Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ῥέω»
(ῥέω = κυλάω)
Ενεστώτας
Οριστική
ῥέω, ῥεῖς, ῥεῖ, ῥέομεν, ῥεῖτε, ῥέουσι(ν)
Υποτακτική
ῥέω, ῥέῃς, ῥέῃ, ῥέωμεν, ῥέητε, ῥέωσι(ν)
Ευκτική
ῥέοιμι, ῥέοις, ῥέοι, ῥέοιμεν, ῥέοιτε, ῥέοιεν
Προστακτική
---, ῥεῖ, ῥείτω, ---, ῥεῖτε, ῥεόντων (ή ῥείτωσαν)
Απαρέμφατο
ῥεῖν
Μετοχή
ῥέον, ῥέουσα, ῥέον
Παρατατικός
Οριστική
ἔρρεον, ἔρρεις, ἔρρει, ἐρρέομεν, ἐρρεῖτε, ἔρρεον
Μέλλοντας
Οριστική
ῥυήσομαι, ῥυήσῃ ή ῥυήσει, ῥυήσεται, ῥυησόμεθα, ῥυήσεσθε, ῥυήσονται
Ευκτική
ῥυησοίμην, ῥυήσοιο, ῥυήσοιτο, ῥυησοίμεθα, ῥυήσοισθε, ῥυήσοιντο
Απαρέμφατο
ῥυήσεσθαι
Μετοχή
ῥυησόμενος
ῥυησομένη
ῥυησόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐρρύην, ἐρρύης, ἐρρύη, ἐρρύημεν, ἐρρύητε, ἐρρύησαν
Υποτακτική
ῥυῶ, ῥυῇς, ῥυῇ, ῥυῶμεν, ῥυῆτε, ῥυῶσι(ν)
Ευκτική
ῥυείην, ῥυείης, ῥυείη, ῥυεῖμεν, ῥυεῖτε, ῥυεῖεν
Προστακτική
------
Απαρέμφατο
ῥυῆναι
Μετοχή
ῥυεὶς
ῥυεῖσα
ῥυὲν
Παρακείμενος
Οριστική
ἐρρύηκα, ἐρρύηκας, ἐρρύηκε, ἐρρυήκαμεν, ἐρρυήκατε, ἐρρυήκασι(ν)
Υποτακτική
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός ὦ
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός ᾖς
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός ᾖ
ἐρρυηκότες- ἐρρυηκυῖαι- ἐρρυηκότα ὦμεν
ἐρρυηκότες- ἐρρυηκυῖαι- ἐρρυηκότα ἦτε
ἐρρυηκότες- ἐρρυηκυῖαι- ἐρρυηκότα ὦσι
Ευκτική
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός εἴην
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός εἴης
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός εἴη
ἐρρυηκότες- ἐρρυηκυῖαι- ἐρρυηκότα εἴημεν (εἶμεν)
ἐρρυηκότες- ἐρρυηκυῖαι- ἐρρυηκότα εἴητε (εἶτε)
ἐρρυηκότες- ἐρρυηκυῖαι- ἐρρυηκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός ἴσθι
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός ἔστω
---
ἐρρυηκότες- ἐρρυηκυῖαι- ἐρρυηκότα ἔστε
ἐρρυηκότες- ἐρρυηκυῖαι- ἐρρυηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἐρρυηκέναι
Μετοχή
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός
Υπερσυντέλικος
ἐρρυήκειν, ἐρρυήκεις, ἐρρυήκει, ἐρρυήκεμεν, ἐρρυήκετε, ἐρρυήκεσαν
(ῥέω = κυλάω)
Ενεστώτας
Οριστική
ῥέω, ῥεῖς, ῥεῖ, ῥέομεν, ῥεῖτε, ῥέουσι(ν)
ῥέω, ῥέῃς, ῥέῃ, ῥέωμεν, ῥέητε, ῥέωσι(ν)
ῥέοιμι, ῥέοις, ῥέοι, ῥέοιμεν, ῥέοιτε, ῥέοιεν
---, ῥεῖ, ῥείτω, ---, ῥεῖτε, ῥεόντων (ή ῥείτωσαν)
ῥεῖν
ῥέον, ῥέουσα, ῥέον
Παρατατικός
Οριστική
ἔρρεον, ἔρρεις, ἔρρει, ἐρρέομεν, ἐρρεῖτε, ἔρρεον
Μέλλοντας
Οριστική
ῥυήσομαι, ῥυήσῃ ή ῥυήσει, ῥυήσεται, ῥυησόμεθα, ῥυήσεσθε, ῥυήσονται
ῥυησοίμην, ῥυήσοιο, ῥυήσοιτο, ῥυησοίμεθα, ῥυήσοισθε, ῥυήσοιντο
ῥυήσεσθαι
ῥυησόμενος
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐρρύην, ἐρρύης, ἐρρύη, ἐρρύημεν, ἐρρύητε, ἐρρύησαν
ῥυῶ, ῥυῇς, ῥυῇ, ῥυῶμεν, ῥυῆτε, ῥυῶσι(ν)
ῥυείην, ῥυείης, ῥυείη, ῥυεῖμεν, ῥυεῖτε, ῥυεῖεν
------
Απαρέμφατο
ῥυῆναι
ῥυεὶς
Παρακείμενος
Οριστική
ἐρρύηκα, ἐρρύηκας, ἐρρύηκε, ἐρρυήκαμεν, ἐρρυήκατε, ἐρρυήκασι(ν)
Υποτακτική
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός ὦ
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός ᾖς
ἐρρυηκότες- ἐρρυηκυῖαι- ἐρρυηκότα ὦμεν
Ευκτική
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός εἴην
Προστακτική
---
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός ἴσθι
ἐρρυηκότες- ἐρρυηκυῖαι- ἐρρυηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἐρρυηκέναι
ἐρρυηκώς- ἐρρυηκυῖα- ἐρρυηκός
Υπερσυντέλικος
ἐρρυήκειν, ἐρρυήκεις, ἐρρυήκει, ἐρρυήκεμεν, ἐρρυήκετε, ἐρρυήκεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου