Carol Leigh
Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: «Κανείς δε στέλνει σήμερα γράμματα»
Κανείς δε στέλνει σήμερα γράμματα
Εισαγωγικό σημείωμα
H Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στο συγκεκριμένο έργο αποτυπώνει την ιδιαίτερη σχέση μητέρας και κόρης, και ταυτόχρονα τη σχέση δυο κορυφαίων εκπροσώπων της ελληνικής πεζογραφίας, μέσα από τα γράμματα που έστελνε η μια στην άλλη τη δεκαετία 1960-1970. Πρόκειται, ειδικότερα, για την αλληλογραφία ανάμεσα στη Μαργαρίτα Λυμπεράκη και την κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου.
Το κείμενο με τίτλο «Κανείς δε στέλνει σήμερα γράμματα» είναι διασκευασμένο απόσπασμα τμήματος της εισαγωγής του βιβλίου «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς. Τα παράξενα της μητρικής αγάπης». Προσφέρεται για μια σπουδή πάνω στα ζητήματα της κατασκευής του Εαυτού και της επικοινωνίας με τον Άλλο μέσα από την έντυπη αλληλογραφία.
Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου: «Κανείς δε στέλνει σήμερα γράμματα»
Εισαγωγικό σημείωμα
H Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στο συγκεκριμένο έργο αποτυπώνει την ιδιαίτερη σχέση μητέρας και κόρης, και ταυτόχρονα τη σχέση δυο κορυφαίων εκπροσώπων της ελληνικής πεζογραφίας, μέσα από τα γράμματα που έστελνε η μια στην άλλη τη δεκαετία 1960-1970. Πρόκειται, ειδικότερα, για την αλληλογραφία ανάμεσα στη Μαργαρίτα Λυμπεράκη και την κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου.
Το κείμενο με τίτλο «Κανείς δε στέλνει σήμερα γράμματα» είναι διασκευασμένο απόσπασμα τμήματος της εισαγωγής του βιβλίου «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς. Τα παράξενα της μητρικής αγάπης». Προσφέρεται για μια σπουδή πάνω στα ζητήματα της κατασκευής του Εαυτού και της επικοινωνίας με τον Άλλο μέσα από την έντυπη αλληλογραφία.
Να γράφεις γράμματα. Να επικοινωνείς με τον απόντα.
Ποιος αλληλογραφεί σήμερα; Από τα βάθη των αιώνων, τα ιδιωτικά γράμματα έριχναν ασταμάτητα γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο απουσίες. Εδώ και αιώνες, «γράφω ένα γράμμα» σήμαινε «παρεμβαίνω σε αυτό που λείπει». Εδώ και αιώνες, το γράμμα ήταν ένας μονόλογος που ονειρευόταν το διάλογο. «Στέλνω μια επιστολή» σήμαινε «υποδύομαι μια «δια ζώσης» συνομιλία που λανθάνει». Ο άλλος που λείπει κάνει το γράμμα να υπάρχει. Όμως, δεν υπάρχει η φωνή μέσα σε αυτό, δεν υπάρχει το βλέμμα, το δέρμα, η μυρωδιά, δεν υπάρχει το άγγιγμα. Λείπει ο ήχος της φωνής που μπορεί να ζεστάνει ή να παγώσει την καρδιά, λείπει η βλεμματική επαφή που μπορεί να κάνει τον αποδέκτη του γράμματος να νιώσει ζωντανός ή νεκρός. Κι όμως η απόσταση πληγώνει, αλλά και προστατεύει. Το κάθε γράμμα ένας περιφρουρημένος τόπος. Ο επιστολογράφος, δίχως να εκτίθεται στην αμεσότητα του βλέμματος και της παρουσίας του άλλου, διαχειρίζεται κατά βούληση την εικόνα του εαυτού του. Για αιώνες, τα γράμματα λειτουργούσαν σαν ένας επιλεκτικός καθρέπτης του εαυτού.[…]
Ποιος αλληλογραφεί σήμερα; Τα νέα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, η δυνατότητα μιας «εδώ και τώρα, αυτή-τούτη-τη-στιγμή» επικοινωνίας αχρήστεψαν και έθεσαν εκτός τόπου και χρόνου το λόγο ύπαρξης των γραμμάτων. […] Ποιος αντέχει σήμερα να περιμένει τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες για την παραλαβή ενός γράμματος; Οι πιο ανυπόμονοι, με τα εξπρες τότε γράμματα, σήμερα θα πέθαιναν από αδημονία. Κι όμως, αυτή η μη απαντοχή στην αναμονή, αυτή η βουλιμία του εφήμερου και της στιγμής υπονομεύει αυτό που υποτίθεται ότι αναζητά: την επαφή με τον άλλο.
Αθήνα: Καστανιώτης. 48-49.
Να αποδώσετε συνοπτικά (60-70 λέξεις) τις θέσεις της συγγραφέως σχετικά με την ιδιωτική αλληλογραφία μέσω επιστολών.
Β1. Αν ο σκοπός της συγγραφέως είναι να ευαισθητοποιήσει τον/την αναγνώστη/τριά του για το πρόβλημα, πώς το επιτυγχάνει; Για την απάντησή σας να παρατηρήσετε τα σημεία στίξης και τα σχήματα λογού στη σημασία των λέξεων που επιλεγεί η συγγραφέας. Για να τεκμηριώσετε την απάντησή σας να αναφερθείτε με δύο (2) παραδείγματα από το κείμενο στα σημεία στίξης και με τρία (3) παραδείγματα στα σχήματα λογού που υποστηρίζουν τον σκοπό της συγγραφέως.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τα σημεία στίξης, εντοπίζουμε: α) τη χρήση του ερωτηματικού για να διαμορφωθεί το ερώτημα εκείνο που εμπεριέχει το υπό διερεύνηση θέμα (Ποιος αλληλογραφεί σήμερα;), β) τη χρήση εισαγωγικών προκειμένου να δοθεί έμφαση στις φράσεις εκείνες που φανερώνουν την ιδιαίτερη σημασία που είχε κάποτε η αλληλογραφία («παρεμβαίνω σε αυτό που λείπει»), γ) το ασύνδετο σχήμα -αλλεπάλληλα κόμματα- με το οποίο αναδεικνύεται η ένταση της απουσίας του άλλου ατόμου (δεν υπάρχει η φωνή μέσα σε αυτό, δεν υπάρχει το βλέμμα, το δέρμα, η μυρωδιά, δεν υπάρχει το άγγιγμα).
Σε ό,τι αφορά τα σχήματα λόγου, εντοπίζουμε: α) μεταφορές, όπως για παράδειγμα η ακόλουθη: «ο ήχος της φωνής που μπορεί να ζεστάνει ή να παγώσει την καρδιά» μέσω της οποίας τονίζεται η ιδιαίτερη εκείνη επίδραση που ασκεί η άμεση επαφή, στο πλαίσιο της οποίας ο ήχος και μόνο της φωνής του άλλου ατόμου μπορεί είτε να προκαλέσει θετικά συναισθήματα είτε να αποθαρρύνει τον αποδέκτη των λόγων του, β) προσωποποίηση: «γράμμα ήταν ένας μονόλογος που ονειρευόταν το διάλογο», μέσω της οποίας διαφαίνεται ότι το παραδοσιακό γράμμα, αν και αποτελούσε στην ουσία του έναν μονόλογο, δεν έπαυε να αποτελεί μια έμπρακτη εκδήλωση της επιθυμίας του αποστολέα να συνομιλήσει με τον αποδέκτη του γράμματος, γ) επαναφορά/επανάληψη: «Εδώ και αιώνες…», «Εδώ και αιώνες…», με τη χρήση της οποίας η συγγραφέας επισημαίνει εμφατικά πως η αποστολή ιδιωτικών γραμμάτων κυριαρχούσε για μια μακρά περίοδο στη ζωή των ανθρώπων.
Την πρώτη φορά που χρησιμοποιείται το ερώτημα αυτό ό,τι ακολουθεί είναι μια αναδρομή στο παρελθόν που δημιουργεί σχήμα αντίθεσης ανάμεσα στο τι συμβαίνει σήμερα και στο τι συνέβαινε για αιώνες. Η αναμενόμενη αντίδραση και απάντηση του αναγνώστη στο ερώτημα αυτό είναι πως η έντυπη αλληλογραφία αποτελεί κάτι το ξεπερασμένο. Επιχειρεί, επομένως, η συγγραφέας να ορίσει και να παρουσιάσει τις ειδικές ποιότητες της έντυπης αλληλογραφίας προκειμένου να αποκαταστήσει στη σκέψη του αναγνώστη την ιδιαίτερη αξία αυτής της «ξεχασμένης» πια μεθόδου επικοινωνίας.
Τη δεύτερη φορά που χρησιμοποιείται το ερώτημα, οπότε γίνεται αντιληπτή η επανάληψή του, ο αναγνώστης κατανοεί πληρέστερα την πρόθεση της συγγραφέως να αναδείξει τη σημασία της έντυπης αλληλογραφίας, καθώς και τη συναισθηματική της τοποθέτηση απέναντι στο θέμα αυτό. Ό,τι ακολουθεί τη δεύτερη χρήση του ερωτήματος είναι η παρουσίαση του σύγχρονου τρόπου επικοινωνίας και του λόγου εγκατάλειψης της έντυπης αλληλογραφίας, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διαφανεί η αρνητική διάσταση της άμεσης και ανυπόμονης επικοινωνίας των ημερών μας.
Διαπιστώνουμε, επομένως, πως η συγγραφέας θέτοντας το ερώτημα αυτό, αρχικά τονίζει και αναδεικνύει την αξία της έντυπης αλληλογραφίας και ακολούθως, στην επόμενη παράγραφο, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ο πολυχρησιμοποιημένος αυτός τρόπος επικοινωνίας του παρελθόντος έχει τεθεί πλέον στο περιθώριο.
δεν υπάρχει η φωνή / δεν υπάρχει το βλέμμα / δεν υπάρχει το άγγιγμα: Η επανάληψη του ρήματος «δεν υπάρχει» αξιοποιείται για να επισημανθούν τα προφανή μειονεκτήματα της έντυπης αλληλογραφίας. Η συγγραφέας δεν επιδιώκει, άλλωστε, να εξιδανικεύσει την αλληλογραφία, εφόσον είναι σαφές πως τίποτε δεν μπορεί να υποκαταστήσει την άμεση και δια ζώσης επικοινωνία. Προκύπτει, έτσι, μια διάθεση αντικειμενικότητας στην προσέγγισή της.
Λείπει ο ήχος της φωνής / λείπει η βλεμματική επαφή: Κατά τρόπο παρόμοιο, η επανάληψη του ρήματος «λείπει», το οποίο επίσης εκφράζει την έννοια της απουσίας όπως και το προηγούμενο (δεν υπάρχει), αποσκοπεί στη δραστικότερη απόδοση των ελλείψεων της έντυπης αλληλογραφίας, ώστε να καταστεί πληρέστερα εμφανής η επίγνωση της γράφουσας πως η έντυπη αλληλογραφία, αν και σημαντική, δεν έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει συνθήκες αντίστοιχες με εκείνες της άμεσης και εκ του σύνεγγυς επικοινωνίας.
Όπως, επομένως, ο συντάκτης ενός γράμματος έχει τη δυνατότητα να εντάσσει σε αυτό μόνο τις πληροφορίες εκείνες που διαμορφώνουν μια θετική εικόνα για τον εαυτό του και τη ζωή του, έτσι και ο χρήστης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης μπορεί να χτίζει τη δική του εικόνα με τα στοιχεία που ο ίδιος επιλέγει και προτιμά. Προκύπτει, έτσι, και στις δύο περιπτώσεις, η δυνατότητα για την παρουσίαση είτε μιας όσο γίνεται ειλικρινέστερης παρουσίασης του Εαυτού είτε μιας πιο ωραιοποιημένης εικόνας του.
- Χρήση μεταφορικού λόγου, ώστε το νόημα του κειμένου αφενός να διευρύνεται και αφετέρου να αποδίδεται με πιο παραστατικό τρόπο, και καθώς, μάλιστα, μέσω αυτού επιδιώκεται η συγκίνηση του αναγνώστη, επιλέγονται μεταφορές που είτε αναφέρονται σε συναισθήματα ή σε καταστάσεις που εύλογα επηρεάζουν σε συναισθηματικό επίπεδο τον αναγνώστη.
Π.χ. «Λείπει ο ήχος της φωνής που μπορεί να ζεστάνει ή να παγώσει την καρδιά».
- Χρήση σχημάτων λόγου, όπως είναι, για παράδειγμα, οι προσωποποιήσεις, προκειμένου το κείμενο να κινείται πλησιέστερα στη λογοτεχνική γραφή και να κερδίζει, έτσι, σε ζωντάνια, αλλά και σε επιμέρους ποιότητες, όπως είναι η νοηματική του βάθυνση μέσω των συνυποδηλώσεων που προκύπτουν στη σκέψη του αναγνώστη.
Π.χ. «Το γράμμα ήταν ένας μονόλογος που ονειρευόταν το διάλογο».
- Χρήση επαναλήψεων, ώστε ορισμένες καίριες κατά τον γράφοντα ιδέες ή συναισθηματικές καταστάσεις να αποδίδονται με έμφαση και να προκαλούν, έτσι, διαρκέστερη εντύπωση στον αναγνώστη.
Π.χ. «Λείπει ο ήχος της φωνής που μπορεί να ζεστάνει ή να παγώσει την καρδιά, λείπει η βλεμματική επαφή που μπορεί να κάνει τον αποδέκτη του γράμματος να νιώσει ζωντανός ή νεκρός».
- Χρήση συναισθηματικά φορτισμένων λέξεων, μέσω των οποίων υποβάλλεται έμμεσα στον αναγνώστη μια συναισθηματική κατάσταση ή αντίδραση. Πρόκειται για μια συνηθισμένη γλωσσική επιλογή, η οποία υπαγορεύει -υπό μία έννοια- στον αναγνώστη το πώς οφείλει να αντικρίσει το παρουσιαζόμενο θέμα και πώς να αισθανθεί απέναντι σε συγκεκριμένες πτυχές αυτού.
Π.χ. «αυτή η βουλιμία του εφήμερου και της στιγμής».
- Χρήση ρητορικών ερωτημάτων, μέσω των οποίων ο γράφων επιδιώκει να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, κατευθύνοντάς το, συνάμα, σε κατάλληλες πτυχές του θέματος. Η αξιοποίηση ανάλογων ερωτημάτων καθιστά, επίσης, εμφανή τη διάθεση του γράφοντος να εμπλέξει τον αναγνώστη σε μια περισσότερο ενεργή επαφή με το κείμενο και να τον οδηγήσει σ’ έναν γόνιμο εσωτερικό προβληματισμό.
Π.χ. «Ποιος αντέχει σήμερα να περιμένει τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες για την παραλαβή ενός γράμματος;»
- Χρήση σημείων στίξης, μέσω των οποίων είτε υποδηλώνεται η διαφορετική σημασιολογική λειτουργία μιας λέξης ή φράσης («»), είτε καθοδηγείται ο ρυθμός ανάγνωσης (ασύνδετο σχήμα), είτε γίνεται εμφανής η διάθεση του γράφοντος να σχολιάσει (! …) να αποσιωπήσει ή να υπονοήσει κάτι (…), κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλείται συναισθηματική αντίδραση ή επίδραση στον αναγνώστη.
Π.χ. «Όμως, δεν υπάρχει η φωνή μέσα σε αυτό, δεν υπάρχει το βλέμμα, το δέρμα, η μυρωδιά, δεν υπάρχει το άγγιγμα.»
- Χρήση υποτακτικής έγκλισης, μέσω της οποίας γίνεται εφικτή η δήλωση ποικίλων νοηματικών διαβαθμίσεων, όπως, μεταξύ άλλων, ευχή, επιθυμία, προτροπή, παραχώρηση, υποχρέωση, κ.λπ., και τονίζεται, έτσι, εναργέστερα η συναισθηματική διάσταση του υπό διερεύνηση ζητήματος.
Π.χ. «Να γράφεις γράμματα. Να επικοινωνείς με τον απόντα.» [Με την προτρεπτική υποτακτική γίνεται εμφανής η θέση της γράφουσας σχετικά με την έντυπη αλληλογραφία, την οποία θεωρεί πολύτιμη και, ως ένα βαθμό, αναγκαία.]
- Χρήση ειρωνείας, μέσω της οποίας άλλοτε στηλιτεύεται η στάση ορισμένων ανθρώπων και άλλοτε φανερώνονται αρνητικές πτυχές συγκεκριμένων φαινομένων. Η λεκτική ειρωνεία επηρεάζει συναισθηματικά τον αποδέκτη, εφόσον καθοδηγεί δραστικά την προσοχή του σε στάσεις ή καταστάσεις που οφείλει να λάβει υπόψη του.
Π.χ. «Οι πιο ανυπόμονοι, με τα εξπρες τότε γράμματα, σήμερα θα πέθαιναν από αδημονία».
- Χρήση μικροπερίοδου λόγου, όταν ο γράφων επιθυμεί να προσδώσει γοργότερο ρυθμό στην ανάγνωση και να μεταφέρει εναργέστερα μια συναισθηματική κατάσταση ή μια ιδέα στον αναγνώστη.
Π.χ. «Κι όμως η απόσταση πληγώνει, αλλά και προστατεύει. Το κάθε γράμμα ένας περιφρουρημένος τόπος.»
- Χρήση α΄ ρηματικού προσώπου, όταν ο γράφων επιδιώκει να τονίσει την προσωπική του εμπλοκή στο ζήτημα ή όταν θέλει να διαμορφώσει ένα πιο οικείο ύφος γραφής, καθώς και β΄ ρηματικού προσώπου, όταν ο γράφων επιδιώκει να δημιουργήσει μια αίσθηση αλληλεπίδρασης/επικοινωνίας με τον αποδέκτη, ώστε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του.
Π.χ. «Να γράφεις γράμματα. Να επικοινωνείς με τον απόντα.»
- Αξιοποίηση περιγραφής, εικόνων και αφήγησης, ώστε ο γράφων να έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει με την αναγκαία παραστατικότητα εικόνες και στιγμιότυπα μιας κατάστασης που αναπόφευκτα θα συγκινήσει τον αποδέκτη (π.χ. η περιγραφή μικρών παιδιών που λιμοκτονούν ή έχουν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους λόγω κάποιου πολέμου). Αντιστοίχως, με τη συνδρομή της αφήγησης έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει γεγονότα με έντονο συναισθηματικό αντίκτυπο, τα οποία δεν είναι απλώς στατικές εικόνες, αλλά μια κατάσταση που συνεχώς προχωρά και πιθανώς κλιμακώνεται.
- Αξιοποίηση του χιούμορ, όταν ο γράφων επιθυμεί να επηρεάσει τον αποδέκτη με ηπιότερο τρόπο και προσεγγίζοντας το υπό διερεύνηση θέμα με πιο ανάλαφρη διάθεση. Συχνά, άλλωστε, το χιούμορ αποδεικνύεται περισσότερο αποτελεσματικό απ’ οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, εφόσον επιτρέπει στον αναγνώστη να αντικρίσει ένα θέμα από μια πιο αισιόδοξη οπτική και να αποκτήσει, έτσι, την αναγκαία αποστασιοποίηση, ώστε να δει καθαρότερα τις πραγματικές του διαστάσεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου