλεγχο της πατρίδας, διότι χωρίς νόμους και χωρίς κάποιον ηγέτη
η πατρίδα δεν θα έχει τη δυνατότητα να σταθεί ως ανεξάρτητο κράτος. Πολύ
εύστοχα, μάλιστα, ο Ρήγας αναγνωρίζει πως η κατάσταση αναρχίας -η έλλειψη νόμων
και κυβερνήτη- είναι εξίσου επώδυνη με τη σκλαβιά, διότι οι άνθρωποι καταλήγουν
να ζουν χωρίς όρια και περιορισμούς σαν να είναι άγρια ζώα, με αποτέλεσμα να
καθίσταται η ζωή όλων ανυπόφορη. Η αναρχία χαρακτηρίζεται, έτσι, πιο σκληρή
φωτιά από τη σκλαβιά, διότι αφενός διαμορφώνει απάνθρωπες συνθήκες βίας,
ανασφάλειας και φόβου, κι αφετέρου δεν επιτρέπει καμία μορφή οργάνωσης και
καμία εξέλιξη του κράτους, μιας και δεν εφαρμόζονται οι νόμοι. «Και
τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν, ας
πούμ’ απ’ την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν. Εδώ σηκώνονται οι Πατριώται ορθοί και,
υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν
τον Όρκον:» Ο
Ρήγας καλεί όλους τους Έλληνες να σηκώσουν τα χέρια ψηλά και να δώσουν από την
καρδιά τους έναν ειλικρινή και ιερό όρκο στον Θεό πως θα αγωνιστούν με αφοσίωση
για την απελευθέρωση της πατρίδας. Εντάσσει ο ποιητής, μάλιστα, μια οδηγία που
παραπέμπει σε υπόδειξη θεατρικού συγγραφέα, πως στο συγκεκριμένο σημείο του
ποιήματος οι πατριώτες σηκώνονται όρθιοι, σηκώνουν τα χέρια τους προς τον
ουρανό και δίνουν τον όρκο που ακολουθεί. «Ω
Βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε, στην
γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ! Μήτε
να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ εις
τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.» Οι
πατριώτες δίνουν όρκο στον Θεό, τον βασιλιά του κόσμου, ότι δεν πρόκειται ποτέ
να συμβιβαστούν με τους εχθρούς και να έρθουν σε συμφωνία μαζί τους, κάτι που
θα αποτελούσε ύψιστη προδοσία απέναντι στο έθνος τους. Ορκίζονται, επίσης, να
μην εργαστούν ποτέ για τους τυράννους και να μην ξεγελαστούν από τις δόλιες
υποσχέσεις τους, ώστε να φτάσουν στο σημείο να εγκαταλείψουν τον αγώνα και να
παραδοθούν. Πρόκειται, φυσικά, για έναν όρκο εξαίρετης βαρύτητας εφόσον απευθύνεται
στον ίδιο τον Θεό, κι όχι σε κάποιον άνθρωπο, γεγονός που καθιστά ελάχιστα
πιθανή την παραβίασή του, αφού για κάθε πιστό ο Θεός αποτελεί την υπέρτατη
δύναμη. «Εν
όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός, για
να τους αφανίσω, θε να ‘ναι σταθερός. Πιστός
εις την Πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν, αχώριστος
για να ‘μαι υπό τον στρατηγόν.» Οι
πατριώτες ορκίζονται πως όσο βρίσκονται εν ζωή θα έχουν ως μοναδικό σκοπό τους το
να αφανίσουν τους τυραννικούς τούρκους, χωρίς ποτέ να παρεκκλίνουν από αυτόν
τον στόχο, καθώς μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν να απελευθερωθούν. Οι
πατριώτες θα παραμείνουν πιστοί στην πατρίδα, για να μπορέσουν να αποτινάξουν
τον ζυγό της δουλειάς, κι ακολούθως θα παραμείνουν υπό τις διαταγές του
στρατηγού τους, ώστε να καταστεί εφικτή η δημιουργία ενός ελληνικού ανεξάρτητου
κράτους. «Κι
αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Oυρανός και
να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!» Ο
όρκος ολοκληρώνεται με την έκφραση συναίνεσης για τη σκληρή τιμωρία τους σε
περίπτωση που τον παραβούν. Είναι, ειδικότερα, πρόθυμοι οι Έλληνες πατριώτες να
κεραυνοβοληθούν και να καούν ζωντανοί έτσι και δεν τηρήσουν τον όρκο τους,
γεγονός που φανερώνει την απόλυτη πρόθεσή τους να μείνουν πιστοί σε αυτόν για
χάρη της πατρίδας και του έθνους τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου