Έκθεση
Γ΄ Λυκείου: Οδυσσέας Ελύτης «Πρώτα – πρώτα η ποίηση»
...Θα
ήθελα, παρουσιάζοντας τα κείμενα αυτά, να το εξομολογηθώ αμέσως: δεν είμαι
κριτικός ούτε πεζογράφος. Η ψυχολογική ανάλυση δε με τραβάει καθόλου· η
παρατηρητικότητα μου λείπει σε μεγάλο βαθμό και κάθε απόπειρα περιγραφής με
κάνει να πλήττω θανάσιμα. Ένα θέμα για να το εξαντλήσω, δεν έχω άλλον τρόπο
παρά να το ζήσω γράφοντας. Που σημαίνει ότι βουτώ μέσα του πολύ προτού
ξεκαθαρίσω τι θέλω να πω, και αφήνομαι να πλανηθώ εδώ κι εκεί, κατά προτίμηση
στις γωνιές τις πιο σκοτεινές, προσπαθώντας να βλέπω ή, αν όχι, τουλάχιστον να
ψαύω και ν’ αναγνωρίζω.
Όσο
μπορώ. Γιατί, δυστυχώς, πολλές φορές τα ρεύματα με παρασύρουν, ξεχνιέμαι
μπροστά σε κάτι που μ’ αρέσει και, καθώς το τρέξιμο της πένας, με τις δικές του
γοητείες, ξυπνά μέσα μου άλλα ένστικτα, βρίσκομαι, τη στιγμή που βγαίνω από το
παράξενο αυτό κολύμπημα, πολύ μακριά, κάποτε χωρίς να’ χω αγγίξει εκείνο που
ζητούσα. Για να είμαι πιο ακριβής, τότε μόνο ξέρω τι θα έπρεπε να πω· αλλά
είναι κιόλας αργά. Δεν μπαίνει κανένας δύο φορές μέσα στην ίδια ροή του ποταμού
-για να θυμηθώ κι εγώ με τη σειρά μου τον μεγάλο Εφέσιο.
Βέβαια,
υπάρχουν ποιητές προικισμένοι με αξιοθαύμαστο κριτικό ταλέντο. Υπάρχουν και
άλλοι, που δε βγαίνουν ποτέ από τα όρια που τους έχει θέσει η Ποίηση. Το δικό
μου αμάρτημα -και πείσμα- είναι ότι, χωρίς ν’ ανήκω στους πρώτους, αρνήθηκα, να
συμμορφωθώ με τους δεύτερους πιστεύοντας ότι αυτά που κατά κανόνα είναι
απαγορευμένα σ’ ένα νόμιμο δοκιμιογράφο, επειδή αποτελούν τεκμήρια κακού ύφους,
σ’ έναν ποιητή που θέλει, οπουδήποτε και αν μετατοπίζεται, να μένει εκείνος που
πραγματικά είναι, μπορεί όχι μόνο να του συγχωρεθούν, αλλά ίσως-ίσως και να
προσγραφούν στο ενεργητικό του. Κάτι περισσότερο: θα έλεγα ότι είναι χρέος του
ποιητή, ακόμη και στο χώρο αυτόν, το γεωδαιτημένο από τα όργανα ακριβείας που
διαθέτει η σκέψη, ν’ αποτολμά κινήματα της ψυχής αιφνιδιαστικά και ανεξέλεγκτα·
να προκαλεί επεμβαίνοντας μες στη σύνταξη, πρωτοδοκίμαστους κλυδωνισμούς· το
ύφος του, η γλώσσα του, ν’ αποκτούν κάτι από το σκίρτημα του νεανικού
οργανισμού, τη φορά του πουλιού προς τα ύψη.
Φυσικά,
ένα τέτοιο πράγμα δεν είναι χωρίς κινδύνους. Μπορεί ένα ιδανικό μου να ήταν
ανέκαθεν η διαφάνεια και, στην Ποίηση, να μου έφτανε η καθαρότητα του ψυχισμού,
που μπορούσε μια έκφραση να περικλείνει, για να πιστέψω πως την επέτυχα. Όμως η
διαφάνεια των νοημάτων ήταν κάτι διαφορετικό· κι ώσπου να βρω κάποιον τρόπο ν’
ανταποκριθώ σ’ αυτήν, γνώρισα περιπλανήσεις κι έφτασα σε υπερβολές, που άφησαν
βαθιά τα σημάδια τους πάνω στα πρώτα μου κείμενα. Καθώς τα ξαναδιαβάζω σήμερα,
μαζί με τη γοητεία, που είναι φυσικό να φέρνει το ξαναζωντάνεμα μιας «ηρωικής
εποχής», αισθάνομαι, την ίδια στιγμή, και μια έντονη απώθηση. Ενθουσιασμοί
αδικαιολόγητοι, κάποτε, μπορώ να πω, και αντιπαθητικοί, φράσεις με απίθανο αλλά
όχι, δυστυχώς, πάντοτε και αβίαστο μήκος, λυρικές εξάρσεις χωρίς αντίκρισμα,
γλωσσικοί ακροβατισμοί και φραστικά πυροτεχνήματα, γενικά μια περίσσεια λόγου
που, κοντά στ’ άλλα, δε μ’ άφησε ποτέ να μιλήσω με τρόπο ευθύγραμμο γι’ αυτά που
αποτελέσανε, πιστεύω, τα κίνητρα και τη δικαίωση της ζωής μου.
Δεν
πειράζει· μήτε τ’ απαρνιέμαι αυτά τα κείμενα μήτε δοκιμάζω, στη βασική τους
δομή τουλάχιστον, να τα διορθώσω. Αντιπροσωπεύουν στα μάτια μου την εποχή που,
για έναν έφηβο, το γράψιμο δεν μπορούσε να ‘ναι παρά μια συνειδητή, αδιάλλαχτη
και αδιάκοπη άσκηση ανορθοδοξίας. Και αυτό έχει σημασία. Όταν έπιανα την πένα,
θυμάμαι, ήθελα να αισθάνομαι πριν απ’ όλα ελεύθερος. Έτσι σα να ‘βγαινα στα
βουνά και να μπορούσα να τσαγκρουνίζομαι στ’ αγριοκλώναρα, να ζουπάω πού και
πού κανένα μοσχομπίζελο, να δρασκελάω χαντάκια, να πίνω χούφτες το καθαρό νερό.
Ήθελα στο βάθος, να τραγουδήσω αλλιώς απ’ ό,τι τραγουδάνε οι άλλοι -κι ας ήτανε
φάλτσα. Θέλω να πω ότι το βάρος της γοητείας έπεφτε στην παράβαση· που σιγά-σιγά
με τα χρόνια, είδα ότι ήταν πολύ περισσότερο μια πρόγευση της βαθύτερης
αλήθειας, που κουβαλά μέσα της η νεότητα χωρίς να το γνωρίζει, παρά μια σκέτη
αυθαιρεσία, ώστε να την κρίνεις με συγκατάβαση και να την προσπεράσεις. Και
πως, στο κάτω-κάτω, αν με είχε οδηγήσει στ’ αμαρτήματα που απαρίθμησα, έφταιγε
η απειρία μου η προσωπική και όχι, καθόλου, η ίδια η αρχή, που μ’ έβαζε να
δυσπιστώ σε κάθε τι το παραδεγμένο και συστηματικά να το αντιστρατεύομαι.
Το
κόκκινο πανί μου -το πιο κόκκινο- ήταν και είναι ακόμη η ευκολία. Την
υποψιαζόμουνα παντού. Κάτω από τα κηρύγματα για την απλότητα, για την τάξη, για
την εγκράτεια. Τη μυριζόμουνα πίσω από τις συνταγές για τον πεζό λόγο, που
όφειλε τάχα να περιορίζεται στις μικρές περιεχτικές φράσεις και ν’ αποφεύγει
σαν το διάβολο τις εικονοπλαστικές αντιστοιχίες ή τους συναισθηματικούς
συνειρμούς. Εξάλλου, με δυσαρέσκεια έβλεπα, ολοένα και περισσότερο γύρω μου,
από ένα είδος νεοεγκεφαλισμού να ρέπουν όλοι προς την αφηρημένη έκφραση, τις
ηθελημένες παρασιωπήσεις -αυτός προπάντων ο φόβος: μήπως τα πούμε όλα -τους
μελετημένους υπαινιγμούς, τις έμμεσες αναφορές σε παλαιότερα στρώματα παιδείας,
μια αληθινή πανδαισία για όλα τα γένη των συγχρόνων υδροκεφάλων.
Από
αντίδραση έφτασα στο άλλο άκρο. Ήθελα να γίνει φανερό πως η γλώσσα μας είναι σε
θέση, και μπορεί πια, ν’ αποτυπώσει το πιο περίπλοκο ρητορικό σχήμα, να
παρακολουθήσει το πιο ασυγκράτητο παραλήρημα, να προικιστεί με τη λαμπρότερη
χλιδή, να γεμίσει δυο και τρεις σελίδες, αν η περίσταση το φέρει, με μια
μοναδική φράση, που να διαγράψει με όσο γίνεται μεγαλύτερη άνεση και χάρη την
τροχιά της, ίδια κομήτης που πάει αρμενίζοντας μ’ αργούς ελιγμούς και χάνεται
μέσα στον ουρανό της νύχτας σπιθοβολώντας. Μπορεί να μην ήμουν ο ενδεδειγμένος
εγώ για να το αποδείξω στην πράξη, σύμφωνοι, μα πίστευα πως ήταν μεγάλη ανάγκη,
αργά ή γρήγορα, να φανερωθεί κάποιος άλλος που ν’ απελευθερώσει τη γλώσσα μας
από το σύμπλεγμα κατωτερότητας που την κατατρέχει απέναντι στις άλλες, να την
αποσπάσει από τη θεληματική της αναπηρία και να τη βοηθήσει ν’ ανδρωθεί,
ξυπνώντας και βάζοντας σ’ ενέργεια όλες τις κρυφές της δυνατότητες, όλους
εκείνους τους χυμούς, που είναι ικανοί με τη ζωηρή τους κυκλοφορία να θερμάνουν
ακόμη και την πιο θεωρητική έκφραση, και να την απαλλάξουν από τη μυρουδιά του
γραφείου, την κιτρινίλα της περγαμηνής [...]
[Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά]
Ερωτήσεις
Ποιο
είναι το «αμάρτημα» που εξομολογείται ο Ελύτης; Με
ποια επιχειρήματα το δικαιολογεί; Να
απαντήσετε με βάση την τρίτη παράγραφο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει πως παρά το
γεγονός ότι δεν ανήκει στους ποιητές εκείνους που διαθέτουν κριτικό ταλέντο και
είναι, άρα, σε θέση να συνθέτουν με άνεση κριτικά κείμενα, δεν θέλησε να
ενταχθεί στη χορεία εκείνων των ποιητών που ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο
με τη σύνθεση ποιητικών κειμένων. Ο Ελύτης τόλμησε, λοιπόν, να μπει στο χώρο
της δοκιμιογραφίας κι αυτό του το τόλμημα το δικαιολογεί με τα ακόλουθα
επιχειρήματα: α) Θεώρησε πως η ποιητική του ιδιότητα θα του επέτρεπε να
εμπλουτίσει τον πεζό του λόγο με ποιητικά στοιχεία, έστω κι αν μια ανάλογη
κίνηση από τη μεριά ενός κανονικού δοκιμιογράφου θα αποδοκιμαζόταν, μιας κι η
παρέκκλιση από τον αυστηρό δοκιμιακό λόγο θεωρείται ένδειξη κακού ύφους. Για
έναν ποιητή, άλλωστε, το να θέλει να μένει πιστός στην ποιητική του ταυτότητα,
με όποιο είδος του γραπτού λόγου κι αν ασχολείται, μπορεί όχι μόνο να του
συγχωρεθεί, αλλά ίσως ακόμη και να εκληφθεί με θετικό τρόπο. β) Θεώρησε,
συνάμα, πως ως ποιητής είχε χρέος ακόμη και στην ενασχόλησή του μ’ ένα είδος του
γραπτού λόγου που είναι αυστηρά οριοθετημένο από τη λογική να επιτρέπει στον
εαυτό του ν’ αφήνεται σε παρορμήσεις που πηγάζουν από την ψυχή του. Όρος
αναγκαίος προκειμένου να συνεισφέρει στην ανανέωση του γραπτού λόγου, μέσα από
νέες δοκιμές στη σύνταξη και στο ύφος· δοκιμές βασισμένες στην ελευθερία της
ποιητικής γραφής που επιτρέπει στη γλώσσα να ακολουθεί απρόσμενες πορείες και
να οδηγείται σε εντελώς νέους εκφραστικούς τρόπους.
Ο
Ελύτης αντιμετωπίζει με κριτικό μάτι τα πρώτα του κείμενα (δοκίμια). Αναγνωρίζει
τα αρνητικά τους σημεία, αλλά επισημαίνει και τα θετικά. Να εντοπίσετε τα σημεία αυτά (αρνητικά και
θετικά).
Καθώς ο Ελύτης εξετάζει εκ των υστέρων
τα νεανικά του δοκίμια αναφέρεται κατ’ αρχάς στις δυσκολίες που δοκίμασε στην
προσπάθειά του να φτάσει στη διαφάνεια των νοημάτων· μια προσπάθεια που πολύ
συχνά τον οδήγησε σε υπερβολές. Στα αρνητικά στοιχεία των δοκιμίων αυτών περιλαμβάνει:
το γεγονός ότι παρασύρθηκε κάποιες φορές από αδικαιολόγητα αισθήματα
ενθουσιασμού, που τώρα δημιουργούν αρνητική εντύπωση· την ύπαρξη φράσεων αναίτια
μεγάλου μήκους, το οποίο κάποτε επιτεύχθηκε με συνειδητή προσπάθεια· τις
λυρικές εξάρσεις στη γραφή του, που δεν είχαν κάποιο ουσιαστικό νοηματικό
αντίκρισμα· τη γενικότερη αμετροέπεια που έλαβε τη μορφή «γλωσσικών
ακροβατισμών» και «φραστικών πυροτεχνημάτων» κενών περιεχομένου. Στοιχεία σε
κάθε περίπτωση που δεν επέτρεψαν στον ποιητή να εκφραστεί με άμεσο κι ευθύ
τρόπο για όσα αποτέλεσαν τα κίνητρα κι εν τέλει τη δικαίωση της ζωής του.
Στα θετικά των δοκιμίων αναγνωρίζει,
πέρα από το γεγονός ότι του επιτρέπουν να αναβιώσει τα συναισθήματα μιας
«ηρωικής» για εκείνον εποχής, την έκφραση μέσω αυτών της νεανικής του διάθεσης
να αμφισβητεί καθετί που θεωρούταν «παραδεγμένο». Ειδικότερα, ο ποιητής τονίζει
πως τα δοκίμια αυτά αντιπροσωπεύουν για εκείνον την εποχή που για έναν έφηβο το
γράψιμο συνιστά αναπόφευκτα μια συνειδητή προσπάθεια διαφοροποίησης. Μια εποχή
κατά την οποία ο ποιητής ήθελε πρωτίστως να αισθάνεται ελεύθερος και να
αφήνεται χωρίς περιορισμούς σε νοηματικές και λεκτικές περιδιαβάσεις. Συνάμα,
μέσω των δοκιμίων αυτών, ο ποιητής επιδίωκε να εκφραστεί με το δικό του τρόπο,
έστω κι αν αυτός ο τρόπος δεν ήταν πάντοτε ο καλύτερος δυνατός. Ούτως ή άλλως
ό,τι τον συγκινούσε περισσότερο ήταν η διάθεση διαφοροποίησης· διάθεση
αξεχώριστα συνδεδεμένη με τη νεότητα.
Ο
Ελύτης διατυπώνει την άποψη ότι για έναν έφηβο το γράψιμο δεν μπορεί να είναι
«παρά μια συνειδητή, αδιάλλαχτη και αδιάκοπη άσκηση ανορθοδοξίας». Τι
νομίζετε ότι εννοεί με αυτό;
Η άποψη του Ελύτη συμβαδίζει με την
έμφυτη διάθεση των εφήβων να διαφοροποιούνται από τα κοινωνικώς αποδεκτά
πρότυπα της εποχής τους, όπως και από τις ισχύουσες αντιλήψεις και πεποιθήσεις.
Κάθε έφηβος -το ίδιο και ο ποιητής- θέλει να αισθάνεται ελεύθερος σε κάθε πτυχή
της ζωής του είτε πρόκειται για τον τρόπο που ντύνεται είτε για τις ιδέες του
και το πώς επιλέγει να τις εκφράσει. Το γράψιμο, ειδικότερα, συνδέεται με το
πώς ο έφηβος αντιλαμβάνεται την κοινωνική του πραγματικότητα και με την τάση
του να αντικρίζει κάθε θέμα με έναν εντελώς νέο τρόπο. Υπ’ αυτή την έννοια ο
έφηβος αποτελεί φορέα ανανέωσης της κοινωνίας και γι’ αυτό οφείλει να ακολουθεί
την εσωτερική του διάθεση να αμφισβητεί όσα του παρουσιάζονται ως ακλόνητα
δεδομένα ή ως παγιωμένες καταστάσεις. Μέσω, άλλωστε, της ανανεωτικής ματιάς των
νέων ανθρώπων επιτυγχάνεται ο εκσυγχρονισμός και η εξέλιξη της εκάστοτε
κοινωνίας.
Ποιο
είναι το κύριο θέμα που θίγει ο Ελύτης στο κείμενο του; Αφού
εντοπίσετε το κύριο θέμα, δώστε έναν κατάλληλο τίτλο στο κείμενο, το οποίο
είναι απόσπασμα από ένα εκτενές δοκίμιο που προτάσσει ο Ελύτης στο έργο του
«Ανοιχτά χαρτιά».
Μέσα από την κριτική εξέταση των
νεανικών του δοκιμίων ο Ελύτης οδηγείται σε αυτό που αποτελεί το βασικό θέμα
του κειμένου του, την ανάγκη, δηλαδή, να απελευθερωθεί η γλώσσα μας τόσο από
τις «συνταγές» για την υποτιθέμενη ορθή προσέγγιση του πεζού λόγου, όσο και από
την αίσθηση κατωτερότητας έναντι των άλλων γλωσσών. Ο Ελύτης πιστεύει πως η
ελληνική γλώσσα, αν βρεθεί το κατάλληλο άτομο που δεν θα διστάζει να δοκιμάσει
τα όριά της, όπως επιχείρησε κι ο ίδιος να κάνει, θα μπορέσει να φανερώσει όλη
την εκπληκτική δυναμική της. Η νέα ελληνική γλώσσα, χάρη και στις προσπάθειες
των μέχρι τώρα θεραπόντων της, έχει αποκτήσει πια τη δυνατότητα να εκφράζει
οποιοδήποτε σκέψη, να αποδίδει με άνεση και τα πλέον περίπλοκα ρητορικά
σχήματα, όπως και να παρακολουθεί χωρίς δυσκολία ακόμη και το πιο ανεξέλεγκτο
συλλογιστικό παραλήρημα που από τη φύση του απαιτεί διευρυμένα συντακτικά όρια.
Η νεοελληνική γλώσσα, κατά τον ποιητή, είναι έτοιμη πια να φανερώσει όλον της
τον πλούτο κι όλη της τη ζωντάνια, αρκεί να της δοθεί η απαιτούμενη ελευθερία
και, φυσικά, αρκεί να υπηρετηθεί από τους ανθρώπους εκείνους που θα αποτινάξουν
από πάνω της «τη μυρουδιά του γραφείου»· το βάρος, δηλαδή, του λόγου που
πασχίζει να αποδείξει μέσω ποικίλων αναφορών και υπαινιγμών την κατοχή πολλών
και «αναγνωρισμένων» γνώσεων και σπουδών.
Τίτλος: Η ανάγκη απελευθέρωσης της
γλώσσας.
Δοκίμιο
και επιστολή: Ο εξομολογητικός τόνος στο δοκίμιο
Υποστηρίζεται ότι μερικές φορές το
δοκίμιο παρουσιάζει κοινά στοιχεία με μια επιστολή. Στην περίπτωση αυτή το
δοκίμιο παίρνει το ύφος της συνομιλίας με ένα φίλο, της καθημερινής κουβέντας
πάνω σε διάφορα θέματα, όπως περίπου συμβαίνει και σε μια επιστολή. Στο δοκίμιο
αυτού του είδους ο δοκιμιογράφος εκφράζεται σε πρώτο ρηματικό πρόσωπο,
περιπλανάται ελεύθερα από το ένα θέμα στο άλλο και χαίρεται την ελευθερία του
αυτοσχεδιασμού, και ορισμένες φορές ενδέχεται να κάνει μια προσωπική ιδεολογική
κατάθεση ή και εξομολόγηση. Με τον τρόπο αυτό αναδύεται μέσα από το κείμενο η
προσωπικότητα του δοκιμιογράφου.
Μπορείτε
να εντοπίσετε κάποια από τα παραπάνω στοιχεία στο δοκίμιο του Ελύτη;
Ο Ελύτης στο κείμενό του υιοθετεί τη
χρήση του πρώτου ρηματικού προσώπου: «Θα ήθελα, παρουσιάζοντας τα κείμενα αυτά,
να το εξομολογηθώ αμέσως», «Που σημαίνει ότι βουτώ μέσα του πολύ προτού
ξεκαθαρίσω τι θέλω να πω», «Όσο μπορώ. Γιατί, δυστυχώς, πολλές φορές τα ρεύματα
με παρασύρουν, ξεχνιέμαι μπροστά σε κάτι που μ’ αρέσει» κ.ά.
Στις φράσεις αυτές είναι, συνάμα,
εμφανής η εξομολογητική διάθεση του γράφοντος, αφού στο πλαίσιο της κριτικής
προσέγγισης των δικών του κειμένων προχωρά σε εξομολογήσεις και παραδοχές για
το πώς σκεφτόταν κατά τα νεανικά του χρόνια, αλλά και για τις επιδιώξεις του
στο επίπεδο της γραπτής έκφρασης. Καταγράφει, μάλιστα, μια καίρια «ιδεολογική
του κατάθεση», εφόσον τονίζει πόσο σημαντική είναι γι’ αυτόν το να
απελευθερωθεί η ελληνική γλώσσα, ώστε να φανερώσει τις ποικίλες δυνατότητές
της.
Είναι, επιπρόσθετα, σαφές πως το
κείμενο αυτό δεν ακολουθεί κάποια αυστηρή λογική σειρά, όπως θα τη συναντούσε
κανείς σ’ ένα αποδεικτικό δοκίμιο. Ο ποιητής προχωρά ελεύθερα από ζητήματα που
αφορούν τις προσωπικές του νεανικές επιλογές και επιδιώξεις σε ευρύτερα ζητήματα
που αφορούν εν γένει τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, και στο αίτημά του να
αναδειχθεί η δυναμική της ελληνικής γλώσσας μέσω του περάσματός της σε μια φάση
ωρίμανσης.
Ο
Ελύτης βλέπει το δοκίμιο σαν ένα «χώρο γεωδαιτημένο από τα όργανα ακριβείας που
διαθέτει η σκέψη». Θεωρεί, ωστόσο, χρέος του να παραμείνει
ποιητής, παρόλο που «μετατοπίζεται» από το χώρο της ποίησης στο χώρο του
δοκιμίου. Στο κείμενο του, λοιπόν,
επικρατεί ο μεταφορικός και εικονοπλαστικός λόγος που προσιδιάζει στη
λογοτεχνία. Να εντοπίσετε
χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του λόγου.
Ενδεικτικά παραδείγματα μεταφορικής
χρήσης του λόγου:
- κάθε απόπειρα περιγραφής με κάνει να
πλήττω θανάσιμα.
- Που σημαίνει ότι βουτώ μέσα του πολύ
προτού ξεκαθαρίσω τι θέλω να πω
- και αφήνομαι να πλανηθώ εδώ κι εκεί,
κατά προτίμηση στις γωνιές τις πιο σκοτεινές
- προσπαθώντας να βλέπω ή, αν όχι,
τουλάχιστον να ψαύω και ν’ αναγνωρίζω
- πολλές φορές τα ρεύματα με παρασύρουν
- καθώς το τρέξιμο της πένας
Η μεταφορική χρήση του λόγου συχνά
λειτουργεί και εικονοπλαστικά, στοιχείο εμφανές και σε κάποια από τα
προηγούμενα παραδείγματα, αλλά και στα ακόλουθα:
- βρίσκομαι, τη στιγμή που βγαίνω από
το παράξενο αυτό κολύμπημα, πολύ μακριά
- Έτσι σα να ‘βγαινα στα βουνά και να
μπορούσα να τσαγκρουνίζομαι στ’ αγριοκλώναρα, να ζουπάω πού και πού κανένα
μοσχομπίζελο, να δρασκελάω χαντάκια, να πίνω χούφτες το καθαρό νερό
Ποια
είναι η κυριολεκτική σημασία των παρακάτω μεταφορικών εκφράσεων;
- «το κόκκινο πανί μου -το πιο κόκκινο-
ήταν και είναι ακόμη η ευκολία».
Ο ποιητής επισημαίνει πως εκείνο που
τον ενοχλεί περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο είναι η ευκολία· η προσπάθεια,
δηλαδή, κάποιων να προσεγγίσουν τον γραπτό λόγο με τον απλούστερο δυνατό τρόπο.
Με τη φράση «κόκκινο πανί» ο ποιητής υποδηλώνει κάτι που του προκαλεί έντονο
εκνευρισμό.
- «ήθελα, στο βάθος να τραγουδήσω
αλλιώς απ’ ό,τι τραγουδάνε οι άλλοι -κι ας ήτανε και φάλτσα».
Θέληση του ποιητή υπήρξε η διάθεση να
βρει τη δική του φωνή, να εκφραστεί με το δικό του τρόπο, έστω κι αν τελικά
αποδεικνυόταν πως ο τρόπος που είχε επιλέξει δεν οδηγούσε σε κάτι το αξιόλογο.
Ό,τι προείχε για εκείνον ήταν η ελευθερία στην έκφρασή του, καθώς κι η
δυνατότητα να διαφοροποιηθεί από τους άλλους.
- «να την απαλλάξουνε (τη γλώσσα) από
τη μυρωδιά του γραφείου, την κιτρινίλα της περγαμηνής».
Αίτημα του ποιητή είναι να
απελευθερωθεί η γλωσσική έκφραση από παγιωμένα πρότυπα του παρελθόντος κι από
τη διαρκή προσπάθεια όσων γράφουν να φανερώνουν τις γνώσεις τους με συχνές
αναφορές σε παλαιότερα συγγράμματα. Η αίσθηση ότι κάθε κείμενο οφείλει να
πατάει στα πρότυπα του παρελθόντος, καθηλώνει τη γλώσσα σε μια επιζήμια
στασιμότητα και της αποστερεί την ελευθερία.
Στην
παράγραφο 5 ο Ελύτης χρησιμοποιεί μια παρομοίωση. Να
εντοπίσετε τα δύο σκέλη της παρομοίωσης. Τι παρομοιάζεται / συγκρίνεται με τι; Να σχολιάσετε τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στο β΄ σκέλος της
παρομοίωσης, π.χ. «σα να βγαινα στα βουνά», προσέχοντας κυρίως τη συνυποδηλωτική σημασία των ρημάτων.
Τι
νομίζετε ότι πετυχαίνει ο Ελύτης με τη χρήση της συγκεκριμένης παρομοίωσης;
α) 1ο σκέλος παρομοίωσης: «Όταν
έπιανα την πένα, θυμάμαι, ήθελα να αισθάνομαι πριν απ’ όλα ελεύθερος.»
2ο σκέλος παρομοίωσης: «Έτσι
σα να ‘βγαινα στα βουνά και να μπορούσα να τσαγκρουνίζομαι στ’ αγριοκλώναρα, να
ζουπάω πού και πού κανένα μοσχομπίζελο, να δρασκελάω χαντάκια, να πίνω χούφτες
το καθαρό νερό.»
β) Ο Ελύτης παρομοιάζει το αίσθημα
ελευθερίας που ήθελε να αισθάνεται την ώρα που έγραφε, με το αντίστοιχο αίσθημα
ελευθερίας που προσφέρει η επαφή με τη φύση, όταν κάποιος βρίσκει την ευκαιρία να
περπατήσει σ’ ένα βουνό.
γ) «σα να ‘βγαινα στα βουνά»: Με την
αναφορά στα βουνά ο ποιητής αποδίδει αφενός το αναγκαίο για εκείνον αίσθημα
ελευθερίας, αλλά και το στοιχείο της περιπέτειας που διακρίνει την επαφή με το
γράψιμο, εφόσον κάθε φορά που ξεκινά να γράψει κάτι δεν γνωρίζει εκ των
προτέρων που θα οδηγηθεί.
«να τσαγκρουνίζομαι στ’ αγριοκλώναρα»:
Το γρατζούνισμα στα αγριοκλώναρα υποδηλώνει τις δυσκολίες του γραψίματος και τα
απρόβλεπτα αδιέξοδα στην προσέγγιση μιας ιδέας ή ενός συνειρμού. Η περιδιάβαση
στο χώρο των ιδεών δεν είναι πάντοτε μια εύκολη διαδικασία, μα εκεί ακριβώς,
στις δυσκολίες και στις απαιτήσεις, κρύβεται η γοητεία αυτής της εμπειρίας.
«να ζουπάω πού και πού κανένα
μοσχομπίζελο»: Ο ποιητής αποδίδει εδώ το ελεύθερο που ήθελε να έχει, ώστε να
βρίσκει το χρόνο να κοντοσταθεί σε μια ιδέα που τον ενθουσιάζει και να εξετάσει
τις πιθανές της προεκτάσεις και τη γοητεία της ιδιαιτερότητάς της. Όπως ακριβώς
κάποιος που περπατά στο βουνό σταματά ανά διαστήματα για να θαυμάσει τις μικρές
ομορφιές της φύσης, έτσι κι ο ποιητής ήθελε να είναι ελεύθερος να διακόπτει την
πορεία του γραψίματος, προκειμένου να επεξεργαστεί την ομορφιά μιας λέξης ή
μιας ιδέας.
«να δρασκελάω χαντάκια»: Τα χαντάκια
που συναντά ο πεζοπόρος και τα οποία αποτελούν εν δυνάμει σημαντικούς
κινδύνους, αν δεν τα αντιληφθεί εγκαίρως, αποδίδουν τις αντίστοιχες δυσκολίες
στο γράψιμο. Ο ποιητής όφειλε να βρίσκεται σε επιφυλακή, ώστε να είναι σε θέση
να ξεπεράσει τυχόν επικίνδυνα σημεία στην πορεία των συλλογισμών του, καθώς θα
μπορούσε εύκολα να βρεθεί σε αδιέξοδα ή να οδηγηθεί σε άτοπα συμπεράσματα.
«να πίνω χούφτες το καθαρό νερό»: Το
καθαρό νερό που βρίσκει ο πεζοπόρος στο τέλος της διαδρομής του και λαμβάνει
έτσι την ανταμοιβή του, έχει το ανάλογό του και στη διαδικασία του γραψίματος,
όταν ο συγγραφέας κατορθώνει μετά από μια κοπιώδη πορεία να φτάσει σε νέους,
προσωπικούς και αυθεντικούς συλλογισμούς, και να χαρεί έτσι την αγνή αίσθηση
της δημιουργικότητας μέσα από το τελικό κείμενο που έχει προκύψει από την
προσωπική του σκέψη και προσπάθεια.
δ) Ο Ελύτης κατορθώνει μέσα από την
παραστατική αυτή παρομοίωση αφενός να παρουσιάσει με πληρότητα το αίσθημα
ελευθερίας που διέκρινε τα εφηβικά γραπτά του κι αφετέρου να δώσει ένα σαφές
παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η ελληνική γλώσσα θα μπορέσει να φανερώσει
τη ζωντάνια και το δυναμισμό της. Αν οι θεράποντες του ελληνικού λόγου
ακολουθήσουν το παράδειγμα του Ελύτη, η ελληνική γλώσσα θα μπορέσει να
αποδεσμευτεί από «την κιτρινίλα της περγαμηνής» και να δώσει πρωτότυπα και με
πραγματική ουσία έργα.
Προσγράφω -ομαι, συμμορφώνω -ομαι: α) να
δώσετε συνώνυμες λέξεις / εκφράσεις, β)
να σχηματίσετε σύνθετα ρήματα με α΄
συνθετικό διάφορες προθέσεις και να τα χρησιμοποιήσετε σε φράσεις.
α) προσγράφω: προσθέτω, συμπληρώνω,
συνυπολογίζω / (μτφρ. αποδίδω σε κάποιον κάτι: προσγράφουν τη σαφήνεια στη
διατύπωση ως αρετή του έργου του)
συμμορφώνω -ομαι: συμφωνώ, ταιριάζω,
προσαρμόζομαι, πειθαρχώ
β)
αναγράφω, απογράφω, αντιγράφω, διαγράφω, εγγράφω, επιγράφω, καταγράφω,
ξεγράφω, περιγράφω, προσυπογράφω, παραγράφω, υπογράφω.
- Η ημερομηνία λήξεως αναγράφεται στη συσκευασία των
προϊόντων.
- Το σύνολο του πληθυσμού της χώρας απογράφεται σε ονομαστικούς και
στατιστικούς καταλόγους.
- Αντιγράψτε
τις ασκήσεις από τον πίνακα στο τετράδιο.
- Του ζητήθηκε να διαγράψει ορισμένες φράσεις από το κείμενο.
- Κάθε πολίτης εγγράφεται στους εκλογικούς καταλόγους της χώρας.
- Στη βάση του μνημείου έχουν επιγράψει τα ονόματα των πεσόντων.
- Ανέλαβε να καταγράψει τα περιουσιακά στοιχεία του μνημείου.
- Οι φίλοι του τον έχουν ξεγράψει.
- Θέλησε να περιγράψει τον κακοποιό στους αστυνομικούς.
- Δεν προσυπογράφω τέτοιου είδους αυθαίρετες ενέργειες.
- Το αδίκημα αυτό παραγράφεται με την παρέλευση πέντε ετών από την τέλεσή του.
- Αφού συμπληρώσετε τα στοιχεία, πρέπει
να υπογράψετε την αίτηση.
αναμορφώνω, διαμορφώνω, επιμορφώνω,
παραμορφώνω, μεταμορφώνω.
- Η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να αναμορφώσει την παιδεία της χώρας, παρά
τις σχετικές εξαγγελίες.
- Στη χώρα αυτή έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο υγιούς
ανταγωνισμού.
- Οι επιχειρήσεις επιμορφώνουν με σεμινάρια τους υπαλλήλους τους, για να βελτιώσουν
την απόδοσή τους.
- Ο τρόπος με τον οποίο μεταδόθηκε η
είδηση παραμορφώνει τα γεγονότα.
- Η επιτυχία του τον έχει μεταμορφώσει εντελώς.
γεωδαισία, πανδαισία, αυθαιρεσία: να ετυμολογηθούν και να χρησιμοποιηθούν σε
φράσεις.
- γεωδαισία
< γεωδαίτης < γεω- ( < γῆ) + -δαιτης < δαίομαι «διαμοιράζω,
χωρίζω»
Η γήινη επιφάνεια αποτελεί το αντικείμενο
μέτρησης και μελέτης της γεωδαισίας.
- πανδαισία
< παν- και -δαισία < -δαιτης < δαίομαι «χωρίζω, μοιράζω»
Την ώρα του ηλιοβασιλέματος μπορεί να
αντικρίσεις κανείς στον ουρανό μια πανδαισία χρωμάτων.
- αυθαιρεσία
< αὐθ- (< αὐτός) + αἱρετός < αἱροῦμαι «εκλέγω»
Συνιστά βασική υποχρέωση των ΜΜΕ να
δημοσιοποιούν και να στηλιτεύουν τις αυθαιρεσίες της εξουσίας.
αντιστρατεύομαι, χλιδή, ανεξέλεγκτος,
αιφνιδιαστικός, συγκατάβαση, δυσπιστώ: να
βρείτε συνώνυμα.
αντιστρατεύομαι: αντιβαίνω, αντίκειμαι, αντιτάσσομαι,
αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι, συγκρούομαι, διαφωνώ.
χλιδή: πολυτέλεια, τρυφηλότητα.
ανεξέλεγκτος: ασύδοτος, αχαλίνωτος.
αιφνιδιαστικός: ξαφνικός, αναπάντεχος, αιφνίδιος,
απροσδόκητος, απρόβλεπτος, απρόοπτος.
συγκατάβαση: συναίνεση, συμφωνία.
δυσπιστώ: αμφιβάλλω, διστάζω.
αδιάλλαχτος, ανορθόδοξος, εγκράτεια: να βρείτε αντώνυμα.
αδιάλλαχτος: διαλλακτικός, συναινετικός,
συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός.
ανορθόδοξος: ορθόδοξος, συμβατικός.
εγκράτεια: ασωτία, φιληδονία, αποχαλίνωση.
έξαρση, κλυδωνισμός, παράβαση,
παρασιώπηση, υπαινιγμός, αποτυπώνω: να
σχηματίσετε φράσεις, φροντίζοντας να φαίνεται καθαρά η σημασία των λέξεων.
- Η έξαρση της βίας είναι συχνά απότοκο της κακής οικονομικής
κατάστασης που επικρατεί σε μια χώρα.
- Υπό το βάρος των πρόσφατων
αποκαλύψεων έχει προκύψει έντονος κλυδωνισμός
στο εσωτερικό της κυβέρνησης.
- Η παραμικρή παράβαση του νόμου θα επισύρει άμεσες κυρώσεις.
- Η παρασιώπηση των πληροφοριών αυτών έγινε σκόπιμα, ώστε να μη
αποκαλυφθεί η έκταση της διαφθοράς.
- Άσε τους υπαινιγμούς και μίλα
ξεκάθαρα.
- Η φρίκη του πολέμου είχε αποτυπωθεί στο βλέμμα του.
Προσέξτε
τη χρήση της άνω τελείας στο κείμενο
π.χ. § 1 στ. 7, § 2 στ. 8, §3 στ. 15, § 4 στ. 6, § 5 στ. 1. Συζητήστε τη λειτουργία της άνω τελείας
στις παραπάνω περιπτώσεις, λαμβάνοντας υπόψη όσα αναφέρονται στη Γραμματική
σχετικά με τη χρήση του συγκεκριμένου σημείου στίξης.
«Η ψυχολογική ανάλυση δε με τραβάει
καθόλου· η παρατηρητικότητα μου λείπει σε μεγάλο βαθμό και κάθε απόπειρα
περιγραφής με κάνει να πλήττω θανάσιμα.»
Η άνω τελεία χρησιμοποιείται εδώ
προκειμένου να δηλωθεί η ολοκλήρωση μιας ημιπεριόδου.
«Για να είμαι πιο ακριβής, τότε μόνο
ξέρω τι θα έπρεπε να πω· αλλά είναι κιόλας αργά.»
Με την άνω τελεία χωρίζεται η φράση σε
δύο μέρη, προκειμένου να δηλωθεί η αντίθεση που υπάρχει μεταξύ τους.
«Κάτι περισσότερο: θα έλεγα ότι είναι
χρέος του ποιητή, ακόμη και στο χώρο αυτόν, το γεωδαιτημένο από τα όργανα
ακριβείας που διαθέτει η σκέψη, ν’ αποτολμά κινήματα της ψυχής αιφνιδιαστικά
και ανεξέλεγκτα· να προκαλεί επεμβαίνοντας μες στη σύνταξη, πρωτοδοκίμαστους
κλυδωνισμούς· το ύφος του, η γλώσσα του, ν’ αποκτούν κάτι από το σκίρτημα του
νεανικού οργανισμού, τη φορά του πουλιού προς τα ύψη.»
Στο συγκεκριμένο χωρίο η άνω τελεία
χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της απαρίθμησης ορισμένων στοιχείων. Ο ποιητής
καταγράφει όσα, κατά την άποψή του, συνιστούν το χρέος κάθε ποιητή,
αξιοποιώντας την άνω τελεία προκειμένου να παραθέσει σε συνεχή λόγο τις
επιμέρους εκφάνσεις του χρέους αυτού.
«Όμως η διαφάνεια των νοημάτων ήταν
κάτι διαφορετικό· κι ώσπου να βρω κάποιον τρόπο ν’ ανταποκριθώ σ’ αυτήν,
γνώρισα περιπλανήσεις κι έφτασα σε υπερβολές, που άφησαν βαθιά τα σημάδια τους
πάνω στα πρώτα μου κείμενα.»
Στο συγκεκριμένο χωρίο η άνω τελεία
χωρίζει τη φράση σε δύο μέρη, προκειμένου να τονιστεί πως το δεύτερο μέρος
επεξηγεί το πρώτο.
«Δεν πειράζει· μήτε τ’ απαρνιέμαι αυτά
τα κείμενα μήτε δοκιμάζω, στη βασική τους δομή τουλάχιστον, να τα διορθώσω.»
Η άνω τελεία χρησιμοποιείται εδώ
προκειμένου να δηλωθεί η ολοκλήρωση μιας ημιπεριόδου.
Ο
Ελύτης δηλώνει ότι παραμένει πιστός στη βασική αρχή που τον ωθούσε, όταν ήταν
νέος, στην «παράβαση», που τον έβαζε να δυσπιστεί σε καθετί παραδεγμένο και να
το αντιστρατεύεται συστηματικά.
Πώς
αντιμετωπίζεις εσύ τα «παραδεγμένα» στο πλαίσιο της σχολικής ή της εξωσχολικής
σου ζωής; Ποια από αυτά σε προβληματίζουν, σε
ενοχλούν, σε κάνουν να δυσπιστείς; Σε
ποια συμμορφώνεσαι και με ποιο τίμημα; Σε
ποια από αυτά αντιδράς και με ποιο τρόπο; Να εκφράσεις ελεύθερα τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου σε ένα κείμενο
με εξομολογητικό τόνο.
Το σχολείο λειτουργεί συχνά ως
καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας, εφόσον μπορεί να εντοπίσει κανείς σε αυτό
πολλές από τις παθογένειες της πολιτείας μας. Επιζήμια φαινόμενα, όπως είναι η
προχειρότητα, η απουσία έγκαιρου προγραμματισμού, η απροθυμία επένδυσης
χρημάτων στους κατάλληλους τομείς, η φυγοπονία και η ασυδοσία συναντώνται
διαρκώς στη σχολική πραγματικότητα. Κάθε νέα σχολική χρονιά, για παράδειγμα,
επαναλαμβάνεται το ίδιο κωμικοτραγικό έργο· σε πολλά σχολεία -κυρίως επαρχιακών
περιοχών- δεν υπάρχουν καθηγητές για όλα τα μαθήματα, με αποτέλεσμα να περνούν
εβδομάδες και κάποτε ολόκληροι μήνες, μέχρι να στελεχωθεί πλήρως το κάθε
σχολείο. Το Υπουργείο Παιδείας εμφανίζεται κάθε χρόνο ανέτοιμο, σαν να μη
γνωρίζει εκ των προτέρων ότι το Σεπτέμβρη ανοίγουν τα σχολεία. Ενώ, με ανάλογο
τρόπο, κάθε σχολείο χρειάζεται αρκετές μέρες, κάποτε ακόμη κι εβδομάδες, μέχρι
να καταλήξει σ’ ένα σταθερό πρόγραμμα μαθημάτων, με αποτέλεσμα το πρώτο
διάστημα να μην πραγματοποιούνται όλες οι ώρες διδασκαλίας.
Μερικοί καθηγητές του Λυκείου, πάντως,
-κι αυτό προκαλεί θλιβερή εντύπωση- δεν δείχνουν να ανησυχούν για τις απώλειες
μαθημάτων, εφόσον θεωρούν δεδομένο πως οι μαθητές έχουν ήδη καλύψει μέρος της
ύλης κατά τη θερινή τους προετοιμασία στο φροντιστήριο. Προσπερνούν, έτσι, ολόκληρα
κεφάλαια ή τα διδάσκουν πλημμελώς, με την απρόσμενη αιτιολογία ότι τα έχουμε
ήδη διδαχτεί στο φροντιστήριο! Απαξιώνουν οι ίδιοι το ρόλο τους, εφόσον αντί να
δείχνουν πως έχουν επίγνωση ότι η κύρια ευθύνη της ορθής και πλήρους κάλυψης
της ύλης ανήκει σ’ εκείνους, έχουν αποδεχτεί το συμπληρωματικό τους ρόλο,
παραχωρώντας στα φροντιστήρια τη βασική ευθύνη για τη σωστή προετοιμασία των
μαθητών. Μοιάζει να τους απασχολεί περισσότερο το πώς θα περιορίσουν όσο
γίνεται τον εργασιακό τους φόρτο, παρά το να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις
τους και το να προσφέρουν ό,τι καλύτερο μπορούν στους μαθητές τους.
Από την άλλη, βέβαια, με παρόμοια
φυγόπονη διάθεση προσεγγίζουν το σχολείο και αρκετοί συμμαθητές μας. Αρνούνται
να διαβάσουν τα μαθήματά τους, δεν κάνουν ποτέ τις εργασίες τους και βρίσκουν
κάθε πιθανό τρόπο για να ενοχλούν την ώρα του μαθήματος. Αντιμετωπίζουν την
εκπαιδευτική διαδικασία σαν ένα είδος «καταναγκαστικών έργων», αδυνατώντας να
συνειδητοποιήσουν πως επί της ουσίας το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να στερούν
από τον εαυτό τους την ευκαιρία να αποκτήσει γνώσεις, καθώς και το αναγκαίο
εργασιακό ήθος, ώστε να είναι σε θέση αργότερα να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις
μιας αμειβόμενης εργασίας. Διατηρούν, ίσως, τη λανθασμένη εντύπωση πως η
εφηβεία αποτελεί συνέχεια της «ανέμελης» παιδικής ηλικίας και δεν
αντιλαμβάνονται πως τα χρόνια αυτά είναι χρόνια εντατικής προετοιμασίας για την
είσοδό τους στον εργασιακό βίο.
Πιστεύω πως η κατάσταση θα ήταν διαφορετική
αν η Πολιτεία ήταν αποφασισμένη να επενδύσει το μέγιστο δυνατό στην Παιδεία,
προκειμένου οι νέες γενιές να αποκτήσουν όχι μόνο ποιοτικότερες γνώσεις, αλλά
και μια τελείως διαφορετική νοοτροπία. Η λογική της ήσσονος προσπάθειας, οι
πελατειακές σχέσεις με τους πολιτικούς, οι ιδεοληψίες του παρελθόντος κι η τάση
των Ελλήνων να μεμψιμοιρούν, θα μπορούσαν να περάσουν οριστικά στο παρελθόν,
ανοίγοντας το δρόμο για μια νέα πιο δυναμική προσέγγιση των πραγμάτων. Νέοι
άνθρωποι έτοιμοι να αφήσουν στην άκρη τη μοιρολατρική ηττοπάθεια και να
εστιάσουν στα δυνατά σημεία της χώρας· έτοιμοι να εκμεταλλευτούν πλήρως τους
τομείς υπεροχής της Ελλάδας και να την οδηγήσουν σε μια περίοδο ακμής.
Μια ουσιαστική αλλαγή που μπορεί να προκύψει
μόνο αν οι πολιτικοί μας παραδειγματιστούν από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και
συνειδητοποιήσουν την πραγματική αξία της Παιδείας. Κι αν η επένδυση στο χώρο
της Παιδείας χρειάζεται μερικά χρόνια μέχρι να αποδώσει καρπούς, αυτό δεν θα
πρέπει να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τους σχετικούς σχεδιασμούς, καθώς τα
αναμενόμενα οφέλη είναι εξόχως σημαντικά, μιας και θα θέσουν τις βάσεις για την
αναδημιουργία της ελληνικής Πολιτείας.
Να
αναπτύξετε τις απόψεις σας σχετικά με την ελευθερία του γραπτού λόγου μέσα στο
πλαίσιο του σχολείου. Πόσο ελεύθερα αισθάνεται ο μαθητής, όταν
καλείται να γράψει ένα κείμενο στο γλωσσικό, κυρίως, μάθημα; Ποιες δεσμεύσεις αντιμετωπίζει ως προς τη
μορφή και το περιεχόμενο του κειμένου; Με
ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε ο μαθητής, από τη μια πλευρά να εκφράζεται
ελεύθερα, και από την άλλη να καλλιεργεί συστηματικά, μέσα στο σχολείο την
ικανότητά του στο γραπτό λόγο; Υποθέστε
ότι το κείμενο σας πρόκειται να δημοσιευτεί ως άρθρο σε μαθητικό περιοδικό.
«Η ελευθερία της εφηβικής έκφρασης»
Η καλλιέργεια του γραπτού λόγου, όπως
πρωτίστως επιδιώκεται μέσα από το γλωσσικό μάθημα, κινείται συχνά σ’ ένα
προκαθορισμένο πλαίσιο τόσο ως προς τη δομή των ζητούμενων κειμένων όσο και ως
προς το περιεχόμενο. Ο μαθητής καλείται, έτσι, να παρουσιάσει τις σκέψεις του
ακολουθώντας αφενός ένα συγκεκριμένο μοτίβο δόμησης του κειμένου και αφετέρου
προσαρμόζοντάς τες στο αναμενόμενο ανθρωπιστικό πλαίσιο. Σκέψεις, διατυπώσεις
και κείμενα που κινούνται έξω από τα όρια αυτά δεν λαμβάνουν κάποια σχετική
επιβράβευση για τη δημιουργικότητα ή την πρωτοτυπία που τυχόν τα διακρίνει.
Οι δεσμεύσεις που τίθενται ως προς τη
δομή και ως προς το περιεχόμενο, αν και αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν τη
διαμόρφωση συνεκτικών κειμένων με κοινωνικώς αποδεκτό περιεχόμενο, λειτουργούν
κάποτε ως δεσμεύσεις και μόνο. Οι μαθητές αισθάνονται πως το ζητούμενο πλαίσιο
είναι εξαιρετικά περιοριστικό, εφόσον του εξωθεί στο να φιλτράρουν συνεχώς τις
ιδέες τους και τους παρεμποδίζει από το να αφεθούν ελεύθερα στη ροή των
συλλογισμών τους. Νιώθουν πως οι κατευθυντήριες αυτές οδηγίες λειτουργούν
τελικά ως άτεγκτοι κανόνες που αντί να τους υποβοηθούν και να τους κατευθύνουν,
τους καταπιέζουν, αφού περιορίζουν δραστικά τα όρια της έκφρασής τους.
Επί της ουσίας, βέβαια, το ορισθέν
πλαίσιο σχετικά με τη δόμηση και έκφραση των μαθητικών κειμένων διασφαλίζει από
τη μία πως θα υπάρχει προσεκτικός χωρισμός σε παραγράφους με εσωτερική συνοχή και
αλληλουχία ιδεών, κι από την άλλη πως το περιεχόμενο των κειμένων θα είναι
απαλλαγμένο από ακραίες τοποθετήσεις, από ρατσιστικές αντιλήψεις και, εν γένει,
από θεωρήσεις που παραγνωρίζουν την απόλυτη αξία της ανθρώπινης ζωής και του
οφειλόμενου σεβασμού απέναντι σε κάθε συνάνθρωπό μας. Ό,τι εκλαμβάνεται,
επομένως, ως πηγή περιορισμού συνιστά στην πραγματικότητα τις αναγκαίες
δικλείδες ασφαλείας, ώστε τα συντασσόμενα κείμενα να έχουν νοηματική συνοχή,
αποδεικτική αξία και ανθρωπιστικό περιεχόμενο.
Η καλλιέργεια, εντούτοις, του γραπτού
λόγου δεν θα πρέπει να περιορίζεται στα κείμενα που προορίζονται για το
γλωσσικό μάθημα, μιας και οι εκφραστικές ανησυχίες και δυνατότητες των μαθητών
μπορούν να βρουν διέξοδο και σε άλλα μαθήματα, όπως είναι για παράδειγμα αυτό
της λογοτεχνίας. Γραπτές εργασίες που θα λαμβάνουν τη μορφή πιο ελεύθερων
μορφών γραφής -ποιητικός λόγος, σύντομα διηγήματα, θεατρικά κείμενα- μπορούν να
αποδεσμεύσουν τους μαθητές από τους περιορισμούς του γλωσσικού μαθήματος και να
τους επιτρέψουν να εκφραστούν με τρόπους πιο ελεύθερους και πιο δημιουργικούς.
Ενώ, παράλληλα, εργασίες σε μαθήματα, όπως είναι αυτό της ιστορίας, μπορούν να
θέσουν σε δοκιμασία τις συνθετικές ικανότητες των μαθητών μέσα από την
επεξεργασία πρωτογενών και δευτερογενών ιστορικών πηγών.
Επιπροσθέτως, τα σχολεία μπορούν να
αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που προσφέρει το διαδίκτυο δημιουργώντας
ιστοσελίδες που θα εμπλουτίζονται με κείμενα των μαθητών. Ενημερωτικά άρθρα για
ποικίλα κοινωνικά ζητήματα, παρουσιάσεις ιστορικών γεγονότων τοπικού
ενδιαφέροντος, πιο προσωπικά κείμενα σε σχέση με τα προβλήματα και τις
ανησυχίες των μαθητών, αλλά και λογοτεχνικής υφής μαθητικές δημιουργίες, συνθέτουν
ένα αρκετά ευρύ πλαίσιο, στο οποίο οι γλωσσικές ικανότητες και κυρίως οι
σκέψεις και οι ιδέες των μαθητών μπορούν να εκφραστούν με περισσότερη ελευθερία.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι το γλωσσικό
μάθημα θέτει συγκεκριμένους περιορισμούς στη σύνταξη των μαθητικών εκθέσεων, η
εφηβική ανάγκη για ελευθερία και δημιουργικότητα μπορεί να βρει ποικίλες άλλες
διεξόδους. Είτε αξιοποιηθεί για το σκοπό αυτό η λογοτεχνία είτε δοθεί στους
μαθητές η δυνατότητα να χτίσουν το δικός τους διαδικτυακό περιοδικό, υπάρχουν,
σε κάθε περίπτωση, αρκετές επιλογές ώστε να δοθεί βήμα έκφρασης στον εφηβικό
λόγο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου