Patricia Ariel
Νίκος Γκάτσος «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης»
Εκεί
που φύτρωνε φλησκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Εκεί
που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο.
Εκεί
που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου
Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Το
ποίημα του Νίκου Γκάτσου αναφέρεται στην περιοχή της Ελευσίνας, η οποία στην
αρχαιότητα θεωρούταν ιερή πόλη και ήταν γνωστή για τα εκεί τελούμενα μυστήρια,
αλλά στη σύγχρονη εποχή εκβιομηχανίστηκε, με αποτέλεσμα τη δραστική αλλοίωση
του φυσικού περιβάλλοντός της. Η εκβιομηχάνιση της περιοχής προσέφερε και
προσφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη στη χώρα, χάρη στα διυλιστήρια και την
τσιμεντοβιομηχανία, έχει όμως υψηλό κόστος σε ό,τι αφορά την ποιότητα του
περιβάλλοντος, καθώς και την αισθητική του χώρου.
Ο ποιητής επιχειρεί, λοιπόν, να στηλιτεύσει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στην πόλη της Ελευσίνας με συνεχείς συγκρίσεις ανάμεσα στο πρόσφατο παρελθόν της και το παρόν της, κορυφώνοντας τη διαμαρτυρία του με μια παράκληση στη μυθική Περσεφόνη να μην αναδυθεί ξανά από τον Κάτω Κόσμο, για να μη δει το πώς έχει καταντήσει η άλλοτε ιερή και όμορφη αυτή πόλη.
«Εκεί
που φύτρωνε φλησκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.»
Στην
περιοχή αυτή που χάρη στην αγνότητα του εδάφους παλαιότερα φύτρωναν θεραπευτικά
βότανα, όπως φλησκούνι (είδος μέντας) και άγρια μέντα, αλλά και καλλωπιστικά
φυτά, όπως το κυκλάμινο, τώρα επικρατεί η αστικοποίηση και η μόλυνση. Η αναφορά
στους χωριάτες που παζαρεύουν τα τσιμέντα υποδηλώνει αφενός την αστική ανάπτυξη
της περιοχής, με το χτίσιμο περισσότερων κατοικιών, κι αφετέρου την εκεί ίδρυση
τσιμεντοβιομηχανίας που επέφερε αλλαγή στην εργασιακή ενασχόληση των κατοίκων
της περιοχής. Οι χωριάτες έπαψαν να ασχολούνται με την καλλιέργεια της γης και
έγιναν βιομηχανικοί εργάτες. Παραλλήλως, βέβαια, η παρουσία βιομηχανιών είχε
σημαντικό κόστος στο φυσικό περιβάλλον λόγω της αυξημένης μόλυνσης που
προκλήθηκε. Με την αναφορά στην υψικάμινο που προκαλεί τον θάνατο των πουλιών,
ο ποιητής πιθανώς υπονοεί τη για δεκαετίες λειτουργία μονάδας παραγωγής χάλυβα
στην περιοχή.
«Εκεί
που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο.»
Στη
δεύτερη στροφή του ποιήματος ο Νίκος Γκάτσος ανατρέχει στην αρχαία παράδοση της
περιοχής, κάνοντας λόγο για τα περιβόητα Ελευσίνια Μυστήρια. Επρόκειτο για μια
εξαιρετικά ιερή τελετή, αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα και την κόρη της Περσεφόνη,
για τη συμμετοχή στην οποία οι μυημένοι (μύστες) έδιναν όρκο να διατηρήσουν
μυστικό το περιεχόμενο των τελετών, ώστε να διαφυλαχτεί μέσω της μυστικότητας η
ιερότητά τους. Οι Αθηναίοι αξιοποιούσαν την Ιερά οδό που συνέδεε την Αθήνα
(περιοχή Κεραμεικού) με την Ελευσίνα, προκειμένου η λατρευτική πομπή να φτάνει
στον εκεί ναό της θεάς Δήμητρας και να τελούν τα μυστήρια. Την ιερότητα αυτή
της περιοχής επικαλείται ο ποιητής φέροντάς τη σε αντίθεση με τη σύγχρονη
περίοδο, στο πλαίσιο της οποίας η Ελευσίνα έχει χάσει πλήρως τον ιερό χαρακτήρα
της. Τώρα πια οι τουρίστες του εκεί αρχαιολογικού χώρου πετούν τα αποτσίγαρά
τους, αδιαφορώντας για τη σημασία του χώρου, και σπεύδουν να θαυμάσουν το
καινούριο διυλιστήριο της περιοχής, το οποίο συμβολίζει την εποχή της
εκβιομηχάνισης, της οικονομικής ανάπτυξης και της λατρείας του χρήματος.
«Εκεί
που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.»
Επανερχόμενος
στα νεότερα χρόνια ο ποιητής καταγράφει στην τρίτη στροφή τη δραστική και
ραγδαία αλλαγή του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής. Η θάλασσα που άλλοτε
αποτελούσε ευλογία για τους κατοίκους και τους επισκέπτες έχει πλέον γίνει
χώρος εγκατάστασης των ναυπηγείων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν πια να
κολυμπήσουν εκεί οι άνθρωποι. Αντιστοίχως, το εσωτερικό της περιοχής που άλλοτε
ήταν ένας κάμπος στον οποίο έβοσκαν αιγοπρόβατα πλέον έχει γίνει πέρασμα για τα
φορτηγά που μεταφέρουν υλικά στα ναυπηγεία. Πέρα, μάλιστα, από την αλλοίωση του
περιβάλλοντος, ο ποιητής με το ασύνδετο σχήμα του τέταρτου στίχου στηλιτεύει με
δραματικό τρόπο τις άθλιες εργασιακές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή
τις προηγούμενες δεκαετίες. Τα καμιόνια παρουσιάζονται να μεταφέρουν όχι μόνο
σίδερα και μεταλλικά καλώδια, αλλά και παιδιά-εργάτες, όπως και «άδεια κορμιά».
Το «άδεια κορμιά» θα μπορούσε να αποτελεί ειρωνικό σχόλιο του ποιητή για το πώς
αντιμετωπίζονταν οι εργάτες που δούλευαν τόσο στα ναυπηγεία όσο και στις
βιομηχανίες της περιοχής. Φτωχοί άνθρωποι που πάσχιζαν για το μεροκάματο, χωρίς
να υπάρχει ουσιαστική μέριμνα για την ασφάλειά τους, με αποτέλεσμα να είναι
συχνά τα ατυχήματα και οι άνθρωποι αυτοί να οδηγούνται εκ νέου στην ανεργία
χωρίς κάποια οικονομική κάλυψη.
«Κοιμήσου
Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.»
Στην
καταληκτική στροφή ο ποιητής απευθύνεται στη μυθική Περσεφόνη και την
παροτρύνει να παρατείνει τον ύπνο της στην αγκαλιά της γης∙ να παραμείνει,
δηλαδή, μαζί με τον Άδη στον Κάτω Κόσμο και να μην ανέβει ξανά στην επιφάνεια, όπως
συνήθιζε, για να συναντήσει τη μητέρα της. Το μπαλκόνι του κόσμου δεν αξίζει
πια την παρουσία της Περσεφόνης, διότι η γη έχει αλλάξει και αλλοιωθεί σε
τέτοιο βαθμό, ώστε δεν έχει πια τίποτε το όμορφο να φανερώσει. Ο ποιητής θεωρεί
πως αν η Περσεφόνη αναδυθεί εκ νέου στην επιφάνεια της γης θα απογοητευτεί και
θα στεναχωρηθεί βαθύτατα με όσα θα αντικρίσει, εφόσον οι άνθρωποι έχουν καταστρέψει
το άλλοτε αγνό φυσικό περιβάλλον. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνεται με τον τίτλο
του ποιήματος («Ο εφιάλτης της Περσεφόνης»), η εικόνα της σύγχρονης Ελευσίνας
με τα εργοστάσια, τα διυλιστήρια, την άναρχη δόμηση και τη μόλυνση του
περιβάλλοντος, είναι εφιαλτική για κάποιον που είχε κατά νου την αρχική ανέγγιχτη
εικόνα της περιοχής.
Νίκος Γκάτσος «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης»
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο.
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Ο ποιητής επιχειρεί, λοιπόν, να στηλιτεύσει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στην πόλη της Ελευσίνας με συνεχείς συγκρίσεις ανάμεσα στο πρόσφατο παρελθόν της και το παρόν της, κορυφώνοντας τη διαμαρτυρία του με μια παράκληση στη μυθική Περσεφόνη να μην αναδυθεί ξανά από τον Κάτω Κόσμο, για να μη δει το πώς έχει καταντήσει η άλλοτε ιερή και όμορφη αυτή πόλη.
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.»
ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο
τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο.»
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.»
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου