Έκθεση Β΄ Λυκείου: Ειδησεογραφική παιδεία στην ψηφιακή
κοινωνία της γνώσης (Παραγωγή λόγου) Σύμφωνα με τον Potter, κατέχοντας γνώση
για το πώς παράγονται οι ειδήσεις και τι αντίκτυπο έχουν, οι άνθρωποι μαθαίνουν
πολύ περισσότερα κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας πληροφοριών και, ως εκ
τούτου, είναι πιο ικανοί να λαμβάνουν καλύτερες αποφάσεις σχετικά με την
αναζήτηση πληροφοριών, το χειρισμό τους και την οικοδόμηση σημασίας από αυτές,
με βάση ό,τι θα τους είναι χρήσιμο για να εξυπηρετήσουν τους στόχους τους.
Ειδικότερα, εφαρμόζοντας αυτή την θεώρηση στην ειδησεογραφική παιδεία,
διατυπώνεται η υπόθεση ότι καλύτερη γνώση σχετικά με το τι παρουσιάζεται στις
ειδήσεις, τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτές παράγονται και τις επιπτώσεις που
μπορούν να έχουν στους ανθρώπους, θα σχετίζονται με υψηλότερα επίπεδα
ειδησεογραφικής παιδείας. Η παιδεία στα μέσα θεωρείται παραδοσιακά
ως μια διαδικασία ή ένα σύνολο δεξιοτήτων που σχετίζονται με την κριτική σκέψη -για παράδειγμα, χρήση στοιχειοθετημένων
επιχειρημάτων για την αμφισβήτηση διαδικτυακών πληροφοριών, μαθησιακή επίγνωση
και αναστοχασμός, κριτική εφαρμογή της πληροφορίας, της τεχνολογίας και των
μέσων στη μάθηση, ικανότητα αξιολόγησης της αξιοπιστία των διαδικτυακών πληροφοριών.
Ο Olson, μάλιστα, εντοπίζει πέντε βασικά στοιχεία στα άτομα που χαρακτηρίζονται
από κριτική σκέψη: διάθεση για πληροφόρηση, εφαρμογή κριτηρίων αξιολόγησης,
ικανότητα επιχειρηματολογίας, λογική συνέπεια, και διαμορφωμένη άποψη. Η κριτική σκέψη μπορεί, επίσης, να
συσχετιστεί με την συμμετοχή στα κοινά. Τo νέο περιβάλλον
πληροφόρησης χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα συμμετοχής νέων ανθρώπων, τόσο ως
καταναλωτών όσο και ως παραγωγών. Δεδομένου ότι οι νέοι στρέφονται προς τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης για να έχουν πρόσβαση σε ειδήσεις έχουν ενδιαφέρον οι
αλλαγές που αφορούν την ψηφιακή τους ζωή και τις διαδικασίες διαμόρφωσης
ταυτότητας. Η πολιτική δέσμευση κατά την εφηβεία μπορεί να οδηγήσει σε
μελλοντικά πρότυπα πολιτικής συμπεριφοράς, αρχών και δέσμευσης. Τα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης και το διαδικτυακό περιεχόμενο όμως δεν είναι πολιτικά
ουδέτερα· άρα πρέπει να δούμε το ρόλο της εκπαίδευσης σε μια δημοκρατία που
αντιμετωπίζει την απειλή της παραπληροφόρησης και της τεχνολογικής χειραγώγησης. Πώς, δηλαδή, προσλαμβάνουμε και κατανοούμε
την πληθώρα αδόμητων -και συχνά αντικρουόμενων- πληροφοριών που διακινούνται
ευρέως στα σύγχρονα ψηφιακά μέσα; Πώς αυτά τα μέσα και εργαλεία αλληλοεπιδρούν
με την ικανότητα των ανθρώπων κάθε ηλικίας να κατανοούν και να ερμηνεύουν τα
στοιχεία τα οποία λαμβάνουν από διαδικτυακές πηγές; Μια απάντηση στα ερωτήματα
αυτά δίνει η απόκτηση παιδείας στα μέσα. Παιδεία, η οποία αποτελείται από ένα
σύνθετο σύνολο γνώσεων, δεξιοτήτων, στάσεων και οριζόντιων ικανοτήτων και
πρακτικών που επιτρέπουν αποτελεσματική πρόσβαση, ανάλυση, κριτική αξιολόγηση,
ερμηνεία, χρήση, έκφραση, δημιουργία και δημοσιοποίηση πληροφοριών, μέσων και
μηνυμάτων σε μια ορθολογική και ηθική βάση, και συνιστά αναπόσπαστο μέρος των
λεγόμενων «δεξιοτήτων του 21ου αιώνα». Κατερίνα
Χρυσανθοπούλου, Παιδεία στα μέσα και
ειδησεογραφική παιδεία στην ψηφιακή κοινωνία της γνώσης [Το
δοθέν απόσπασμα είναι διασκευασμένο] 2ο Θέμα Στο
πλαίσιο μιας ομιλίας σας στη Βουλή των Εφήβων καλείστε να αναφερθείτε α) στις
δεξιότητες που απαιτούνται στη σύγχρονη ψηφιακή εποχή, προκειμένου οι νέοι να
αξιοποιούν ορθά τις ποικίλες πηγές ενημέρωσης, και β) πώς μπορεί να ωφεληθεί
ένας νέος μέσα από την έγκυρη πληροφόρηση (λέξεις 350-400). Κατά
τη σύνταξη της ομιλίας σας να αξιοποιήσετε δημιουργικά ιδέες/επιχειρήματα από
το κείμενο αναφοράς. Αξιότιμε
κύριε Πρόεδρε, αγαπητά μέλη της Βουλής των Εφήβων, Μια καίρια πτυχή της σύγχρονης ψηφιακής
εποχής είναι το πλήθος των πηγών ενημέρωσης, σημαντικό μέρος των οποίων είναι
πλέον διαδικτυακό. Στο πλαίσιο της σημερινής συνεδρίασης θα ήθελα να σας εκθέσω
τις σκέψεις μου σχετικά με τις αναγκαίες για τους νέους δεξιότητες, προκειμένου
να διακρίνουν τις αξιόπιστες πηγές και να αποκομίζουν τα μέγιστα δυνατά οφέλη
από την ενημέρωση και την πληροφόρησή τους. Ο εντοπισμός, βέβαια, έγκυρων πηγών
ενημέρωσης και η ορθή αξιοποίησή της δεν συνιστούν, όπως αντιλαμβάνεστε,
εύκολες επιδιώξεις. Με δεδομένη όχι μόνο την ύπαρξη
εκατοντάδων διαδικτυακών σελίδων ενημέρωσης, αλλά και την επιθυμία της πλειονότητας
αυτών να προσελκύσουν μεγάλο αριθμό επισκεπτών, ώστε να έχουν κέρδος, η
παρεχόμενη ενημέρωση δεν βασίζεται πάντοτε σε έγκυρα και διασταυρωμένα
στοιχεία. Ως εκ τούτου, απαιτείται ένα είδος ψηφιακού εγγραμματισμού για τους νέους,
που να τους καθιστά ικανούς να διακρίνουν τις ουσιώδεις προσπάθειες ενημέρωσης
από τις απόπειρες εντυπωσιασμού. Απαιτείται, δηλαδή, μια διαδικασία
εκπαίδευσης, για να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται ταχύτερα τις ψευδείς ή
παραποιημένες ειδήσεις από εκείνες που είναι αντικειμενικά παρουσιασμένες. Μέσω
της διαδικασίας αυτής οι νέοι θα αποκτήσουν σταδιακά την ικανότητα να
εντοπίζουν τις πλέον έγκυρες πηγές ενημέρωσης, αποφεύγοντας τις όποιες
προσπάθειες παραπληροφόρησής τους. Το
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αυτού του ψηφιακού εγγραμματισμού οφείλει να είναι η
ενίσχυση και η εδραίωση της κριτικής σκέψης των νέων, ώστε να έχουν τη
δυνατότητα να ερμηνεύουν τις επιμέρους πληροφορίες, να αξιολογούν την
αξιοπιστία τους, καθώς και να αντιλαμβάνονται το κατά πόσο είναι αξιοποιήσιμες
από τους ίδιους. Για έναν κριτικά σκεπτόμενο νέο, άλλωστε, η ενημέρωση, όσο κι
αν παρέχεται κατά τρόπο αποσπασματικό ή με φαινομενικά καταιγιστικό ρυθμό,
μπορεί να οδηγήσει στην κατανόηση ευρειών συσχετίσεων μεταξύ τοπικών και διεθνών
γεγονότων και, κατ’ επέκταση, να λειτουργήσει τόσο ως μέσο απόκτησης σημαντικών
γνώσεων όσο και ως μέσο βαθύτερης κατανόησης της σύγχρονης πολιτικής και
οικονομικής πραγματικότητας. Μια κατανόηση αναγκαία για τη ζητούμενη
πολιτική ωρίμαση του νέου και τη μετεξέλιξή του σε ενεργό και ενσυνείδητο
πολίτη της κοινωνίας μας. Αυτό, άλλωστε, συνιστά ένα κρίσιμο όφελος για κάθε
νέο, εφόσον από απλό δέκτη πληροφοριών τον καθιστά ενεργό συμμετέχοντα στα κοινωνικά
και πολιτικά δρώμενα. Τού προσφέρει τις αναγκαίες γνώσεις, προκειμένου να
εντοπίζει αφενός τα όσα θετικά συμβαίνουν και αφετέρου τα όσα συνιστούν παθογένειες
που απαιτούν τόσο τη δική του όσο και τη συλλογική παρέμβαση των πολιτών, ώστε
να αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικό τρόπο. Συνάμα, βέβαια, ο έγκυρα
πληροφορημένος νέος αντλεί όσα χρειάζεται για τη λήψη σημαντικών για τον ίδιο
αποφάσεις, όπως είναι οι σπουδές του ή η επαγγελματική αποκατάστασή του. Η
πληροφόρηση, άλλωστε, δεν αφορά μόνο τον κοινωνικό του ρόλο, αλλά και την
προσωπική του εξέλιξη. Η ενημέρωση, επομένως, σε ένα ψηφιακό κόσμο,
όπου πολλοί δρουν με δόλιες προθέσεις, απαιτεί καλά εδραιωμένες δεξιότητες,
ώστε οι νέοι να μην εξαπατώνται, αλλά και να μη χάνουν την εμπιστοσύνη τους απέναντι
σε εκείνους που προσφέρουν αξιόπιστες πληροφορίες. Μέσω αυτών των πληροφοριών,
άλλωστε, καλούνται να σχηματίσουν απόψεις, να λάβουν αποφάσεις και να δράσουν
ως πολίτες. Σας
ευχαριστώ για την προσοχή σας.
Ιστορία Προσανατολισμού: Τα δημόσια έργα κατά τον 19ο
αιώνα (Πηγές) Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία
από τα κείμενα που σας δίνονται, να απαντήσετε στα ακόλουθα ερωτήματα: α. Ποια ήταν η κατάσταση των υποδομών του ελληνικού
κράτους κατά την περίοδο 1830-1870; β. Ποια ήταν τα κύρια δημόσια έργα που έγιναν μέχρι το
τέλος του 19ου αιώνα; Κείμενο Α Το
έργο στο οποίο έστρεψε ιδιαίτερα στα χρόνια 1856-1859 την προσοχή της η
κυβερνητική μέριμνα και που θα γινόταν περιώνυμο τις επόμενες δεκαετίες με τις
περιπλοκές του, από οικονομικής απόψεως, ήταν η αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1856, ύστερα από ένα χειμώνα παγετού, σπάνιου
στα μετεωρολογικά χρονικά, επικράτησε τόσο μεγάλη ξηρασία που «ἐπήνεγκεν τοσαύτην ἐλάττωσιν
τῶν ὑδάτων τῆς Κωπαΐδος λίμνης,
ὥστε ἐφάνη σχεδόν ἀποξηρανθεῖσα». Το γεγονός
αυτό έδωσε αφορμή να μπει σε ενέργεια ένα όνειρο όχι μόνο των γύρω κατοίκων
αλλά και των κυβερνήσεων. Είχαν προηγηθεί άλλωστε μελέτες Ελλήνων και ξένων
ειδικών. Έτσι με την ευκαιρία της ξηρασίας του 1856 «ἐγένετο ἡ κάθαρσις τῶν κυριωτέρων ὑπωρύγων ἀπό τῶν ἐν αὐταῖς ὑλῶν, προβᾶσα εἰς ὑπόγειον μῆκος 250 ὡς ἔγγιστα βασιλικών πήχεων ὡς και ἡ κάθαρσις ἑνός τῶν ἀρχαίων φρεάτων δια δραχμῶν 20.300». Το ποσό αυτό ήταν περισσότερο από το μισό του
συνολικού ποσού που δαπανήθηκε για εγγειοβελτιωτικά έργα όλης της χώρας. Αυτή
ήταν η αρχή ενός «πακτωλού» χρημάτων που ρούφηξε η ιλύ της Κωπαΐδος μέχρις ότου
αποξηρανθεί. *βασιλικός
πήχης = ένα μέτρο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών. Κείμενο Β Το
1867 η κυβέρνηση Κουμουνδούρου είχε συστήσει ένα «ταμείο οδοποιίας», αλλά με
ανεπαρκή χρηματοδότηση. Στα 15 χρόνια όμως που κύλησαν ως το 1881, δεν είχαν
δαπανηθεί περισσότερα από 24.000.000 δραχμές σε δρόμους. Σχεδόν άλλα τόσα
δαπάνησε η κυβέρνηση Τρικούπη στην τριετία 1882-1884. Ένα από τα πρώτα της
μέτρα, στις 14 Μαρτίου 1882, ήταν η σύναψη δανείου οδοποιίας 20.000.000 από την
Εθνική Τράπεζα. Ως το 1890 δαπανήθηκαν άλλα 30.000.000 και το οδικό δίκτυο
τριπλασιάστηκε και ξεπέρασε στο σύνολο τα 4.000 χιλιόμετρα. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ, Εκδοτική Αθηνών. Κείμενο Γ Με
τις βυθοκόρους έγιναν στο λιμάνι του Πειραιά έργα στη βορειοανατολική πλευρά,
που ως τότε δεν ήταν χρησιμοποιήσιμη ούτε από βάρκες. Εργασίες εκβαθύνσεως
χρειάστηκε να γίνουν επίσης στο λιμάνι των Σπετσών, που τα χρόνια εκείνα
ερχόταν δεύτερο μετά τη Σύρο. Στο λιμάνι του Ναυπλίου κατασκευάστηκε μώλος, ενώ
το 1857 δημιουργήθηκε λιμάνι στο Κατάκωλο Ηλείας που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για
προσορμίσεις. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών. Κείμενο Δ Αν
λάβουμε υπόψη πίνακα δαπανών για κατασκευή και επιδιόρθωση δημόσιων κτιρίων,
καθώς και στρατώνων, φυλακών, φρουρίων, υγειονομικών σταθμών κ.λπ., θα
συμπεράνουμε ότι τα κτίρια που κληρονομήσαμε ανέπαφα από τότε απορροφούσαν την
ικμάδα του προϋπολογισμού στο κονδύλι δημοσίων έργων, αφού μόνο για το κτίριο
της Παλαιάς Βουλής, το σημερινό Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, έργο F. Boulangerδόθηκε
σχεδόν το ¼ των σχετικών δαπανών ολόκληρης τετραετίας, χωρίς μάλιστα να
τελειώσει. Έργα της εποχής αυτής είναι και το ορφανοτροφείο αρρένων Γ. Χατζή
Κώστα (1856), το Βαρβάκειο Λύκειο (1857-1859), που έγινε με δαπάνη του Ι.
Βαρβάκη. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών. Ενδεικτική απάντηση α) Το 1830, οι υποδομές του ελληνικού κράτους ήταν ακόμη
πρωτόγονες. Γέφυρες, αμαξιτοί δρόμοι, λιμάνια, υδραγωγεία, δημόσια κτίρια, όλα
όσα στηρίζουν την οικονομική και διοικητική λειτουργία του κράτους, είτε δεν
υπήρχαν καθόλου, είτε βρίσκονταν σε κακή κατάσταση. Κάτω απ’ αυτές τις
συνθήκες, ήταν απόλυτα φυσικό να στραφεί το ενδιαφέρον της διοίκησης προς την
κατασκευή των απαραίτητων, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, έργων. Οι σχετικές
προσπάθειες, όπως καταγράφονται στο
Κείμενο Δ (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), υπήρξαν δαπανηρές, εφόσον
απαιτήθηκε τόσο η κατασκευή νέων κτιρίων όσο και η επιδιόρθωση ήδη υπαρχόντων,
τα οποία αφορούσαν στρατώνες, φυλακές, φρούρια, υγειονομικούς σταθμούς κ.λπ.,
για τη δημιουργία των οποίων αναλώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του προβλεπόμενου
κονδυλίου για τα δημόσια έργα. Ιδιαίτερα, μάλιστα, για το κτίριο της Παλαιάς
Βουλής, που σήμερα στεγάζει το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, και αποτέλεσε έργο του F. Boulanger, απαιτήθηκε το
ένα τέταρτο του κονδυλίου δημοσίων έργων μιας πλήρους τετραετίας, χωρίς καν να
ολοκληρωθεί. Υπήρξε, συνάμα, συνεισφορά και ιδιωτών για την κατασκευή δημόσιων
υποδομών, όπως ήταν το ορφανοτροφείο αρρένων, με χρηματοδότηση του Γ. Χατζή
Κώστα το 1856, καθώς και το Βαρβάκειο Λύκειο, με χρηματοδότηση του Ι. Βαρβάκη
(1857-59). Ωστόσο, οι προθέσεις, που ήταν και στον τομέα αυτό πολύ καλές,
προσέκρουσαν στις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν, και ειδικότερα στην
αδυναμία εξεύρεσης των αναγκαίων οικονομικών πόρων. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι
το ελληνικό κράτος ξεκίνησε με ένα βαρύ δημοσιονομικό φορτίο, την εξυπηρέτηση
δηλαδή των δανείων που είχαν συναφθεί στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια του Αγώνα
αλλά και αργότερα, στους δύσκολους καιρούς της κρατικής του συγκρότησης. Στις
χερσαίες συγκοινωνίες αλλά και στα περισσότερα από τα δημόσια έργα που είχε
ανάγκη η χώρα, η έλλειψη του ιδιωτικού ενδιαφέροντος ήταν δεδομένη, καθώς οι
επενδύσεις στις βασικές αυτές υποδομές δεν ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρες. Το κράτος
είτε απ’ ευθείας, είτε μέσω των δήμων, προσπάθησε να ξεπεράσει τις δυσκολίες
αυτές με τις δικές του δυνάμεις. Η δραστηριότητα του ήταν μάλλον υποτονική,
τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1870, καθώς τα χρήματα έλειπαν και οι μέθοδοι
που υιοθετήθηκαν δεν ήταν δημοφιλείς (για παράδειγμα, οι αγγαρείες των αγροτών
στην κατασκευή δρόμων). β) Η πύκνωση του οδικού δικτύου πέρασε στην πρώτη θέση των
εθνικών και τοπικών προτεραιοτήτων προς το τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές
του 20ού. Η διαπίστωση αυτή
επιβεβαιώνεται από το Κείμενο Β, στο πλαίσιο του οποίου συγκρίνονται οι
δαπάνες της κυβέρνησης Κουμουνδούρου για την κατασκευή δρόμου με τις αντίστοιχες
πολύ υψηλότερες που έγιναν από την Κυβέρνηση Τρικούπη. Πιο συγκεκριμένα, ο
Κουμουνδούρος είχε ήδη από το 1867 συστήσει ένα «ταμείο οδοποιίας», χωρίς όμως
επαρκή χρηματοδότηση. Έτσι, κατά τη διάρκεια δεκαπέντε χρόνων το σύνολο της
δαπάνης για κατασκευή δρόμων δεν είχε ξεπεράσει τα 24.000.000 δραχμές.
Αντιθέτως, σχεδόν το ίδιο ποσό δαπάνησε ο Τρικούπης μόλις σε τρία χρόνια, από
το 1882 έως το 1884. Η κατασκευή δρόμων, άλλωστε, αποτέλεσε βασική
προτεραιότητα για τον Τρικούπη, καθώς στις 14 Μαρτίου 1882 σύναψε δάνειο από
την Εθνική Τράπεζα είκοσι εκατομμυρίων δραχμών για το σχετικό έργο. Μέχρι το
1890, μάλιστα δαπάνησε άλλα τριάντα εκατομμύρια, επιτυγχάνοντας τον
τριπλασιασμό του οδικού δικτύου, το οποίο ξεπέρασε τα 4.000 χιλιόμετρα. Η
οικονομική ανάπτυξη, οι πιο γρήγοροι ρυθμοί αστικοποίησης, η δημιουργία των
κεντρικών σιδηροδρομικών αξόνων και η ανάπτυξη του εσωτερικού εμπορίου ήταν
παράγοντες που προώθησαν την κατασκευή οδικού δικτύου. Στους ανασταλτικούς
παράγοντες θα πρέπει να συμπεριλάβουμε το μεγάλο κόστος της κατασκευής δρόμων
σε ορεινά εδάφη αλλά και τον «ανταγωνισμό» των θαλάσσιων συγκοινωνιών που
κυριαρχούσαν στις μεταφορές κοντά στα παράλια, δηλαδή σε πολύ μεγάλο τμήμα της
χώρας. Από
τα υπόλοιπα δημόσια έργα το κυριότερο ήταν η αποξήρανση μεγάλων εκτάσεων που
καλύπτονταν από νερά λιμνών και ελών. Πέρα από το γεγονός ότι η αποξήρανση
έδινε πλούσια καλλιεργήσιμη γη, ήταν και ο μόνος τρόπος καταπολέμησης της
ελονοσίας, της αρρώστιας που αποτελούσε μάστιγα για την αγροτική Ελλάδα ως τα
μέσα του 20ού αιώνα. Πολλά αποστραγγιστικά έργα έγιναν στη χώρα, με πιο
σημαντικό την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας στη Βοιωτία. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις πληροφορίες που αντλούμε από το Κείμενο Α
(Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), το έργο της αποξήρανσης αυτής έμεινε γνωστό
κατά τις επόμενες δεκαετίες λόγω των ποικίλων οικονομικών προβλημάτων του.
Ιδιαίτερη έμφαση στην αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας δόθηκε κυρίως την περίοδο
1856-1859, με τη δαπάνη του πρώτου έτους να καλύπτει 20.300 δραχμές -πάνω από
το μισό της συνολικής δαπάνης για εγγειοβελτιωτικά έργα στο σύνολο της τότε
ελληνικής επικράτειας-, μικρή δαπάνη, εντούτοις, σε σχέση με το τεράστιο ποσό
που τελικά απαιτήθηκε για την αποξήρανση της λίμνης. Το γεγονός που έφερε την
αποξήρανση της Κωπαΐδας στο προσκήνιο το 1856 υπήρξε ένα ασυνήθιστο καιρικό
φαινόμενο, καθώς μετά από έναν πρωτοφανή παγετό εκείνου του χειμώνα, ακολούθησε
εντονότατη περίοδο ξηρασίας εξαιτίας της οποίας η στάθμη των νερών της λίμνης
υποχώρησε τόσο πολύ, ώστε η λίμνη έμοιαζε σχεδόν αποξηραμένη. Με αφορμή,
λοιπόν, την ξηρασία αυτή θεωρήθηκε πως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή για να
υλοποιηθεί μια πάγια επιδίωξη τόσο της κυβέρνησης όσο και των κατοίκων της
περιοχής, με την αξιοποίηση, μάλιστα, μελετών που είχαν ήδη γίνει από Έλληνες,
αλλά και ξένους ειδικούς. Προχώρησε, έτσι, ο καθαρισμός των βασικότερων
υπόγειων αγωγών από τα διάφορα υλικά που τους είχαν φράξει, ο οποίος έφτασε σε
βάθος 250 μέτρων, καθώς και ο καθαρισμός ενός από τα φρεάτια της αρχαίας
περιόδου. Εκτός
από το σιδηροδρομικό δίκτυο, το μεγαλύτερο τεχνικό έργο που κατασκευάστηκε
αυτήν την εποχή ήταν η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Το έργο ξεκίνησε το
1881 από μια υπερβολικά αισιόδοξη γαλλική τεχνική εταιρεία. Ύστερα από πολλές
τεχνικές και οικονομικές περιπέτειες, το έργο ολοκληρώθηκε το 1893,
βελτιώνοντας τους όρους της ναυσιπλοΐας, καθώς έκανε περιττό τον περίπλου της
Πελοποννήσου. Επιπλέον, με τη διάνοιξη του πορθμού του Ευρίπου και την
κατασκευή φάρων στις ακτές, η ναυσιπλοΐα ευνοήθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο
αυτή. Παραλλήλως, σε ό,τι αφορά τη ναυσιπλοΐα, όπως προκύπτει από το Κείμενο Γ, έγιναν πρόσθετα αξιοσημείωτα έργα.
Στη βορειοανατολική πλευρά του λιμένος Πειραιά έγιναν έργα εκβάθυνσης με τη
χρήση βυθοκόρων, καθώς μέχρι τότε δεν ήταν αξιοποιήσιμη ούτε καν για βάρκες, αντίστοιχα
έργα εκβάθυνσης έγιναν στο λιμάνι Σπετσών, το οποίο εκείνη την περίοδο ήταν το
δεύτερο σημαντικότερο μετά από αυτό της Σύρου. Επιπροσθέτως, κατασκευάστηκε
μόλος στο λιμάνι του Ναυπλίου, ενώ το 1857 κατασκευάστηκε λιμάνι στο Κατάκολο
Ηλείας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για προσορμίσεις πλοίων.
Ιστορία
Προσανατολισμού: Η δημιουργία τραπεζικού συστήματος [Πηγή] 3ο ΘΕΜΑ Συνδυάζοντας τις
ιστορικές σας γνώσεις με τις απαραίτητες πληροφορίες από τα κείμενα που σας δίνονται: α. να περιγράψετε την εικόνα που παρουσίαζε το πιστωτικό σύστημα της Ελλάδας
κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της και μέχρι το 1841 (μονάδες 12) β. να παρουσιάσετε τις δραστηριότητες της Εθνικής Τράπεζας κατά το πρώτο διάστημα
της ίδρυσής της και να αναδείξετε τις αλλαγές που έφερε η λειτουργία της στηνοικονομία της χώρας. (μονάδες 13) ΚΕΙΜΕΝΟ Α Οι
τοκογλύφοι που αποτελούσαν ένα ακόμα συστατικό στρώμα της ελληνικής αστικής
τάξης, στο α΄ μισό του 19ουαιώνα, υφαρπάζοντας το μερίδιό τους από το πλεόνασμα της
αγροτικής παραγωγής και ωθώντας σε εμπορικοποίηση, συχνά δεν ήταν άλλοι από
τους τοπικούς άρχοντες, τους εμπόρους, ακόμα και τους πλούσιους χωρικούς. Οι
φόροι, τα εμπορικά κυκλώματα και η τοκογλυφία αποτελούν έτσι τις κύριες μορφές
που συμπορεύονται με την αυξανόμενη ενσωμάτωση των ανεξάρτητων μικροκαλλιεργητών
στο εκχρηματισμένο εμπορικό σύστημα. Τσουκαλάς,
Κ., Εξάρτηση και Αναπαραγωγή – Ο
κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830 – 1922), σ.
93 ΚΕΙΜΕΝΟ Β Τα ιδρυτικά νομοθετήματα παρεχώρησαν στην τράπεζα το
λεγόμενο εκδοτικό προνόμιο. Ήταν το αποκλειστικό δικαίωμα να κυκλοφορεί
τραπεζογραμμάτια, υπό τον όρο ένα σοβαρό ποσοστό τους να καλύπτεται από τα
αποθέματά της, αφενός, σε χρυσό και άργυρο, ατόφιο ή νομισματικό, και,
αφετέρου, σε διεθνή «βαριά» συναλλάγματα, όπως ήταν εκείνη την εποχή
το γαλλικό φράγκο και η στερλίνα. Σε γενικές γραμμές, αυτός ήταν ο τρόπος με
τον οποίο η δραχμή θα συνδεόταν στο εξής με το διεθνές νομισματικό σύστημα […].
Οι εγχώριοι κεφαλαιούχοι αντιλαμβάνονταν ότι ο συμβιβασμός με την Εθνική θα
ήταν, αργά ή γρήγορα, η μόνη λύση. Οι ιδιώτες κεφαλαιούχοι, έμποροι, τοκιστές
και κτηματίες, παρείχαν στην τράπεζα τις απαιτούμενες εγγυήσεις, δανείζονταν
εκείνοι τα τραπεζικά κεφάλαια προς 8 έως 10% και τα επαναδάνειζαν στους αγρότες
προς 12 έως 48% […]. Πράγματι, η πολιτική αυτή προήγαγε, ουσιαστικά, την
μετεξέλιξη του πιστοδοτικού συστήματος, το άνοιγμα του τραπεζικού συστήματος σε
ανταγωνισμούς και, μακροχρονίως, τον γενικότερο εκσυγχρονισμό της οικονομίας. Δερτιλής, Γ. Β., Ιστορία του ελληνικού
κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης,2014, σ. 239-240
και σ. 250. Ενδεικτική απάντηση α. Το πιστωτικό σύστημα της χώρας βρισκόταν πραγματικά,
κατά τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, σε πρωτόγονη κατάσταση. Ήταν συνδεμένο
με το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα με τις εξαγωγές της
σταφίδας. Οι έμποροι λειτουργούσαν και ως πιστωτές, με τοκογλυφικές διαθέσεις
και όρους. Όπως διευκρινίζει ο Κ.
Τσουκαλάς (Κείμενο Α), οι τοκογλύφοι, μέρος κι αυτοί της αστικής τάξης του
ελληνικού χώρου, κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια του 19ου αιώνα,
βάσιζαν τα κέρδη τους στην οικειοποίηση του πλεονάσματος της αγροτικής
παραγωγής, την οποία ωθούσαν σε επιλογές προϊόντων εμπορικά αξιοποιήσιμων.
Επρόκειτο, για ευκατάστατους χωρικούς, για τοπικούς άρχοντες, αλλά και
εμπόρους. Ο δανεισμός τους κατευθυνόταν, ως επί το πλείστον, προς τους
παραγωγούς και δημιουργούσε προϋποθέσεις εκμετάλλευσης, καθώς ουσιαστικά
επρόκειτο για έναν τρόπο προαγοράς της επικείμενης παραγωγής, με δυσμενείς για
τον παραγωγό όρους. Σύμφωνα, μάλιστα, με
τον Κ. Τσουκαλά (Κείμενο Α), ο συνδυασμός των κρατικών φόρων, της
τοκογλυφίας, όπως και των εμπορικών κυκλωμάτων που πίεζαν τους παραγωγούς
αγροτικών προϊόντων, είχαν ως αποτέλεσμα ακόμη και οι άλλοτε ανεξάρτητοι
μικροπαραγωγοί να ενταχθούν στο ελεγχόμενο από τους εμπόρους σύστημα που
βασιζόταν και αποσκοπούσε στο χρηματικό κέρδος μέσω της εμπορευματοποίησης της
παραγωγής. Την ίδια στιγμή άλλοι κλάδοι της παραγωγής στερούνταν των
απαραίτητων για την ανάπτυξή τους πιστώσεων, και έτσι περιορίζονταν οι
επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η κατάσταση αυτή ήταν αντίθετη με τις προθέσεις
και τις πολιτικές του κράτους και αποθάρρυνε τα ελληνικά κεφάλαια του
εξωτερικού. Οι προσπάθειες για την άρση όλων αυτών των εμποδίων υπήρξαν έντονες
και προέρχονταν από πολλές πλευρές. Δεν απέβλεπαν τόσο στην εξάλειψη της
τοκογλυφίας, όσο στην παράλληλη δημιουργία ενός πιο σύγχρονου πιστωτικού
συστήματος, ικανού να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα ειδικών κοινωνικών ομάδων. β. Η δραστηριότητα της Εθνικής Τράπεζας στα πρώτα στάδια
ήταν μάλλον χωρίς σαφή προσανατολισμό, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στην
ελληνική οικονομία δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν με ταχείς ρυθμούς. Το μεγάλο
της πλεονέκτημα και ταυτόχρονα η κύρια πηγή εσόδων της ήταν το εκδοτικό
δικαίωμα, η δυνατότητα της να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, χαρτονομίσματα δηλαδή,
για λογαριασμό του ελληνικού κράτους. Το τελευταίο μάλιστα ενίσχυε ή και
επέβαλλε την κυκλοφορία τους. Σύμφωνα,
πάντως, με τον Γ. Δερτιλή (Κείμενο Β), το εκδοτικό αυτό δικαίωμα, όπως
προβλεπόταν από τα ιδρυτικά νομοθετήματα της Εθνικής Τράπεζας, εξαρτιόταν από
έναν βασικό όρο, την κάλυψη από μέρους της τράπεζας σημαντικού μέρους των
εκδιδόμενων τραπεζογραμματίων με την ύπαρξη αποθέματος είτε πολύτιμων μετάλλων,
όπως ήταν ο χρυσός ή το ασήμι, ανεξάρτητα από τα αν αυτά θα ήταν ατόφια ή σε
μορφή νομισμάτων, είτε διεθνούς συναλλάγματος υψηλού κύρους, όπως ήταν την
εποχή εκείνη το γαλλικό φράγκο ή η βρετανική στερλίνα. Επιτεύχθηκε κατ’ αυτό
τον τρόπο η σταδιακή σύνδεση της ελληνικής δραχμής με το διεθνές νομισματικό
σύστημα. Προοδευτικά
οι εργασίες της Τράπεζας εξαπλώθηκαν από την Αθήνα στις κύριες επαρχιακές
πόλεις (Ερμούπολη 1845, Πάτρα 1846 κ.λπ.), γεγονός που βοήθησε στην
αντιμετώπιση των αρνητικών επιρροών που ασκούσε το τοκογλυφικό σύστημα. Προτού,
βέβαια, το τραπεζικό σύστημα εμπλακεί σε ανταγωνιστικές ενέργειες, όπως επισημαίνει ο Γ. Δερτιλής, οι
ντόπιοι κεφαλαιούχοι είχαν αντιληφθεί πως όφειλαν να συμβιβαστούν με την ύπαρξη
της τράπεζας και να την εκμεταλλευτούν προς όφελός τους. Έτσι, οι εύποροι της
εποχής, που δρούσαν ως τοκογλύφοι, όπως ήταν έμποροι και κτηματίες, καθώς είχαν
τα κατάλληλα εχέγγυα για να δανειστούν μεγάλα ποσά από την τράπεζα, με χαμηλό
τόκο ύψους από 8 έως 10 τοις εκατό, δάνειζαν ακολούθως τα χρήματα αυτά στους
αγρότες με υψηλότερο τόκο από 12 έως 48 τοις εκατό. Με την τακτική τους αυτή
προκάλεσαν εξελίξεις στο πιστωτικό σύστημα, εφόσον αφενός οδήγησαν τις τράπεζες
σε ανταγωνιστικές επιλογές που θα προφύλασσαν τα κέρδη τους και αφετέρου, σε
βάθος χρόνου, εκσυγχρόνισαν εν γένει την ελληνική οικονομία. Η Τράπεζα κέρδισε
την εμπιστοσύνη της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που είχε ως συνέπεια τις
διαδοχικές διευρύνσεις του μετοχικού της κεφαλαίου. Παρά την εξάπλωση του
τραπεζικού συστήματος και την εμφάνιση νέων τραπεζικών ιδρυμάτων, η Εθνική
Τράπεζα παρέμεινε για πολλές δεκαετίες το κυρίαρχο τραπεζικό συγκρότημα του
ελληνικού χώρου. «Το θέμα προέρχεται
και αντλήθηκε από την πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας
που αναπτύχθηκε (MIS5070818-Tράπεζα θεμάτων Διαβαθμισμένης Δυσκολίας για τη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Γενικό Λύκειο-ΕΠΑΛ) και είναι διαδικτυακά στο
δικτυακό τόπο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) στη διεύθυνση (http://iep.edu.gr/el/trapeza-thematon-arxiki-selida)».
Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Τα οφέλη της ανάδοχης φροντίδας [Ασκήσεις
γλωσσικών επιλογών] Κείμενο Διερεύνηση της ποιότητας της ιδρυματικής και της ανάδοχης
φροντίδας των παιδιών στην Ελλάδα, σήμερα: Η οπτική των κοινωνικών λειτουργών Εισαγωγικό
σημείωμα Οι κοινωνικοί λειτουργοί που εργάζονται στις αναδοχές,
αξιολόγησαν θετικά το εναλλακτικό μέτρο συγκρινόμενο με την ιδρυματική φροντίδα,
επισημαίνοντας ότι καλύπτει τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών. Το γεγονός ότι Ευρωπαϊκοί οργανισμοί και
όργανα στα οποία μετέχει και η Ελλάδα έθεσαν ως προτεραιότητά τους την αποϊδρυματοποίηση,
καλώντας τα κράτη μέλη να προστατεύουν τα παιδιά στην κοινότητα αντί στο ίδρυμα,
καθώς και η έκδοση των Κοινών Κατευθυντήριων Γραμμών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
για την μετάβαση από την ιδρυματική φροντίδα στη φροντίδα σε επίπεδο τοπικής
κοινότητας, οδήγησαν την χώρα μας σε μια σταδιακή αλλαγή με τελικό προορισμό
την αποϊδρυματοποίηση. Η ανάδοχη φροντίδα διαθέτει πλεονεκτήματα
έναντι της ιδρυματικής, καθώς προσφέρει εξατομικευμένη κάλυψη των αναγκών,
καλύπτοντας το κενό της σύναψης συναισθηματικού δεσμού με ένα σταθερό πρόσωπο
αναφοράς, απαλλάσσει το παιδί από τον κίνδυνο του στιγματισμού που επιφέρει η
ιδρυματική συνθήκη, η απομάκρυνσή του από τους γονείς του είναι σχετικά πιο
ήπια, ενώ οι γονείς συμπεριλαμβάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Η
εμπειρία της οικογενειακής ζωής, το αίσθημα της ασφάλειας, η αποκλειστική φροντίδα
και η σύναψη νέων επωφελών σχέσεων, λειτουργούν επανορθωτικά στα πρότερα
τραύματά του, το ενισχύουν, ώστε να αναπτύξει δεξιότητές και να ξαναβρεί την παιδικότητά
του. Ο τελικός στόχος της αναδοχής είναι η επιστροφή του παιδιού στην
οικογένειά του, επομένως πρόκειται για φροντιστική κίνηση προσωρινού χαρακτήρα,
καθώς οι έννομες σχέσεις με τους γονείς του δεν μεταβάλλονται, γεγονός που την
διακρίνει από την τεκνοθεσία και οι ανάδοχοι εκπροσωπούν τους γονείς, όχι το
παιδί. Στο πλαίσιο του προγράμματος BucharestEarlyInterventionProject (BEIP), που είναι μια
μελέτη για την ανάδοχη παρέμβαση σε ιδρυματοποιημένα παιδιά που ξεκίνησε στη
Ρουμανία το 2000, πραγματοποιήθηκαν έρευνες που εξετάζουν μεταξύ άλλων την πρόοδο
των παιδιών σχετικά με την συναισθηματική πρόσδεση και έκφραση. Βρέθηκε ότι
παιδιά που τοποθετήθηκαν σε αναδοχή από ίδρυμα, ανέπτυξαν ασφαλή τύπο πρόσδεσης
και υψηλότερο αίσθημα ασφάλειας, επομένως συμπεραίνεται ότι είναι δυνατή η
ανάκαμψη όσον αφορά στην πρόσδεση. Επίσης, η πρώιμη τοποθέτηση σε αναδοχή, συνδέεται
με λιγότερες δυσκολίες στην κοινωνική επικοινωνία στην εφηβεία, με την βίωση
θετικών συναισθημάτων όπως η χαρά και με χαμηλότερα επίπεδα υπερκινητικότητας
και ελλειμματικής προσοχής. Επιπρόσθετα, σε ιδρυματοποιημένα παιδιά
διαπιστώθηκαν εντονότερα προβλήματα συμπεριφοράς από παιδιά που μεγάλωναν σε
ανάδοχες οικογένειες, όπως απόσυρση, παραπτωματική συμπεριφορά και
επιθετικότητα. Αντιθέτως στα αναδεχόμενα παιδιά έχει διαπιστωθεί υψηλότερη
σχολική επίδοση και επίδοση σε νοητικές κλίμακες, μεγαλύτερη πρόοδος στην
οπτική-χωρική μνήμη και στην ικανότητα απόκτησης νέας γνώσης. Ο πρόσφατος Νόμος 4538/2018, που ρυθμίζει
την εφαρμογή του θεσμού στην Ελλάδα, φιλοδοξεί να τον επαναφέρει στο προσκήνιο,
επανασυστήνοντας τον στην κοινωνία και διαχωρίζοντάς τον στην συλλογική
συνείδηση από την τεκνοθεσία. Αποτελεί μια προσπάθεια αναδιαμόρφωσης της
διαδικασίας διεκπεραίωσης ενός αιτήματος αναδοχής, από την αρχική αίτηση έως την
άρση της, εισάγει κοινωνικές και οργανωτικές καινοτομίες και αξιοποιεί σε
μεγάλο βαθμό την τεχνολογία. Μανδρανή
Ελευθερία, Κοινωνική Λειτουργός Ασκήσεις 1. Να προσδιορίσετε την έγκλιση που κυριαρχεί στο πλαίσιο
της τρίτης παραγράφου («Στο πλαίσιο του προγράμματος… ελλειμματικής προσοχής»)
και να εξηγήσετε πως η έγκλιση αυτή συνδέεται με την πρόθεση της γράφουσας. Στο
πλαίσιο της συγκεκριμένης παραγράφου κυρίαρχη έγκλιση είναι η οριστική, προκειμένου
να δηλωθεί μέσω αυτής πως τα πορίσματα της μελέτης είναι βέβαια και έγκυρα.
Πρόθεση, άλλωστε, της γράφουσας είναι να διαφανούν τα οφέλη της ανάδοχης
φροντίδας, τα οποία είναι αξιόλογα ακόμη και όταν τα παιδιά που τοποθετούνται
σε ανάδοχη οικογένεια έχουν διανύσει κάποιο διάστημα σε ίδρυμα. Υπ’ αυτή την
έννοια, η δυνατότητα των παιδιών να δημιουργούν συναισθηματική πρόσδεση με την
ανάδοχη οικογένεια και να αποκτούν αίσθημα ασφάλειας παρουσιάζεται ως κάτι το
εφικτό και αποδεδειγμένο, όχι ως κάτι το απλώς προσδοκώμενο, όπως θα συνέβαινε
με τη χρήση υποτακτικής έγκλισης. Αντιστοίχως, η βίωση θετικών συναισθημάτων
και η ομαλότερη κοινωνικοποίηση συνιστούν δεδομένα οφέλη της ανάδοχης
φροντίδας. 2. Να προσδιορίσετε το ρηματικό πρόσωπο που κυριαρχεί στο
πλαίσιο της τέταρτης παραγράφου («Επιπρόσθετα, σε ιδρυματοποιημένα παιδιά… απόκτησης
νέας γνώσης») και να εξηγήσετε πώς το ρηματικό αυτό πρόσωπο συνδέεται με την
πρόθεση της γράφουσας. Στο
πλαίσιο της τέταρτης παραγράφου κυριαρχεί το γ΄ ρηματικό πρόσωπο -πληθυντικού
και ενικού αριθμού-, καθώς μέσω αυτού προσδίδεται η αναγκαία για μια
επιστημονική δημοσίευση αποστασιοποίηση και αντικειμενικότητα. Η γράφουσα
επιδιώκει να τονίσει την υπεροχή της ανάδοχης φροντίδας έναντι της ένταξης σε
ίδρυμα κατά τρόπο που να αποδίδονται τα οφέλη της μίας και τα μειονεκτήματα της
άλλης επιλογής ως αμιγώς αντικειμενικές διαπιστώσεις, χωρίς υποκειμενική χροιά
στα γραφόμενά της. Η ικανότητα, για παράδειγμα, των παιδιών να αποκτούν νέες
γνώσεις και να έχουν υψηλότερες σχολικές επιδόσεις χάρη στη μέριμνα των
ανάδοχων οικογενειών καταγράφεται ως συμπέρασμα επιστημονικής μελέτης και όχι
ως -δυνητικά αμφισβητούμενη- προσωπική άποψη. 3. Η γράφουσα διατυπώνει τις απόψεις της στο πλαίσιο της
δεύτερης παραγράφου («Η ανάδοχη φροντίδα διαθέτει… τους γονείς, όχι το παιδί»)
με βεβαιότητα. Να εντοπίσετε τρεις (3) διαφορετικές γλωσσικές επιλογές που υπηρετούν
τη μετάδοση της βεβαιότητας και να εξηγήσετε πως το επιτυγχάνει καθεμία από
αυτές. Η
βεβαιότητα της γράφουσας σχετικά με την υπεροχή της ανάδοχης φροντίδας έναντι της
ιδρυματικής γίνεται αντιληπτή, μεταξύ άλλων, με την αξιοποίηση της οριστικής έγκλισης, μέσω της οποίας τα
παρουσιαζόμενα οφέλη εμφανίζονται ως βέβαια και δεδομένα ( π.χ. «προσφέρει
εξατομικευμένη κάλυψη των αναγκών»). Παραλλήλως, με την αξιοποίηση ασύνδετου σχήματος («Η εμπειρία της
οικογενειακής ζωής, το αίσθημα της ασφάλειας, η αποκλειστική φροντίδα…»),
αποδίδονται με νοηματική πυκνότητα τα στοιχεία εκείνα που το παιδί μπορεί να
βιώσει μόνο στο πλαίσιο μιας οικογένειας, όπως είναι η αποκλειστική φροντίδα,
τα οποία ελλείπουν σαφώς από το πλαίσιο ενός ιδρύματος. Επιτυγχάνει, έτσι, να
μεταδώσει στον αναγνώστη εμφατικά την ξεκάθαρη υπεροχή της ανάδοχης φροντίδας.
Η αξιοποίηση, συνάμα, γ΄ ρηματικού
προσώπου («το ενισχύουν, ώστε να αναπτύξει δεξιότητές και να ξαναβρεί την
παιδικότητά του») προσδίδει αντικειμενικότητα στην αξιολόγηση της ανάδοχης
φροντίδας, ώστε το μεταδιδόμενο μήνυμα να εκλαμβάνεται ως κάτι το βέβαιο και
δεδομένο. 4. Ποια οπτική υιοθετεί η γράφουσα απέναντι στην ανάδοχη φροντίδα
στο πλαίσιο της δεύτερης παραγράφου («Η ανάδοχη φροντίδα διαθέτει… τους γονείς,
όχι το παιδί») και πώς γίνεται αυτή αντιληπτή σε γλωσσικό επίπεδο; Να
καταγράψετε τρία παραδείγματα γλωσσικών επιλογών που φανερώνουν την οπτική της. Η
γράφουσα υιοθετεί θετική στάση απέναντι στην ανάδοχη φροντίδα, όπως αυτό
διαφαίνεται από τις γλωσσικές επιλογές που αξιοποιεί για να καταγράψει τα οφέλη
της. Με την αξιοποίηση επιθέτων και
επιρρήματος θετικού περιεχομένου ( π.χ. «ένα σταθερό πρόσωπο
αναφοράς - σύναψη νέων επωφελών σχέσεων», «λειτουργούν επανορθωτικά
στα πρότερα τραύματά του») καθιστά εμφανή τα ποικίλα οφέλη ενός σταθερού και
υποστηρικτικού οικογενειακού περιβάλλοντος για την ψυχική υγεία του παιδιού.
Αντιστοίχως, με την αξιοποίηση
αιτιολογικών και συμπερασματικών δευτερευουσών προτάσεων (π.χ. «καθώς
προσφέρει εξατομικευμένη κάλυψη των αναγκών», «ώστε να αναπτύξει δεξιότητές και
να ξαναβρεί την παιδικότητά του») υποδηλώνει την πρόθεσή της να αιτιολογήσει και
να τεκμηριώσει τα οφέλη της ανάδοχης φροντίδας. Οφέλη, μάλιστα, τα οποία δεν
είναι απλώς εικαζόμενα, αλλά θεωρούνται βέβαια. Επιπροσθέτως, η γράφουσα
φροντίζει να παρουσιάσει τα οφέλη της ανάδοχης φροντίδας αξιοποιώντας μετοχικά σύνολα, όπως και κύριες προτάσεις, στο
πλαίσιο των οποίων διαφαίνονται οι αρνητικές επιπτώσεις από τις οποίες
διασφαλίζεται το παιδί (π.χ. «καλύπτοντας το κενό της σύναψης συναισθηματικού
δεσμού», «απαλλάσσει το παιδί από τον κίνδυνο του στιγματισμού»).