Ali Omar Ermes
Κωνσταντίνος Καβάφης "Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ."
Την συμφορά ὅταν ἔμαθα, πού ο Μύρης πέθανε,
πῆγα στό σπίτι του, μ’ ὅλο πού τό ἀποφεύγω
νά εἰσέρχομαι στῶν Χριστιανῶν τά σπίτια,
πρό πάντων ὅταν ἔχουν θλίψεις ἤ γιορτές.
Στάθηκα σέ διάδρομο. Δέν θέλησα
νά προχωρήσω πιό ἐντός, γιατί ἀντελήφθην
πού οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου μ’ ἔβλεπαν
μέ προφανῆ ἀπορίαν καί μέ δυσαρέσκεια.
Τόν εἴχανε σέ μιά μεγάλη κάμαρη
πού ἀπό τήν ἄκρην ὅπου στάθηκα
εἶδα κομμάτι∙ ὅλο τάπητες πολύτιμοι,
καί σκεύη ἐξ ἀργύρου καί χρυσοῦ.
Στέκομουν κ’ ἔκλαια σέ μιά ἄκρη τοῦ διαδρόμου.
Καί σκέπτομουν που ἡ συγκεντρώσεις μας κ’ ἡ ἐκδρομές
χωρίς τόν Μύρη δέν θ’ ἀξίζουν πιά∙
καί σκέπτομουν πού πιά δέν θά τόν δῶ
στά ωραῖα κι ἄσεμνα ξενύχτια μας
νά χαίρεται, καί νά γελᾶ, καί ν’ ἀπαγγέλλει στίχους
μέ τήν τελεία του αἴσθησι τοῦ ἑλληνικου ρυθμοῦ∙
καί σκέπτομουν πού ἔχασα γιά πάντα
τήν ἐμορφιά του, πού ἔχασα γιά πάντα
τόν νέον πού λάτρευα παράφορα.
Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλοῦσαν γιά
τήν τελευταία μέρα πού ἔζησε –
στά χείλη του διαρκῶς τ’ όνομα τοῦ Χριστοῦ,
στά χέρια του βαστοῦσ’ ἕναν σταυρό. –
Μπήκαν κατόπι μές στήν κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ἱερεῖς, κ’ ἔλεγαν προσευχές
ἐνθέρμως καί δεήσεις στόν Ἰησοῦν,
ἢ στήν Μαρίαν (δέν ξέρω τήν θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβάιως, πού ο Μύρης ἦταν Χριστιανός.
Ἀπό τήν πρώτην ὥρα τό γνωρίζαμε, ὅταν
πρόπερσι στήν παρέα μας εἶχε μπεῖ.
Μά ζοῦσεν ἀπολύτως σάν κ’ ἐμᾶς.
Ἀπ’ ὅλους μας πιό ἔκδοτος στές ἡδονές∙
σκορπώντας αφειδῶς τό χρῆμα του στές διασκεδάσεις.
Γιά τήν ὑπόληψι τοῦ κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σέ νύχτιες ρήξεις στές ὁδούς
ὅταν ἐτύχαινε ἡ παρέα μας
νά συναντήσει ἀντίθετη παρέα.
Ποτέ γιά τήν θρησκεία του δεν μιλοῦσε.
Μάλιστα μιά φορά τόν εἴπαμε
πώς θά τόν πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Ὅμως σάν νά δυσαρεστήθηκε
μ’ αὐτόν μας τόν ἀστεϊσμό: θυμοῦμαι τώρα.
Ἆ κι ἄλλες δυό φορές τώρα στόν νοῦ μου ἔρχονται.
Ὅταν στόν Ποσειδῶνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχτηκε ἀπ’ τόν κύκλο μας, κ’ ἔστρεψε ἀλλοῦ τό βλέμμα.
Ὅταν ἐνθουσιασμένος ἕνας μας
εἶπεν, Ἡ συντροφιά μας να’ ναι ὑπό
τήν εὔνοιαν καί τήν προστασίαν τοῦ μεγάλου,
τοῦ πανωραίου Ἀπόλλωνος – ψιθύρισεν ὁ Μύρης
(οἱ ἄλλοι δέν ἄκουσαν) «τῆ ἐξαιρέσει ἐμοῦ».
Οἱ Χριστιανοί ἱερεῖς μεγαλοφώνως
γιά τήν ψυχή τοῦ νέου δέονταν. –
Παρατηροῦσα μέ πόση ἐπιμέλεια,
καί μέ τί προσοχήν ἐντατική
στούς τύπους τῆς θρησκείας τους, ἑτοιμάζονταν
ὅλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ ἐξαίφνης μέ κυρίευσε μιά ἀλλόκοτη
ἐντύπωσις. Ἀόριστα, αἰσθανόμουν
σάν νά ‘φευγεν ἀπό κοντά μου ὁ Μύρης∙
αἰσθανόμουν πού ἑνώθη, Χριστιανός,
μέ τους δικούς του, καί πού γένομουν
ξ έ ν ο ς ἐγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ∙ ἔνοιωθα κιόλα
μιά ἀμφιβολία νά μέ σιμώνει: μήπως κ’ εἶχα γελασθεῖ
ἀπό τό πάθος μου, καί π ά ν τ α τοῦ ἤμουν ξένος. –
Πετάχτηκα ἔξω απ’ τό φρικτό τους σπίτι,
ἔφυγα γρήγορα πρίν ἁρπαχθεί, πρίν ἀλλοιωθεῖ
ἀπ’ την χριστιανοσύνη τους ἡ θύμηση τοῦ Μύρη.
[1929]
Ο Καβάφης υιοθετώντας την περσόνα ενός νεαρού ειδωλολάτρη θρηνεί για το θάνατο του ωραίου Μύρη και παράλληλα βρίσκει την ευκαιρία να τιμήσει τον ηδονικό βίο της Αλεξάνδρειας λίγο προτού ο παγανισμός και οι υποστηρικτές του βρεθούν υπό διωγμό. Η Αλεξάνδρεια το 340 μ.Χ. βρίσκεται σε μία μεταβατική περίοδο καθώς σιγά – σιγά ο Χριστιανισμός αρχίζει να επικρατεί και ο παγανισμός με όλη την ελευθερία στην ερωτική έκφραση και την εκτίμηση για την ομορφιά και τον έρωτα, που τόσο συγκινεί τον ποιητή, περνά πλέον σε μια ύστατη περίοδο παρακμής.
Με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.) του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί παύουν να βρίσκονται υπό διωγμό, καθώς θεσπίζεται η αρχή της ανεξιθρησκίας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Τα προβλήματα βέβαια για τους χριστιανούς συνεχίζονται κι εκείνη την περίοδο αλλά είναι περισσότερο εσωτερικής φύσης. Ο Αρειανισμός, με την υποστήριξη του αυτοκράτορα, γνωρίζει μεγάλη ακμή και οδηγεί τους πιστούς σε έντονες προστριβές και συγκρούσεις. Ο διάδοχος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στην ανατολή, Κωνστάντιος Β΄ συνεχίζει την ευνοϊκή πολιτική για τους χριστιανούς, αλλά παραμένει κι αυτός υποστηρικτής του Αρειανισμού. Παρ’ όλα αυτά ο χριστιανισμός κατορθώνει σταδιακά να επικρατήσει και προωθεί έναν σαφώς πιο μετρημένο τρόπο ζωής απ’ αυτόν που είχαν και προτιμούσαν οι ειδωλολάτρες.
Ο αφηγητής του ποιήματος μαθαίνει για το θάνατο του αγαπημένου του Μύρη και πηγαίνει στο χριστιανικό σπίτι του νεκρού, όπου γίνονται οι ετοιμασίες για την κηδεία. Το ιστορικοφανές αυτό ποίημα είναι δοσμένο με πληθώρα στοιχείων θεατρικότητας καθώς ο ποιητής μας δίνει με μεγάλη σκηνοθετική λεπτομέρεια το χώρο όπου διαδραματίζονται τα περιστατικά του ποιήματος, καθώς και τις κινήσεις των προσώπων.
Ο Μύρης αν και χριστιανός εντάσσεται σε μια παρέα παγανιστών και συμμετέχει μαζί τους στα ηδονικά ξενύχτια και τις διασκεδάσεις τους. Ο αφηγητής του ποιήματος αισθάνεται μεγάλη αγάπη για το Μύρη και παρόλο που γνώριζε ότι ήταν χριστιανός δεν αντιλαμβάνεται την έκταση της αφοσίωσης του Μύρη στη θρησκεία του, μέχρι τη στιγμή που βρίσκεται στο σπίτι του και ακούει από τις παριστάμενες γυναίκες να περιγράφουν τις τελευταίες του στιγμές. Ο αφηγητής αρχίζει ξαφνικά να συνειδητοποιεί και να θυμάται όλες εκείνες τις φορές που ο Μύρης είχε εξαιρέσει τον εαυτό του από τις προσευχές της παρέας στους θεούς τους. Σιγά – σιγά ο αφηγητής αρχίζει να νιώθει ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να γνωρίσει πραγματικά το Μύρη κι ότι στην ουσία η μεταξύ τους επαφή δεν υπήρξε τόσο στενή όσο ο ίδιος είχε πιστέψει. Η σκέψη ότι τελικά ήταν δεν ήταν παρά ένας ξένος για το Μύρη κι ότι ο αγαπημένος του νέος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την αγάπη του Χριστού, αναστατώνει τον ανώνυμο αφηγητή, ο οποίος σπεύδει να φύγει από το φρικτό εκείνο σπίτι προτού η κυρίαρχη χριστιανική ατμόσφαιρα αλλοιώσει πλήρως την εικόνα που είχε για το Μύρη. Προτιμά να θυμάται τον αγαπημένο του έτσι όπως τον γνώρισε, δοσμένο στον έρωτα και την έκλυτη ζωή, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη γνώμη του κόσμου.
Ο ποιητής δημιουργεί μια ιστορία συνύπαρξης του χριστιανισμού και του παγανισμού, αφήνοντας όμως να διαφανεί η σταδιακή επικράτηση της νέας θρησκείας. Μέσα από τις αναμνήσεις του αφηγητή ο Καβάφης βρίσκει την ευκαιρία να πλάσει εικόνες ιδανικού ερωτισμού και λυτρωτικής ελευθερίας, γνωρίζοντας όμως ότι κινείται χρονικά στην εποχή όπου η ελευθερία αυτή φτάνει στο τέλος της. Ο Καβάφης επιστρέφει για λίγο σε μια εποχή όπου η Αλεξάνδρεια ήταν δοσμένη στον έρωτα και την ηδονική λατρεία της ομορφιάς, σε μια εποχή που θα ήθελε κι εκείνος να ζει, μόνο και μόνο για να μας προσφέρει μια τελευταία εικόνα αυτής της περιόδου. Συνηθίζει, άλλωστε, να επιλέγει μεταβατικές περιόδους, θέλοντας να αποτυπώσει την αίσθηση εκείνη της παρακμής και της αγωνιώδους προσπάθειας για επιβίωση, όταν πια το τέλος είναι δεδομένο.
Ενδιαφέρουσα, παράλληλα, είναι η υιοθέτηση από τον Καβάφη ενός παγανιστικού προσωπείου -δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά- που τόσες απορίες δημιουργεί σχετικά με τη θρησκευτική τοποθέτηση του ποιητή. Ο Καβάφης, βέβαια, συνηθίζει να εναλλάσσει την οπτική του στο θέμα της θρησκείας, άλλοτε γράφοντας ως νοσταλγός της ειδωλολατρίας και άλλοτε ως θερμός υποστηρικτής του χριστιανισμού, αδιαφορώντας για όσους θέλουν να τον εντάξουν στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Αρέσκεται, άλλωστε, στο να δημιουργεί εντυπώσεις σχετικά με τις πεποιθήσεις του, μπερδεύοντας έτσι τους μελετητές και τους αναγνώστες του.
Το Σεράπιο ήταν ιερό στην Αλεξάνδρεια αφιερωμένο στον Σέραπι, μια θεότητα που είχε δημιουργηθεί από τον Πτολεμαίο Α΄ σε μια προσπάθεια ένωσης της τοπικής θρησκείας με αυτής των Ελλήνων. Το Σεράπιο καταστράφηκε το 391 μ.Χ. με διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α΄.
Την συμφορά ὅταν ἔμαθα, πού ο Μύρης πέθανε,
πῆγα στό σπίτι του, μ’ ὅλο πού τό ἀποφεύγω
νά εἰσέρχομαι στῶν Χριστιανῶν τά σπίτια,
πρό πάντων ὅταν ἔχουν θλίψεις ἤ γιορτές.
Στάθηκα σέ διάδρομο. Δέν θέλησα
νά προχωρήσω πιό ἐντός, γιατί ἀντελήφθην
πού οἱ συγγενεῖς τοῦ πεθαμένου μ’ ἔβλεπαν
μέ προφανῆ ἀπορίαν καί μέ δυσαρέσκεια.
Τόν εἴχανε σέ μιά μεγάλη κάμαρη
πού ἀπό τήν ἄκρην ὅπου στάθηκα
εἶδα κομμάτι∙ ὅλο τάπητες πολύτιμοι,
καί σκεύη ἐξ ἀργύρου καί χρυσοῦ.
Στέκομουν κ’ ἔκλαια σέ μιά ἄκρη τοῦ διαδρόμου.
Καί σκέπτομουν που ἡ συγκεντρώσεις μας κ’ ἡ ἐκδρομές
χωρίς τόν Μύρη δέν θ’ ἀξίζουν πιά∙
καί σκέπτομουν πού πιά δέν θά τόν δῶ
στά ωραῖα κι ἄσεμνα ξενύχτια μας
νά χαίρεται, καί νά γελᾶ, καί ν’ ἀπαγγέλλει στίχους
μέ τήν τελεία του αἴσθησι τοῦ ἑλληνικου ρυθμοῦ∙
καί σκέπτομουν πού ἔχασα γιά πάντα
τήν ἐμορφιά του, πού ἔχασα γιά πάντα
τόν νέον πού λάτρευα παράφορα.
Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλοῦσαν γιά
τήν τελευταία μέρα πού ἔζησε –
στά χείλη του διαρκῶς τ’ όνομα τοῦ Χριστοῦ,
στά χέρια του βαστοῦσ’ ἕναν σταυρό. –
Μπήκαν κατόπι μές στήν κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ἱερεῖς, κ’ ἔλεγαν προσευχές
ἐνθέρμως καί δεήσεις στόν Ἰησοῦν,
ἢ στήν Μαρίαν (δέν ξέρω τήν θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβάιως, πού ο Μύρης ἦταν Χριστιανός.
Ἀπό τήν πρώτην ὥρα τό γνωρίζαμε, ὅταν
πρόπερσι στήν παρέα μας εἶχε μπεῖ.
Μά ζοῦσεν ἀπολύτως σάν κ’ ἐμᾶς.
Ἀπ’ ὅλους μας πιό ἔκδοτος στές ἡδονές∙
σκορπώντας αφειδῶς τό χρῆμα του στές διασκεδάσεις.
Γιά τήν ὑπόληψι τοῦ κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σέ νύχτιες ρήξεις στές ὁδούς
ὅταν ἐτύχαινε ἡ παρέα μας
νά συναντήσει ἀντίθετη παρέα.
Ποτέ γιά τήν θρησκεία του δεν μιλοῦσε.
Μάλιστα μιά φορά τόν εἴπαμε
πώς θά τόν πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Ὅμως σάν νά δυσαρεστήθηκε
μ’ αὐτόν μας τόν ἀστεϊσμό: θυμοῦμαι τώρα.
Ἆ κι ἄλλες δυό φορές τώρα στόν νοῦ μου ἔρχονται.
Ὅταν στόν Ποσειδῶνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχτηκε ἀπ’ τόν κύκλο μας, κ’ ἔστρεψε ἀλλοῦ τό βλέμμα.
Ὅταν ἐνθουσιασμένος ἕνας μας
εἶπεν, Ἡ συντροφιά μας να’ ναι ὑπό
τήν εὔνοιαν καί τήν προστασίαν τοῦ μεγάλου,
τοῦ πανωραίου Ἀπόλλωνος – ψιθύρισεν ὁ Μύρης
(οἱ ἄλλοι δέν ἄκουσαν) «τῆ ἐξαιρέσει ἐμοῦ».
Οἱ Χριστιανοί ἱερεῖς μεγαλοφώνως
γιά τήν ψυχή τοῦ νέου δέονταν. –
Παρατηροῦσα μέ πόση ἐπιμέλεια,
καί μέ τί προσοχήν ἐντατική
στούς τύπους τῆς θρησκείας τους, ἑτοιμάζονταν
ὅλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ ἐξαίφνης μέ κυρίευσε μιά ἀλλόκοτη
ἐντύπωσις. Ἀόριστα, αἰσθανόμουν
σάν νά ‘φευγεν ἀπό κοντά μου ὁ Μύρης∙
αἰσθανόμουν πού ἑνώθη, Χριστιανός,
μέ τους δικούς του, καί πού γένομουν
ξ έ ν ο ς ἐγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ∙ ἔνοιωθα κιόλα
μιά ἀμφιβολία νά μέ σιμώνει: μήπως κ’ εἶχα γελασθεῖ
ἀπό τό πάθος μου, καί π ά ν τ α τοῦ ἤμουν ξένος. –
Πετάχτηκα ἔξω απ’ τό φρικτό τους σπίτι,
ἔφυγα γρήγορα πρίν ἁρπαχθεί, πρίν ἀλλοιωθεῖ
ἀπ’ την χριστιανοσύνη τους ἡ θύμηση τοῦ Μύρη.
[1929]
Ο Καβάφης υιοθετώντας την περσόνα ενός νεαρού ειδωλολάτρη θρηνεί για το θάνατο του ωραίου Μύρη και παράλληλα βρίσκει την ευκαιρία να τιμήσει τον ηδονικό βίο της Αλεξάνδρειας λίγο προτού ο παγανισμός και οι υποστηρικτές του βρεθούν υπό διωγμό. Η Αλεξάνδρεια το 340 μ.Χ. βρίσκεται σε μία μεταβατική περίοδο καθώς σιγά – σιγά ο Χριστιανισμός αρχίζει να επικρατεί και ο παγανισμός με όλη την ελευθερία στην ερωτική έκφραση και την εκτίμηση για την ομορφιά και τον έρωτα, που τόσο συγκινεί τον ποιητή, περνά πλέον σε μια ύστατη περίοδο παρακμής.
Με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.) του Μεγάλου Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί παύουν να βρίσκονται υπό διωγμό, καθώς θεσπίζεται η αρχή της ανεξιθρησκίας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Τα προβλήματα βέβαια για τους χριστιανούς συνεχίζονται κι εκείνη την περίοδο αλλά είναι περισσότερο εσωτερικής φύσης. Ο Αρειανισμός, με την υποστήριξη του αυτοκράτορα, γνωρίζει μεγάλη ακμή και οδηγεί τους πιστούς σε έντονες προστριβές και συγκρούσεις. Ο διάδοχος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στην ανατολή, Κωνστάντιος Β΄ συνεχίζει την ευνοϊκή πολιτική για τους χριστιανούς, αλλά παραμένει κι αυτός υποστηρικτής του Αρειανισμού. Παρ’ όλα αυτά ο χριστιανισμός κατορθώνει σταδιακά να επικρατήσει και προωθεί έναν σαφώς πιο μετρημένο τρόπο ζωής απ’ αυτόν που είχαν και προτιμούσαν οι ειδωλολάτρες.
Ο αφηγητής του ποιήματος μαθαίνει για το θάνατο του αγαπημένου του Μύρη και πηγαίνει στο χριστιανικό σπίτι του νεκρού, όπου γίνονται οι ετοιμασίες για την κηδεία. Το ιστορικοφανές αυτό ποίημα είναι δοσμένο με πληθώρα στοιχείων θεατρικότητας καθώς ο ποιητής μας δίνει με μεγάλη σκηνοθετική λεπτομέρεια το χώρο όπου διαδραματίζονται τα περιστατικά του ποιήματος, καθώς και τις κινήσεις των προσώπων.
Ο Μύρης αν και χριστιανός εντάσσεται σε μια παρέα παγανιστών και συμμετέχει μαζί τους στα ηδονικά ξενύχτια και τις διασκεδάσεις τους. Ο αφηγητής του ποιήματος αισθάνεται μεγάλη αγάπη για το Μύρη και παρόλο που γνώριζε ότι ήταν χριστιανός δεν αντιλαμβάνεται την έκταση της αφοσίωσης του Μύρη στη θρησκεία του, μέχρι τη στιγμή που βρίσκεται στο σπίτι του και ακούει από τις παριστάμενες γυναίκες να περιγράφουν τις τελευταίες του στιγμές. Ο αφηγητής αρχίζει ξαφνικά να συνειδητοποιεί και να θυμάται όλες εκείνες τις φορές που ο Μύρης είχε εξαιρέσει τον εαυτό του από τις προσευχές της παρέας στους θεούς τους. Σιγά – σιγά ο αφηγητής αρχίζει να νιώθει ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να γνωρίσει πραγματικά το Μύρη κι ότι στην ουσία η μεταξύ τους επαφή δεν υπήρξε τόσο στενή όσο ο ίδιος είχε πιστέψει. Η σκέψη ότι τελικά ήταν δεν ήταν παρά ένας ξένος για το Μύρη κι ότι ο αγαπημένος του νέος δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την αγάπη του Χριστού, αναστατώνει τον ανώνυμο αφηγητή, ο οποίος σπεύδει να φύγει από το φρικτό εκείνο σπίτι προτού η κυρίαρχη χριστιανική ατμόσφαιρα αλλοιώσει πλήρως την εικόνα που είχε για το Μύρη. Προτιμά να θυμάται τον αγαπημένο του έτσι όπως τον γνώρισε, δοσμένο στον έρωτα και την έκλυτη ζωή, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη γνώμη του κόσμου.
Ο ποιητής δημιουργεί μια ιστορία συνύπαρξης του χριστιανισμού και του παγανισμού, αφήνοντας όμως να διαφανεί η σταδιακή επικράτηση της νέας θρησκείας. Μέσα από τις αναμνήσεις του αφηγητή ο Καβάφης βρίσκει την ευκαιρία να πλάσει εικόνες ιδανικού ερωτισμού και λυτρωτικής ελευθερίας, γνωρίζοντας όμως ότι κινείται χρονικά στην εποχή όπου η ελευθερία αυτή φτάνει στο τέλος της. Ο Καβάφης επιστρέφει για λίγο σε μια εποχή όπου η Αλεξάνδρεια ήταν δοσμένη στον έρωτα και την ηδονική λατρεία της ομορφιάς, σε μια εποχή που θα ήθελε κι εκείνος να ζει, μόνο και μόνο για να μας προσφέρει μια τελευταία εικόνα αυτής της περιόδου. Συνηθίζει, άλλωστε, να επιλέγει μεταβατικές περιόδους, θέλοντας να αποτυπώσει την αίσθηση εκείνη της παρακμής και της αγωνιώδους προσπάθειας για επιβίωση, όταν πια το τέλος είναι δεδομένο.
Ενδιαφέρουσα, παράλληλα, είναι η υιοθέτηση από τον Καβάφη ενός παγανιστικού προσωπείου -δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά- που τόσες απορίες δημιουργεί σχετικά με τη θρησκευτική τοποθέτηση του ποιητή. Ο Καβάφης, βέβαια, συνηθίζει να εναλλάσσει την οπτική του στο θέμα της θρησκείας, άλλοτε γράφοντας ως νοσταλγός της ειδωλολατρίας και άλλοτε ως θερμός υποστηρικτής του χριστιανισμού, αδιαφορώντας για όσους θέλουν να τον εντάξουν στο ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Αρέσκεται, άλλωστε, στο να δημιουργεί εντυπώσεις σχετικά με τις πεποιθήσεις του, μπερδεύοντας έτσι τους μελετητές και τους αναγνώστες του.
Το Σεράπιο ήταν ιερό στην Αλεξάνδρεια αφιερωμένο στον Σέραπι, μια θεότητα που είχε δημιουργηθεί από τον Πτολεμαίο Α΄ σε μια προσπάθεια ένωσης της τοπικής θρησκείας με αυτής των Ελλήνων. Το Σεράπιο καταστράφηκε το 391 μ.Χ. με διαταγή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α΄.
1 σχόλια:
Σε ευχαριστω!
Δημοσίευση σχολίου