Οδυσσέας
Ελύτης «Adagio» Έλα
μαζί να διαφιλονικήσουμε απ’ τον ύπνο το νωχελικό προσκέφα- λο
που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο μαζί
λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή άστρα.
Γιατί πολύ θα ‘χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και θ’
αγαπούμε τη σωστή γαλήνη. Άγγελοι
αν δεν είναι οι άγγελοι μ’ άσωτα βιολιά ν’ αναρριπίζουν τις νυχτιές
μ’ αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν’ αγεροδρο- μούν
πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά μαργαριτάρια
σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ’ αναμμένα φραγκοστάφυλα,
σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες που
θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλ- λογισμένα
δέντρα. Ω
έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δε θα
‘ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ την πίκρα
παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ τη γοητεία, δε θα ‘ναι παρά η καρδιά
που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό. Έλα
στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι
μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία. Οδυσσέας
Ελύτης, Προσανατολισμοί Όπως
μια μουσική σύνθεση που παίζεται αργά (adagio), για να δημιουργήσει μια μελωδική
αίσθηση τρυφερότητας, έτσι και η ποιητική αυτή σύνθεση του Οδυσσέα Ελύτη
διαβάζεται με την τρυφερότητα ενός καλέσματος -αν όχι μιας παράκλησης- προς μια
γυναίκα αγαπημένη για να συναινέσει σ’ ένα ταξίδι στη φαντασία, στον ύπνο και
τον έρωτα. Ένα κάλεσμα στην αγαπημένη γυναίκα να εμπιστευτεί το ποιητικό
υποκείμενο και να παραδοθεί μαζί του στον ύπνο, αισθανόμενη την ασφάλεια πως
πλάι του τα κοινά τους όνειρά θα έχουν τη ζητούμενη θελκτική μορφή. «Έλα
μαζί να διαφιλονικήσουμε απ’ τον ύπνο το νωχελικό προσκέφα- λο
που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο μαζί
λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή άστρα.
Γιατί πολύ θα ‘χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και θ’
αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.» Το
αρχικό κάλεσμα («Έλα») επαναλαμβάνεται τρεις φορές, αποκτώντας τη δυναμική ενός
μοτίβου και φανερώνοντας πως το περιεχόμενο του ποιήματος συνιστά μια επιθυμητή
διαδρομή. Συνάμα, από τους αρχικούς κιόλας στίχους γίνεται αντιληπτό πως το
περιεχόμενο του καλέσματος κινείται πέρα από τη συμβατική πραγματικότητα σε μια
υπερρεαλιστική ονειρώδη κατάσταση. Το αίτημα του ποιητικού υποκειμένου είναι να
διεκδικήσουν μαζί -εκείνος κι η αγαπημένη του- από τον ύπνο το βραδυκίνητο
μαξιλάρι που πλέει κοντά στο διπλανό φεγγάρι (ή με κατεύθυνση προς το φεγγάρι
αυτό). Το φεγγάρι χαρακτηρίζεται «διπλανό», κοντινό, καθώς με τη συνδρομή του
ύπνου η απόσταση προς εκείνο είναι ελάχιστη. Ήρεμα,
χωρίς εσωτερική ταραχή, τα κεφάλια τους θα γλιστρούν με αργή κίνηση στον κόσμο
του ονείρου και θα έχουν τη δυνατότητα να γεμίσουν την αμμουδιά είτε με φύκια
είτε -αν το θελήσουν- με άστρα. Με την υπερβατική δύναμη του ονείρου θα μπορούν
να διαμορφώσουν τον κόσμο όπως τον θέλουν ή όπως τον έχουν ανάγκη. Θα είναι,
άλλωστε, σε θέση να επιζητούν τη σωστή, την κατάλληλη γαλήνη, μιας και θα έχουν
ζήσει σε μεγάλο βαθμό τις εναλλαγές του φωτός και την αναστάτωση που αυτές
προκαλούν («μαρμαρυγή») από τα πολλά δάκρυα. Το πέρασμα στον κόσμο του ονείρου
λειτουργεί καθαρτικά, προσφέροντας στο ποιητικό υποκείμενο και την αγαπημένη
του τη δυνατότητα να κατανοήσουν τι πραγματικά έχουν ανάγκη. «Άγγελοι
αν δεν είναι οι άγγελοι μ’ άσωτα βιολιά ν’ αναρριπίζουν τις νυχτιές
μ’ αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν’ αγεροδρο- μούν
πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά μαργαριτάρια
σε κουπιά νερόβια.» Ο
κόσμος του ονείρου θα έχει χαρακτηριστικά μιας ειδυλλιακής και εντόνως
μελωδικής ατμόσφαιρας, στο πλαίσιο της οποίας θα κυριαρχεί η μουσική. Το όνειρό
τους θα το συνοδεύουν άγγελοι, οι οποίοι με τα βιολιά τους που θα παίζουν χωρίς
τέλος θα αναζωογονούν τις νύχτες με φώτα αντλημένα από το παρελθόν και με ψυχές
των οποίων οι επιθυμίες θα ακούγονται με την καθαρότητα μιας καμπάνας. Την ίδια
στιγμή υπό τη μαγεία των φλάουτων θα ξεσηκώνονται πόθοι που άλλοτε είχαν
καταλαγιάσει, και θα έχουν πλέον τη δυνατότητα να πετούν μέσα τους. Κι οι πόθοι
αυτοί θα βρίσκουν την εκπλήρωσή τους είτε με φιλιά τυραννισμένα από τον ερωτικό
καημό είτε με φιλιά με την καθαρότητα των μαργαριταριών που βρίσκει κανείς σε
κουπιά, τα οποία ζουν διαρκώς στο νερό. «Και
πιο βαθιά μες στ’ αναμμένα φραγκοστάφυλα,
σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες που
θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλ- λογισμένα
δέντρα.» Καθώς
θα βυθίζονται ακόμη περισσότερο στον μαγικό κόσμο του ονείρου, θα βρίσκουν μέσα
στα φλογισμένα από τον ζωοποιό πόθο της ζωής φραγκοστάφυλα να ηχούν πολύ σιγανά
τα πιάνα μιας φωνής ξανθής, μιας φωνής φωτεινής∙ εκεί και οι μέδουσες που με το
διερευνητικό κολύμπι τους θα φροντίσουν ώστε το ταξίδι των δυο τους να γίνει με
τον απαραίτητα αργό ρυθμό. Στον κόσμο του ονείρου θα συναντήσουν ακόμη και
στεριάς, οι οποίες θα έχουν λίγα δέντρα, τα οποία θα είναι παραδομένα στις σκέψεις
τους. «Ω
έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δε θα
‘ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ την πίκρα
παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ τη γοητεία, δε θα ‘ναι παρά η καρδιά
που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.» Μετά
την περιγραφή του ονειρικού κόσμου, όπως πολυδύναμο τον αντιλαμβάνεται το
ποιητικό υποκείμενο, ακολουθεί ένα νέο κάλεσμα στην αγαπημένη γυναίκα να
διαμορφώσουν από κοινού τα όνειρα, όπως οι ίδιοι τα επιθυμούν, και μαζί να δουν
από κοντά την αίσθηση της γαλήνης. Στον έρημο ουρανό, που θα λάβει τη μορφή που
εκείνοι επιθυμούν, θα βρίσκεται πλέον μόνο η κοινή τους καρδιά που γεύεται την
πίκρα –τη θλίψη που αποτελεί αναγκαίο συνοδό του ανθρώπινου βίου, εφόσον χωρίς
τη δική της παρουσία οι άνθρωποι δεν μπορούν να εκτιμήσουν στο βαθμό που της αρμόζει
την ευδαιμονία. Στον δικό τους έρημο ουρανό δεν θα υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από
την καρδιά που γεύεται τη γοητεία∙ μια καρδιά που ξέρει πώς να αφεθεί στα
θέλγητρα της ζωής και να νιώσει μέσα της τη μαγεία της ύπαρξης με όλα όσα τη
συναποτελούν. Ό,τι θα υπάρχει στον έρημο ουρανό θα είναι η καρδιά εκείνη που
γνωρίζει πως η θέση της είναι ακριβώς σε αυτόν τον ουρανό. «Έλα
στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι
μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.» Στο
καταληκτικό κάλεσμα στην αγαπημένη γυναίκα το ποιητικό υποκείμενο αιτιολογεί τη
σχετική του επιθυμία («να ονειρευτεί στον ώμο του» λόγω της ωραιότητας που
διακρίνει την αγαπημένη του. Με την επανάληψη και επιδιόρθωση της φράσης «είσαι
μια γυναίκα ωραία», η οποία καταλήγει ως μονολεκτική διατύπωση «Ωραία», ο
ποιητής επιτυγχάνει να ενισχύσει τη μουσικότητα της σύνθεσής του. Με τις διαρκείς,
άλλωστε, επιδιορθώσεις της φράσης διαμορφώνει έναν σταδιακά πιο κοφτό ρυθμό,
σαν να επιδιώκει τη λυρική και τρυφερή διάσταση ενός νανουρίσματος. Το
επίθετο «Ωραία» στο οποίο δίνεται έμφαση εμπεριέχει σαφώς πρωτίστως στοιχεία
ψυχικού κάλλους, εφόσον αυτό είναι που υπερτερεί χάρη στη διάρκειά του στον
χρόνο έναντι της εξωτερικής ομορφιάς.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου